
στην ελάττωση των επεισοδίων υπερφαγίας (Binge-eating) καθώς και των
αντιρροπηστικών δραστηριοτήτων. Εντούτοις, δεν ήταν δυνατόν να διεξαχθεί
συμπέρασμα σχετικά με τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα της φλουοξετίνης.
Δύο κλινικές μελέτες-ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo) έχουν διεξαχθεί
σε ασθενείς που πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV για
Προεμμηνορρυσιακή Δυσφορική Διαταραχή (Premenstrual Dysphoric Disorder-
PMDD). Οι ασθενείς συμμετείχαν στη μελέτη εάν είχαν συμπτώματα επαρκούς
σοβαρότητας ώστε να επηρεάζεται η κοινωνική και η επαγγελματική
λειτουργικότητα και οι σχέσεις τους με τους συνανθρώπους. Οι ασθενείς που
ελάμβαναν από του στόματος αντισυλληπτικά αποκλείσθηκαν. Στην πρώτη
μελέτη, συνεχούς χορήγησης φλουοξετίνης, 20mg/ημερησίως για 6
εμμηνορυσιακούς κύκλους, παρατηρήθηκε κλινική βελτίωση στις πρωταρχικές
μετρήσεις αποτελεσματικότητας (ευερεθιστότητα, άγχος και δυσφορία).
Στη δεύτερη μελέτη, με διαλείπουσα χορήγηση (20 mg/ημερησίως για 14 ημέρες)
κατά την ωχρινοποιητική φάση για 3 εμμηνορυσιακούς κύκλους, παρατηρήθηκε
κλινική βελτίωση στις πρωταρχικές μετρήσεις αποτελεσματικότητας (σύμφωνα με
τη βαθμολογία Σοβαρότητας στα Ενοχλήματα που καταγράφονται σε Ημερήσια
Βάση-Daily Record of Severity of Problems). Εντούτοις, από τα μέχρι τούδε
δεδομένα, οριστικά συμπεράσματα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα και τη
διάρκεια της αγωγής δεν είναι δυνατό να εξαχθούν.
Μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια (σε παιδιά και εφήβους): Κλινικές μελέτες σε
παιδιά και εφήβους, ηλικίας 8 ετών και άνω, έχουν διεξαχθεί σε σύγκριση με
εικονικό φάρμακο. Η φλουοξετίνη, σε δόση 20 mg/ημερησίως, έχει δειχθεί ότι
είναι στατιστικά σημαντικά περισσότερο αποτελεσματική σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο, σε δύο μικρής – διάρκειας κύριες μελέτες, όπου μετρήθηκε η
ελάττωση στη συνολική βαθμολογία της Αναθεωρημένης – Κλίμακας Μέτρησης
Παιδιατρικής Κατάθλιψης - (Childhood Depression Rating Scale – Revised/CDRS-
R) και της Κλίμακας Εκτίμησης της Κλινικής Σφαιρικής Εντύπωσης – Βελτίωσης
της Κατάθλιψης (Clinical Global Impression of Improvement/CGI). Στις δύο
κλινικές μελέτες, οι ασθενείς πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για μέτρια έως
σοβαρά Μείζονα Καταθλιπτικά Επεισόδια (σύμφωνα με DSM-III ή DSM-IV) με
τρεις διαφορετικές εκτιμήσεις από ειδικούς παιδοψυχιάτρους. Η
αποτελεσματικότητα, στις μελέτες αυτές της φλουοξετίνης, ενδέχεται να εξαρτάται
από την εισαγωγή ενός επιλεγμένου πληθυσμού ασθενών (οι οποίοι δεν εμφάνισαν
αυτόματη ανάρρωση εντός χρονικού διαστήματος 3 – 5 εβδομάδων και η
κατάθλιψη παρέμενε έντονα εμφανής στη φυσιογνωμία τους). Υπάρχουν μόνον
περιορισμένα δεδομένα για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της αγωγής
πέραν των 9 εβδομάδων. Γενικά, η αποτελεσματικότητα της φλουοξετίνης ήταν
μέτρια. Τα ποσοστά ανταπόκρισης (η πρωταρχική μέτρηση αποτελεσματικότητας
οριζόταν από την ελάττωση κατά 30% στη βαθμολογία CDRS-R) έδειξαν μία
στατιστικά σημαντική διαφορά στη μία από τις δύο πιλοτικές μελέτες (58% στην
ομάδα υπό φλουοξετίνη έναντι 32% υπό εικονικό φάρμακο, p= 0.013 και 65%
στην ομάδα υπό φλουοξετίνη έναντι 54% υπό εικονικό φάρμακο, p= 0.093). Στις
δύο κλινικές μελέτες, η μέση απόλυτη μεταβολή της βαθμολογίας CDRS-R, από
την αρχική έως την τελική εκτίμηση, ήταν 20 στην ομάδα υπό φλουοξετίνη έναντι
11 υπό εικονικό φάρμακο, p= 0.002 και 22 στην ομάδα υπό φλουοξετίνη έναντι 15
υπό εικονικό φάρμακο, p< 0.001.
14