ή καλοήθων βλαβών των νεφρών. Ο μέσος όρος της ειδικότητας ήταν
52% σε ανάλυση βασισμένη σε ασθενείς και 82% σε ανάλυση βασισμένη
σε βλάβες.
Η αύξηση της ευαισθησίας στους ασθενείς που χρησιμοποιήθηκε το
Gadovist
®
PFS, από την προ χρήσης σκιαγραφικού MRI έως την
συνδυασμένη προ και μετά χρήσης σκιαγραφικού MRI, ήταν 33% στη
μελέτη για το ήπαρ (ανάλυση βασισμένη σε ασθενείς) και 18% στη
μελέτη για τους νεφρούς (ανάλυση βασισμένη σε ασθενείς και σε
βλάβες). Η αύξηση της ειδικότητας από την προ χρήσης σκιαγραφικού
MRI έως την συνδυασμένη προ και μετά χρήσης σκιαγραφικού MRI, ήταν
9% στη μελέτη για το ήπαρ (ανάλυση βασισμένη σε ασθενείς), ενώ στη
μελέτη για τους νεφρούς δεν παρατηρήθηκε αύξηση στην ειδικότητα
(ανάλυση βασισμένη σε ασθενείς καθώς και σε βλάβες).
Όλα τα αποτελέσματα είναι μέσος όρος των αποτελεσμάτων που
προήλθαν από μελέτες με τυφλοποιημένους αναλυτές.
Σε μία μελέτη που σχεδιάστηκε ως μια ενδοατομική, διασταυρούμενη
σύγκριση, το Gadovist
®
συγκρίθηκε με την γαδοτερική μεγλουμίνη (και τα
δύο στα 0,1 mmol/kg) στην απεικόνιση των ενισχυμένων εγκεφαλικών
νεοπλασματικών βλαβών σε 132 ασθενείς.
To πρωταρχικό καταληκτικό σημείο αποτελεσματικότητας ήταν η
συνολική προτίμηση είτε για Gadovist είτε για γαδοτερική μεγλουμίνη από
το διάμεσο τυφλοποιημένο αναλυτή. Η ανωτερότητα του Gadovist
αποδείχτηκε από μία τιμή p της τάξης του 0,0004. Λεπτομερώς, δόθηκε
μία προτίμηση στο Gadovist για 42 ασθενείς (32 %) σε σύγκριση με τη
συνολική προτίμηση για την γαδοτερική μεγλουμίνη για 16 ασθενείς
(12 %). Για 74 ασθενείς (56 %) δε δόθηκε καμία προτίμηση για το ένα ή
το άλλο σκιαγραφικό μέσο.
Για τις δευτερεύουσες μεταβλητές, ο λόγος βλάβη/εγκέφαλος βρέθηκε να
είναι στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερος για το Gadovist (p < 0,0003). Το
ποσοστό της ενίσχυσης ήταν υψηλότερο με το Gadovist σε σύγκριση με την
γαδοτερική μεγλουμίνη, με μία στατιστικά σημαντική διαφορά για τον
τυφλοποιημένο αναλυτή (p < 0,0003).
Ο λόγος αντίθεσης/θόρυβο έδειξε μεγαλύτερη μέση τιμή με το Gadovist
(129) σε σύγκριση με την γαδοτερική μεγλουμίνη (98). Η διαφορά δεν
ήταν στατιστικά σημαντική.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δύο μονής-δόσης μελέτες φάσης Ι/ΙΙΙ πραγματοποιήθηκαν σε 138
παιδιατρικούς ασθενείς, οι οποίοι ήταν προγραμματισμένοι να
υποβληθούν σε ενισχυμένη με σκιαγραφικό απεικόνιση μαγνητικού
συντονισμού (CE-MRI) του ΚΝΣ, του ήπατος και των νεφρών, ή σε
ενισχυμένη με σκιαγραφικό αγγειογραφία μαγνητικού συντονισμού (CE-
MRA) και σε 44 ασθενείς ηλικίας 0-<2 ετών (συμπεριλαμβανομένου του
όρου νεογνά), οι οποίοι ήταν προγραμματισμένοι να υποβληθούν σε
ενισχυμένη με σκιαγραφικό απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού
ρουτίνας (CE-MRI) σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Η διαγνωστική
αποτελεσματικότητα και μία αύξηση στη διαγνωστική εμπιστοσύνη
καταδείχτηκε για όλες τις παραμέτρους που αξιολογήθηκαν σε αυτές τις
μελέτες και δεν υπήρχαν διαφορές στις ηλικιακές ομάδες και όταν έγινε