ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ENALAPRIL MALEATE/GENERICS 20 mg Δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 20 mg enalapril maleate.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις: κάθε δισκίο περιέχει 128,99 mg λακτόζης
μονοϋδρικής.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο
Περιεκτικότη
τα
Εμφάνιση
20 mg
Ροδακινί, στρογγυλεμένο τριγωνικό, αμφίκυρτο δισκίο, με
τα ανάγλυφα διακριτικά «20» πάνω από το «G» στη μία όψη
του και εγκοπή στην άλλη όψη του. Έχει περίπου 11mm
μήκος, 6mm πλάτος και 4mm πάχος.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της υπέρτασης
Θεραπεία της συμπτωματικής καρδιακής ανεπάρκειας
Πρόληψη της συμπτωματικής καρδιακής ανεπάρκειας σε ασθενείς με
ασυμπτωματική δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας (κλάσμα εξώθησης
35%)
(βλ. παράγραφο 5.1)
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση θα πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με το προφίλ του ασθενούς
(βλ. παράγραφο 4.4) και την ανταπόκριση της αρτηριακής πίεσης.
1
Υπέρταση:
Η αρχική δόση είναι 5 έως το ανώτατο 20 mg, εξαρτώμενη από το βαθμό της
υπέρτασης και την κατάσταση του ασθενούς (βλ. παρακάτω). Το enalapril
λαμβάνεται μια φορά ημερησίως. Σε ήπιου βαθμού υπέρταση, η συνιστώμενη
αρχική δοσολογία είναι 5 έως 10 mg. Ασθενείς με πολύ έντονα
ενεργοποιημένο σύστημα ρενίνης - αγγειοτασίνης - αλδοστερόνης (π.χ.
νεφραγγειακή υπέρταση, μειωμένο όγκο υγρών και/ή άλατος, καρδιακή
αντιρρόπηση ή σοβαρή υπέρταση) μπορεί να παρουσιάσουν υπερβολική
πτώση της αρτηριακής πίεσης μετά την έναρξη της χορήγησης. Συνιστάται η
αρχική δόση των 5 mg ή χαμηλότερη σε τέτοιους ασθενείς και η έναρξη της
θεραπείας θα πρέπει να γίνεται κάτω από ιατρική παρακολούθηση.
Προηγούμενη θεραπεία με μεγάλες δόσεις διουρητικών μπορεί να οδηγήσει
σε μείωση του όγκου και σε κίνδυνο για υπόταση, με την έναρξη της
θεραπείας με enalapril. Σ’ αυτούς τους ασθενείς συνιστάται αρχική
δοσολογία 5 mg ή μικρότερη. Αν είναι δυνατόν, η θεραπεία με τα διουρητικά
θα πρέπει να διακοπεί για 2-3 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας με
ENALAPRIL MALEATE/GENERICS. Θα πρέπει να παρακολουθούνται η νεφρική
λειτουργία και το κάλιο του ορού.
Η συνήθης δόση συντήρησης είναι 20 mg ημερησίως. Η μέγιστη δόση
συντήρησης είναι 40 mg ημερησίως.
Καρδιακή ανεπάρκεια / Ασυμπτωματική δυσλειτουργία αριστεράς κοιλίας:
Κατά τη θεραπεία της συμπτωματικής καρδιακής ανεπάρκειας, το enalapril
χορηγείται επιπρόσθετα με διουρητικά και, όπου είναι αναγκαίο
δακτυλίτιδα ή β-αποκλειστές. Η αρχική δόση του enalapril σε ασθενείς με
συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια ή ασυμπτωματική δυσλειτουργία
αριστεράς κοιλίας είναι 2,5 mg, και θα πρέπει να χορηγείται κάτω από
στενή ιατρική παρακολούθηση για να προσδιοριστεί η αρχική επίδραση
στην αρτηριακή πίεση. Κατά την απουσία ή μετά την αποτελεσματική
θεραπεία συμπτωματικής υπότασης μετά την έναρξη θεραπείας με enalapril
σε καρδιακή ανεπάρκεια, η δόση θα πρέπει σταδιακά να αυξηθεί στη συνήθη
δόση συντήρησης των 20 mg, χορηγούμενα είτε εφάπαξ, είτε σε δύο
διαιρεμένες δόσεις, ανάλογα με την ανεκτικότητα του ασθενούς. Αυτή η
τιτλοποίηση συνίσταται να διεξάγεται μέσα σε περίοδο 2 έως 4 εβδομάδων.
Η μέγιστη δόση είναι 40 mg ημερησίως, χορηγούμενη σε δύο διηρημένες
δόσεις.
Συνιστώμενη τιτλοποίηση δοσολογίας του enalapril σε ασθενείς με
καρδιακή ανεπάρκεια/ ασυμπτωματική δυσλειτουργία της
αριστεράς κοιλίας
Εβδομάδα
Δόση mg/ημέρα
Εβδομάδα 1
Ημέρες 1 έως 3: 2,5 mg/ημέρα* σε εφάπαξ
δόση
Ημέρες 4 έως 7: 5 mg/ημέρα σε δύο
2
διαιρεμένες δόσεις
Εβδομάδα 2
10 mg/ημέρα σε εφάπαξ δόση ή σε δύο
διαιρεμένες δόσεις
Εβδομάδες 3
και 4
20 mg/ημέρα σε εφάπαξ δόση ή σε δύο
διαιρεμένες δόσεις
* Ιδιαίτερες προφυλάξεις θα πρέπει να ληφθούν σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική
λειτουργία ή σε αυτούς που λαμβάνουν διουρητικά (βλ. παράγραφο 4.4.).
Η αρτηριακή πίεση του αίματος και η νεφρική λειτουργία πρέπει να
ελέγχονται προσεκτικά, πριν και μετά την έναρξη της θεραπείας με enalapril
(βλ. παράγραφο 4.4.), επειδή έχει αναφερθεί υπόταση και (πιο σπάνια)
επακόλουθη νεφρική ανεπάρκεια. Στους ασθενείς που λαμβάνουν
διουρητικά, η δόση θα πρέπει να μειώνεται κατά το δυνατόν πριν την
έναρξη της θεραπείας με enalapril. Η εμφάνιση υπότασης μετά τη λήψη της
αρχικής δόσης του enalapril δεν υποδηλώνει ότι η υπόταση θα
επανεμφανιστεί κατά τη χρόνια θεραπεία με enalapril, και έτσι δεν
αποκλείει τη συνεχή χορήγηση του φαρμάκου. Θα πρέπει επίσης να
ελέγχονται το κάλιο του ορού και η νεφρική λειτουργία.
Δοσολογία σε νεφρική ανεπάρκεια:
Γενικά, τα διαστήματα μεταξύ των δόσεων του enalapril πρέπει να
παρατείνονται και/ή να μειώνεται η δοσολογία.
Κάθαρση
κρεατινίνης (CrCL)
mL/min
Αρχική δόση mg/ημέρα
30<CrCL<80 ml/min. 5-10 mg
10<CrCL30 ml/min.
2,5 mg
CrCL 10 ml/min.
2,5 mg τις ημέρες της
αιμοκάθαρσης*
*Βλ.παράγραφο 4.4
.
Το enalaprilat (ο δραστικός μεταβολίτης) απομακρύνεται με
αιμοκάθαρση. Τις ημέρες που οι ασθενείς δεν είναι σε αιμοκάθαρση, η δοσολογία πρέπει να
προσαρμόζεται ανάλογα με την ανταπόκριση της αρτηριακής πίεσης.
Χρήση στους ηλικιωμένους
Η δόση θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία των
ηλικιωμένων ασθενών (Βλ. παράγραφο 4.4.).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία κλινικών μελετών για τη χρήση του enalapril
σε υπερτασικούς παιδιατρικούς ασθενείς (βλ. παραγράφους 4.4., 5.1 και
5.2).
