μετατάσσονται από τα συστηματικώς χορηγούμενα κορτικοειδή σε
BUDESONIDE ρινικό εκνέφωμα, οπότε και είναι δυνατόν να παρατηρηθούν
διαταραχές του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση- επινεφρίδια. Η συγχορήγηση του
BUDESONIDE ρινικό εκνέφωμα με άλλο στεροειδές για εισπνοές από του
στόματος, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης σημείων ή συμπτωμάτων
υπερδοσολογίας από κορτικοστεροειδή και/ή καταστολής του άξονα ΥΥΕ. Σε
περίπτωση που χρησιμοποιείται άλλο στεροειδές για εισπνοές από του
στόματος, θα πρέπει να προσαρμόζεται το άρθροισμα της δοσολογίας από τη
μύτη και το στόμα, ώστε να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ανέργειες των
στεροειδών ιδίως στα παιδιά.
Στη διάρκεια μακροχρόνιας αγωγής θα πρέπει να ελέγχεται ο ρινοκός
βλεννογόνος, κάθε 6 μήνες. Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν
συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία σε παιδιά.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κοκορτικοειδή:
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως, προαναφέρθηκε σε
καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής
λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ
του χορηγούμενου γλυκοκορτικοειδούς, τη συχνότητα και χρόνο χορήγησης
του στη διάρκεια του 24ωρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και τη
συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας.
Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα
ΥΥΕ είναι εντονότερη και από παρατεταμένη, όταν αυτά χορηγούνται τις
νυχτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα, δόση 1mg δεξαμεθαζόνης
χορηγούμενης τη νύχτα, αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιο-τρόπου
ορμόνης της υπόφυσης για 24 ώρες.
Αιφνίδια η απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να
προκαλέσει "σύνδρομο αποστέρησης", που χαρακτηρίζεται από οξεία
φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία,
ναυτία, εμετούς, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες. Σε μερικές περιπτώσεις τα
συμπτώματα μπορεί να δώσουν την κλινική εικόνα υποτροπής της νόσου, για
την οποία ο ασθενής θεραπευόταν. Έτσι, μετά την επίτευξη του επιθυμητού
θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση των γλυκοκορτικοειδών θα πρέπει να
μειώνεται βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική. Θα πρέπει επίσης αυτή
να προσαρμόζεται ανάλογα με την έξαρση ή ύφεση της νόσου, την
εξατομικευμένη ανταπόκριση του ασθενή και την έκθεση του σε συγκινησιακά
ή φυσικά stress (λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί, κλπ). Μετά τη διακοπή