• Σε ενήλικες ηλικίας άνω των 60 ετών, εξασθενημένους ή ασθενείς με χρόνια νοσήματα, η δόση είναι
0,1 έως 0,2 mg/kg χορηγούμενη ενδοφλεβίως. Μη – προναρκωμένοι ενήλικες ηλικίας άνω των 60
ετών απαιτούν συνήθως μεγαλύτερη ποσότητα μιδαζολάμης για επαγωγή αναισθησίας. Συνιστάται
αρχική δόση 0,15 έως 0,3 mg/kg. Για μη προναρκωμένους ασθενείς με βαριά συστηματική ασθένεια
ή άλλη εξασθένηση, απαιτείται συνήθως μικρότερη ποσότητα μιδαζολάμης για επαγωγή της
αναισθησίας. Αρχική δόση 0,15 έως 0,25 mg/kg είναι συνήθως επαρκής.
ΩΣ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ενήλικες
Η μιδαζολάμη μπορεί να χορηγηθεί ως κατασταλτικός παράγοντας σε συνδυασμένη αναισθησία είτε
ενδοφλεβίως με επιπλέον μικρότερες δόσεις κατά περιοδικά διαστήματα (εύρος μεταξύ 0,03 και 0,1 mg/kg) ή
με συνεχή έγχυση μιδαζολάμης χορηγούμενης ενδοφλεβίως (εύρος μεταξύ 0,03 και 0,1 mg/kg) ιδιαίτερα σε
συνδυασμό με αναλγητικά. Η δόση και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των δόσεων ποικίλουν ανάλογα με την
ατομική αντίδραση του ασθενούς.
Σε ενήλικες ηλικίας άνω των 60 ετών, εξασθενημένους ή ασθενείς με χρόνια νοσήματα, θα απαιτηθούν
μικρότερες δόσεις.
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΣΕ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Το επιθυμητό επίπεδο καταστολής επιτυγχάνεται με τιτλοδότηση κατά βήματα ακολουθούμενη είτε από
συνεχή έγχυση ή από εφάπαξ (bolus) δόσεις χορηγούμενες κατά περιοδικά διαστήματα, σύμφωνα με την
κλινική ανάγκη, τη φυσική κατάσταση, την ηλικία και συγχορήγηση άλλων φαρμάκων (βλ. 4.5.
Αλληλεπιδράσεις).
Ενήλικες
Ενδοφλέβιες δόσεις φόρτισης: 0,03 έως 0,3 mg/kg θα πρέπει να δίνονται αργά σε μικρές ποσότητες. Κάθε
ποσότητα 1 έως 2,5 mg πρέπει να δίδεται σε διάστημα 20 έως 30 δευτερόλεπτα με 2λεπτα διαλείμματα
μεταξύ της χορήγησης επακόλουθων επιπρόσθετων ποσοτήτων. Σε υποογκαιμικούς, αγγειοσυσπαστικούς ή
υποθερμικούς ασθενείς, η δόση εφόδου θα πρέπει να μειωθεί ή να παραλειφθεί. Όταν η μιδαζολάμη
χορηγείται με ισχυρά αναλγητικά, θα πρέπει να χορηγούνται πρώτα τα αναλγητικά ώστε η καταστολή που
προκλήθηκε από τα αναλγητικά να ακολουθείται από ασφαλή προσαρμογή των κατασταλτικών ενεργειών της
μιδαζολάμης.
Ενδοφλέβια δόση συντήρησης: Οι δόσεις μπορεί να ποικίλουν από 0,03 έως 0,2 mg/kg/h. Σε
υπογλυκαιμικούς, αγγειοσυσπασμένους ή υποθερμικούς ασθενείς, θα πρέπει να μειωθεί η δόση συντήρησης.
Το επίπεδο καταστολής θα πρέπει να προσδιορίζεται τακτικά. Με μακράς διάρκειας καταστολή μπορεί να
αναπτυχθεί ανοχή και η δόση θα πρέπει να αυξηθεί.
Νεογνά και παιδιά ηλικίας μέχρι και 6 μηνών
Η μιδαζολάμη θα πρέπει να χορηγείται με συνεχή ενδοφλέβια έγχυση ξεκινώντας με 0,03 mg/kg/h (0,5
μg/kg/min) σε νεογνά ηλικίας < 32 εβδομάδων ή 0,06 mg/kg/h (1μg/kg/min) σε νεογνά ηλικίας > 32
εβδομάδων και παιδιά ηλικίας μέχρι και 6 μηνών.
Σε πρόωρα βρέφη, νεογνά και παιδιά ηλικίας μέχρι και 6 μηνών δε συνιστώνται ενδοφλέβιες δόσεις εφόδου,
τουναντίον η έγχυση μπορεί να χορηγηθεί πιο γρήγορα τις πρώτες λίγες ώρες ώστε να επιτευχθούν
θεραπευτικά επίπεδα στο πλάσμα. Ο ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να επανεκτιμάται συχνά και προσεχτικά
ιδιαίτερα μετά τις πρώτες 24 ώρες έτσι ώστε να χορηγείται η μικρότερη πιθανή δραστική δόση και να
μειώνεται η πιθανότητα συσσώρευσης του φαρμάκου.
Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση του ρυθμού αναπνοής και του κορεσμού με οξυγόνο.
Παιδιά ηλικίας άνω των 6 μηνών
Σε διασωληνωμένους και με ρυθμιζόμενο πνευμονικό αερισμό παιδιατρικούς ασθενείς, θα πρέπει να
χορηγείται αργά δόση εφόδου 0,05 έως 0,2 mg/kg ενδοφλεβίως για διάστημα τουλάχιστον 2 έως 3 λεπτών
ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή κλινική δράση. Η μιδαζολάμη δεν θα πρέπει να χορηγείται ως ταχεία
ενδοφλέβια δόση. Η δόση εφόδου ακολουθείται από συνεχή ενδοφλέβια έγχυση των 0,06 έως 0,12 mg/kg/h (1
έως 2 μg/kg/min). Ο ρυθμός έγχυσης μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί (γενικά κατά 25% του αρχικού ή του
5