Η ομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αναστολείς της αντλίας πρωτονίων,
μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνη)
λόγω της υπο- ή αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε
ασθενείς με μειωμένες αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη
απορρόφηση βιταμίνης Β
12
σε περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης
(βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης
είναι αμφίβολη. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και
κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται.
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με αναστολείς αντλίας πρωτονίων, όπως ομεπραζόλη για τουλάχιστον
τρεις μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα χρόνο. Σοβαρά
συμπτώματα υπομαγνησιαιμίας όπως κόπωση, τετανία, παραλήρημα,
σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να εμφανισθούν, αλλά μπορεί
να ξεκινήσουν ύπουλα και να αγνοηθούν. Στην πλειονότητα των
προσβεβλημένων ασθενών, η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά την
αντικατάσταση του μαγνησίου και τη διακοπή του αναστολέα αντλίας
πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να έχουν παρατεταμένη θεραπεία ή που
λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα που
μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάζουν την πιθανότητα μέτρησης
των επιπέδων μαγνησίου πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς
αντλίας πρωτονίων και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους), μπορεί να
αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου, καρπού και
σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων
καταγεγραμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης δείχνουν
ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον
συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης
μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς σε κίνδυνο
οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις ισχύουσες
κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και θα πρέπει να έχουν επαρκή πρόσληψη
της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με πολύ σπάνια
περιστατικά υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν
παρατηρηθούν βλάβες, ιδίως σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στον
ήλιο, συνοδευόμενες από αρθραλγία, ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει
άμεσα ιατρική βοήθεια και οι επαγγελματίες του τομέα της υγείας πρέπει
να εξετάσουν το ενδεχόμενο διακοπής της χορήγησης του Meprolen. Η
εμφάνιση υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου μετά από τη χορήγηση
ενός αναστολέα αντλίας πρωτονίων ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο
6