Στις τοξικές δόσεις τα κυριότερα κλινικά σημεία που παρατηρήθηκαν στις μελέτες
αυτές ήταν: έμετοι, αδυναμία, μειωμένη κατανάλωση τροφής και αύξηση του βάρους
σώματος, σιαλόρροια, αφυδάτωση και υπερκινητικότητα. Δύο από τους πιθήκους
που έλαβαν 400mg/kg την ημέρα απεβίωσαν την 8
η
ημέρα της θεραπείας. Μερικοί
από τους πιθήκους που επέζησαν μετά από χορήγηση 400mg/kg την ημέρα επί 28
ημέρες παρουσίασαν σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις κίτρινες κενώσεις.
Το κύριο όργανο-στόχος στις τοξικές δόσεις σε όλα τα είδη των πειραματοζώων ήταν
το ήπαρ. Η ηπατοτοξικότης σε όλα τα είδη διεπιστώνετο με την πρόωρη αύξηση των
συγκεντρώσεων της αλκαλικής φωσφατάσης του ορού, της αλανίνης και της
ασπαρτικής αμινοτρανφεράσης, της γάμμα-γλουταμυλτρασφεράσης και/ή γαλακτικής
δευδρογενάσης. Η διακοπή του φαρμάκου οδήγησε σε επάνοδο στις ή προς τις
φυσιολογικές τιμές αυτών των συγκεκριμένων παραμέτρων.
Άλλα όργανα που προσεβλήθησαν αλλά σπανιότερα στις διάφορες μελέτες, ήταν το
στομάχι, ο θύμος και άλλοι λεμφοειδείς ιστοί, καθώς και οι νεφροί. Επιπεφυκίτις και
δακρύρροια παρατηρήθηκαν μόνο σε σκύλους μετά από σχεδόν θεραπευτικές
δόσεις. Στις μαζικές δόσεις των 400mg/kg την ημέρα, μερικοί σκύλοι και πίθηκοι
παρουσίασαν θολερότητα και/ή οίδημα του κερατοειδούς.
Γονιμότητα, αναπαραγωγή και τερατογένεση: μελέτες γονιμότητας και
αναπαραγωγής έδειξαν ότι οι ημερήσιες δόσεις 150-160mg/kg σε αρσενικούς και
θηλυκούς επίμυς δεν είχαν δυσμενείς επιδράσεις στο γενετήσιο κύκλο, τη γονιμότητα,
τον τοκετό, τον αριθμό και τη βιωσιμότητα των απαγόνων. Δύο μελέτες
τερατογένεσης σε επίμυες Wistar (με χορήγηση από το στόμα) και Sprague-Dawley
(με χορήγηση από το στόμα και ενδοφλεβίως), μία μελέτη σε λευκά κουνέλια Νέας
Ζηλανδίας και μία μελέτη σε κυνομολόγους πιθήκους έδειξαν ότι η κλαριθρομυκίνη
δεν έχει τερατογενετική επίδραση. Μόνο σε μια συμπληρωματική μελέτη σε επίμυες
Sprague-Dawley με παρόμοιες δόσεις και ουσιαστικά όμοιες συνθήκες,
παρατηρήθηκε μία πολύ μικρή, στατιστικώς μη σημαντική επίπτωση (περίπου 6%)
καρδιαγγειακών ανωμαλιών. Θεωρήθηκε ότι οι ανωμαλίες αυτές οφείλονται σε
ανεξάρτητη έκφραση γενετικών αλλαγών στην αποικία. Δύο μελέτες σε ποντικούς
έδειξαν κυμαινόμενη επίπτωση λυκοστομίας (3-30%) μετά από δόσεις 70 φορές
υψηλότερες από τις ανώτατες συνήθεις θεραπευτικές δόσεις στον άνθρωπο (500 mg
x 2). Οι ανωμαλίες αυτές δεν διαπιστώθηκαν όμως σε δόσεις 35 φορές υψηλότερες
από τις ανώτατες δόσεις που συνιστούνται στον άνθρωπο, γεγονός που σημαίνει ότι
πρόκειται για τοξικότητα στη μητέρα και στο έμβρυο μάλλον παρά τερατογενετική
επίδραση.
Έχει δειχθεί ότι στον πίθηκο, η κλαριθρομυκίνη μπορεί να προκαλέσει απώλεια του
εμβρύου όταν χορηγείται από την 20η ημέρα της κυήσεως, σε περίπου δεκαπλάσια
δόση από την ανώτατη συνήθη θεραπευτική δόση που χορηγείται στον άνθρωπο. Το
φαινόμενο αυτό αποδόθηκε στην τοξικότητα των πολύ υψηλών δόσεων του
φαρμάκου στη μητέρα. Συμπληρωματική μελέτη σε εγκύους πιθήκους με δόσεις
μεγαλύτερες κατά 2,5 έως 5 φορές από την μέγιστη συνήθη ημερήσια δόση, δεν
έδειξε συγκεκριμένο κίνδυνο για το έμβρυο.
Η δοκιμασία θανατηφόρου δυναμικού σε ποντικούς με 1000mg/kg την ημέρα
(περίπου 70 φορές τη μέγιστη κλινική ημερήσια δόση στον άνθρωπο) ήταν σαφώς
αρνητική για μεταλλαξιογόνο δράση, και μια μελέτη Τμήματος 1 σε επίμυες που
έλαβαν μέχρι και 500mg/kg την ημέρα (περίπου 35 φορές τη μέγιστη ημερήσια
θεραπευτική δόση στον άνθρωπο) επί 80 ημέρες, δεν έδειξε λειτουργική
υπογονιμότητα στα αρσενικά ζώα που εκτέθηκαν στην παρατεταμένη αυτή χορήγηση
πολύ υψηλών δόσεων κλαριθρομυκίνης.