ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ITRAZOL
Itraconazole, πόσιμο διάλυμα 10mg/ml
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ITRAZOL
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ιτρακοναζόλη 10 mg/ml
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Για τη θεραπεία της στοματικής και/ή οισοφαγικής καντιντίασης σε ασθενείς
με HIV(+) ή άλλους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς.
Ως προφύλαξη των εν τω βάθει μυκητιασικών λοιμώξεων οι οποίες
αναμένεται να είναι ευαίσθητες στην ιτρακοναζόλη, όταν η καθιερωμένη
θεραπεία θεωρείται ακατάλληλη, σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες ή
σε αυτούς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση μυελού των οστών και οι
οποίοι αναμένεται να είναι ουδετεροπενικοί (δηλ. <500 κύτταρα /μl).
Επί του παρόντος υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα κλινικής αποτελεσματικότητας
στην πρόληψη της ασπεργίλλωσης.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Για καλύτερη απορρόφηση, το πόσιμο διάλυμα Itrazol πρέπει να λαμβάνεται χωρίς
τροφή (οι ασθενείς πρέπει να μην λαμβάνουν τροφή για τουλάχιστον μία ώρα μετά
τη λήψη). Για τη θεραπεία της στοματικής και/ή οισοφαγικής καντιντίασης, το
πόσιμο διάλυμα θα πρέπει να ανακινείται σε όλη τη στοματική κοιλότητα (περίπου
20 δευτερόλεπτα) πριν την κατάποση. Δεν πρέπει να ξεπλένετε το στόμα μετά την
κατάποση (οι ασθενείς πρέπει να μην λαμβάνουν τροφή για τουλάχιστον μία ώρα
μετά τη λήψη). Θεραπεία της στοματικής και/ή οισοφαγικής καντιντίασης: 200mg
(2 δοσομετρικές μεζούρες) την ημέρα σε δύο λήψεις ή εναλλακτικά σε μία λήψη,
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
για 1 εβδομάδα. Αν δεν σημειωθεί αποτέλεσμα μετά 1 εβδομάδα, η θεραπεία
πρέπει να συνεχιστεί για 1 εβδομάδα επιπλέον.
Θεραπεία στοματικής και οισοφαγικής καντιντίασης ανθεκτικής στη
φλουκοναζόλη: 100mg ως 200mg (1-2 δοσομετρικές μεζούρες) 2 φορές την
ημέρα για 2 εβδομάδες. Αν δεν σημειωθεί αποτέλεσμα μέσα σε 2 εβδομάδες, η
θεραπεία πρέπει να συνεχιστεί για 2 εβδομάδες επιπλέον. Αν δεν υπάρξουν σημεία
βελτίωσης, η ημερήσια δόση των 400mg δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
περισσότερο από 14 ημέρες.
Προφύλαξη από μυκητιασικές λοιμώξεις: 5mg/Kg την ημέρα χορηγούμενα σε
δύο λήψεις. Στις κλινικές μελέτες, η θεραπεία προφύλαξης ξεκινούσε αμέσως πριν
την κυτταροστατική θεραπεία και γενικά μία εβδομάδα πριν την εγχείριση
μεταμόσχευσης. Η θεραπεία συνεχιζόταν μέχρι την ανάκαμψη των ουδετερόφιλων
(δηλ. > 1000 κύτταρα/μl). Από κλινικές μελέτες σε ουδετεροπενικούς ασθενείς οι
φαρμακοκινητικές παράμετροι δείχνουν αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των
ατόμων. Η παρακολούθηση των επιπέδων στο αίμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη,
ιδιαίτερα παρουσία γαστρεντερικής βλάβης, διάρροιας και κατά τη διάρκεια
παρατεταμένης λήψης Itrazol πόσιμο διάλυμα.
Παιδιατρική χρήση: Βλέπε παράγραφο 4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και
ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την χρήση.
Προφύλαξη από μυκητιασικές λοιμώξεις: δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία
αποτελεσματικότητας σε ουδετεροπενικά παιδιά. Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία ως
προς την ασφάλεια της δόσης των 5mg/Kg την ημέρα χορηγούμενα σε δύο
λήψεις. Η συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών όπως διάρροια,
κοιλιακό άλγος, έμετος, πυρετός, εξάνθημα και βλεννογονίτιδα ήταν μεγαλύτερη
από ότι στους ενήλικες.
