RIPEPRAL oral solution 1 mg/ml
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
RIPEPRAL
Risperidone 1mg/ml, Πόσιμο διάλυμα
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
RIPEPRAL.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Πόσιμο διάλυμα 1mg/ml
Risperidone:3-[2-[4(6-fluoro-1,2-benzisoxazol-3-yl)-1-piperidinyl]ethyl]-6,7,8,9-tetrahydro-2-
methyl4H-pyrido[1,2-a]-pyrimidin-4-one.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές Ενδείξεις
Το Ripepral ενδείκνυται για την θεραπεία των οξειών και χρόνιων σχιζοφρενικών ψυχώσεων
και άλλων ψυχωσικών καταστάσεων, στις οποίες θετικά συμπτώματα (όπως ψευδαισθήσεις,
παραληρητικές ιδέες, διαταραχές σκέψης, εχθρικότητα, καχυποψία) ή/και αρνητικά
συμπτώματα (όπως άμβλυνση του συναισθήματος, συναισθηματική και κοινωνική απόσυρση,
δυσκολία στην ομιλία) είναι έντονα. Το RIPEPRAL επίσης, απαλύνει τις διαταραχές του
συναισθήματος (όπως κατάθλιψη, συναίσθημα ένοχης, άγχος) που συσχετίζονται με την
σχιζοφρένεια.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χρήσης
Ενήλικες: Το Ripepral μπορεί να χορηγείται μία φορά ή δύο φορές την ημέρα. Οι ασθενείς
πρέπει να φθάσουν την δόση των 6mg, σταδιακά, μέσα σε διάστημα τριών ημερών. Όλοι οι
ασθενείς, είτε παρουσιάζουν οξύ επεισόδιο είτε πάσχουν χρονίως θα πρέπει να ξεκινήσουν με
2mg την ημέρα. Την δεύτερη ημέρα, η δόση αυτή πρέπει να αυξηθεί, σε 4mg και την τρίτη
ημέρα σε 6mg. Κατόπιν, η δοσολογία αυτή μπορεί να μείνει αμετάβλητη, ή να εξατομικευθεί
περαιτέρω, αν είναι απαραίτητο. Η συνήθης βέλτιστη δόση είναι 4 με 8mg την ημέρα. Δόσεις
πάνω από 10mg την ημέρα δεν έχουν δείξει καλύτερη αποτελεσματικότητα από χαμηλότερες
δόσεις και μπορεί να προκαλέσουν εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Επειδή η ασφάλεια δόσεων
μεγαλύτερων από 16mg την ημέρα δεν έχουν εκτιμηθεί, δόσεις μεγαλύτερες από το επίπεδο
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
αυτό δεν πρέπει χορηγούνται. Αν είναι αναγκαία, επιπρόσθετη καταστολή μπορεί να
προστεθεί η βενζοδιαζεπίνη στην θεραπεία με Ripepral.
Ηλικιωμένοι: Συνιστάται εναρκτήρια δόση με 0,5mg, δύο φορές την ημέρα. Αυτή η φάση
μπορεί ν' αναπροσαρμοσθεί, για τον ασθενή ξεχωριστά, με αυξήσεις των 0,5mg, δύο φορές
την ημέρα, ως τα 1-2mg, δύο φορές την ημέρα. Το Ripepral είναι καλά ανεκτό από τους
ηλικιωμένους.
Παιδιά: Η εμπειρία σε παιδιά μικρότερα των 15 ετών είναι ανεπαρκής.
Νεφρικές και ηπατικές παθήσεις: Συνιστάται εναρκτήρια δόση με 0,5mg, δύο φορές την
ημέρα. Αυτή η δόση μπορεί να προσαρμοσθεί, για τον κάθε ασθενή ξεχωριστά, με αυξήσεις
των 0,5mg, δύο φορές την ημέρα, ως τα 1-2mg, δύο φορές την ημέρα. Το Ripepral πρέπει
να χρησιμοποιείται με πολλή προσοχή σε αυτή την ομάδα των ασθενών, μέχρι ν' αποκτηθεί
περισσότερη εμπειρία.