Σε ασθενείς που μπορούν να καταπιούν δισκία, η δόση πρέπει να
εξατομικεύεται ως προς το προφίλ του κάθε ασθενούς και την ανταπόκριση
της αρτηριακής πίεσης. Η συνιστώμενη αρχική δόση είναι 2,5 mg σε
ασθενείς 20 έως <50 kg και 5 mg σε ασθενείς 50 kg. Το Εnalapril
χορηγείται εφάπαξ ημερησίως. Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται
3
σύμφωνα με τις ανάγκες του ασθενούς, ως το μέγιστο των 20 mg ημερησίως
σε ασθενείς 20 έως <50 kg, και 40 mg για ασθενείς 50 kg. (βλ. παράγραφο
4.4.).
Το enalapril δεν συνιστάται σε νεογνά και σε παιδιατρικούς ασθενείς με
ρυθμό σπειραματικής διήθησης <30ml/min/1,73 m
2
,
επειδή δεν υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία.
Τρόπος χορήγησης
Για από στόματος χρήση.
Η απορρόφηση του enalapril δεν επηρεάζεται από την τροφή.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 ή σε οποιονδήποτε άλλον
αναστολέα MEA.
Ιστορικό αγγειοοιδήματος σχετιζόμενο με προηγούμενη θεραπεία με
αναστολείς MEA.
Κληρονομικό ή ιδιοπαθές αγγειοοίδημα.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6).
Η ταυτόχρονη χρήση του ENALAPRIL MALEATE/GENERICS με προϊόντα
που περιέχουν αλισκιρένη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία (GFR < 60 ml/min/1,73 m
2
) (βλ.
παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Συμπτωματική υπόταση
Συμπτωματική υπόταση εμφανίζεται σπάνια σε ανεπίπλεκτους
υπερτασικούς ασθενείς. Σε υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν
enalapril, συμπτωματική υπόταση είναι πιθανότερο να συμβεί εάν ο ασθενής
έχει μειωμένο όγκο υγρών, που οφείλεται, για παράδειγμα, στη διουρητική
αγωγή, στο διαιτητικό περιορισμό του άλατος ή στην αιμοδιύλιση, διάρροια
ή έμετο (βλ. παραγράφους 4.5 και 4.8). Σε ασθενείς με καρδιακή
ανεπάρκεια, με ή χωρίς σχετιζόμενη νεφρική ανεπάρκεια, έχει αναφερθεί
συμπτωματική υπόταση.
Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς με πιο σοβαρού βαθμού
καρδιακή ανεπάρκεια, όπως συμβαίνει σε ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές
δόσεις διουρητικών της αγκύλης ή με υπονατριαιμία ή λειτουργική νεφρική
βλάβη. Σε αυτούς τους ασθενείς η αγωγή θα πρέπει να αρχίζει κάτω από
ιατρική παρακολούθηση και οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά κάθε φορά που προσαρμόζεται η δόση του enalapril και/ή του
διουρητικού. Παρόμοιες προφυλάξεις πιθανότατα ισχύουν και για τους
ασθενείς με καρδιακή ισχαιμία ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο στους οποίους
4
η υπερβολική πτώση της πίεσης θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Εάν αναπτυχθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να τοποθετηθεί σε ύπτια θέση
και εάν είναι αναγκαίο, θα πρέπει να λάβει ενδοφλέβια χορήγηση
φυσιολογικού ορού. Παροδική υποτασική απόκριση δεν αποτελεί αντένδειξη
για περαιτέρω δοσολογία, η οποία θα μπορεί να χορηγηθεί συνήθως χωρίς
δυσκολία, μόλις η αρτηριακή πίεση αυξηθεί κατόπιν αύξησης του όγκου.
Σε ορισμένους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που έχουν φυσιολoγική ή
χαμηλή αρτηριακή πίεση, μπορεί να εμφανισθεί επιπλέον μείωση της
συστηματικής αρτηριακής πίεσης με enalapril. Αυτή η ενέργεια αναμένεται
και συνήθως δεν απαιτείται διακοπή της θεραπείας. Εάν η υπόταση γίνεται
συμπτωματική, μπορεί να απαιτηθεί ελάττωση και/ή διακοπή του
διουρητικού και/ή του enalapril.
Ao
ρτική στένωση ή στένωση της μιτρ
o
ειδ
o
ύς βαλβίδος/
Y
περτρ
o
φική
μυοκαρδιοπάθεια
Όπως όλοι οι αγγειοδιαστολείς, οι αναστολείς ΜΕΑ πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με απόφραξη των βαλβίδων και
της οδού εξόδου της αριστερής κοιλίας και να αποφεύγονται σε
περιπτώσεις καρδιογενούς σοκ και αιμοδυναμικά σημαντικής απόφραξης.
Νεφρική δυσλειτουργία
Σε περιπτώσεις νεφρικής δυσλειτουργίας (κάθαρση κρεατινίνης < 80 ml/min)
η αρχική δόση του enalapril θα πρέπει να προσαρμόζεται, σύμφωνα με την
κάθαρση της κρεατινίνης του ασθενούς. (βλ. παράγραφο 4.2 ) και κατόπιν
σύμφωνα με την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία. Η τακτική
παρακολούθηση του καλίου και της κρεατινίνης είναι μέρος της δέουσας
ιατρικής πρακτικής γι' αυτούς τους ασθενείς.
Έχει αναφερθεί νεφρική ανεπάρκεια που σχετίζεται με το enalapril, κυρίως
σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια ή με υποκείμενη νεφρική νόσο,
συμπεριλαμβανομένης της στένωσης νεφρικής αρτηρίας. Αν διαγνωσθεί
έγκαιρα και θεραπευτεί κατάλληλα η νεφρική ανεπάρκεια, όταν σχετίζεται
με θεραπεία με enalapril, είναι συνήθως αναστρέψιμη.
Ορισμένοι υπερτασικοί ασθενείς με μη εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική νόσο
ανέπτυξαν αυξήσεις της ουρίας του αίματος και της κρεατινίνης, όταν τους
χορηγήθηκε enalapril ταυτόχρονα με ένα διουρητικό. Πρέπει να απαιτηθεί
μείωση της δοσολογίας του enalapril και/ή διακοπή του διουρητικού. Αυτή η
κατάσταση αυξάνει την πιθανότητα ύπαρξης υποκείμενης στένωσης της
νεφρικής αρτηρίας (βλ. Νεφραγγειακή υπέρταση).
N
εφραγγειακή υπέρταση
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για υπόταση και νεφρική ανεπάρκεια όταν
ασθενείς με προϋπάρχουσα αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής
αρτηρίας ή στένωση της αρτηρίας μονήρους νεφρού λάβουν αγωγή με
5
αναστολείς ΜΕΑ. Η απώλεια της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να
παρουσιαστεί και με ήπιες μεταβολές της κρεατινίνης του ορού. Στους
ασθενείς αυτούς η θεραπεία πρέπει να αρχίζει κάτω από στενή ιατρική
παρακολούθηση με χαμηλές δόσεις και προσεκτική τιτλοποίηση της δόσης
και παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας.
M
εταμόσχευση νεφρού
Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χορήγηση του enalapril σε ασθενείς με
πρόσφατη μεταμόσχευση νεφρού. Γι' αυτό δεν συνιστάται η θεραπεία με
enalapril.
Ηπατική ανεπάρκεια
Σπάνια, οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν συσχετισθεί με ένα σύνδρομο που
αρχίζει με χολοστατικό ίκτερο ή ηπατίτιδα και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο
ηπατική νέκρωση και (μερικές φορές) σε θάνατο. Ο μηχανισμός αυτού του
συνδρόμου δεν είναι κατανοητός. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς
ΜΕΑ που ανέπτυξαν ίκτερο ή σημαντικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων
θα πρέπει να διακόψουν τον αναστολέα ΜΕΑ και να έχουν την κατάλληλη
ιατρική παρακολούθηση.
Ουδετεροπενία/Ακοκκιοκυττάρωση
Έχουν αναφερθεί ουδετεροπενία/ακοκκιοκυττάρωση, θρομβοκυττοπενία και
αναιμία σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ. Σε ασθενείς με
φυσιολoγική νεφρική λειτουργία και χωρίς άλλους παράγοντες επιπλοκών,
σπάνια εμφανίζεται ουδετεροπενία. Το enalapril θα πρέπει να
χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με αγγειακή νόσο του
κολλαγόνου, ανοσοκατασταλτική θεραπεία, θεραπεία με αλλοπουρινόλη ή
προκαϊναμίδη ή ένα συνδυασμό αυτών των παραγόντων που προκαλούν
επιπλοκές, ιδιαίτερα όταν προϋπάρχει βλάβη της νεφρικής λειτουργίας.
Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς ανέπτυξαν σοβαρές λοιμώξεις οι οποίες,
σε μερικές περιπτώσεις, δεν ανταποκρίθηκαν στην εντατική θεραπεία με
αντιβιοτικά.
Εάν χορηγείται enalapril σε τέτοιους ασθενείς, ενδείκνυται περιοδικός
έλεγχος των λευκών αιμοσφαιρίων και οι ασθενείς θα πρέπει να
καθοδηγούνται να αναφέρουν οποιοδήποτε σημείο λοίμωξης.
Υπερευαισθησία/
A
γγει
o
νευρωτικό οίδημα
Aγγειoνευρωτικό οίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, της
γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα έχει αναφερθεί σε ασθενείς που
βρίσκονται σε αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του
enalapril. Αυτό μπορεί να συμβεί καθ' όλη τη διάρκεια της θεραπείας. Σε
αυτές τις περιπτώσεις το enalapril πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να
γίνεται απαραίτητος έλεγχος για να εξασφαλισθεί πλήρης εξάλειψη των
συμπτωμάτων πριν αφεθεί χωρίς ιατρική παρακολούθηση ο ασθενής.
Ακόμη και σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου το οίδημα περιλαμβάνει μόνο τη
γλώσσα, χωρίς επιβάρυνση του αναπνευστικού, μπορεί να απαιτηθεί
6
εκτεταμένη παρακολούθηση των ασθενών, επειδή η θεραπεία με
αντιισταμινικά και κορτικοστεροειδή μπορεί να μην είναι επαρκής.
Πολύ σπάνια, έχουν αναφερθεί θάνατοι λόγω αγγειοοιδήματος
συσχετιζόμενου με οίδημα του λάρυγγα ή με οίδημα της γλώσσας. Οι
ασθενείς στους οποίους απαντάται συμμετοχή της γλώσσας, της γλωττίδας
ή του λάρυγγα, είναι πιθανό να εμφανίσουν απόφραξη των αεραγωγών,
ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν ιστορικό χειρουργικής επέμβασης των
αεραγωγών. Στις περιπτώσεις όπου συμμετέχει η γλώσσα, η γλωττίδα ή ο
λάρυγγας και είναι πιθανή η απόφραξη των αεραγωγών, θα πρέπει να
χορηγείται άμεσα η ενδεικνυόμενη θεραπευτική αγωγή, η οποία μπορεί να
περιλαμβάνει ενδοφλέβια χορήγηση διαλύματος επινεφρίνης σε αναλογία
1:1000 (0,3 ml έως 0,5 ml) και/ή μέτρα ώστε να εξασφαλισθούν ανοιχτοί οι
αεραγωγοί.
Έχει αναφερθεί ότι οι μαύροι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ
παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης αγγειοοιδήματος σε
σύγκριση με τους μη μαύρους.
Οι ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος μη σχετιζόμενο με θεραπεία με
αναστολείς ΜΕΑ, μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο
αγγειοοιδήματος, ενώ λαμβάνουν θεραπεία με αναστολέα ΜΕΑ (βλ.
παράγραφο 4.3).
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης
έναντι υμενοπτέρων
Σπάνια, ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ, ανέφεραν
αναφυλακτoειδείς αντιδράσεις απειλητικές για τη ζωή κατά τη διάρκεια
απευαισθητοποίησης από δηλητήριο υμενοπτέρων. Αυτές οι αντιδράσεις
αποφεύχθηκαν με την προσωρινή διακοπή της θεραπείας με αναστολέα του
ΜΕΑ πριν από κάθε διαδικασία απευαισθητοποίησης.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια
LDL
αφαίρεσης
Σπάνια, ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια
αφαίρεσης της χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (LDL) με θειϊκή
δεξτράνη εμφάνισαν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις απειλητικές για τη
ζωή. Αυτές οι αντιδράσεις αποφεύχθηκαν με την προσωρινή διακοπή της
θεραπείας με αναστολέα του ΜΕΑ πριν από κάθε διαδικασία αφαίρεσης.
Ασθενείς σε αιμοδιύλιση
Έχουν αναφερθεί αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις σε ασθενείς που
υπόκεινται σε αιμοδιύλιση με υψηλής ροής μεμβράνες (π.χ. ΑΝ 69
®
) και
ταυτόχρονα βρίσκονται σε αγωγή με αναστολέα ΜΕΑ. Σε αυτούς τους
ασθενείς θα πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη χρήση μίας εναλλακτικής
μεμβράνης ή ενός αντιυπερτασικού φαρμάκου άλλης κατηγορίας.
7
Υπογλυκαιμία
Στους διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν από το στόμα χορηγούμενα
αντιδιαβητικά σκευάσματα ή ινσουλίνη και αρχίζουν θεραπεία με
αναστολέα ΜΕΑ, θα πρέπει να γίνεται συχνά γλυκαιμικός έλεγχος
ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου μηνός της θεραπείας με αναστολέα
ΜΕΑ (βλ. παράγραφο 4.5).
Βήχας
Έχει αναφερθεί βήχας με τη χρήση αναστολέων ΜΕΑ. Χαρακτηριστικά, ο
βήχας είναι μη παραγωγικός, επίμονος και εξαφανίζεται μετά τη διακοπή
της αγωγής. Ο βήχας που σχετίζεται με αναστολέα ΜΕΑ πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη στη διαφορική διάγνωση του βήχα.
X
ειρουργική επέμβαση/Αναισθησία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μεγάλη χειρουργική επέμβαση ή κατά τη
διάρκεια αναισθησίας με παράγοντες που προκαλούν υπόταση, το enalapril
αναστέλλει την παραγωγή της αγγειοτασίνης ΙΙ, απότοκο της
αντιρροπιστικής απελευθέρωσης ρενίνης. Εάν εμφανισθεί υπόταση και
θεωρηθεί ότι οφείλεται στο μηχανισμό αυτό, μπορεί να διορθωθεί με την
αύξηση του όγκου υγρών.
Υπερκαλιαιμία
Αυξήσεις στο κάλιο του ορού παρατηρήθηκαν σε μερικούς ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του enalapril.
Οι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνουν τη
νεφρική ανεπάρκεια, την επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, την ηλικία
(>70 έτη), το σακχαρώδη διαβήτη, συνοδά περιστατικά ιδιαίτερης
αφυδάτωσης, την οξεία καρδιακή αντιρρόπηση, τη μεταβολική οξέωση και
την ταυτόχρονη χρήση καλιοσυντηρητικών διουρητικών (π.χ.
σπειρονολακτόνη, επλερενόνη, τριαμτερένη ή αμιλορίδη), υποκατάστατων
καλίου ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο, ή όταν λαμβάνονται
άλλα φάρμακα που συσχετίζονται με αύξηση του καλίου στον ορό (π.χ.
ηπαρίνη) από τους ασθενείς. Η χρήση συμπληρωμάτων καλίου,
καλιοσυντηρητικών διουρητικών ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν
κάλιο, ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία ενδέχεται να
οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του καλίου στον ορό. Η υπερκαλιαιμία
μπορεί να προκαλέσει σοβαρού βαθμού αρρυθμίες, οι οποίες μερικές φορές
είναι θανατηφόρες. Εάν θεωρηθεί απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγηση
enalapril και κάποιου από τους προαναφερθέντες παράγοντες, πρέπει να
γίνει με προσοχή και με συχνή παρακολούθηση του καλίου στον ορό (βλ.
παράγραφο 4.5).
Λίθιο
Ο συνδυασμός λιθίου και του enalapril γενικά δε συνιστάται (βλ.
παράγραφο 4.5).
8
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(
RAAS
)
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ,
αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον
κίνδυνο υπότασης, υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας
(περιλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός
αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS)
μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των
υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης δεν συνιστάται (βλ.