Χρήση σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική
ανεπάρκεια: Βλέπε παράγραφο 4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες
προφυλάξεις κατά την χρήση.
4.3. Αντενδείξεις
Ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα έκδοχα του. Η
συγχορήγηση με τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, μιζολαστίνη, δοφετιλίδη, σιζαπρίδη,
κινιδίνη, πιμοζίδη, μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 αναστολείς της HMG-CoA
αναγωγάσης εδουκτάσης) όπως η σιμβαστατίνη και η λοβοστατίνη, τριαζολάμη
και από τους στόματος χορηγούμενη μιδαζολαμη.
Κύηση γαλουχία (βλέπε και 4.6).
2
ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την
χρήση
Σε μελέτη υγιών εθελοντών με την ενέσιμη μορφή ιτρακοναζόλης παρατηρήθηκε
παροδική συμπτωματική μείωση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας, η
οποία υποχώρησε πριν από την επόμενη έγχυση. Η κλινική συσχέτιση των
ευρημάτων αυτών με την από του στόματος μορφή δεν είναι γνωστή. Οι ασθενείς
με λανθάνουσα καρδιακή ανεπάρκεια ίσως θα πρέπει να παρακολουθούνται. Η
ιτρακοναζόλη έχει προκαλέσει αρνητική ινοτρόπο δράση και έχει συσχετισθεί με
αναφορές συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Η ιτρακοναζόλη δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή με ιστορικό
συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας εκτός εάν το όφελος υπερτερεί καθαρά του
κινδύνου. Αυτή η εξατομικευμένη αξιολόγηση οφέλους/κινδύνου πρέπει να
λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της πάθησης, το δοσολογικό
σχήμα, και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου για συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν καρδιακή νόσο, όπως η
ισχαιμική και η βαλβιδική νόσος, σημαντική πνευμονική νόσο, όπως η χρόνια
αποφρακτική πνευμονική νόσος και νεφρική ανεπάρκεια και άλλες καταστάσεις που
συνοδεύονται από κατακράτηση υγρών. Αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να
ενημερώνονται για τα σημεία και συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας, θα πρέπει να ακολουθούν την αγωγή με προσοχή και θα πρέπει να
παρακολουθούνται για σημεία και συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Εάν αυτά τα σημεία ή συμπτώματα
εμφανιστούν εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας, η ιτρακοναζόλη θα
πρέπει να διακοπεί. Οι αναστολείς των διαύλων ασβεστίου μπορεί να έχουν
αρνητική ινοτρόπο δράση, η οποία μπορεί να προστίθενται σε αυτή της
ιτρακοναζόλης. Η ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει το μεταβολισμό των
αναστολέων διαύλων ασβεστίου. Για το λόγο αυτό, χρειάζεται προσοχή κατά τη
συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και αναστολέων διαύλων ασβεστίου.
Μειωμένη γαστρική οξύτητα: Η απορρόφηση της ιτρακοναζόλης είναι
ανεπαρκής όταν η γαστρική οξύτητα είναι μειωμένη. Σε ασθενείς που παράλληλα
λαμβάνουν αντιόξινα (π.χ. υδροξείδιο του αργιλίου) αυτά θα πρέπει να
χορηγούνται τουλάχιστον 2 ώρες μετά από τη λήψη της ιτρακοναζόλης. Ασθενείς
με αχλωρυδρία, ορισμένοι ασθενείς με AIDA ή ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς
της γαστρικής έκκρισης (π.χ. H2-ανταγωνιστές, αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων) θα πρέπει να λαμβάνουν την ιτρακοναζόλη μαζί με ποτό που περιέχει
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
ανθρακικό (τύπου Cola).
Παιδιατρική χρήση: επειδή τα κλινικά στοιχεία όσον αφορά στη χρήση του
πόσιμου διαλύματος ITRAZOL σε παιδιατρικούς ασθενείς είναι περιορισμένα,
συνιστάται η χρήση του πόσιμου διαλύματος ITRAZOL σε αυτούς τους ασθενείς
στα παιδιά.
Χρήση στους ηλικιωμένους: επειδή τα κλινικά στοιχεία όσον αφορά στη χρήση
του πόσιμου διαλύματος ITRAZOL σε ηλικιωμένους ασθενείς είναι περιορισμένα,
συνιστάται η χρήση του πόσιμου διαλύματος ITRAZOL στους ασθενείς αυτούς
μόνο αν τα προσδοκώμενα οφέλη υπερβαίνουν τους ενδεχόμενους κινδύνους.