Μεταφορά από άλλα αντιψυχωσικά: Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να δοθούν
συγκεκριμένες οδηγίες για τη μεταφορά του ασθενούς από μία άλλη αντιψυχωσική αγωγή
στο Ripepral ή για τη συγχορήγησή του με άλλα αντιψυχωσικά. Για κάποιους ασθενείς η
άμεση διακοπή της προηγούμενης αντιψυχωσικής θεραπείας μπορεί να γίνει καλά ανεκτή,
ενώ για άλλους μπορεί να απαιτηθεί σταδιακή. Προκειμένου να αποφευχθούν
αλληλεπιδράσεις μεταξύ της προηγούμενης αντιψυχωσικής αγωγής και του Ripepral
συνιστάται η χρονική περίοδος μεταφοράς να είναι η μικρότερη δυνατή λαμβανομένων
υπόψη των φαρμακοκινητικών χαρακτηριστικών των δύο φαρμάκων. Επιπλέον όταν οι
ασθενείς μεταφέρονται σε αγωγή με Ripepral από αντιψυχωσικά μακράς διαρκείας (depot), η
έναρξη της θεραπείας με Ripepral πρέπει να γίνει στην θέση της επόμενης
προγραμματισμένης χορήγησης. Η ανάγκη συνέχισης τη υπάρχουσας αντιπαρκινσονικής
αγωγής πρέπει να επανεκτιμάται κατά περιόδους.
4.3. Αντενδείξεις
Το Ripepral αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στο προϊόν.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Εξαιτίας της ανασταλτικής δράσης του Ripepral στους α-υποδοχείς, μπορεί να παρατηρηθεί
(ορθοστατική) υπόσταση, ιδιαίτερα κατά την σταδιακή αύξηση της δόσης στην αρχή της
θεραπείας. Το Ripepral θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με γνωστή
καρδιαγγειακή νόσο (καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, ανωμαλίες αγωγής
της διέγερσης, αφυδάτωση, ελάττωση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος ή εγκεφαλική-
αγγειακή νόσο) και η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται σταδιακά, όπως συνιστάται (βλέπε
παράγρ. 4.2). Αν παρατηρηθεί υπόταση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μείωση της
2
RIPEPRAL oral solution 1 mg/ml
δοσολογίας. Φάρμακα που είναι ανταγωνιστές των υποδοχέων της ντοπαμίνης, έχουν
συσχετισθεί με την επέλευση όψιμης δυσκινησίας, χαρακτηριζόμενης από ρυθμικές ακούσιες
κινήσεις, κυρίως της γλώσσας ή/και του προσώπου. Έχει αναφερθεί ότι η εκδήλωση
εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων είναι παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση της όψιμης
δυσκινησίας. Επειδή το Ripepral έχει μικρότερη δυνατότητα να προκαλεί εξωπυραμιδικά
συμπτώματα από τα κλασικά νευροληπτικά, θα έχει και μειωμένη πιθανότητα να προκαλέσει
όψιμη δυσκινησία σε σύγκριση με τα κλασικά νευροληπτικά. Αν εμφανισθούν σημεία και
συμπτώματα όψιμης δυσκινησίας, η διακοπή όλων των αντιψυχωσικών φαρμάκων πρέπει να
αποφασισθεί. Το Κακοήθες Νευροληπτικό Σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από υπερθερμία,
δυσκαμψία των μυών, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος, μεταβαλλόμενο
επίπεδο συνείδησης και αυξημένα επίπεδα CPK, έχει αναφερθεί ότι παρατηρείται με τα
κλασικά νευροληπτικά. Σε αυτήν την περίπτωση, η χορήγηση όλων των αντιψυχωσικών
φαρμάκων, συμπεριλαμβανόμενου και του Ripepral, πρέπει να διακοπεί. Σε ηλικιωμένα άτομα
και σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, συνίσταται η μείωση κατά το ήμισυ, τόσο
της αρχικής δοσολογίας όσο και των ακόλουθων σταδιακών αυξήσεων της δοσολογίας. Όταν
το Ripepral συνταγογραφείται σε ασθενείς με νόσο του Parkinson, συνιστάται προσοχή, γιατί
