αναγωγάσης (ρεδουκτάσης), όπως η σιμβαστατίνη και η λοβαστατίνη. Σε
ταυτόχρονη χορήγηση ιτρακοναζόλης και τερφεναδίνης ή αστεμιζόλης ή πιμοζίδης
ή σιζαπρίδης έχουν περιγραφεί σοβαρά καρδιαγγειακά συμπτώματα και θάνατος. Η
ταυτόχρονη χορήγηση αζολών όπως η ιτρακοναζόλη και σιζαπρίδης μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού (επιμήκυνση
QT διαστήματος, κοιλιακές αρρυθμίες, torsade de pointes).
Φάρμακα των οποίων τα επίπεδα στο πλάσμα, οι επιδράσεις και οι
ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να παρακολουθούνται. Η δοσολογία τους, αν
συγχορηγούνται με ιτρακοναζόλη, πρέπει να ελαττώνεται, αν κριθεί αναγκαίο:
Αντιπηκτικά που χορηγούνται από το στόμα. Αντιδιαβητικά από το στόμα. Έχει
αναφερθεί σοβαρή υπογλυκαιμία σε ταυτόχρονη χορήγησή τους με
αντιμηυκητιασικά από το στόμα. Σε περίπτωση συγχορήγησης απαιτείται
προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα. Αναστολείς της
HIV πρωτεάσης, όπως η ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, σακουιναβίρη. Ορισμένα
αντινεοπλασματικά φάρμακα όπως τα αλκαλοειδή της Vinca, βουσουλφάνη,
δοσεταξέλη και τριμετρεξάτη. Μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 Αναστολείς των
διαύλων Ασβεστίου όπως της ομάδας των διυδροπυριδινών και βεραπαμίλη. Οι
αναστολείς διαύλων ασβεστίου μπορεί να έχουν αρνητική ινοτρόπο δράση, η οποία
μπορεί να προστίθεται σε αυτή της ιτρακοναζόλης. Η ιτρακοναζόλη μπορεί να
αναστείλει το μεταβολισμό των αναστολέων διαύλων ασβεστίου. Για το λόγο αυτό,
χρειάζεται προσοχή κατά τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και αναστολέων διαύλων
ασβεστίου. Ορισμένα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα: κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους,
ραπαμυκίνη (επίσης γνωστή ως σιρόλιμους). Άλλα: διγοξίνη, καρβαμαζεπίνη,
βουσπιρόνη, αλφαιντανύλη, αλπραζολάμη, βρωτιζολάμη, μιδαζολάμη χορηγούμενη
ενδοφλέβια, ριφαβουτίνη, μεθυπρεδνιζολόνη, εμπαστίνη ρεμποξετίνη. Εάν η
μιδαζολάμη χορήγεται εδνοφλέβιως, απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα, μια και η
ηρεμιστική δράση μπορεί να παραταθεί. Δεν έχει παρατηρηθεί αλληλεπίδραση της
ιτρακοναζόλης με AZT (zidovudine). Δεν έχουν παρατηρηθεί επαγωγικές
επιδράσεις της ιτρακοναζόλης στο μεταβολισμό της αιθινυλοιστραδιόλης και
νορεθιστερόνης.
Επίδραση στη σύνδεση με τις πρωτεΐνες: Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι δεν
υπάρχουν αλληλεπιδράσεις στη σύνδεση με τις πρωτεϊνες του πλάσματος μεταξύ
της ιτρακοναζόλης και ιμιπράμινης, προπρανολόλης, διαζεπάμης, σιμετιδίνης,
ινδομεθακίνης, τολβουταμίδης και σουλφαμεθαζίνης.
4.6. Κύηση και γαλουχία
6