Νεφρική ανεπάρκεια: Μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της από τους στόματος
χορηγούμενης ιτρακοναζόλης με καψάκια ιτρακοναζόλης παρατηρήθηκε σε
μερικούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με το πόσιμο
διάλυμα. Συνίσταται παρακολούθηση των συγκεντρώσεων της ιτρακοναζόλης στο
πλάσμα και ανάλογη προσαρμογή της δοσολογίας, αν κριθεί αναγκαίο.
Προφύλαξη σε ουδετεροπενικούς ασθενείς: στις κλινικές μελέτες η διάρροια
ήταν η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια. Αυτή η διαταραχή του γαστρεντερικού
συστήματος μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση και μπορεί να τροποποιήσει τη
μικροβιολογική χλωρίδα ευνοώντας τον αποικισμό των μυκήτων. Πρέπει να
εξετάζεται η διακοπή του πόσιμου διαλύματος ITRAZOL σε αυτές τις περιπτώσεις.
Συνίσταται να παρακολουθείται εργαστηριακά η ηπατική λειτουργία σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα ηπατική νόσο υπό συνεχιζόμενη για διάστημα μεγαλύτερο του ενός
μηνός θεραπεία. Ασθενείς που εκδηλώνουν συμπτώματα ηπατίτιδας, όπως
ανορεξία, ναυτία, έμετο, κόπωση, επιγάστριο άλγος, υπέρχρωση ούρων ή
αποχρωματισμό κοπράνων, να υποβάλλονται αμέσως σε έλεγχο. Εάν η ηπατική
λειτουργία είναι επηρεασμένη, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται. Σε ασθενείς με
αυξημένες τιμές ηπατικών ενζύμων ή με ενεργό ηπατικό νόσημα, ή που έχουν στο
αναμνηστικό τους ηπατική τοξικότητα από άλλα φάρμακα, η θεραπεία με το
φάρμακο δεν θα πρέπει να χορηγείται, εκτός αν η αναμενόμενη ωφέλεια
υπεραντισταθμίζει τον κίνδυνο της ηπατικής βλάβης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η
παρακολούθηση των ηπατικών ενζύμων είναι αναγκαία. Σημειώνεται ότι έχουν
περιγραφεί σπάνιες περιπτώσεις ιδιοσυγκρασικής ηπατίτιδας και κεραυνοβόλου
ηπατίτιδας σε ασθενείς που ελάμβαναν ιτρακοναζόλη.
Ηπατική ανεπάρκεια: η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως από το ήπαρ. Η
τελική ημιπερίοδος ζωής της ιτρακοναζόλης σε κιρρωτικούς ασθενείς είναι
ελαφρώς παρατεταμένη. Η βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης
ιτρακοναζόλης είναι μειωμένη σε κιρρωτικούς ασθενείς. Συνιστάται να ελέγχονται
4
ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα και να προσαρμόζεται ανάλογα η
δοσολογία, όταν απαιτείται. Αν εμφανισθεί νευροπάθεια που μπορεί να αποδίδεται
στη χρήση της ιτρακοναζόλης η θεραπεία πρέπει να διακοπεί. Σε HIV θετικούς
αρρώστους η συχνά προϋπάρχουσα υποχλωρυδρία μειώνη την απορρόφηση του
φαρμάκου. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την διασταυρούμενη
υπερευαισθησία μεταξύ ιτρακοναζόλης και άλλων αζολικών αντιμυκητιασικών
φαρμάκων. Πρέπει να δίδεται προσοχή στη χορήγηση ιτρακοναζόλης σε ασθενείς
με υπερευαισθησία σε άλλες αζόλες.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Φάρμακα που επηρεάζουν το μεταβολισμό της ιτρακοναζόλης: Μελέτες
αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο με ριφαμπικίνη, ριφαμπουτίνη και
φαινυτοϊνη. Επειδή η βιοδιαθεσιμότητα ης ιτρακοναζόλης και της υδροξυ-
ιτρακοναζόλης ήταν μειωμένη σε αυτές τις μελέτες, σε τέτοια έκταση, ώστε η
αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι σημαντικά ελλατωμένη, ο συνδυασμός της
ιτρακοναζόλης με αυτούς τους ισχυρούς ενζυμικούς αναστολείς δεν συνίσταται.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα επίσημα κλινικά στοιχεία για άλλους ενζυμικούς
επαγωγείς, όπως καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη και η ισονιαζίδη, αλλά παρόμοιες
δράσεις πρέπει να αναμένονται. Επειδή η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως
διαμέσου του CYP3A4, ισχυροί αναστολείς αυτού του ενζύμου μπορεί να αυξήσουν
τη βιοδιαθεσιμότητα της ιτρακοναζόλης. Παραδείγματα είναι: ριτοναβίρη,
ινδιναβίρη, κλαριθρομυκίνη και ερυθρομυκίνη.