θεωρητικά μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της νόσου. Είναι γνωστό ότι τα κλασικά
νευροληπτικά μειώνουν τον ουδό των επιληπτικών σπασμών. Συνιστάται προσοχή κατά την
θεραπεία επιληπτικών ασθενών. Εξαιτίας της πιθανότητας αύξησης του σωματικού βάρους,
πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να αποφεύγουν την υπερβολική διατροφή. Όπως και με
άλλα φάρμακα που ανταγωνίζονται τους D2 υποδοχείς της ντοπαμίνης η Ripepral προκαλεί
αύξηση των επιπέδων προλακτίνης, τα οποία σε περίπτωση χρονίας χορήγησης παραμένουν
αυξημένα.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι κίνδυνοι χορήγησης Ripepral σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα δεν έχουν συστηματικά
αξιολογηθεί. Δεδομένης της πρωταρχικής δράσης του στο ΚΝΣ, το Ripepral πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα που έχουν επίσης δράση στο
ΚΝΣ. Το Ripepral μπορεί να ανταγωνίζεται την δράση της λεβοντόπα και άλλων αγωνιστών
της ντοπαμίνης. Η καρβεμαζεπίνη έχει δείξει ότι ελαττώνει τα επίπεδα στο πλάσμα του
ενεργού αντιψυχωσικού μεταβολίτη του Ripepral. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν
παρατηρηθεί με άλλους επαγωγής ηπατικών ένζυμων. Σε διακοπή της χορήγησης της
καρβαμαζεπίνης ή των άλλων απαγωγέων ηπατικών ενζύμων, η δοσολογία του Ripepral
πρέπει να επανετκιμάται και, αν είναι απαραίτητο, να ελαττωθεί. Φαινοθειαζίνες, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά και ορισμένοι β-αναστολείς μπορούν να προκαλέσουν αύξηση των επιπέδων
της ρισπεριδόνης στο πλάσμα, αλλά όχι και του αντιψυχωσικού μεταβολίτου. Όταν το
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
Ripepral χορηγείται ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα που έχουν πρωτεϊνική σύνδεση, δεν
υπάρχει κλινικά σημαντική εκτόπιση, είτε του Ripepral είτε των άλλων φαρμάκων, από τις
πρωτινές του πλάσματος. Η τροφή δεν επηρεάζει την απορρόφηση του φαρμάκου.
7. Χορήγηση κατά την κύηση και το θηλασμό
Χορήγηση κατά την κύηση: Η ασφάλεια της χρήσης του Ripepral κατά την διάρκεια της
κύησης δεν έχει τεκμηριωθεί. Συνεπώς το Ripepral πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την
διάρκεια της κύησης, μόνο αν τα θεραπευτικά οφέλη αντισταθμίζουν τους δυνητικούς
κινδύνους.
Χορήγηση κατά το θηλασμό: Δεν είναι γνωστό αν το Ripepral εκκρίνεται στο μητρικό
γάλα. Στα πειραματόζωα η ρισπεριδόνη και η 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη εκκρίνονται στο μητρικό
γάλα. Συνεπώς οι ασθενείς που λαμβάνουν Ripepral δεν πρέπει να θηλάζουν.
8. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Το φάρμακο μπορεί να επηρεάσει τις δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική εγρήγορση.
Συνεπώς πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να μην οδηγούν και να μην χειρίζονται
μηχανήματα μέχρι να γίνει γνωστός ο βαθμός επηρεασμού τους από το φάρμακο.
9. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το Ripepral είναι γενικά καλά ανεκτό και σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να
διαφοροποιηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τα συμπτώματα της υποκείμενης ασθένειας.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν σε συνάρτηση με την χρήση του Ripepral είναι
οι παρακάτω.
