να αποκλειστεί. Την ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο περίοδο ακολούθησε η φάση της
θεραπείας ανοιχτής επισήμανσης: οι ασθενείς που είτε παρουσίαζαν συμπτώματα
πολλαπλής σκλήρυνσης ή ήταν ασυμπτωματικοί επί τρία έτη, όποιο συνέβαινε πρώτο,
έλαβαν θεραπεία με το δραστικό φάρμακο, σε μια φάση ανοιχτής επισήμανσης για
ένα επιπρόσθετο διάστημα δύο ετών, χωρίς να γίνεται υπέρβαση του μέγιστου των 5
ετών για τη συνολική διάρκεια της θεραπείας. Εκ των 243 ασθενών που
τυχαιοποιήθηκαν αρχικώς στο Copaxone, οι 198 συνέχισαν τη θεραπεία με Copaxone
στη φάση ανοιχτής επισήμανσης. Εκ των 238 ασθενών που τυχαιοποιήθηκαν αρχικώς
στο εικονικό φάρμακο, οι 211 μετατάχθηκαν σε θεραπεία με Copaxone στη φάση
ανοιχτής επισήμανσης.
Κατά το χρονικό διάστημα των 3 χρόνων, όπου διεξήχθη η ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο μελέτη, το Copaxone καθυστέρησε την εξέλιξη από το πρώτο κλινικό
σύμβαμα έως την κλινικά επιβεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση (CDMS) σύμφωνα με
τα κριτήρια Poser, με στατιστικά σημαντικό και κλινικά εποικοδομητικό τρόπο,
αντιστοιχώντας σε μείωση του κινδύνου κατά 45% (σχετικός κίνδυνος = 0,55,
διάστημα εμπιστοσύνης 95% [0,40, 0,77], τιμή p = 0,0005). Το ποσοστό των ασθενών
που εξελίχθηκε σε κλινικά βεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση ανερχόταν σε 43% για
την ομάδα εικονικού φαρμάκου και σε 25% στην ομάδα Copaxone.
Η ευνοϊκή επίδραση της αγωγής με το Copaxone έναντι του εικονικού φαρμάκου
καταδείχθηκε επίσης σε δύο δευτερογενή καταληκτικά σημεία βάσει της μαγνητικής
τομογραφίας, ήτοι ο αριθμός των νέων βλαβών στην ακολουθία T
2
και ο όγκος των
βλαβών στην ακολουθία T
2
.
Έγιναν
post
-
hoc αναλύσεις σε υποομάδες
κατά την ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο
φάση, με κατά μέσον όρο διάρκεια αγωγής 2,4 χρόνια προκειμένου να εκτιμηθεί ο
κίνδυνος εκδήλωσης δεύτερης υποτροπής σε ασθενείς με ποικίλα αρχικά
χαρακτηριστικά, τα οποία αντικατοπτρίζουν πληθυσμούς υψηλού κινδύνου. Για
άτομα με κατ’ ελάχιστον μία βλάβη που προσλαμβάνει γαδολίνιο στην ακολουθία T
1
στην αρχή, η εξέλιξη στην κλινικά βεβαιωμένη πολλαπλή σκλήρυνση ήταν εμφανής σε
ποσοστό 50% των ατόμων στα οποία χορηγήθηκε εικονικό φάρμακο έναντι ποσοστού
28% των ατόμων που χορηγήθηκε Copaxone. Για άτομα, στα οποία αρχικά υπήρχαν 9 ή
και περισσότερες βλάβες στην ακολουθία Τ
2
, η εξέλιξη σε κλινικά βεβαιωμένη
πολλαπλή σκλήρυνση ήταν εμφανής στο 45% των ατόμων υπό εικονικό φάρμακο
έναντι ποσοστού 26% των ατόμων που ήταν υπό Copaxone. Ωστόσο, η επίδραση της
πρώιμης θεραπείας με Copaxone όσον αφορά στη μακροπρόθεσμη εξέλιξη της ασθένειας
είναι άγνωστη ακόμη και σε αυτές τις υποομάδες υψηλού κινδύνου, επειδή η μελέτη
σχεδιάστηκε κυρίως για την εκτίμηση του χρόνου έως τη δεύτερη υποτροπή. Σε κάθε
περίπτωση, θεραπεία πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο για ασθενείς, οι οποίοι
ταξινομούνται ως υψηλού κινδύνου.
Η επίδραση που εμφανίστηκε στην ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο φάση
διατηρήθηκε στην περίοδο μακροχρόνιας παρακολούθησης, διάρκειας έως και 5 ετών.
Το χρονικό διάστημα εξέλιξης του πρώτου κλινικού επεισοδίου σε CDMS παρατάθηκε
με την πρώιμη θεραπεία με Copaxone, συγκριτικά με την όψιμη θεραπεία,
παρουσιάζοντας μια μείωση κινδύνου κατά 41% για την πρώιμη έναντι της όψιμης
θεραπείας (σχετικός κίνδυνος = 0,59, διάστημα εμπιστοσύνης 95% [0,44, 0,80], τιμή
p=0,0005). Το ποσοστό των ατόμων στην ομάδα Όψιμης Έναρξης που παρουσίασαν
εξέλιξη ήταν υψηλότερο (49,6%) συγκριτικά με εκείνους στην ομάδα Πρώιμης
Θεραπείας (32,9%).