Επίδραση της Ιτρακοναζόλης στο μεταβολισμό άλλων φαρμάκων: Η
ιτρακοναζόλη μπορεί να αναστείλει το μεταβολισμό φαρμάκων που
μεταβολίζονται μέσω της οδού του κυτοχρώματος 3Α. Αυτό μπορεί να
προκαλέσει αύξηση ή/και παράταση της δράσης συμπεριλαμβανομένων και των
παρενεργειών τους. Μετά τη λήξη της θεραπείας, τα επίπεδα πλάσματος της
ιτρακοναζόλης ελαττώνονται σταδιακά, γεγονός που εξαρτάται από την δόση και
τη διάρκεια της θεραπείας (βλέπε παράγραφο 5.2 «Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες»).
Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζεται η ανασταλτική δράση της
ιτρακοναζόλης σε συγχορηγούμενα φάρμακα. Παραδείγματα είναι:
Φάρμακα των οποίων η χορήγηση αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με ιτρακοναζόλη: Τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, μιζολαστίνη, σιζαπρίδη,
τριαζολάμη και από του στόματος χορηγούμενη μιδαζολάμη, δοφετιλίδη, κινιδίνη,
πιμοζίδη, και μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 αναστολείς της HMG-CoA
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
αναγωγάσης (ρεδουκτάσης), όπως η σιμβαστατίνη και η λοβαστατίνη. Σε
ταυτόχρονη χορήγηση ιτρακοναζόλης και τερφεναδίνης ή αστεμιζόλης ή πιμοζίδης
ή σιζαπρίδης έχουν περιγραφεί σοβαρά καρδιαγγειακά συμπτώματα και θάνατος. Η
ταυτόχρονη χορήγηση αζολών όπως η ιτρακοναζόλη και σιζαπρίδης μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού πιμήκυνση
QT διαστήματος, κοιλιακές αρρυθμίες, torsade de pointes).
Φάρμακα των οποίων τα επίπεδα στο πλάσμα, οι επιδράσεις και οι
ανεπιθύμητες ενέργειες πρέπει να παρακολουθούνται. Η δοσολογία τους, αν
συγχορηγούνται με ιτρακοναζόλη, πρέπει να ελαττώνεται, αν κριθεί αναγκαίο:
Αντιπηκτικά που χορηγούνται από το στόμα. Αντιδιαβητικά από το στόμα. Έχει
αναφερθεί σοβαρή υπογλυκαιμία σε ταυτόχρονη χορήγησή τους με
αντιμηυκητιασικά από το στόμα. Σε περίπτωση συγχορήγησης απαιτείται
προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα. Αναστολείς της
HIV πρωτεάσης, όπως η ριτοναβίρη, ινδιναβίρη, σακουιναβίρη. Ορισμένα
αντινεοπλασματικά φάρμακα όπως τα αλκαλοειδή της Vinca, βουσουλφάνη,
δοσεταξέλη και τριμετρεξάτη. Μεταβολιζόμενοι από το CYP3A4 Αναστολείς των
διαύλων Ασβεστίου όπως της ομάδας των διυδροπυριδινών και βεραπαμίλη. Οι
αναστολείς διαύλων ασβεστίου μπορεί να έχουν αρνητική ινοτρόπο δράση, η οποία
μπορεί να προστίθεται σε αυτή της ιτρακοναζόλης. Η ιτρακοναζόλη μπορεί να
αναστείλει το μεταβολισμό των αναστολέων διαύλων ασβεστίου. Για το λόγο αυτό,
χρειάζεται προσοχή κατά τη συγχορήγηση ιτρακοναζόλης και αναστολέων διαύλων
ασβεστίου. Ορισμένα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα: κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους,
ραπαμυκίνη πίσης γνωστή ως σιρόλιμους). Άλλα: διγοξίνη, καρβαμαζεπίνη,
βουσπιρόνη, αλφαιντανύλη, αλπραζολάμη, βρωτιζολάμη, μιδαζολάμη χορηγούμενη
ενδοφλέβια, ριφαβουτίνη, μεθυπρεδνιζολόνη, εμπαστίνη ρεμποξετίνη. Εάν η
μιδαζολάμη χορήγεται εδνοφλέβιως, απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα, μια και η
ηρεμιστική δράση μπορεί να παραταθεί. Δεν έχει παρατηρηθεί αλληλεπίδραση της
ιτρακοναζόλης με AZT (zidovudine). Δεν έχουν παρατηρηθεί επαγωγικές
επιδράσεις της ιτρακοναζόλης στο μεταβολισμό της αιθινυλοιστραδιόλης και
νορεθιστερόνης.
