αυξημένη πιθανότητα πρόκλησης ανεπιθύμητων ενεργειών.
ΠΡΟΚΛΙΝΙΚΗ ΑΣΦΆΛΕΙΑ
Στους επίμυες και σκύλους στους οποίους χορηγήθηκε το φάρμακο, από του στόματος μία φορά
την ημέρα επί 12 μήνες, δεν εμφανίστηκαν τοξικές ενέργειες, όταν οι χορηγούμενες δόσεις ήταν
τουλάχιστον 125 φορές μεγαλύτερες της ενδοφλεβίου / από του στόματος θεραπευτικής δόσης. Το
φάρμακο δεν ήταν μεταλλαξιογόνο σε θηλαστικά ή μη θηλαστικά in vivo ή in vitro και δεν υπήρχε
ένδειξη επίδρασης στη σύνθεση του DNA, με την έννοια της τοξικότητας στο γένωμα. Σε
υψηλότερες δόσεις το φάρμακο προκάλεσε κυτταρικό πολλαπλασιασμό στο ήπαρ επιμύων και
ηπατοκυτταρικούς όγκους σε επίμυες και ποντίκια και στα οποία χορηγήθηκε το φάρμακο από του
στόματος για όλη τη ζωή τους (2 έτη). Σε μελέτες διαρκείας 2 ετών δεν παρατηρήθηκαν
ηπατοκυτταρικοί όγκοι σε τρωκτικά, όπου χορηγήθηκαν δόσεις 25 φορές υψηλότερες από την
ενδοφλέβια κλινική δόση.
Συμπερασματικά, το φάρμακο χορηγήθηκε σε επίμυες και σκύλους χωρίς να προκαλέσει βλάβες για
12 μήνες και σε δόσεις πολύ μεγαλύτερες των θεραπευτικών. Το εύρημα της αύξησης των
ηπατοκυτταρικών όγκων με υψηλές δόσεις στα τρωκτικά με χορήγηση του φαρμάκου σε όλη τους
τη ζωή, δεν θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την ασφαλή βραχυχρόνια χρήση του φαρμάκου ως
αντιεμετικού σε ανθρώπους.
2.5. ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ Ή ΟΥΣΙΕΣ
Σε μελέτες επί τρωκτικών, το φάρμακο δεν προκάλεσε επαγωγή ή αναστολή του κυττοχρώματος
Ρ
450
που έχει σχέση με το ενζυματικό σύστημα μεταβολισμού των φαρμάκων. Στους ανθρώπους, η
επαγωγή του ηπατικού ενζύμου με φαινοβαρβιτάλη είχε ως αποτέλεσμα μία αύξηση της κάθαρσης
στο σύνολο του πλάσματος του ενδοφλεβίως χορηγηθέντος φαρμάκου, κατά 25% περίπου.
Το φάρμακο έχει χορηγηθεί ασφαλώς σε ανθρώπους μαζί με βενζοδιαζεπίνες, νευροληπτικά και
φάρμακα εναντίον του έλκους, που συνήθως αναγράφονται μαζί με αντιεμετικά. Επιπροσθέτως, το
φάρμακο δεν έχει δείξει προφανή αλληλεπίδραση με φάρμακα που χρησιμοποιούνται σε
αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία και είναι εμετογόνα.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης με ασθενείς που ευρίσκονται υπό αναισθησία.
Το φάρμακο έχει, όμως, ασφαλώς χορηγηθεί μαζί με τους κοινώς χρησιμοποιούμενους
ανιαισθητικούς και αναλγητικούς παράγοντες. Επιπροσθέτως, ανθρώπινες μικροσωματικές μελέτες
in vitro έχουν δείξει ότι η υποομάδα 3Α4 του κυττοχρώματος Ρ
450
(που συμμετέχει στο μεταβολισμό
μερικών από τους κυριότερους ναρκωτικούς, αναλγητικούς παράγοντες), δεν τροποποιείται από το
φάρμακο.
2.6. ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Α. ΕΝΈΣΙΜΟ
Ενήλικες
Για την πρόληψη πρέπει να χορηγείται μία μοναδική δόση 3 mg, ως ενδοφλέβια έγχυση
(διαλύματος του φαρμάκου σε 20-50ml υγρού έγχυσης) και με χρόνο χορήγησης διαρκείας 5
λεπτών, πριν από την έναρξη της κυτταροστατικής θεραπείας.
Για τη θεραπεία της εγκατεστημένης ναυτίας και των εμέτων, μία μοναδική δόση φαρμάκου πρέπει
4