παραγράφους 4.5 και 5.1). Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται
απολύτως απαραίτητη, αυτό θα πρέπει να λάβει χώρα μόνο κάτω από την
επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή παρακολούθηση της νεφρικής
λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής πίεσης.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ
δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική
νεφροπάθεια.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία ως προς την αποτελεσματικότητα και την
ασφάλεια σε υπερτασικά παιδιά ηλικίας > 6 ετών, αλλά δεν υπάρχει
εμπειρία για άλλες ενδείξεις. Είναι διαθέσιμα περιορισμένα στοιχεία
φαρμακοκινητικής σε παιδιά πάνω από 2 μηνών (βλ. παραγράφους 4.2, 5.1
και 5.2).
Το enalapril δε συνιστάται σε παιδιά για άλλες ενδείξεις εκτός από υπέρταση.
Το enalapril δεν συνιστάται για νεογέννητα και παιδιατρικούς ασθενείς με
ρυθμό σπειραματικής διήθησης < 30 ml/min/1,73 m
2
επειδή δεν υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία. (βλ. παράγραφο 4.2).
Κύηση και γαλουχία
Δεν θα πρέπει να ξεκινά θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια της
κύησης. Οι ασθενείς που προγραμματίζουν κύηση θα πρέπει να μεταβαίνουν
σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές αγωγές με τεκμηριωμένη εικόνα
ασφάλειας για χρήση στην κύηση, εκτός και αν κρίνεται απαραίτητη η
συνέχιση της θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ. Όταν διαγνωσθεί κύηση, η
αγωγή με τους αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να σταματά άμεσα και, εάν
ενδείκνυται, θα πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους
4.3 και 4.6).
Η χορήγηση του enalapril δεν συνιστάται κατά την γαλουχία (βλ.
παραγράφους 4.6 και 5.2).
Διαφορές λόγω εθνικότητας
Όπως με άλλους αναστολείς ΜΕΑ, το enalapril είναι προφανώς λιγότερο
αποτελεσματικό στη μείωση της αρτηριακής πίεσης στους μαύρους από ότι
9
στους μη μαύρους, πιθανόν λόγω του μεγαλύτερου επιπολασμού χαμηλής
ρενίνης στους μαύρους υπερτασικούς ασθενείς.
Λακτόζη
Tα δισκία ENALAPRIL MALEATE/GENERICS περιέχoυν λιγότερο από 150 mg
λακτόζης μονοϋδρικής ανά δισκίο. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας της γαλακτόζης, έλλειψης της Lapp λακτάσης ή
δυσαπορρόφησης της γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό
το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(
RAAS
)
Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός
του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων
αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα
ανεπιθύμητων συμβάντων όπως η υπόταση, η υπερκαλιαιμία και η μειωμένη
νεφρική λειτουργία (περιλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας)
σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνου παράγοντα που δρα στο σύστημα
ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS) (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και
5.1).
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά, ή συμπληρώματα καλίου
Οι αναστολείς ΜΕΑ μετριάζουν την προκαλούμενη από τα διουρητικά
απώλεια καλίου. Τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά (π.χ. σπειρονολακτόνη,
επλερενόνη, τριαμτερένη, ή αμιλoρίδη), τα συμπληρώματα καλίου, ή τα
υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσουν σε
σημαντική αύξηση του καλίου του ορού. Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση
ενδείκνυται λόγω αποδεδειγμένης υποκαλιαιμίας, πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή και συχνή παρακολούθηση του καλίου του
ορού (βλ. παράγραφο 4.4).
Διουρητικά (θειαζιδικά ή διουρητικά της αγκύλης)
Προηγούμενη θεραπεία με μεγάλες δόσεις διουρητικών μπορεί να οδηγήσει
σε μειωμένο όγκο υγρών και σε κίνδυνο για υπόταση, εάν αρχίσει η
θεραπεία με enalapril (βλ. παράγραφο 4.4). Τα υποτασικά αποτελέσματα
μπορεί να μειωθούν με την διακοπή του διουρητικού, με την αύξηση του
όγκου υγρών ή την λήψη άλατος ή με την έναρξη θεραπείας με χαμηλές
δόσεις του enalapril.
Άλλοι αντιυπερτασικοί παράγοντες
Η ταυτόχρονη χορήγηση αυτών των σκευασμάτων μπορεί να αυξήσει το
αντιυπερτασικό αποτέλεσμα του enalapril. H ταυτόχρονη χορήγηση με
10
νιτρογλυκερίνη ή άλλες νιτρικές ενώσεις, ή άλλους αγγειοδιαστολείς,
μπορεί να μειώσει περαιτέρω την αρτηριακή πίεση.
Λίθιο
Αναστρέψιμες αυξήσεις του λιθίου του ορού και της τοξικότητας έχουν
αναφερθεί κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης χορήγησης του λιθίου με
αναστολείς ΜΕΑ. Η ταυτόχρονη χορήγηση θειαζιδικών διουρητικών, μπορεί
να αυξήσει περαιτέρω τα επίπεδα του λιθίου και να αυξήσει τον κίνδυνο
της τοξικότητας του λιθίου με αναστολείς ΜΕΑ. Η χορήγηση του enalapril
με λίθιο δεν συνιστάται, αλλά εάν ο συνδυασμός κριθεί απαραίτητος, θα
πρέπει να γίνεται προσεκτικός έλεγχος των επιπέδων λιθίου στον ορό. (βλ.
παράγραφο 4.4).
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά/Αντιψυχωσικά/Αναισθητικά/Ναρκωτικά
Η ταυτόχρονη χορήγηση ορισμένων αναισθητικών φαρμακευτικών
προϊόντων, τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωσικών, με
αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της αρτηριακής
πίεσης. (βλ. παράγραφο 4.4).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ)
συμπεριλαμβανομένων
των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης 2 (
COX
-2)
Τα ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της
κυκλοοξυγενάσης 2 (COX-2) μπορεί να μειώσουν τη δράση των διουρητικών
και των άλλων αντιυπερτασικών φαρμάκων. Για το λόγο αυτό, η
αντιυπερτασική δράση των ανταγωνιστών των υποδοχέων της
αγγειοτασίνης II ή των αναστολέων ΜΕΑ μπορεί να μειωθεί από τα ΜΣΑΦ
συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της COX-2.
Η χρόνια χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμoνωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ),
μπορεί να μειώσει την αντιυπερτασική δράση ενός αναστολέα ΜΕΑ.
Η συγχορήγηση των ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων της
COX-2) και των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης II ή των
αναστολέων ΜΕΑ έχει αθροιστικό αποτέλεσμα στην αύξηση του καλίου του
ορού, και μπορεί να οδηγήσει στην επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.
Αυτές οι επιδράσεις ήταν συνήθως αναστρέψιμες. Σπάνια, μπορεί να
παρουσιασθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια, ιδιαίτερα σε ασθενείς με
κατασταλμένη νεφρική λειτουργία (όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή οι ασθενείς
με υποογκαιμία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ακολουθούν θεραπεία
με διουρητικά). Για το λόγο αυτό ο συνδυασμός θα πρέπει να χορηγείται με
προσοχή σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Οι ασθενείς θα
πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς και να εξετάζεται το ενδεχόμενο
παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της
ταυτόχρονης θεραπείας και στη συνέχεια ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Χρυσός
Νιτριτοειδείς αντιδράσεις (τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έξαψη
προσώπου, ναυτία, έμετο και υπόταση) έχουν σπανίως αναφερθεί στους
ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με ενέσιμο χρυσό (sodium aurothiomaleate)
11
σε συνδυασμό με θεραπεία αναστολέων ΜΕΑ συμπεριλαμβανομένου του
enalapril.
Συμπαθομιμητικά
Τα συμπαθομιμητικά μπορεί να μειώνουν το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα
των αναστολέων ΜΕΑ.
