τριχομονάδα του κόλπου και η Candida albicans, θα πρέπει να αποκλεισθούν με
κατάλληλες εργαστηριακές μεθόδους.
Αντενδείξεις:
Η κρέμα φωσφορικής κλινδαμυκίνης αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό κολίτιδας ή
εντερίτιδας ή φλεγμονώδους νόσου του εντέρου ή κολίτιδας από αντιβιοτικά καθώς και σε
ασθενείς με διαρροϊκά σύνδρομα ή αλλεργία στην κλινδαμυκίνη, στη λινκομυκίνη ή στα
έκδοχα της κρέμας. Να μην χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα κολπικά φάρμακα.
Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση:
Γενικά
Η χρήση της κλινδαμυκίνης μπορεί να επιφέρει υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων
μικροοργανισμών, ιδιαίτερα μυκήτων.
Είναι γεγονός ότι όλα τα αντιβιοτικά έχουν συσχετισθεί με διάρροια και σε μερικές
περιπτώσεις με ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα.
Επομένως, μολονότι μόνον ένα μικρό, ποσοστό του φαρμάκου απορροφάται, εάν
παρατηρηθεί διάρροια, θα πρέπει να διακοπεί η χορήγηση του φαρμάκου, να διενεργηθούν
κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις και να εφαρμοσθεί η ανάλογη θεραπεία. Ενημερώστε
αμέσως το γιατρό σας αν παρουσιαστεί διάρροια.
Ηλικιωμένοι
Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες οδηγίες.
Κύηση
Ενημερώστε το γιατρό σας αν είστε έγκυος πριν χρησιμοποιήσετε την κολπική κρέμα.
Δεν υπάρχουν επαρκείς και εμπεριστατωμένες μελέτες σε εγκύους γυναίκες κατά τη
διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης. Επειδή οι μελέτες οι σχετικές με την
αναπαραγωγή στα ζώα δεν προδικάζουν πάντοτε και την ανταπόκριση στον άνθρωπο, το
φάρμακο αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης μόνον εφ' όσον
κρίνεται σαφώς απαραίτητο.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό αν η κλινδαμυκίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα μετά από
ενδοκολπική χρήση φωσφορικής κλινδαμυκίνης. Όμως η κλινδαμυκίνη, η οποία
χορηγήθηκε από το στόμα και παρεντερικώς, ανιχνεύθηκε στο μητρικό γάλα. Ο γιατρός
σας θα αποφασίσει αν θα σταματήσετε την θεραπεία ή το θηλασμό.
Παιδιά
Δεν προορίζεται για παιδιά.
Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Ουδεμία γνωστή αρνητική επίδραση στην ικανότητα οδήγησης ή χρήσης μηχανημάτων.
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα
Η προπυλενογλυκόλη (Propylene glycol) και η κητοστεατυλική αλκοόλη (cetostearyl
alcohol) μπορούν να προκαλέσουν δερματικό ερεθισμό.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Διασταυρούμενη αντοχή έχει δειχθεί μεταξύ κλινδαμυκίνης και λινκομυκίνης.