άλλες διυδροπυριδίνες, θεωρείται αναμενόμενο πως η υπερδοσολογία θα προκαλέσει εκτεταμένη
περιφερική αγγειοδιαστολή με έντονη υπόταση και αντανακλαστική ταχυκαρδία. Σε αυτή την
περίπτωση πρέπει να εφαρμόζεται άμεσα υποστηρικτική και συμπτωματική αντιμετώπιση της
καρδιαγγειακής λειτουργίας. Λόγω της μακράς φαρμακολογικής δράσης της manidipine, η
καρδιαγγειακή λειτουργία των ασθενών, που έλαβαν υπερβολική δόση, πρέπει να
παρακολουθείται πέραν των 24 ωρών τουλάχιστον.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: εκλεκτικοί αναστολείς διαύλων ασβεστίου με κύρια αγγειακή
δράση.
Κωδικός ATC: C 08 CA 11.
Η manidipine είναι ένας ανταγωνιστής ασβεστίου της ομάδας των διυδροπυριδινών, που
εμφανίζει αντιυπερτασική δράση και φαρμακοδυναμικές ιδιότητες ευνοϊκές για τη νεφρική
λειτουργία.
Το κύριο χαρακτηριστικό της manidipine είναι η παρατεταμένη διάρκεια δράσης, η οποία
διαπιστώθηκε κατά τις in vitro και in vivo μελέτες και η οποία οφείλεται τόσο στις
φαρμακοκινητικές της ιδιότητες όσο και στην υψηλή χημική της συγγένεια με τις θέσεις
σύνδεσης του υποδοχέα. Σε πολλά μοντέλα πειραματικής υπέρτασης η manidipine εμφανίσθηκε
ισχυρότερη και με μεγαλύτερης διάρκειας δράση από την nicardipine και την nifedipine.
Επιπλέον η manidipine παρουσίασε αγγειακή εκλεκτικότητα ειδικά στους νεφρούς, με αύξηση
της νεφρικής ροής αίματος, ελάττωση των αγγειακών αντιστάσεων των προσαγωγών και
απαγωγών σπειραματικών τριχοειδών και επακόλουθη ελάττωση της ενδοσπειραματικής πίεσης.
Αυτή η ιδιότητα συμπληρώνεται από τη διουρητική της δράση, μέσω της αναστολής της
επαναρρόφησης ηλεκτρολυτών και ύδατος στο επίπεδο των αθροιστικών σωληναρίων. Σε
δοκιμασίες πειραματικών παθήσεων η manidipine ασκεί προστατευτική δράση στην πρόκληση
σπειραματικής βλάβης, από την υπέρταση, με μέτριες μόνο αντιυπερτασικές δόσεις. In vitro
μελέτες έδειξαν ότι η συγκέντρωση της manidipine στις κλινικώς χορηγούμενες δόσεις αρκεί για
να αναστείλει την πολλαπλασιαστική ανταπόκριση των κυττάρων στα αγγειακά μιτογόνα (PDGF,
ενδοθηλίνη-1), η οποία μπορεί να αποτελεί την φυσιοπαθολογική βάση για πρόκληση νεφρικών
και αγγειακών βλαβών στους υπερτασικούς ασθενείς.
Στους υπερτασικούς ασθενείς, κλινικώς σημαντική μείωση της αρτηριακής πιέσεως διατηρείται
επί 24 ώρες με μία δόση ημερησίως.
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης, που οφείλεται στην μείωση των συνολικών περιφερικών
αντιστάσεων δεν προκαλεί κλινικώς σημαντική αύξηση της καρδιακής συχνότητας και της
καρδιακής παροχής κατά τη σύντομη και τη μακρόχρονη χορήγηση.
Η manidipine φάνηκε να μην επιδρά επί του μεταβολισμού των σακχάρων και των λιπιδίων, σε
υπερτασικούς ασθενείς με συνυπάρχον διαβήτη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 2 –
3,5 ώρες.
Η manidipine υφίσταται μεταβολισμό πρώτης διόδου. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος φθάνει το 99%. Αυτό το προϊόν κατανέμεται ευρέως στους ιστούς και μεταβολίζεται
σε μεγάλο ποσοστό κυρίως στο ήπαρ.
Η αποβολή πραγματοποιείται κυρίως με τα κόπρανα (63%) και σε μικρότερο ποσοστό από τα
ούρα (31%).
Μετά την επανειλημμένη χορήγηση δεν παρατηρείται συσσώρευση. Στους ασθενείς με νεφρική
5