Συχνές: Αϋπνία, διέγερση, άγχος, κεφαλαλγία.
Λιγότερο συχνές: Υπνηλία, κόπωση, ζάλη, ελάττωση, της συγκέντρωσης, δυσκοιλιότητα,
δυσπεψία, ναυτία/έμετος, κοιλιακό άλγος, διαταραχές της προσαρμογής των οφθαλμών,
πριαπισμός, διαταραχές στύσης, εκσπερμάτωσης και οργασμού, ακράτεια ούρων, ρινίτιδα,
εξάνθημα και άλλες αλλεργικές αντιδράσεις. Το Ripepral έχει μικρότερη τάση να προκαλέσει
εξωπυραμιδικά συμπτώματα από τα κλασσικά νευροληπτικά. Παρ' όλα αυτά, σε μερικές
περιπτώσεις τα παρακάτω αναφερόμενα εξωπυραμιδικά συμπτώματα μπορεί να
εμφανισθούν, τρόμος, δυσκαμψία, σιελόρροια, βραδυκινησία, ακαθησία, οξεία δυστονία.
Αυτά είναι συνήθως ήπια και είναι αναστρέψιμα με μείωση της δοσολογίας ή/και χορήγηση
αντιπαρκινσονικής αγωγής, αν είναι απαραίτητο. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρήθηκαν
(ορθοστατική) υπόταση, και (αντανακλαστική) ταχυκαρδία ή υπέρταση, μετά από χορήγηση
Ripepral (βλέπε παράγρ. 4.4). Έχει αναφερθεί μια μικρή πτώση στον αριθμό των
ουδετεροφίλων ή/και των θρομβοκυττάρων. Το Ripepral μπορεί να προκαλέσει δοσο-
4
RIPEPRAL oral solution 1 mg/ml
εξαρτώμενη αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης στο πλάσμα. Πιθανές συσχετιζόμενες
εκδηλώσεις είναι: γαλακτόρροια, γυναικομαστία, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως και
αμηνόρροια. Αύξηση του σωματικού βάρους (βλέπε παράγρ. 4.4), οίδημα και αύξηση των
επιπέδων των ηπατικών ενζύμων έχουν παρατηρηθεί κατά την διάρκεια θεραπείας με
Ripepral. Όπως και με τα κλασικά νευροληπτικά, τα παρακάτω έχουν αναφερθεί
περιστασιακά σε ψυχωσικούς ασθενείς: δηλητηρίαση με ύδωρ, οφειλόμενη σε πολυδιψία, ή
σε σύνδρομο ανεπαρκούς έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH), όψιμη δυσκινησία,
κακοήθες νευροληπτικό σύνδρομο, απορύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος και σπασμοί.
10. Υπερδοσολογία
Συμπτώματα: Γενικά τα παρατηρούμενα σημεία και συμπτώματα εμφανίζονται σαν
επαύξηση των γνωστών φαρμακολογικών δράσεων του φαρμάκου. Αυτά συμπεριλαμβάνουν
υπνηλία και καταστολή, ταχυκαρδία, και υπόταση, και εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Έχουν
αναφερθεί υπερδοσολογίες με λήψη ως και 300mg. Η διαθέσιμη μαρτυρία υποδεικνύει ένα
ευρύ περιθώριο ασφάλειας. Σε ασθενή με ταυτόχρονη υποκαλιαιμία, ο οποίος είχε λάβει
300mg, αναφέρθηκε επιμήκυνση του QT διαστήματος. Σε περίπτωση οξείας υπερδοσολογίας,
πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη η πιθανότητα λήψεως και άλλων φαρμάκων.
