λινεζολίδη σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν θεραπεία με
βανκομυκίνη/ δικλοξακιλλίνη/ οξακιλλίνη [78/363 (21,5%) έναντι
58/363 (16,0%)]. Ο κύριος παράγοντας που επηρέασε τα ποσοστά
θνητότητας ήταν η κατάσταση της λοίμωξης από Gram θετικά
παθογόνα κατά την έναρξη της θεραπείας. Τα ποσοστά θνητότητας
ήταν παρόμοια στους ασθενείς με λοιμώξεις οφειλόμενες αμιγώς σε
Gram θετικούς μικροοργανισμούς (λόγος σχετικών πιθανοτήτων
[odds ratio] 0,96, διάστημα εμπιστοσύνης 95 %: 0,58-1,59) αλλά ήταν
σημαντικά υψηλότερα (p=0,0162) στην ομάδα των ασθενών που
ελάμβαναν λινεζολίδη με οποιοδήποτε άλλο παθογόνο ή χωρίς
ανεύρεση παθογόνου κατά την έναρξη της θεραπείας (λόγος
σχετικών πιθανοτήτων [odds ratio] 2,48, διάστημα εμπιστοσύνης 95
%: 1,38-4,46). Η μεγαλύτερη ανισορροπία εμφανίστηκε κατά τη
διάρκεια της θεραπείας και μέσα σε 7 ημέρες μετά τη διακοπή της
χορήγησης του υπό μελέτη φαρμάκου. Περισσότεροι ασθενείς στην
ομάδα της λινεζολίδης εμφάνισαν λοιμώξεις από Gram αρνητικά
παθογόνα κατά τη διάρκεια της μελέτης και απεβίωσαν από
λοιμώξεις που οφείλονταν σε Gram αρνητικά παθογόνα και από
πολυμικροβιακές λοιμώξεις. Επομένως, σε επιπλεγμένες λοιμώξεις
δέρματος και μαλακών μορίων η λινεζολίδη θα πρέπει να
χορηγείται σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη
συνυπάρχουσα λοίμωξη από Gram αρνητικούς μικροοργανισμούς
μόνο εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές θεραπευτικές
επιλογές (βλέπε παράγραφο 4.1). Σε αυτές τις περιπτώσεις η
θεραπεία έναντι των Gram αρνητικών μικροοργανισμών θα πρέπει
να αρχίζει ταυτόχρονα.
Διάρροια και κολίτιδα σχετιζόμενες με αντιβιοτικά
Διάρροια σχετιζόμενη με αντιβιοτικά και κολίτιδα σχετιζόμενη με
αντιβιοτικά, συμπεριλαμβανομένων της ψευδομεμβρανώδους
κολίτιδας και της διάρροιας που σχετίζεται με το παθογόνο
Clostridium di`icile
, έχουν συσχετισθεί με τη χρήση σχεδόν όλων
των αντιβιοτικών, συμπεριλαμβανομένης της λινεζολίδης, η οποία
ενδέχεται να ποικίλει σε βαρύτητα, από ελαφρά διάρροια ως
θανατηφόρος κολίτιδα. Επομένως, είναι σημαντικό να
συνυπολογιστεί αυτή η διάγνωση σε ασθενείς, οι οποίοι
εμφανίζουν σοβαρή διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά τη χρήση της
λινεζολίδης. Εάν υπάρχει υποψία ή τεκμηριωμένη διάγνωση
διάρροιας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά ή κολίτιδας σχετιζόμενης
με αντιβιοτικά, η τρέχουσα θεραπεία με αντιβακτηριακούς
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της λινεζολίδης, θα πρέπει να
διακοπεί και να εφαρμοστούν αμέσως κατάλληλα θεραπευτικά
μέτρα. Σε αυτή την περίπτωση φάρμακα που αναστέλλουν τον
περισταλτισμό του εντέρου αντενδείκνυνται.
Γαλακτική οξέωση
Γαλακτική οξέωση έχει αναφερθεί με τη χρήση της λινεζολίδης.
Ασθενείς οι οποίοι, ενώ λαμβάνουν λινεζολίδη, αναπτύσσουν
σημεία και συμπτώματα μεταβολικής οξέωσης που περιλαμβάνουν
υποτροπιάζουσα ναυτία ή έμετο, κοιλιακό άλγος, χαμηλό επίπεδο
διττανθρακικών ή υπεραερισμό, θα πρέπει να λάβουν άμεση ιατρική
φροντίδα. Εάν παρουσιασθεί γαλακτική οξέωση, τα οφέλη της