επεισοδίων σπασμών που ελάμβαναν L-καρνιτίνη από το στόμα ή ενδοφλεβίως.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν παρουσιάστηκαν τοξικές επιδράσεις από υπερδοσολογία με L- καρνιτίνη.
Μεγάλες δόσεις L-καρνιτίνης μπορεί να προκαλέσουν διάρροια. Σε περίπτωση
υπερδοσολογίας εφαρμόζεται υποστηρικτική αγωγή.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: A16AA01
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η L-Καρνιτίνη είναι ένα φυσικό συστατικό του κυττάρου που παίζει σημαντικό ρόλο
στην παραγωγή και μεταφορά της ενέργειας. Στην πραγματικότητα, η L-καρνιτίνη
είναι ο μόνος φορέας που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας για να
διαπεράσουν την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων και να υποστούν β-
οξείδωση.
Η L-Καρνιτίνη ελέγχει τη μεταφορά της ενέργειας που παράγεται στα μιτοχόνδρια
στο κυτόπλασμα, μέσω του ενζύμου αδενινο-νουκλεοτιδο-τρανσλοκάση.
Η L-Καρνιτίνη επηρεάζει έμμεσα τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των
πρωτεϊνών. Η οξείδωση των λιπαρών οξέων μειώνει την περιφερική
χρησιμοποίηση της γλυκόζης, ενώ υποβοηθείται η αποβολή με τα ούρα του
τελικού προϊόντος αποικοδόμησης των λιπιδίων (ακετύλια).
Η υψηλότερη συγκέντρωση εμφανίζεται στους σκελετικούς μύες και στο
μυοκάρδιο.
Το μυοκάρδιο, παρ’ όλο που μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλα υποστρώματα για
παραγωγή ενέργειας, φυσιολογικά χρησιμοποιεί τα λιπαρά οξέα.
Η θεραπευτική χρήση της L-καρνιτίνης, απεδείχθη ότι είναι αποφασιστικής
σημασίας σε κληρονομικές μυοπάθειες που οφείλονται σε έλλειψη L-καρνιτίνης,
έχει δε αποδειχθεί ότι είναι χρήσιμη και στην Καρδιολογία, σε μυοκαρδιοπάθειες
οφειλόμενες σε έλλειψη L-καρνιτίνης.
Η L-καρνιτίνη παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό της καρδιάς, αφού η
οξείδωση των λιπαρών οξέων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία
επαρκούς ποσότητας L-καρνιτίνης.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, η L- καρνιτίνη αποβάλλεται κυρίως από τους
νεφρούς.
Μεταβολισμός
Μεταβολίζεται σε αμελητέο βαθμό, εκτός από ένα αναστρέψιμο βιομετασχηματισμό
στους εστέρες της.
Αντίθετα, όταν χορηγείται από το στόμα, η L – καρνιτίνη αποδομείται, με τη δράση
της εντερικής χλωρίδας, σε τριμεθυλαμίνη (TMA) και γ-βουτυροβεταΐνη.
Επειδή περίπου 10-20% της χορηγούμενης δόσης εισέρχεται στη γενική
κυκλοφορία σε μη μεταβολισμένη μορφή, πιστεύεται ότι ο μεταβολισμός στο έντερο
ευθύνεται για την αποβολή περίπου 80-90% της δόσης L-καρνιτίνης από το στόμα.
Απορρόφηση
Και τα δύο προϊόντα μεταβολισμού στο έντερο, η γ-βουτυροβεταΐνη και ΤΜΑ
απορροφούνται. Η γ-βουτυροβεταΐνη ανευρίσκεται αμετάβλητη στα ούρα, ενώ η
ΤΜΑ μεταβολίζεται στο ήπαρ σε ΤΜΑΟ (οξείδιο τριμεθυλαμίνης) και ανευρίσκεται
στα ούρα με μικρή ποσότητα αμετάβλητη ΤΜΑ.
3