Θεραπεία: Πρέπει να διατηρηθούν ελεύθερες οι αναπνευστικές οδοί και να εξασφαλισθεί η
ύπαρξη επαρκούς οξυγόνωσης και αερισμού. Συνιστάται η γαστρική πλύση (μετά από
διασωλήνωση, εάν ο ασθενής είναι αναίσθητος) και χορήγηση ενεργού άνθρακα μαζί με ένα
καθαρτικό. Πρέπει ν' αρχίσει αμέσως καρδιαγγειακή παρακολούθηση που να συμπεριλαμβάνει
συνεχή ηλεκτροκαρδιογραφικό έλεγχο για την ανάδειξη πιθανών αρρυθμιών. Δεν υπάρχει
ειδικό αντίδοτο για το Ripepral. Συνεπώς, κατάλληλα υποστηρικτικά μέτρα πρέπει να
χρησιμοποιούνται. Υπόταση και κυκλοφοριακό collapsus πρέπει να αντιμετωπισθούν με
κατάλληλα μέτρα, όπως η χρήση ενδοφλέβιων υγρών ή/και συμπαθομιμητικών ουσιών. Σε
περίπτωση σοβαρών εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων, πρέπει να χρησιμοποιούνται
αντιχολινεργικά φάρμακα. Η στενή ιατρική παρακολούθηση και έλεγχος πρέπει να
συνεχίζονται μέχρι ο ασθενής να επανέλθει.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η ρισπεριδόνη είναι εκλεκτικός μονοαμινεργικός ανταγωνιστής με ειδικές ιδιότητες. Έχει
μεγάλη συγγένεια με τους 5HT
2
σεροτονινεργικούς και D
2
ντοπαμινεργικούς υποδοχείς. Δεν
έχει χημική συγγένεια με τους χολινεργικούς υποδοχείς. Η ρισπεριδόνη συνδέεται επίσης με
τους α
1
-αδενεργούς υποδοχείς και σε μικρότερο βαθμό με τους Η
1
-ισταμινεργικούς και α
2
-
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
αδενεργικούς υποδοχείς. Αν και η ρισπεριδόνη είναι ένας ισχυρός D
2
ανταγωνιστής, ο οποίος
θεωρείται ότι βελτιώνει τα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένιας, προκαλεί μικρότερου
βαθμού καταστολή της κινητικής δραστηριότητας και επαγωγή της καταληψίας από τα
κλασικά νευροληπτικά. Εξισορροπημένος κεντρικός ανταγωνισμός της σεροτονίνης και της
ντοπαμίνης μπορεί να προκαλέσει μείωση της προδιάθεσης για εξωπυραμιδικές ανεπιθύμητες
ενέργειες και να επεκτείνει την θεραπευτική δράση στα αρνητικά συμπτώματα και στις
διαταραχές του συναισθήματος της σχιζοφρένειας.
5.2.Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η ρισπεριδόνη απορροφάται πλήρως μετά από χορήγηση από το στόμα. Τα μέγιστα επίπεδα
στο πλάσμα επιτυγχάνονται μέσα σε 1-2 ώρες. Η απορρόφησή του δεν επηρεάζεται από τη
λήψη τροφής και έτσι μπορεί να χορηγείται μαζί με το γεύμα ή ανεξαρτήτως αυτού. Η
ρισπεριδόνη μεταβολίζεται εν μέρει στην 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη, η οποία έχει παρόμοια
δράση με την ρισπεριδόνη. Η ρισπεριδόνη μαζί με την 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη αποτελούν το
ενεργό αντιψυχωτικό κλάσμα. Μια άλλη οδός μεταβολισμού είναι η Ν-απαλκυλίωση. Μετά
από χορήγηση από το στόμα σε ψυχωσικούς ασθενείς, η ρισπεριδόνη απομακρύνεται με
ημιπερίοδο ζωής περίπου 3 ώρες. Η ημιπερίοδος ζωής της 9-υδροξυ-ρισπεριδόνης και του