Επίδραση στη σύνδεση με τις πρωτεΐνες: Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι δεν
υπάρχουν αλληλεπιδράσεις στη σύνδεση με τις πρωτεϊνες του πλάσματος μεταξύ
της ιτρακοναζόλης και ιμιπράμινης, προπρανολόλης, διαζεπάμης, σιμετιδίνης,
ινδομεθακίνης, τολβουταμίδης και σουλφαμεθαζίνης.
4.6. Κύηση και γαλουχία
6
ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
Η χορήγηση υψηλών δόσεων ιτρακοναζόλης σε εγκύους αρουραίους (40mg/kg την
ημέρα ή υψηλότερες δόσεις) και ποντίκια (80mg/kg την ημέρα ή υψηλότερες
δόσεις) έδειξε ότι αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης των ανωμαλιών στο έμβρυο
και ότι προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες σε αυτό. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες
μελέτες για τη χρήση ποσίμου διαλύματος Itrazol σε εγκύους γυναίκες, δια τούτο
η χρήση του σε αυτές αντενδείκνυται. Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να
λαμβάνουν επαρκή αντισυλληπτικά μέτρα κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
ιτρακοναζόλη μέχρι την επόμενη έμμηνο ρύση που ακολουθεί μετά το τέλος της
θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
Χορήγηση κατά τη γαλουχία: Ένα μικρό ποσοστό ιτρακοναζόλης απεκκρίνεται
στο ανθρώπινο γάλα. Η ασθενής δεν πρέπει να θηλάζει κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία επίδραση.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί σχετικά με τη χρήση
πόσιμου διαλύματος Itrazol. Οι συχνότερες ήταν γαστρεντερικής προέλευσης,
όπως διάρροια, ναυτία, κοιλιακό άλγος και έμετος. Ανεπιθύμητες ενέργειες που
αναφέρθηκαν με μικρότερη συχνότητα, περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, αναστρέψιμες
αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων, ζάλη και αλλεργικές αντιδράσεις (π.χ. κνησμός,
εξάνθημα, κνίδωση και αγγειοοίδημα).
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί σχετικά με την χρήση των
καψουλών Itraconazole 100mg: Οι συχνότερες ήταν γαστρεντερικής προέλευσης,
όπως δυσπεψία, ναυτία, κοιλιακά άλγη και δυσκοιλιότητα. Ανεπιθύμητες ενέργειες
που αναφέρθηκαν με μικρότερη συχνότητα, περιλαμβάνουν κεφαλαλγία,
αναστρέψιμες αυξήσεις ηπατικών ενζύμων, ανωμαλίες του έμμηνου κύκλου, ζάλη
και αλλεργικές αντιδράσεις (π.χ. κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση και αγγειοοίδημα).
Έχουν επίσης αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις περιφερικής νευροπάθειας και
συνδρόμου Stevens-Johnson. Ειδικότερα σε περίπτωση παρατεταμένης συνεχούς
θεραπείας (περίπου 1 μήνα) ασθενών έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις
υποκαλιαιμίας, οίδημα, ηπατίτιδας και τριχόπτωσης. Σημειώνεται ότι έχουν
περιγραφεί σπάνιες περιπτώσεις ιδιοσυγκρασιακής ηπατίτιδας και κεραυνοβόλου
ηπατίτιδας σε ασθενείς που λάμβαναν ιτρακοναζόλη. Έχει περιγραφεί σοβαρή
υπογλυκαιμία σε ασθενείς που έπαιρναν ταυτόχρονα από του στόματος
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
υπογλυκαιμικά και αντιμυκητιασικά φάρμακα.
