Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
αναστολείς αντλίας πρωτονίων, όπως εσομεπραζόλη για τουλάχιστον τρεις
μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα χρόνο. Σοβαρά
συμπτώματα υπομαγνησιαιμίας όπως κόπωση, τετανία, παραλήρημα, σπασμοί,
ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να εμφανισθούν, αλλά μπορεί να
ξεκινήσουν ύπουλα και να αγνοηθούν. Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων
ασθενών, η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά την αντικατάσταση του
μαγνησίου και τη διακοπή του αναστολέα αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να έχουν παρατεταμένη θεραπεία ή που
λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα που μπορεί
να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι επαγγελματίες υγείας
θα πρέπει να εξετάζουν την πιθανότητα μέτρησης των επιπέδων μαγνησίου
πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολείς αντλίας πρωτονίων και
περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Κίνδυνος κατάγματος
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν σε υψηλές
δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους), μπορεί να αυξήσουν
ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου, καρπού και σπονδυλικής στήλης,
κυρίως σε ηλικιωμένους ή παρουσία άλλων καταγεγραμμένων παραγόντων
κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-
40%. Μέρος αυτής της αύξησης μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες
κινδύνου. Ασθενείς σε κίνδυνο οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα,
σύμφωνα με τις ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και θα πρέπει να
έχουν επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος (ΥΔΕΛ)
Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων σχετίζονται με σπάνια περιστατικά
υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου. Εάν παρατηρηθούν βλάβες, ιδίως
σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στον ήλιο, συνοδευόμενες από
αρθραλγία, ο ασθενής πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια και οι
επαγγελματίες του τομέα της υγείας πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο
διακοπής της χορήγησης Nexium. Η εμφάνιση υποξέος δερματικού
ερυθηματώδους λύκου μετά από τη χορήγηση αναστολέα αντλίας πρωτονίου
ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο υποξέος δερματικού ερυθηματώδους λύκου
με άλλους αναστολείς αντλίας πρωτονίου.
Συνδυασμός με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Δεν συνιστάται συγχορήγηση εσομεπραζόλης με αταζαναβίρη (βλέπε
παράγραφο 4.5). Εάν ο συνδυασμός αταζαναβίρης με αναστολέα της
αντλίας πρωτονίων κρίνεται αναπόφευκτος, συνιστάται προσεκτικός
κλινικός έλεγχος σε συνδυασμό με μία αύξηση της δόσης της
αταζαναβίρης στα 400 mg με 100 mg ριτοναβίρης, η δοσολογία
εσομεπραζόλης 20 mg δεν πρέπει να υπερβαίνεται.
Η εσομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με εσομεπραζόλη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
πιθανότητα αλληλεπίδρασης με φαρμακευτικά προϊόντα που μεταβολίζονται
μέσω του CYP2C19. Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και
εσομεπραζόλης (βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της
αλληλεπίδρασης είναι αμφίβολη. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση
εσομεπραζόλης και κλοπιδογρέλης πρέπει να αποθαρρύνεται.