ενεργού αντιχψυχωσικού κλάσματος είναι 24 ώρες. Στους περισσότερους ασθενείς, σταθερά
επίπεδα της ρισπεριδόνης επιτυγχάνονται εντός μιας ημέρας. Σταθερά επίπεδα της 9-υδροξυ-
ρισπεριδόνης επιτυγχάνονται εντός 4-5 ημερών χορήγησης του φαρμάκου. Τα επίπεδα της
ρισπεριδόνης στο πλάσμα είναι ανάλογα της δόσης εντός των ορίων του θεραπευτικού
δασολογικού φάσματος. Η ρισπεριδόνη κατανέμεται γρήγορα στους ιστούς. Ο όγκος
κατανομής είναι 1-2l/kg. Στο πλάσμα, η ρισπεριδόνη συνδέεται με την αλβουμίνη και την αl-
οξυγλυκοπρωτεΐνη. Το ποσοστό της σύνδεσης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 88% για
την ρισπεριδόνη και 77% για την 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη. Μια εβδομάδα μέρα από την
χορήγηση, 70% της δόσης απεκκρίνεται στα ούρα και 14% στα κόπρανα. Στα ούρα, η
ρισπεριδόνη μαζί με την 9-υδροξυ-ρισπεριδόνη αντιπροσωπεύουν το 35-45% της δόσης. Το
υπόλοιπο ποσοστό αποτελείται από ανενεργούς μεταβολίτες. Σε μια μελέτη εφάπαξ
χορήγησης της ρισπεριδόνης στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
παρατηρήθηκαν υψηλότερες δραστικές συγκεντρώσεις στο πλάσμα και βραδύτερη
απομάκρυνση του φαρμάκου. Τα επίπεδα της ρισπεριδόνης στο πλάσμα ήταν φυσιολογικά σε
ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
5.3.Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια
Καρκινογένεση: Μελέτες καρκινογένεσης έγιναν σε ποντικούς Albino και σε αρουραίους
Wistar. Οι δόσεις της ρισπεριδόνης που χορηγήθηκαν ήταν 2,4, 9,4 και 37,5 φορές
6
RIPEPRAL oral solution 1 mg/ml
μεγαλύτερες από την μέγιστη ανθρώπινη δόση σε mg/kg. Παρατηρήθηκαν στατιστικά
σημαντικές αυξήσεις σε αδενώματα της υπόφυσης, σε ενδοκρινικά παγκρεατικά αδενώματα
και σε αδενοκαρκινώματα μαστικού αδένα. Στα τρωκτικά, τα αντιψυχωσικά φάρμακα έχουν
δείξει ότι αυξάνουν χρονικά τα επίπεδα προλακτίνης. Κατά τη διάρκεια μελετών
καρκινογένεσης με ρισπεριδόνη δεν μετρήθηκαν επίπεδα προλακτίνης στον ορό. Παρ' όλα
αυτά, μετρήσεις κατά τη διάρκεια μελετών υποχρόνιας τοξικότητας έδειξαν ότι η ρισπεριδόνη
αύξησε τα επίπεδα προλακτίνης στον ορό κατά 5 ως 6 φορές περισσότερο στους ποντικούς
και στους αρουραίους στις ίδιες δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις μελέτες καρκινογένεσης.
Μια αύξηση στα νεοπλάσματα μαστικών αδένων, υπόφυσης και ενδοκρινούς μοίρας του
παγκρέατος βρέθηκε στα τρωκτικά, μετά από χρόνια χορήγηση άλλων αντιψυχωτικών
φαρμάκων και στα οποία η προλακτίνη θεωρήθηκε μεσολαβητική ουσία. Η σχετικότητα των
ευρημάτων από την προλακτινική μεσολάβηση στους ενδοκρινικούς όγκους στα τρωκτικά με
τον κίνδυνο στον άνθρωπο είναι άγνωστη.
Μεταλλαξιογένεση: Σε in vitro και in vivo προσδιορισμούς που πραγματοποιήθηκαν, δεν
βρέθηκαν στοιχεία που να μαρτυρούν πιθανή μεταλλαξιογόνο δράση της ρισπεριδόνης.