4.9. Yπερδοσολογία
Σε περίπτωση τυχαίας υπερδοσολογίας εφαρμόζονται υποστηρικτικά μέτρα.
Μπορεί να γίνει πλύση στομάχου μέσα στην πρώτη ώρα από τη λήψη. Μπορεί
επίσης να χορηγηθεί ενεργός άνθρακας αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Η
ιτρακοναζόλη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοδιύλιση. Δεν υπάρχει ειδικό
αντίδοτο.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιμυκητιασικά για συστηματική χρήση,
τριαζολικά παράγωγα. Κωδικός ATC:JO2ACO2
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η ιτρακοναζόλη είναι ένα τριαζολικό παράγωγο με ευρύ φάσμα δράσης.
In vitro
μελέτες αποδεικνύουν ότι η ιτρακοναζόλη αναστέλλει την ανάπτυξη ενός μεγάλου
φάσματος μυκήτων που είναι παθογόνοι για τον άνθρωπο σε συγκεντρώσεις που
συνήθως κυμαίνονται από 0,025-0,8 μg/ml. Αυτά περιλαμβάνουν:
Candida
albicans
, πολλά είδη
Candida non-albicans
,
Aspergillus spp.
,
Trichosporon spp
.,
Geotrichum spp
.,
Cryptococcus neoformans
, δερματόφυτα και πολλούς
δερματικούς μύκητες όπως
Fonsecaea spp
.,
Histoplasma spp
.,
Pseudallescheria
boydii
και
Penicullium marneffei
. Το
Candida glabrata
και το
Candida tropicallis
είναι γενικά τα λιγότερα ευαίσθητα είδη Candida, με μερικά απομονωθέντα
στελέχη να δείχνουν in vitro μη ισοδύναμη αντίσταση στην ιτρακοναζόλη. Οι
βασικοί τύποι μυκήτων που δεν αναστέλλονται από την Ιτρακοναζόλη είναι οι
ζυγομύκητες (π.χ.
Rhizopus spp
.,
Rhizomucor spp
.,
Mucor spp
., και
Absidia spp
.),
Fusarium spp
.,
Scedosporium spp
. και
Scopulariopsis spp
.
In vitro
μελέτες έχουν
δείξει ότι η ιτρακοναζόλη παρεμποδίζει τη σύνθεση της εργοστερόλης στα κύτταρα
του μύκητα. Η εργοστερόλη είναι ένα ζωτικό συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης
των μυκήτων. Η παρεμπόδιση της σύνθεσης της εργοστερόλης τελικά καταλήγει
σε αντιμυκητιασική δράση.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα του πόσιμου διαλύματος Itrazol είναι
μέγιστη όταν το φάρμακο λαμβάνεται χωρίς τροφή. Κατά τη χρόνια χορήγηση η
σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται μετά 1-2 εβδομάδες. Τα ανώτατα
8
ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
επίπεδα στο πλάσμα παρατηρούνται 2 ώρες (χωρίς τροφή για τουλάχιστον 2 ώρες)
ως 5 ώρες (με τροφή) μετά την χορήγηση από το στόμα. Μετά την επανειλημμένη
χορήγηση μίας δόσης την ημέρα 200mg ιτρακοναζόλης χωρίς τροφή, οι
συγκεντρώσεις στο πλάσμα στην σταθεροποιημένη κατάσταση κυμαίνονται μεταξύ
1 και 2 μg/ml (από το κατώτατο ως το ανώτατο επίπεδο). Όταν το πόσιμο διάλυμα
λαμβάνεται με τροφή, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα στην σταθεροποιημένη
κατάσταση είναι περίπου 25% χαμηλότερες. Η σύνδεση της ιτρακοναζόλης με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου 99,8%. Η ιτρακοναζόλη παρουσιάζει
ευρεία κατανομή στους ιστούς που υπόκεινται σε εισβολή μυκήτων. Οι
συγκεντρώσεις στους πνεύμονες, στους νεφρούς, στο ήπαρ, στα οστά, στον
στόμαχο, στον σπλήνα και στους μυς είναι 2-3 φορές υψηλότερες από τις
αντίστοιχες συγκεντρώσεις του πλάσματος. Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως
στο ήπαρ, σε μεγάλο αριθμό μεταβολιτών. Ένας από τους μεταβολίτες είναι η
υδροξυ-ιτρακοναζόλη η οποία έχει in vitro παρόμοια αντιμυκητιασική δράση με την
ιτρακοναζόλη. Τα επίπεδα συγκεντρώσεων στο πλάσμα της υδροξυ-ιτρακοναζόλης
είναι περίπου διπλάσια από αυτά της ιτρακοναζόλης. Μετά από επανειλημμένες
χορηγήσεις από το στόμα, η αποβολή της ιτρακοναζόλης από το πλάσμα είναι
διφασική με τελικό χρόνο ημιζωής 1,5 ημέρες. Η αποβολή του αρχικού φαρμάκου
μέσω των κοπράνων κυμαίνεται από 3-18% της δόσης. Η νεφρική απέκκριση του
αρχικού φαρμάκου είναι μικρότερη από 0,03% της δόσης. Περίπου 35% της δόσης
απεκκρίνεται με τη μορφή μεταβολιτών στα ούρα μέσα σε 1 εβδομάδα.
