In vivo: Τα αποτελέσματα των μελετών στα ζώα έδειξαν ότι η στάθμη της κλαριθρομυκίνης σε
όλους τους ιστούς εκτός του κεντρικού νευρικού συστήματος ήταν πολλαπλάσια της στάθμης του
φαρμάκου στην κυκλοφορία. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν κυρίως στο ήπαρ και
στον πνεύμονα όπου η αναλογία ιστού προς πλάσμα (I/Π) έφθασε 10 ως 20.
Υγιείς εθελοντές: Η βιοδιαθεσιμότητα και η φαρμακοκινητική των παιδιατρικών εναιωρημάτων
κλαριθρομυκίνης μελετήθηκαν σε ενήλικες και σε παιδιατρικούς ασθενείς.
Η μελέτη μια δόσεως σε ενήλικες, έδειξε ότι η συνολική βιοδιαθεσιμότητα της παιδιατρικής μορφής
είναι ισοδύναμη ή ελαφρώς μεγαλύτερη από εκείνη του δισκίου (η δόση εκάστου ήταν 250mg). Η
χορήγηση της παιδιατρικής μορφής, όπως και του δισκίου, συγχρόνως με την τροφή, οδηγεί σε
ελαφρά καθυστέρηση της απορρόφησης αλλά δεν επηρεάζει την συνολική απορρόφηση της
κλαριθρομυκίνης. Συγκριτικά η C
max
, AUC και ο χρόνος ημίσειας ζωής του παιδιατρικού
εναιωρήματος της κλαριθρομυκίνης (παρουσία τροφής) ήταν 0,95mcg/ml, 6,5mcg x h/ml και 3,7
ώρες ενώ για το δισκίο (νήστεως) ήταν αντίστοιχα 1,10mcg/ml, 6,3mcg x h/ml και 3,3 ώρες.
Σε μελέτη πολλαπλών δόσεων σε ενήλικες, όπου χορηγήθηκαν 250mg παιδιατρικού εναιωρήματος
κλαριθρομυκίνης κάθε 12 ώρες, η σταθεροποιημένη κατάσταση διαπιστώθηκε κατά την πέμπτη
δόση.
Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι μετά την πέμπτη δόση του παιδιατρικού εναιωρήματος της
κλαριθρομυκίνης ήταν: C
max
1,98mcg/ml, AUC 11,5mcg x h/ml και T
max
2,8 ώρες και ο χρόνος
ημίσειας ζωής 3,2 ώρες για την κλαριθρομυκίνη και για τον μεταβολίτη 14-ΟΗ κλαριθρομυκίνη
0,67, 5,33, 2,9 και 4,9 αντίστοιχα.
Οι υγιείς εθελοντές σε κατάσταση νήστεως παρουσιάζουν μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα στις 2
ώρες μετά τη λήψη. Με τη χορήγηση δισκίων των 250mg ανά 12ωρο, οι μέγιστες στάθμες
κλαριθρομυκίνης στο πλάσμα, σε σταθεροποιημένη κατάσταση, επιτυγχάνονται μετά από 2 έως 3
ημέρες και είναι της τάξης του 1mcg/ml. Με τη χορήγηση δισκίων των 500mg ανά 12ωρο, οι
μέγιστες αντίστοιχες συγκεντρώσεις είναι 2 έως 3mcg/ml.
Η ημιπερίοδος ζωής της απομάκρυνσης της κλαριθρομυκίνης είναι της τάξεως των 3 έως 4 ωρών
με το δισκίο των 250mg χορηγούμενο ανά 12ωρο και των 5 έως 7 ωρών με δισκίο των 500mg
χορηγούμενο επίσης ανά 12ωρο. Ο κύριος μεταβολίτης της κλαριθρομυκίνης, η 14-ΟΗ-
κλαριθρομυκίνη, παρουσιάζει σε σταθεροποιημένη κατάσταση μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα γύρω
στο 0,6mcg/ml και χρόνο υποδιπλασιασμού στις 5 έως 6 ώρες μετά από χορήγηση 250mg ανά
12ωρο. Κατά τη χορήγηση 500mg ανά 12ωρο, οι μέγιστες, σε σταθεροποιημένη κατάσταση,
συγκεντρώσεις της 14-ΟΗ-κλαριθρομυκίνης στο πλάσμα είναι ελαφρώς αυξημένες έως 1mcg/ml
και ο χρόνος ημίσειας ζωής της είναι γύρω στις 7 ώρες. Και με τις δύο δόσεις αυτές, η κινητική
συμπεριφορά του δραστικού μεταβολίτη σταθεροποιείται μετά από 2 έως 3 ημέρες χορήγησης.
Μετά από per os λήψη 250mg κάθε 12 ώρες, το 20% της αρχικής δόσης απεκκρίνεται υπό
αναλλοίωτη μορφή στα ούρα. Αντίστοιχα με δόσεις 500mg ανά 12ωρο, η αναλλοίωτη
κλαριθρομυκίνη απεκκρίνεται στα ούρα στο 30% της αρχικής δόσης. Η νεφρική κάθαρση της
κλαριθρομυκίνης που ακολουθεί τη φυσιολογική σπειραματική διήθηση, είναι εν πολλοίς
ανεξάρτητη από τη χορηγούμενη δόση. Η 14-ΟΗ-κλαριθρομυκίνη ανιχνεύεται στα ούρα σε
ποσοστό των 10 έως 15% των χορηγουμένων δόσεων των 250mg ή 500mg ανά 12ωρο.
Ασθενείς: Η κλαριθρομυκίνη και ο 14-ΟΗ-μεταβολίτης της κατανέμονται ευρύτατα στους ιστούς και
στα υγρά του οργανισμού. Περιορισμένα δεδομένα από μικρό αριθμό ασθενών έδειξαν ότι, μετά
από per os χορήγηση, η κλαριθρομυκίνη δεν επιτυγχάνει σημαντικές συγκεντρώσεις στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (σε ασθενείς με φυσιολογικό αιματοεγκεφαλικό φραγμό οι συγκεντρώσεις
κλαριθρομυκίνης ήταν της τάξεως του 1 έως 2% των αντιστοίχων επιπέδων στο πλάσμα). Οι
συγκεντρώσεις των ιστών είναι συνήθως πολλαπλάσιες από τις συγκεντρώσεις του ορού.
Παραδείγματα αντιστοίχων συγκεντρώσεων σε ιστούς και στον ορό δίνονται παρακάτω:
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ μετά 250mg ανά 12ωρο
Ιστός Ιστός (mcg/g) Ορός (mcg/ml)
Αμυγδαλή 1,6
0,8
8