Επίδραση στη γονιμότητα: Η ρισπεριδόνη δεν έδειξε να επηρεάζει τη γονιμότητα σε
αρουραίους Wistar, σε τρεις μελέτες αναπαραγωγής σε δόσεις 0,1 ως 3 φορές μεγαλύτερες
από τη μέγιστη συνιστώμενη ανθρώπινη δόση σε mg/m
2
. Σε μια μελέτη υποχρόνιας
τοξικότητας σε σκυλούς Beagle, στην οποία η ρισπεριδόνη χορηγήθηκε σε δόσεις 0,31 ως
5mg/kg, η κινητικότητα του σπέρματος και η συγκέντρωση ελαττώθηκαν σε δόσεις 0,6 ως
10 φορές την ανθρώπινη δόση σε mg/m
2
. Δοσοεξαρτώμενες μειώσεις σημειώθηκαν επίσης,
στην τεστοστερόνη ορού στις ίδιες δόσεις. Η τεστοστερόνη ορού και οι παράμετροι
σπέρματος ανέκαμψαν μερικώς, αλλά παρέμειναν ελαττωμένες μετά την διακοπή της
θεραπείας. Σε αρουραίους ή σκυλούς δεν σημειώθηκαν δόσεις στις οποίες δεν παρατηρείται
δράση.
Κύηση: Το ενδεχόμενο τερατογένεσης της ρισπεριδόνης μελετήθηκε σε τρεις μελέτες
Segment II σε αρουραίους Wistar και Sprague-Dawley και σε μία μελέτη Segment II σε
κουνέλια New Zeland. Η συχνότητα εμφάνισης διαμαρτιών της διάπλασης δεν ήταν αυξημένη
συγκρινόμενη με δοκιμασία σε απογόνους των αρουραίων ή των κουνελιών σε δόσεις 0,4 ως
6 φορές μεγαλύτερες από την ανθρώπινη δόση σε mg/m
2
. Σε τρεις μελέτες αναπαραγωγής
σε αρουραίους υπήρξε μια αύξηση στους θανάτους των νεογνών κατά τη διάρκεια των
πρώτων 4 ημερών της γαλουχίας σε δόσεις 0,3 ως 3 φορές μεγαλύτερες από την ανθρώπινη
δόση σε mg/m
2
. Δεν είναι γνωστό αν αυτοί οι θάνατοι οφείλονταν σε άμεση επίδραση στα
έμβρυα ή στα νεογνά ή σε επιδράσεις στις μητέρες. Δεν υπήρχε δόση στην οποία δεν
παρατηρείται δράση για αυξανόμενη θνησιμότητα σε νεογνά αρουραίων. Σε μια μελέτη
Segment III, υπήρχε μια αύξηση σε θνησιγενή νεογνά αρουραίων σε δόση 1,5 φορά
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
μεγαλύτερη από την ανθρώπινη δόση σε mg/m
2
. Μεταφορά της ρισπεριδόνης μέσω του
πλακούντα παρατηρήθηκε σε νεογνά αρουραίων. Δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά
ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους. Παρ' όλα αυτά υπάρχει μία αναφορά περίπτωσης απλασίας
του τυλώδους σώματος μεσολοβίου) σε ένα νεογνό που εκτέθηκε σε ρισπεριδόνη στη
μήτρα. Η αιτιολογική συσχέτιση με τη θεραπεία με ρισπεριδόνη είναι άγνωστη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος των εκδόχων
Glutamic acid, Hydroxy propyl methyl cellulose, Benzoic acid, Saccharin sodium, Purified
water.
6.2. Ασυμβατότητες
Το πόσιμο διάλυμα 1mg/ml είναι ασύμβατο με τσάι και ποτό τύπου κόλα (βλ. παράγρ. 6.6).
6.3. Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
6.4.Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Το πόσιμο διάλυμα πρέπει να φυλάσσεται σε θερμοκρασία 25
ο
C. Να προστατεύεται από
την ψύξη. Φυλάσσεται μακριά από παιδιά.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Γυάλινη φιάλη των 100 ή 150 ml και δοσομετρική πιπέτα.
7. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙAΣ
Verisfield (UK) Ltd, 41 Chalton Street, London, NW1 1JD, UK
8. Αριθμός άδειας κυκλοφορίας
42335/07/21-5-2008.
8