5.3. Προκλινικά στοιχεία ασφάλειας
Υδροξυπροπυλ-β-κυκλοδεξτρίνη (HP-β-CD) (έκδοχο): Μελέτες τοξικότητας μετά
από εφάπαξ και επαναλαμβανόμενη χορήγηση σε ποντίκια, αρουραίους και
σκύλους έδειξαν ένα ευρύ περιθώριο ασφάλειας μετά από του στόματος και
ενδοφλέβια χορήγηση της HP-β-CD. Οι περισσότερες ενέργειες ήταν ρυθμιστικής
φύσης (ιστολογικές αλλαγές στην ουροποιητική οδό, ενυδάτωση των κοπράνων
που σχετίζεται με την ισοωσμωτική κατακράτηση του ύδατος στο παχύ έντερο,
ενεργοποίηση του μονοπυρηνικού φαγοκυτταρικού συστήματος) και έδειξαν καλή
αναστρεψιμότητα. Μικρές ηπατικές αλλαγές εμφανίσθηκαν σε δόσεις περίπου 30
φορές της προτεινόμενης δόσης της HP-β-CD στον άνθρωπο. Η HP-β-CD δεν
επιδρά στην γονιμότητα, δεν εμφανίζει άμεση εμβρυοτοξική, και τερατογόνο
δράση και δεν είναι μεταλλαξιογόνος. Σε μελέτη καρκινογένεσης σε αρουραίους,
παρατηρήθηκε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης νεοπλασμάτων στο παχύ έντερο
(σε 5000mg/kg/ημέρα) και στην εξωκρινή μοίρα του παγκρέατος (από
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
500/mg/kg/ημέρα). Η ανάπτυξη παγκρεατικών όγκων σχετίζεται με την μιτογόνο
δράση της χολεκυστοκινίνης σε αρουραίους. Αυτό το φαινόμενο δεν
παρατηρήθηκε σε μελέτη καρκινογένεσης σε ποντίκια, ούτε σε 12μηνη μελέτη
τοξικότητας σε σκύλους ή σε μια 2ετή μελέτη τοξικότητας σε θηλυκούς πιθήκους
cynomolgus. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η χολεκυστοκινίνη έχει μιτογενή δράση
στον άνθρωπο. Συγκρίνοντας με βάση τη σωματική επιφάνεια, η έκθεση σε
ανθρώπους της HP-β-CD στην συνιστώμενη κλινική δόση του πόσιμου διαλύματος
ITRAZOL είναι περίπου ισοδύναμη με 1.7 φορές την έκθεση στην χαμηλότερη
δόση στην μελέτη με αρουραίους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
6.1. Κατάλογος με τα έκδοχα
Sorbitol 70% (non-crystallizing solution), Sodium saccharin dihydrate, Propylene glycol,
Hydroxypropyl-β-cyclodextrin, Hydrochloric acid (concentrated), Sodium hydroxide, Cherry
flavour, Caramel flavour, Water purified.
6.2. Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3. Διάρκεια ζωής
24 μήνες σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μετά την αποσφράγιση 30 ημέρες σε θερμοκρασία 25
o
C.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλη 150ml από γυαλί amber, με βιδωτό πλαστικό πώμα και δοσομετρική
μεζούρα.
7. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Verisfield (UK) Ltd, 41 Chalton Street, London, NW1 1JD, UK
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
13378/21-2-2011.
10
ITRAZOL or.sol. 10 mg/ml
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ(ΕΣ) ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
02/2007.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος