To κλινικό πρόγραμμα REVIVE σχεδιάστηκε για να συγκρίνει την αποτελεσματικότητα του
levosimendan συν θεραπεία αναφοράς και του εικονικού φαρμάκου συν θεραπεία αναφοράς στην
αντιμετώπιση της ΑDHF.
Τα κριτήρια εισαγωγής περιελάμβαναν ενδονοσοκομειακούς ασθενείς με ΑDHF, κλάσμα εξώθησης
αριστερής κοιλίας μικρότερο ή ίσο του 35% τους τελευταίους 12 μήνες και δύσπνοια σε φάση
ηρεμίας. Με εξαίρεση την ενδοφλέβια μιλρινόνη, κάθε θεραπεία κατά την έναρξη της μελέτης ήταν
επιτρεπτή. Τα κριτήρια αποκλεισμού περιελάμβαναν σοβαρού βαθμού απόφραξη του χώρου εξόδου
της αριστερής κοιλίας, καρδιογενή καταπληξία, συστολική αρτηριακή πίεση ≤ 90 mmHg ή καρδιακό
ρυθμό ≥ 120 παλμούς ανά λεπτό (που επιμένουν για τουλάχιστον πέντε λεπτά) ή απαίτηση για
μηχανική αναπνοή.
Τα αποτελέσματα του πρωτεύοντος καταληκτικού σημείου έδειξαν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των
ασθενών κατηγοριοποιήθηκαν ως βελτιωμένοι με ένα μικρό ποσοστό ασθενών να
κατηγοριοποιούνται ως επιδεινούμενοι (p-value 0,015) όπως μετρήθηκαν βάσει ενός σύνθετου
κλινικού καταληκτικού σημείου που αντικατοπτρίζει το συνεχές όφελος στην κλινική κατάσταση στις
εξής τρεις χρονικές φάσεις: έξι ώρες, 24 ώρες και πέντε ημέρες. Το νατριουρητικό πεπτίδιο τύπου-Β
(ΒΝP) μειώθηκε σημαντικά έναντι του εικονικού φαρμάκου και της θεραπείας αναφοράς στις 24
ώρες και μέχρι τις πέντε ημέρες (p-value=0,001).
Η ομάδα Simdax είχε ένα ελαφρώς αυξημένο, εν τούτοις μη στατιστικά σημαντικό, ποσοστό θανάτων
συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου στις 90 ημέρες (15% έναντι 12%). Οι εκ των υστέρων αναλύσεις
κατέδειξαν τη συστολική αρτηριακή πίεση < 100 mmHg ή τη διαστολική αρτηριακή πίεση < 60
mmHg πριν από την έναρξη της θεραπείας ως παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο θνησιμότητας.
SURVIVE
Μία διπλή-τυφλή, με διπλό-εικονικό φάρμακο (double-dummy), παράλληλων ομάδων, πολυκεντρική
μελέτη που συγκρίνει το levosimendan έναντι της δοβουταμίνης αξιολόγησε τη θνησιμότητα σε 180
ημέρες σε 1327 ασθενείς με ΑDHF που είχαν ανάγκη επιπλέον θεραπείας μετά από μη επαρκή
απόκριση σε ενδοφλέβια διουρητικά ή αγγειοδιασταλτικά. Ο πληθυσμός των ασθενών ήταν γενικά
παρόμοιος με αυτόν της μελέτης REVIVE IΙ. Ωστόσο εντάχθηκαν ασθενείς χωρίς προηγούμενο
ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας (π.χ. οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου), καθώς ήταν ασθενείς που
χρειάζονταν καρδιακή υποστήριξη. Περίπου 90% των ασθενών συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη λόγω
δύσπνοιας σε φάση ηρεμίας.
Τα αποτελέσματα της SURVIVE δεν έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των
levosimendan και δοβουταμίνης σε θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας σε 180 ημέρες {HR = 0,91 (95%
CI [0,74, 1,13] p-value 0,401)}. Ωστόσο υπήρξε αριθμητικό πλεονέκτημα στη θνησιμότητα την
Ημέρα 5 (4% levosimendan έναντι 6% δοβουταμίνης) για το levosimendan. Το πλεονέκτημα αυτό
διατηρήθηκε για 31 ημέρες (12% levosimendan έναντι 14% δοβουταμίνη) και ήταν περισσότερο
έκδηλη στα άτομα που έλαβαν αγωγή με β- αποκλειστές κατά την έναρξη της μελέτης. Σε αμφότερες
τις ομάδες θεραπείας, οι ασθενείς με χαμηλή αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της μελέτης
εμφάνισαν υψηλότερη συχνότητα θνησιμότητας συγκριτικά με εκείνους με υψηλότερη αρτηριακή
πίεση κατά την έναρξη της μελέτης.
LIDO
Το levosimendan έχει δειχθεί ότι προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αύξηση της καρδιακής παροχής και του
όγκου παλμού καθώς και δοσοεξαρτώμενη ελάττωση της πίεσης ενσφήνωσης των πνευμονικών
τριχοειδών, της μέσης αρτηριακής πίεσης και των ολικών περιφερικών αντιστάσεων.
Σε μία διπλή-τυφλή πολυκεντρική μελέτη, 203 ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια με χαμηλή
παροχή (κλάσμα εξώθησης ≤0,35, καρδιακός δείκτης <2,5 1/min/m², πίεση ενσφήνωσης πνευμονικών
τριχοειδών (PCWP) > 15mm Hg), που χρειάζονταν ινότροπη υποστήριξη έλαβαν levosimendan (δόση
εφόδου 24 μικρογραμμάρια/kg μέσα σε 10 λεπτά και στη συνέχεια συνεχή έγχυση των 0,1-0,2
μικρογραμμαρίων/kg/min) ή δοβουταμίνη (5-10 μικρογραμμάρια/kg/min) επί 24 ώρες. H καρδιακή
ανεπάρκεια ήταν ισχαιμικής αιτιολογίας στο 47% των ασθενών. 45 % των ασθενών είχαν ιδιοπαθή
διατατική μυοκαρδιοπάθεια. 76 % των ασθενών είχαν δύσπνοια σε κατάσταση ηρεμίας. Τα κυριότερα