Αντιδιαβητικά
Επιδημιολογικές μελέτες υποστηρίζουν ότι η ταυτόχρονη χορήγηση
αναστολέων ΜΕΑ και αντιδιαβητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων
(ινσουλινών, από το στόμα χορηγούμενων υπογλυκαιμικών σκευασμάτων),
μπορεί να προκαλέσουν αυξημένη αποτελεσματικότητα στη μείωση της
γλυκόζης του αίματος με κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Αυτό το γεγονός,
φαίνεται ότι είναι πιθανότερο να συμβεί κατά τη διάρκεια των πρώτων
εβδομάδων της συνδυασμένης θεραπείας και σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.8).
Αλκοόλη
Η αλκοόλη ενισχύει το υποτασικό αποτέλεσμα των αναστολέων ΜΕΑ
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ, θρομβολυτικά και β-αποκλειστές
Το enalapril μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια ταυτόχρονα με
ακετυλοσαλικυλικό οξύ (σε καρδιολογική δοσολογία), θρομβολυτικά και β-
αποκλειστές.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η χρήση των αναστολέων ΜΕΑ δε συνιστάται κατά τη διάρκεια του
πρώτου τριμήνου της κύησης (βλ. παράγραφο 4.4). Η χρήση των
αναστολέων ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δεύτερου και
του τρίτου τριμήνου της κύησης (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Τα επιδημιολογικά δεδομένα αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης
έπειτα από έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου
τριμήνου της κύησης δεν οδήγησαν σε κάποιο συμπέρασμα, αν και δεν
μπορεί να αποκλεισθεί μία μικρή αύξηση του κινδύνου. Οι ασθενείς που
προγραμματίζουν κύηση θα πρέπει να μεταβαίνουν σε εναλλακτικές
αντιυπερτασικές αγωγές με τεκμηριωμένη εικόνα ασφάλειας για χρήση
στην κύηση, εκτός και αν κρίνεται απαραίτητη η συνέχιση της θεραπείας με
αναστολείς ΜΕΑ. Όταν διαγνωσθεί κύηση, η αγωγή με τους αναστολείς
ΜΕΑ θα πρέπει να σταματά άμεσα και, εάν ενδείκνυται, θα πρέπει να
ξεκινά εναλλακτική θεραπεία.
Η έκθεση σε θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του δεύτερου
και του τρίτου τριμήνου της κύησης είναι γνωστό ότι προκαλεί
εμβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική λειτουργία,
ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση της οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική
12
τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία) (βλ. παράγραφο
5.3).
Έχει σημειωθεί ολιγοϋδράμνιο της μητέρας, το οποίο είναι πιθανό να
αντικατοπτρίζει τη μειωμένη εμβρυική νεφρική λειτουργία, το οποίο μπορεί
να οδηγήσει σε συσπάσεις άκρων, κρανιοπροσωπικές δυσμορφίες και
υποπλασία των πνευμόνων.
Εάν υπάρχει έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ από το δεύτερο τρίμηνο της
κύησης, συνιστάται έλεγχος με υπερηχογράφημα της νεφρικής λειτουργίας
και του κρανίου.
Τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έλαβαν αναστολείς ΜΕΑ, θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Θηλασμός
Τα περιορισμένα διαθέσιμα φαρμακοκινητικά δεδομένα καταδεικνύουν την
ύπαρξη πολύ χαμηλών συγκεντρώσεων στο μητρικό γάλα (βλ. παράγραφο
5.2). Αν και οι συγκεντρώσεις αυτές δε φαίνεται να σχετίζονται κλινικά με
τη χρήση του enalapril maleate κατά τη γαλουχία, το φάρμακο δε συνιστάται
για πρώιμα βρέφη και για το διάστημα των πρώτων εβδομάδων που
ακολουθούν τον τοκετό λόγω του υποθετικού κινδύνου εμφάνισης
καρδιαγγειακών και νεφρικών επιδράσεων και λόγω έλλειψης επαρκούς
κλινικής εμπειρίας. Στην περίπτωση ενός μεγαλύτερου ηλικιακά βρέφους,
μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο χρήσης του Enalapril Maleate / Generics στη
θηλάζουσα μητέρα, εάν αυτή η αγωγή κρίνεται απαραίτητη για τη μητέρα
και εφόσον το παιδί παρακολουθείται για τυχόν εμφάνιση ανεπιθύμητων
ενεργειών.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι κατά την οδήγηση οχημάτων ή το
χειρισμό μηχανημάτων μπορεί να εμφανισθεί περιστασιακά ζαλάδα ή
κόπωση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν με το enalapril περιλαμβάνουν:
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συχνές (≥1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (≥1/1000 έως <1/100)
Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα)
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Όχι συχνές: Αναιμία (συμπεριλαμβανομένης της απλαστικής και
της αιμολυτικής).
Σπάνιες: Ουδετεροπενία, μείωση αιμοσφαιρίνης, μείωση του
αιματοκρίτη, θρομβοκυττοπενία, ακοκκιοκυττάρωση,
13
καταστολή του μυελού των οστών, πανκυττοπενία,
λεμφαδενοπάθεια, αυτοάνοσες νόσοι.
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος:
Μη γνωστές: Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής
ορμόνης (SIADH)
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Όχι συχνές: Υπογλυκαιμία (βλ. παράγραφο 4.4).
Ψυχιατρικές διαταραχές:
Συχνές: Κατάθλιψη
Όχι συχνές: Σύγχυση, αϋπνία, νευρικότητα
Σπάνιες: Διαταραχές στα όνειρα, διαταραχές ύπνου.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Πολύ συχνές: Ζάλη
Συχνές: Κεφαλαλγία, συγκοπή
Όχι συχνές: Υπνηλία, παραισθησία
Οφθαλμικές διαταραχές:
Πολύ συχνές: Θάμβος όρασης
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Όχι συχνές: Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές:
Συχνές: Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, στηθάγχη,
ταχυκαρδία.
Όχι συχνές: Αίσθημα παλμών, έμφραγμα του μυοκαρδίου ή
αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο* πιθανόν δευτερογενώς ως
προς την εκσεσημασμένη υπόταση σε ασθενείς υψηλού
κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4)
* Τα ποσοστά της επίπτωσης ήταν παρόμοια με εκείνα της ομάδας εικονικού
φαρμάκου και ενεργού ελέγχου κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: Υπόταση (συμπεριλαμβανομένης της ορθοστατικής
υπότασης)
Σπάνιες: Φαινόμενο Raynaud's
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου:
Πολύ συχνές: Βήχας
Συχνές: Δύσπνοια
Όχι συχνές: Ρινόρροια, κυνάγχη, βράγχος φωνής,
βρογχόσπασμος/άσθμα
14
Σπάνιες: Θωρακικά διηθήματα, ρινίτιδα, αλλεργική κυψελιδίτιδα
/ηωσινοφιλική πνευμονία.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Πολύ συχνές: Ναυτία
Συχνές: Διάρροια, κοιλιακό άλγος, διαταραχές γεύσης
Όχι συχνές: Ειλεός, παγκρεατίτιδα, έμετος, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα,
ανορεξία, γαστρικοί ερεθισμοί, ξηροστομία, πεπτικό
έλκος.
Σπάνιες: Στoματίτιδα/αφθώδη έλκη, γλωσσίτιδα
Πολύ σπάνιες: Εντερικό αγγειοοίδημα.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Σπάνιες: Ηπατική ανεπάρκεια, ηπατίτιδα - είτε ηπατοκυτταρική ή
χολοστατική, ηπατίτιδα συμπεριλαμβανομένης της
νέκρωσης, χολόσταση (συμπεριλαμβανομένου του ίκτερου)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Συχνές: Έχει αναφερθεί εξάνθημα,
υπερευαισθησία/αγγειονευρωτικό οίδημα:
αγγειονευρωτικό οίδημα του προσώπου, των άκρων, των
χειλέων, της γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα
(βλ. παράγραφο 4.4)
Όχι συχνές: Εφίδρωση, κνησμός, κνίδωση, αλωπεκία
Σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson,
αποφολιδωτική δερματίτιδα, τοξική επιδερμική
νεκρόλυση, πέμφιγα, ερυθρόδερμα.
Έχει αναφερθεί μια συμπτωματολογία που μπορεί να περιλαμβάνει μερικά ή
όλα από τα ακόλουθα: πυρετός, ορογονίτιδα, αγγειίτιδα,
μυαλγία/μυoσίτιδα, αρθραλγία/αρθρίτιδα, θετικό ΑΝΑ, αυξημένη ΤΚΕ,
ηωσινοφιλία και λευκοκυττάρωση. Εξάνθημα, φωτοευαισθησία ή άλλες
δερματολογικές εκδηλώσεις μπορεί να εμφανισθούν.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Όχι συχνές: Νεφρική δυσλειτουργία, νεφρική ανεπάρκεια,
πρωτεϊνουρία
Σπάνιες: Ολιγουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού:
Όχι συχνές: Ανικανότητα
Σπάνιες: Γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
Πολύ συχνές: Εξασθένηση
Συχνές: Κόπωση, θωρακικό άλγος
Όχι συχνές: Μυϊκές κράμπες, έξαψη, εμβοές, αίσθημα κακουχίας,
πυρετός
15
Παρακλινικές εξετάσεις:
Συχνές: Υπερκαλιαιμία, αυξήσεις της κρεατινίνης του ορού
Όχι συχνές: Αυξήσεις στην ουρία του αίματος, υπονατριαιμία
Σπάνιες: Αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων, αυξήσεις της
χολερυθρίνης του ορού
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος
αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562
Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Περιορισμένα στοιχεία είναι διαθέσιμα όσον αφορά την υπερδοσολογία σε
ανθρώπους. Η πιο πιθανή εκδήλωση υπερδοσολογίας που έχει αναφερθεί
μέχρι σήμερα είναι εκσεσημασμένη υπόταση εμφανιζόμενη περίπου 6 ώρες
μετά τη λήψη δισκίων, ταυτόχρονα με τον αποκλεισμό του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτασίνης και λήθαργος. Συμπτώματα που σχετίζονται με
υπερδοσολογία των αναστολέων ΜΕΑ μπορεί να περιλαμβάνουν σοκ του
κυκλοφορικού, διαταραχές ηλεκτρολυτών, νεφρική ανεπάρκεια,
υπεραερισμό, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, βραδυκαρδία, ζάλη, άγχος και
βήχα. Επίπεδα του άλατος του enalapril στον ορό (enalaprilat), 100 και
200 φορές μεγαλύτερα από τα συνήθη θεραπευτικά επίπεδα έχουν
αναφερθεί μετά τη λήψη 300 mg και 440 mg enalapril, αντίστοιχα.
Η συνιστώμενη θεραπευτική αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας είναι η
ενδοφλέβια έγχυση φυσιολογικού ορού. Αν εμφανισθεί υπόταση, ο ασθενής
θα πρέπει να τοποθετηθεί σε θέση αντιμετώπισης του shock (της
καταπληξίας). Αν υπάρχει διαθέσιμη, μπορεί να εξεταστεί η θεραπεία με
έγχυση Αγγειοτασίνης ΙΙ και/ή ενδοφλέβια χορηγούμενο διάλυμα
κατεχολαμινών. Αν η λήψη είναι πρόσφατη, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για
την αποβολή του enalapril maleate (π.χ. έμετος, γαστρική πλύση, χορήγηση
απορροφητικών σκευασμάτων, και θειικό νάτριο).
Το enalaprilat μπορεί να απομακρυνθεί από τη γενική κυκλοφορία με
αιμοδιύλυση (βλ. παράγραφο 4.4 ). Η θεραπεία με βηματοδότη ενδείκνυται
για ανθιστάμενη στη θεραπεία βραδυκαρδία. Ζωτικά σημεία, ηλεκτρολύτες
του ορού και συγκέντρωση της κρεατινίνης θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
16
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολείς ΜΕΑ, αμιγείς, Κωδικός ATC:
C09A Α02
Μηχανισμός δράσης
Το enalapril στη μορφή του μηλεϊνικού του άλατος, είναι παράγωγο δύο
αμινοξέων, της L-αλανίνης και της L-προλίνης. Το μετατρεπτικό ένζυμο της
αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) είναι μία πεπτιδυλ-διπεπτάση που καταλύει τη
μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι στην αγγειοσυσπαστική ουσία αγγειοτασίνη
ΙΙ. Μετά την απορρόφηση, το enalapril υδρολύεται σε enalaprilat, που
αναστέλλει το ΜΕΑ. Η αναστολή του ΜΕΑ έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση
της αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα, που οδηγεί σε αύξηση της δραστικότητας
της ρενίνης στο πλάσμα (λόγω διακοπής του φαινομένου της αρνητικής
παλίνδρομης τροφοδότησης στην έκκριση της ρενίνης) και μειωμένη
έκκριση αλδοστερόνης.
Το ΜΕΑ είναι ταυτόσημο με την κινινάση ΙΙ. Έτσι το enalapril μπορεί επίσης
να αναστείλει την αποδόμηση της βραδυκινίνης, ενός ισχυρού
αγγειοδιασταλτικού πεπτιδίου. Εν τούτοις, ο ρόλος που αυτό παίζει στη
θεραπευτική δράση του enalapril χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Ενώ ο μηχανισμός μέσω του οποίου το enalapril μειώνει την αρτηριακή πίεση
θεωρείται ότι οφείλεται κυρίως στην καταστολή του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης, το enalapril έχει αντιυπερτασική δράση ακόμη
και σε υπερτασικούς ασθενείς με χαμηλή ρενίνη.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Χορήγηση του enalapril σε ασθενείς με υπέρταση, έχει σαν αποτέλεσμα τη
μείωση της αρτηριακής πίεσης τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια θέση, χωρίς
σημαντική αύξηση του καρδιακού ρυθμού.
Η συμπτωματική oρθoστατική υπόταση δεν είναι συχνή. Σε μερικούς
ασθενείς η επίτευξη της μείωσης της αρτηριακής πίεσης στα ιδανικά
επίπεδα μπορεί να απαιτήσει μερικές εβδομάδες θεραπείας. Απότομη
διακοπή του enalapril δεν έχει συσχετισθεί με ταχεία αύξηση της αρτηριακής
πίεσης.
Αποτελεσματική αναστολή της δράσης του αναστολέα ΜΕΑ συνήθως
επιτυγχάνεται 2 έως 4 ώρες μετά τη λήψη από το στόμα μίας μόνο δόσης
enalapril. Η έναρξη της αντιυπερτασικής δράσης συνήθως παρατηρήθηκε σε
μία ώρα με το μέγιστο της μείωσης της αρτηριακής πίεσης σε 4 έως 6 ώρες
μετά τη χορήγηση. Η διάρκεια δράσης είναι δοσοεξαρτώμενη. Ωστόσο, στις
συνιστώμενες δόσεις η αντιυπερτασική και η αιμοδυναμική δράση έχουν
αποδειχθεί ότι διατηρούνται τουλάχιστον 24 ώρες.
17
Σε αιμοδυναμικές μελέτες σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση, η μείωση της
αρτηριακής πίεσης συνοδεύτηκε από μείωση των περιφερειακών αγγειακών
αντιστάσεων με αύξηση της καρδιακής παροχής και μικρή ή καμία μεταβολή
του καρδιακού ρυθμού. Μετά τη χορήγηση του enalapril υπήρχε αύξηση στη
νεφρική ροή αίματος. Ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης ήταν αμετάβλητος.
Δεν υπάρχει ένδειξη ότι κατακρατείται νάτριο ή νερό. Όμως σε ασθενείς με
χαμηλό ρυθμό σπειραματικής διήθησης προ της θεραπείας, συνήθως
παρατηρήθηκε αύξηση του ρυθμού.
Σε μικρής διάρκειας κλινικές μελέτες σε διαβητικούς και μη διαβητικούς
ασθενείς με νεφρική νόσο, έχουν παρατηρηθεί μειώσεις στην
λευκωματινουρία και ουρική απέκκριση της IgG και της ολικής ουρικής
πρωτεΐνης, κατόπιν χορήγησης enalapril.
Όταν χορηγηθεί ταυτόχρονα με διουρητικά κατηγορίας των θειαζιδών, οι
ιδιότητες του enalapril να μειώνει την αρτηριακή πίεση είναι τουλάχιστον
αθροιστικές. Το enalapril μπορεί να μειώσει ή να προλάβει την ανάπτυξη της
υποκαλιαιμίας που προκαλείται από θειαζίδες.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που λαμβάνουν θεραπεία με
δακτυλίτιδα και διουρητικά, η θεραπεία με enalapril από του στόματος ή
ενέσιμο έχει συσχετισθεί με μειώσεις στην περιφερική αντίσταση και στην
αρτηριακή πίεση. Η καρδιακή παροχή αυξήθηκε ενώ ο καρδιακός ρυθμός
(συνήθως αυξημένος σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια) μειώθηκε. Η
πίεση ενσφηνώσεως πνευμονικών τριχοειδών μειώθηκε. Η αντοχή στην
άσκηση και η σοβαρότητα της καρδιακής ανεπάρκειας όπως έχουν μετρηθεί
σύμφωνα με τα κριτήρια της εταιρίας New Υork Heart Association, βελτιώθηκε.
Αυτές οι επιδράσεις διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια χρόνιας θεραπείας.
Σε ασθενείς με ήπιου έως μετρίου βαθμού καρδιακή ανεπάρκεια το enalapril
επιβράδυνε την προοδευτική καρδιακή διάταση/μεγέθυνση και ανεπάρκεια,
όπως αποδεικνύεται από τους μειωμένους τελικούς όγκους διαστολής και
συστολής της αριστεράς κοιλίας και από τη βελτίωση του κλάσματος
εξώθησης.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Σε μία πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με placebo
μελέτη (SOLDV Prevention trial) εξετάσθηκε ένας πληθυσμός με ασυμπτωματική
δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας (LVEF < 35 %). 4.228 ασθενείς
τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν είτε placebo (n=2117) ή enalapril (n=2111). Στην
ομάδα placebo, 818 ασθενείς είχαν καρδιακή ανεπάρκεια ή κατέληξαν
(38,6 %) σε σύγκριση με 630 ασθενείς στην ομάδα enalapril (29,8 %)
(μείωση κινδύνου = 29 %, 95 % CI 21 36 %, p < 0.001). 518 ασθενείς στην
ομάδα placebo (24,5 %) και 434 στην ομάδα της enalapril (20,6 %) πέθαναν ή
εισήχθησαν στο νοσοκομείο για νέα ή επιδεινωθείσα καρδιακή ανεπάρκεια
(μείωση κινδύνου 20 %, 95 % CI, 9 30 %, p < 0,001).
18
Σε μία πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με placebo
μελέτη (SOLVD Treatment trial) εξετάσθηκε ένας πληθυσμός με συμπτωματική
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια λόγω της συστολικής δυσλειτουργίας
(κλάσμα εξώθησης < 35 %). 2569 ασθενείς που έλαβαν συμβατική θεραπεία
για καρδιακή ανεπάρκεια ορίσθηκαν τυχαία να λάβουν είτε placebo (n=1.284)
ή enalapril (n=1.285). Υπήρξαν 510 θάνατοι στην ομάδα placebo (39,7 %)
συγκριτικά με 452 ασθενείς στην ομάδα του enalapril (35,2 %) (μείωση του
κινδύνου 16 %, 95 % CI, 5 26 %, p=0,0036). Υπήρξαν 461 καρδιαγγειακοί
θάνατοι στην ομάδα placebo, σε σύγκριση με 399 στην ομάδα του enalapril
(μείωση του κινδύνου 18 %, 95 % CI, 6 28 %, p < 0,002), κυρίως λόγω
μείωσης των θανάτων, λόγω της εξελισσόμενης καρδιακής ανεπάρκειας
(251 στην ομάδα placebo έναντι 209 στην ομάδα του enalapril, μείωση του
κινδύνου 22 %, 95 % CI, 6 35 %). Λιγότεροι ασθενείς κατέληξαν ή
εισήχθησαν στο νοσοκομείο για επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας
(736 στην ομάδα placebo και 613 στην ομάδα του enalapril, μείωση κινδύνου
26 %, 95 % CI, 18 - 34 %, p < 0,0001).
Συνολικά στη μελέτη SOLVD, σε ασθενείς με δυσλειτουργία της αριστεράς
κοιλίας, το enalapril μείωσε τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά
23 % (95 % CI, 11 34 % p < 0,001) και μείωσε τον κίνδυνο της εισαγωγής
στο νοσοκομείο για ασταθή στηθάγχη κατά 20 % (95 % CI, 9 29 %,
p < 0,001).
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες (η ONTARGET (ONgoing
Telmisartan Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η VA
NEPHRON-D (The Veterans Affairs Nephropathy in Diabetes)) έχουν εξετάσει τη χρήση
του συνδυασμού ενός αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των υποδοχέων
αγγειοτασίνης II.
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθηκε σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2 συνοδευόμενο από ένδειξη βλάβης τελικού οργάνου. Η VA
NEPHRON-D ήταν μία μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και
διαβητική νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντικά ωφέλιμη επίδραση στις
νεφρικές και/ή στις καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ
παρατηρήθηκε ένας αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής
βλάβης και/ή υπότασης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Δεδομένων των
παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, αυτά τα αποτελέσματα είναι
επίσης σχετικά για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των
υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτασίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε
ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
19
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal Disease
Endpoints) ήταν μία μελέτη σχεδιασμένη να ελέγξει το όφελος της προσθήκης
αλισκιρένης σε μία πρότυπη θεραπεία με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή έναν
αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο ή και τα δύο. Η
μελέτη διακόπηκε πρόωρα λόγω αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων
εκβάσεων. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν
και τα δύο αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην
ομάδα του εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα συμβάντα και τα
σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και
νεφρική δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της
αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπήρξε περιορισμένη εμπειρία κατά τη χρήση σε υπερτασικούς
παιδιατρικούς ασθενείς > 6 ετών. Σε μία κλινική μελέτη που περιελάμβανε
110 υπερτασικούς παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 16 ετών με βάρος
σώματος > 20 kg και με ρυθμό σπειραματικής διήθησης > 30 ml/min/1,73 m
2
,
ασθενείς που ζύγιζαν < 50 kg έλαβαν είτε 0,625, 2,5 ή 20 mg enalapril
ημερησίως και ασθενείς που ζύγιζαν > 50 kg έλαβαν είτε 1,25, 5 ή 40 mg
enalapril ημερησίως. Η χορήγηση του enalapril μία φορά την ημέρα μείωσε
την ελάχιστη αρτηριακή πίεση σε καθιστή θέση κατά ένα δοσοεξαρτώμενο
τρόπο. Η δοσοεξαρτώμενη αντιυπερτασική αποτελεσματικότητα του
enalapril ήταν συνεχής μεταξύ όλων των υποομάδων (ηλικία, στάδιο κατά
Tanner, φύλο, φυλή). Ωστόσο οι μικρότερες δόσεις που μελετήθηκαν 0,625 mg
και 1,25 mg, που αντιστοιχούν σε μέσο όρο 0,02 mg/kg μία φορά την ημέρα,
δεν έδειξαν ότι προσφέρουν σταθερή αντιυπερτασική αποτελεσματικότητα.
Η μέγιστη δόση που μελετήθηκε ήταν 0,58 mg/kg (ως 40 mg) μία φορά
ημερησίως. Το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών για τους παιδιατρικούς
ασθενείς δεν είναι διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζουν οι ενήλικες
ασθενείς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Το enalapril χορηγούμενο από το στόμα, απορροφάται γρήγορα και οι
μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό, εμφανίζονται μέσα σε μία ώρα. Με βάση
την ανάκτηση στα ούρα, το μέγεθος της απορρόφησης του από του στόματος
δισκίου του enalapril είναι περίπου 60 %. Η απορρόφηση του χορηγούμενου
από το στόμα enalapril, δεν επηρεάζεται από την παρουσία τροφής στο
γαστρεντερικό σωλήνα.
Μετά την απορρόφηση, το enalapril χορηγούμενο από το στόμα υδρολύεται
γρήγορα και εκτεταμένα σε enalaprilat, το οποίο είναι ένας ισχυρός
αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις του enalaprilat στον ορό, εμφανίζονται περίπου 4 ώρες μετά τη
χορήγηση του δισκίου enalapril από το στόμα. Ο αποτελεσματικός χρόνος
20
ημίσειας ζωής της συσσώρευσης του enalaprilat μετά από χορήγηση από το
στόμα πολλαπλών δόσεων enalapril είναι 11 ώρες. Σε άτομα με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία, σταθερές συγκεντρώσεις του enalaprilat στον ορό
επιτεύχθηκαν μετά από 4 ημέρες θεραπείας.
Κατανομή
Καθ' όλο το εύρος των συγκεντρώσεων που είναι θεραπευτικές, η δέσμευση
του enalaprilat στις ανθρώπινες πρωτεΐνες πλάσματος δεν υπερβαίνει το 60 %.
Βιομετασχηματισμός
Εκτός της μετατροπής σε enalaprilat, δεν υπήρχε ένδειξη για σημαντικό
μεταβολισμό του enalapril.
Αποβολή
Η απέκκριση του enalaprilat είναι κυρίως νεφρική. Τα κύρια συστατικά στα
ούρα είναι enalaprilat, σε ποσοστό περίπου 40 % της δόσης και αυτούσια
enalapril (περίπου 20 %).
Νεφρική δυσλειτουργία
Η έκθεση στο enalapril και στο enalaprilat αυξάνεται σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια. Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης 40 60 ml/min) η συγκέντρωση του enalaprilat σε κατάσταση
ισορροπίας στην καμπύλη AUC ήταν περίπου διπλάσια από ότι σε ασθενείς
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία μετά από χορήγηση 5 mg μία φορά
ημερησίως. Σε σοβαρή νεφρική βλάβη (κάθαρση κρεατινίνης ≤ 30 ml/min) η
συγκέντρωση στην καμπύλη AUC αυξήθηκε περίπου κατά 8 φορές. Ο
αποτελεσματικός χρόνος ημιζωής του enalaprilat κατόπιν χορήγησης
πολλαπλών δόσεων του enalapril maleate, παρατάθηκε σ' αυτό το στάδιο της
νεφρικής ανεπάρκειας και καθυστέρησε ο χρόνος επίτευξης της σταθερής
κατάστασης (βλ. παράγραφο 4.2 ). Το enalaprilat μπορεί να απομακρυνθεί από
τη γενική κυκλοφορία με αιμοδιύλιση. Η κάθαρση της διύλισης είναι
62 ml/min.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μία μελέτη φαρμακοκινητικής πολλαπλών δόσεων διεξήχθη σε
40 υπερτασικούς αρσενικούς και θηλυκούς παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
2 μηνών ως ≤ 16 ετών κατόπιν ημερήσιας χορήγησης από το στόμα δόσης
0,07 ως 0,14 mg/kg enalapril maleate. Δεν υπήρξαν μεγάλες διαφορές στην
φαρμακοκινητική του enalaprilat σε παιδιά σε σύγκριση με στοιχεία ιστορικού
ενηλίκων. Τα στοιχεία έδειξαν αύξηση της συγκέντρωσης στην καμπύλη
AUC (που προσαρμόσθηκαν στη φυσιολογική δόση ανά βάρος σώματος) με
αυξανόμενη ηλικία. Ωστόσο, μία αύξηση στην καμπύλη AUC δεν
παρατηρήθηκε όταν τα στοιχεία προσαρμόσθηκαν ανά σωματική επιφάνεια.
Στο στάδιο της ισορροπίας, ο μέσος αποτελεσματικός χρόνος ημίσειας ζωής
για την συσσώρευση του enalaprilat ήταν 14 ώρες.
21
Θηλασμός
Έπειτα από τη λήψη μονήρους από του στόματος δόσης 20 mg από 5
γυναίκες μετά τον τοκετό, το μέσο μέγιστο επίπεδο του enalapril στο γάλα
ήταν 1,7 µg/L (εύρος 0,54 έως 5,9 µg/L) 4 έως 6 ώρες μετά τη χορήγηση. Το
μέσο μέγιστο επίπεδο του enalaprilat ήταν 1,7 µg/L (εύρος 1,2 έως 2,3 µg/L), με
τα μέγιστα να σημειώνονται διάφορες χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια
της 24-ωρης περιόδου. Βάσει των δεδομένων των μέγιστων επιπέδων στο
γάλα, η εκτιμώμενη μέγιστη πρόσληψη από ένα βρέφος που σιτίζεται
αποκλειστικά μέσω θηλασμού είναι περίπου 0,16% της δοσολογίας της
μητέρας προσαρμοσμένης ως προς το σωματικό της βάρος.
Μία γυναίκα που λάμβανε από του στόματος enalapril στη δόση των 10 mg
ημερησίως επί 11 μήνες, είχε μέγιστα επίπεδα enalapril στο γάλα 2 µg/L 4
ώρες μετά από τη χορήγηση της δόσης και μέγιστα επίπεδα enalaprilat 0,75
µg/L 9 ώρες περίπου μετά από τη χορήγηση της δόσης. Η συνολική ποσότητα
του enalapril και του enalaprilat στο γάλα κατά τη διάρκεια της περιόδου του
24-ώρου ήταν 1,44 µg/L και 0,63 µg/L, αντίστοιχα.
Τα επίπεδα του enalaprilat στο γάλα ήταν μη ανιχνεύσιμα (<0,2 µg/L) 4 ώρες
μετά από τη χορήγηση μονήρους δόσης enalapril 5 mg σε 1 μητέρα και 10 mg
σε 2 μητέρες. Τα επίπεδα του enalapril δεν προσδιορίστηκαν.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά στοιχεία δεν έδειξαν ιδιαίτερο κίνδυνο για τους ανθρώπους
βάσει συμβατικών μελετών φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και πιθανότητας
καρκινογένεσης. Μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή υποστηρίζουν
ότι το enalapril δεν έχει επίδραση στην γονιμότητα και αναπαραγωγή σε
αρουραίους και δεν προκαλεί τερατογένεση. Σε μία μελέτη στην οποία σε
θηλυκούς αρουραίους χορηγήθηκε πριν το ζευγάρωμα για την εγκυμοσύνη,
παρουσιάστηκε αυξημένη συχνότητα θανάτου των νεογνών αρουραίων κατά
τη γαλουχία. Η ένωση αυτή έδειξε ότι διαπερνά τον πλακούντα και
εκκρίνεται στο γάλα. Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης, ως κατηγορία, έδειξαν ότι είναι εμβρυοτοξικοί (που
προκαλούν βλάβη και/ή θάνατο στο έμβρυο), όταν χορηγηθούν κατά το
δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Νάτριο ανθρακικό όξινο
Αμυλο προζελατινοποιημένο
Αμυλο αραβοσίτου
Λακτόζη μονοϋδρική
22
Μαγνήσιο στεατικό
Σιδήρου οξείδιο καφέ (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία.
Φυλάσσετε τον περιέκτη ερμητικά κλεισμένο.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
(Ι) Περιέκτης από πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας, που φέρει
προστατευτικό πώμα (πολυπροπυλένιο) με αφυγραντικό.
Συσκευασίες των 10, 11, 14, 20, 28, 30, 50, 56, 60, 84, 90, 100, 250 και
500 δισκίων
(ΙΙ) Χάρτινο κουτί που περιέχει blister από φύλλο alu/alu
Συσκευασίες των 10, 11, 14, 20, 28, 30, 49, (49 x 1 blister), 50, 56, 60, 84, 90,
98, 100, 250 και 500 δισκίων
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος Προϊόντος:
Generics [UK] Ltd, Station Close, Potters Bar, Hertfordshire EN6 1TL, United Kingdom
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας:
Generics Pharma Hellas Ltd, Λεωφόρος Βουλιαγμένης 577
Α
,164 51
Αργυρούπολη, Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
23
43725/15-06-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
15-04-2003/22-11-2005
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24