4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία βουδεσονίδη ή σε κάποιο από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή
Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών
καταστάσεων, όμως θα πρέπει πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός κίνδυνος
σε σχέση με το προσδοκώμενο ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος,
απλός οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα, εκσεσημασμένη οστεοπόρωση,
σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και μετά από
προφυλακτικό εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια, συστηματική μυκητίαση, φυματίωση, βαριά
νεφροπάθεια, λοιμώδη νοσήματα, αιμορραγική διάθεση.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Είναι πιθανή η εμφάνιση συστηματικών επιδράσεων μετά τη χρήση
κάποιου ρινικού κορτικοστεροειδούς, ιδιαίτερα κατά τη συνταγογράφηση
υψηλών δόσεων για μεγάλες χρονικές περιόδους. H εμφάνιση αυτών των
επιδράσεων είναι πολύ λιγότερο πιθανή με τη ενδορινική θεραπεία, παρά
με τα από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή και μπορεί να
ποικίλει ανά ασθενή και μεταξύ διαφορετικών σκευασμάτων που περιέχουν
κορτικοστεροειδή. Οι πιθανές συστηματικές επιδράσεις περιλαμβάνουν
σύνδρομο Cushing, χαρακτηριστικά συνδρόμου Cushing, καταστολή των
επινεφριδίων, καθυστέρηση της ανάπτυξης στα παιδιά και τους εφήβους,
καταρράκτη, γλαύκωμα και πιο σπάνια μπορεί να εμφανισθεί μια σειρά από
ψυχολογικές επιδράσεις και επιδράσεις στη συμπεριφορά που
περιλαμβάνουν ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα, διαταραχές ύπνου,
ανησυχία, κατάθλιψη ή επιθετικότητα (κυρίως στα παιδιά).
Είναι σημαντικό, συνεπώς, η δόση του ρινικού κορτικοστεροειδούς να
ρυθμίζεται στη μικρότερη αποτελεσματική δόση.
Ασθενείς στους οποίους απαιτείται θεραπεία με υψηλότερες από τις
συνιστώμενες δόσεις κορτικοστεροειδών μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο