B U D E N I T E
Budesonide
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
BUDENITE
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
BUDESONIDE
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Εκνέφωμα ρινικό, σταθερών δόσεων
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εποχιακής ή της χρόνιας αλλεργική ρινίτιδας σε ενήλικες
και παιδιά (6 ετών και άνω) και της χρόνιας μη αλλεργικής ρινίτιδας μόνο σε ενήλικες.
Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ρινικής απόφραξης που σχετίζεται με ρινικούς πολύποδες
στους ενήλικες.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η δοσολογία του BUDENITE συνίσταται να εξατομικεύεται και να περιορίζεται στην ελάχιστη
δυνατή ποσότητα που είναι απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Για οδηγίες χρήσης / χειρισμού βλέπε λήμμα 6.6
Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εποχιακής ή της χρόνιας αλλεργικής ρινίτιδας
Ενήλικοι, ηλικιωμένοι και παιδιά 6 ετών και άνω: Η συνιστώμενη αρχική δόση είναι 200 400
mcg συνολικά ημερησίως. Η δόση μπορεί να χορηγηθεί άπαξ ημερησίως το πρωί ή να
κατανεμηθεί σε δύο δόσεις πρωί και βράδυ:
200 mcg (4 ψεκασμοί × 50 mcg ή 2 ψεκασμοί × 100 mcg ) σε κάθε ρουθούνι το πρωί
ή
100 mcg (2 ψεκασμοί × 50 mcg ή 1 ψεκασμός × 100 mcg ) σε κάθε ρουθούνι δύο φορές
ημερησίως το πρωί και το βράδυ.
Να μη χορηγείται περισσότερο από δύο φορές την ημέρα.
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση του φαρμάκου σε παιδιά μικρότερα των 6 ετών για αυτή
την ένδειξη, δια τούτο να μη χορηγείται σε αυτή την ομάδα των ασθενών.
Μετά την επίτευξη του επιθυμητού κλινικού αποτελέσματος, συνήθως σε διάστημα 1
εβδομάδων η δόση συντήρησης θα πρέπει να περιορίζεται στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα που
είναι απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Η θεραπεία της εποχιακής ρινίτιδας θα πρέπει ν’ αρχίζει κατά το δυνατόν, πριν από την έκθεση
του ασθενούς στα αλλεργιογόνα. Ενίοτε καθίσταται αναγκαία και άλλη, ταυτόχρονη
θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση των οφθαλμικών συμπτωμάτων από την αλλεργία.
Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της χρόνιας μη αλλεργικής ρινίτιδας μόνο σε ενήλικες
Δοσολογία ως ανωτέρω αναφέρεται. Δεν ενδείκνυται για την ένδειξη αυτή σε παιδιά, διότι στις
κλινικές μελέτες δεν συμπεριελήφθη ικανός αριθμός παιδιών.
Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ρινικής απόφραξης, που σχετίζεται με ρινικούς
πολύποδες στους ενήλικες
Η συνιστώμενη δόση είναι 200 mcg δύο φορές την ημέρα (δύο ψεκασμοί × 50 mcg ή 1
ψεκασμός × 100 mcg σε κάθε ρουθούνι το πρωί και το βράδυ) για διάστημα μέχρι 3 μήνες.
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη χρήση του φαρμάκου σε παιδιά για αυτή την ένδειξη, δια τούτο
χορηγείται μόνο στους ενήλικες.
4.3. Αντενδείξεις
Ιστορικό υπερευαισθησίας σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του προϊόντος.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή:
Οι αντενδείξεις περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών καταστάσεων.
Θα πρέπει όμως πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός κίνδυνος σε σχέση με το προσδοκώμενο
ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι:
Γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, απλός οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα, εκσεσημασμένη
οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και μετά από προφυλακτικό
εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, συστηματική
μυκητίαση, φυματίωση, βαριά νεφροπάθεια, λοιμώδη νοσήματα, αιμορραγική διάθεση.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις & ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπέρμετρη δοσολογία –ή μακροχρόνια θεραπεία- με γλυκοκορτικοστεροειδή, μπορεί να
οδηγήσει σε εμφάνιση συμπτωμάτων ή σημείων υπερκορτιζοναιμίας, καταστολή της
λειτουργίας του άξονα ΥΥΕ (υποθάλαμος υπόφυση επινεφρίδια) και / ή καθυστέρηση της
ανάπτυξης στα παιδιά. Έχει αναφερθεί και καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά υπό θεραπεία
με ρινικώς χορηγούμενα κορτικοστεροειδή στις συνιστώμενες δόσεις.
Τα αποτελέσματα μακροχρόνιας θεραπείας των ρινικώς χορηγούμενων στεροειδών στα παιδιά
δεν είναι πλήρως γνωστά. Οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τον ρυθμό
ανάπτυξης των παιδιών που λαμβάνουν γλυκοκορτικοστεροειδή από οποιαδήποτε οδό
χορήγησης για μεγάλο χρονικό διάστημα και να σταθμίζουν τα οφέλη της θεραπείας ως προς
την πιθανότητα καθυστέρησης της ανάπτυξης.
Η μειωμένη ηπατική λειτουργία επηρεάζει την αππέκριση των κορτικοστεροειδών. Η
φαρμακοκινητική της βουδεσονίδης μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι ωστόσο παρόμοια σε
κιρρωτικούς ασθενείς και σε υγιή άτομα.
Μετά από του στόματος χορήγηση, η φαρμακοκινητική της βουδεσονίδης επηρεάστηκε από τη
μειωμένη ηπατική λειτουργία, όπως αποδείχθηκε από την αυξημένη συστηματική
βιοδιαθεσιμότητα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό είναι μικρής κλινικής σημασίας για το
BUDESONIDE ρινικό εκνέφωμα, καθώς μετά από μία εισπνοή η συνεισφορά του
BUDESONIDE ρινικό εκνέφωμα στη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα της βουδεσονίδης είναι
πολύ μικρή.
Ιδιαίτερη προσοχή μπορεί να απαιτείται σε ασθενείς με πνευμονική φυματίωση.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με ρινικές λοιμώξεις, μυκητιασικής ή ιογενούς
αιτιολογίας, και βακτηριακή ιγμορίτιδα, οι οποίες πρέπει να θεραπεύονται εκ παραλλήλου
καταλλήλως.
Τα παιδιά υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία είναι πιο επιρρεπή σε λοιμώξεις απ’ ότι τα υγιή.
Για παράδειγμα, νοσήματα όπως η ανεμοβλογιά ή η ιλαρά μπορεί να έχουν σοβαρότερη ή και
θανατηφόρα πορεία σε παιδιά υπό ανοσοκαταστολή με γλυκοκορτικοειδή. Στα παιδιά αυτά ή σε
ενήλικους που δεν έχουν ανοσία σ’ αυτά τα νοσήματα, θα πρέπει ν’ αποφεύγεται με ιδιαίτερη
προσοχή τυχόν έκθεση τους. Σε περίπτωση που εκτεθούν σε μόλυνση, μπορεί να θεωρηθεί
ενδεδειγμένη η χρήση ανοσοσφαιρίνης έναντι της ανεμοβλογιάς / ζωστήρα ή ανοσοσφαιρίνης
συλλεγείσης από πολλά άτομα, ενδοφλεβίως. Σε περίπτωση εμφάνισης ανεμοβλογιάς μπορεί να
τεθεί θέμα θεραπείας με αντιικούς παράγοντες.
Ιδιαίτερη επίσης προσοχή χρειάζονται οι ασθενείς εκείνοι οι οποίοι μετατάσσονται από τα
συστηματικώς χορηγούμενα κορτικοειδή στο BUDENITE ρινικό εκνέφωμα, οπότε και είναι
δυνατόν να παρατηρηθούν διαταραχές του άξονα: υποθάλαμος υπόφυση επινεφρίδια. Η
συγχορήγηση του BUDENITE ρινικό εκνέφωμα με άλλο στεροειδές για εισπνοές από του
στόματος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης σημείων ή συμπτωμάτων υπερδοσολογίας
από κορτικοστεροειδή και / ή καταστολείς του άξονα ΥΥΕ.
Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται άλλο στεροειδές για εισπνοές από του στόματος, θα πρέπει
να προσαρμόζεται το άθροισμα της δοσολογίας από τη μύτη και το στόμα, ώστε να
αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες των στεροειδών ιδίως στα παιδιά.
Στη διάρκεια μακροχρόνιας αγωγής θα πρέπει να ελέγχεται ο ρινικός βλεννογόνος κάθε 6
μήνες. Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία σε
παιδιά.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή:
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε σε καταστολή του
άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας. Ο βαθμός της
αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, την
συχνότητα και το χρόνο χορήγησης του στη διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του
στους ιστούς και τη συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η κατασταλτική
ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στο άξονα ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν
χορηγούνται τις νυκτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα, δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης
χορηγούμενης τη νύχτα αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της
υπόφυσης για 24 ώρες.
Αιφνίδια η απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει
¨σύνδρομο στέρησης¨, που χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή
αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες.
Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να δίνουν την κλινική εικόνα υποτροπής της
νόσου για την οποία ο ασθενής θεραπευόταν. Έτσι μετά την επίτευξη του επιθυμητού
θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση πρέπει να μειώνεται βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη
αποτελεσματική.
Επίσης θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την έξαρση ή ύφεση της νόσου, την
εξατομικευμένη ανταπόκριση του ασθενή και την έκθεση σε συγκινησιακά ή φυσικά stress
(λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί κλπ). Μετά τη διακοπή για χρονικό διάστημα ενός έτους
περίπου, ο ασθενής βρίσκεται στον δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας
σε περιπτώσεις stress και πρέπει να αντιμετωπίζεται με χορήγηση αυξημένων δόσεων.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχει παρατηρηθεί αλληλεπίδραση της βουδεσονίδης με κανένα από τα φάρμακα που
χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ρινίτιδας.
Ο μεταβολισμός της βουδεσονίδης γίνεται κυρίως από το CYP3A, μία υποομάδα του
κυτοχρώματος Ρ450. Οι αναστολείς αυτού του ενζύμου, π.χ. η κετοκοναζόλη, μπορούν να
αυξήσουν τη συστηματική έκθεση στη βουδεσονίδη. Ωστόσο, η χρήση της κετοκοναζόλης
ταυτόχρονα με BUDENITE ρινικό εκνέφωμα για μικρό χρονικό διάστημα έχει περιορισμένη
κλινική σημασία.
Σε συνιστώμενες δόσεις η σιμετιδίνη έχει ελαφριά επίδραση, χωρίς κλινική σημασία στη
φαρμακοκινητική της βουδεσονίδης που λαμβάνεται από το στόμα.
Τα κατωτέρω ισχύον γενικώς για τα κορικοειδή:
Με φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη, εφεδρίνη και ριφαμπικίνη μειώνεται η δραστικότητα τους. Το
οινόπνευμα και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη ενισχύουν την ελκογόνο δράση τους. Με
καλιοπενικά διουρητικά ενισχύεται η υποκαλιαιμία ενώ με δακτυλίτιδα ο κίνδυνος τοξικού
δακτυλιδισμού (από καλιοπενία). Μειώνουν ή ενισχύουν τη δράση των κουμαρινικών
αντιπηκτικών. Με ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά από του στόματος, απαιτείται αύξηση των δόσεων
τους.
4.6. Κύηση και γαλουχία
Σε έγκυα πειραματόζωα, η χορήγηση της βουδεσονίδης προκάλεσε ανωμαλίες της ανάπτυξης
του εμβρύου, όπως συμβαίνει και με άλλα γλυκοκορτικοστεορειδή. Η σημασία του ως άνω
ευρήματος για τον άνθρωπο παραμένει ατεκμηρίωτη. Το BUDENITE ρινικό εκνέφωμα μπορεί
να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης μόνο όταν τα οφέλη για τη μητέρα υπερτερούν των
κινδύνων για το έμβρυο.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη δίοδο της βουδεσονίδης στο μητρικό γάλα. Το
φάρμακο μπορεί να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της γαλουχίας μόνο όταν τα οφέλη για τη
μητέρα υπερτερούν των κινδύνων για το βρέφος.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Το BUDENITE ρινικό εκνέφωμα δεν επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Κλινικές μελέτες, βιβλιογραφικά δεδομένα και εμπειρία από την κυκλοφορία του φαρμάκου
υποδηλώνουν ότι οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να εκδηλωθούν:
Ερεθισμός της ρινός
Ελαφρά αιμορραγικό έκκριμα και επίσταξις
Άμεσες και όψιμες αντιδράσεις υπερευαισθησίας, οι οποίες περιλαμβάνουν κνίδωση,
εξάνθημα, δερματίτιδα, αγγειοοίδημα
Τοπικά συμπτώματα, όπως νυγμοί, ξηρότητα και πταρμοί αμέσως μετά τη χρήση του προϊόντος
μπορεί να εμφανισθούν.
Η χρήση των κορτικοειδών ενδορινικώς, μπορεί σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις να οδηγήσει σε
εξελκώσεις του ρινικού βλεννογόνου και διάτρηση του ρινικού διαφράγματος.
Δυνατόν να αναπτυχθεί μυκητίαση και ατροφία του ρινικού βλεννογόνου.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή:
Τόσο τα φυσικά γλυκοκορτικοειδή, όσο και τα συνθετικά τους παράγωγα σε ισοδύναμες δόσεις
έχουν ισόβαθμες ανεπιθύμητες ενέργειες. Έτσι η μακροχρόνια κυρίως χορήγηση μπορεί να
οδηγήσει σε σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες από τις οποίες οι κυριότερες είναι: Ιατρογενές
σύνδρομο CUSHING, κατακράτηση νατρίου και ύδατος, υποκαλιαιμία, υπέρταση, αρνητικό
ισοζύγιο αζώτου και ασβεστίου με οστεοπόρωση, πεπτικό έλκος, ψυχωσικές εκδηλώσεις
(νευρικότητα, ανησυχία, κατάθλιψη), αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης και γλαύκωμα,
καταρράκτης, ευαισθησία στις λοιμώξεις και εξάπλωση μικροβιακών φλεγμονών, αναστολή
σωματικής ανάπτυξης στα παιδιά, καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση, απορύθμιση σακχαρώδη
διαβήτη, αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας, συγκάλυψη οξείας χειρουργικής
κοιλίας (αθόρυβη περιτονίτιδα σε περιπτώσεις διάτρησης).
4.9. Υπερδοσολογία
Η χορήγηση του BUDENITE ρινικό εκνέφωμα ακόμα και σε υπερβολικές δόσεις, δεν αποτελεί
κλινικό πρόβλημα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: R01AD05
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η βουδεσονίδη είναι ένα γλυκοκορτικοειδές με ισχυρή τοπική αντιφλεγμονώδη δράση.
Ο ακριβής μηχανισμός δράσης των γλυκοκορτικοειδών στη θεραπεία της ρινίτιδας δεν είναι
πλήρως κατανοητός. Αντιφλεγμονώδεις δράσεις, όπως αναστολή της απελευθέρωσης των
φλεγμονωδών μεσολαβητών και αναστολή της ανοσολογικής απάντησης υποκινούμενης από
την μεσολάβηση των κιτοκινών, είναι πιθανόν σημαντικές.
Η ενδογενής δραστικότητα της βουδεσονίδης, μετρούμενη σαν βαθμός χημικής συγγένειας με
τους υποδοχείς των γλυκοκορτικοειδών, είναι περίπου 15 φορές υψηλότερη από εκείνη της
πρεδνιζολόνης.
Μια κλινική μελέτη εποχιακής ρινίτιδας που συνέκρινε την ενδορινικώς (αερόλυμα υπό πίεση
(pMDI) ) και από του στόματος χορηγούμενη βουδεσονίδη με placebo έδειξε πως το
θεραπευτικό αποτέλεσμα της βουδεσονίδης μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από την τοπική δράση
της ουσίας.
Στις συνιστώμενες δόσεις το BUDESONIDE ρινικό εκνέφωμα δεν προκαλεί σε ασθενείς με
ρινίτιδα κλινικά σημαντικές μεταβολές τόσο στα βασικά επίπεδα κορτιζόλης στο πλάσμα όσο
και στην απάντηση μετά από διέγερση επινεφριδίων με χορήγηση ACTH. Ωστόσο,
δοσοεξαρτώμενη καταστολή της κορτιζόλης στο πλάσμα και στα ούρα έχει παρατηρηθεί μετά
από χορήγηση για μικρό χρονικό διάστημα σε υγιείς εθελοντές.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Σε σχέση με τη δοσιμετρική χορήγηση, η συστηματική βιοδιαθεσιμότητα της βουδεσονίδης
χορηγούμενης με μορφή ρινικού εκνεφώματος είναι 33%. Στους ενήλικες, η μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα μετά από χορήγηση 400 mcg βουδεσονίδης με τη μορφή ρινικού
εκνεφώματος είναι 0,99 nmol/l και επιτυγχάνεται μέσα σε 0,7 ώρες. Η περιοχή κάτω από την
καμπύλη (AUC) μετά από χορήγηση 400 mcg βουδεσονίδης με τη μορφή ρινικού εκνεφώματος
είναι ίση με 4,2 nmol/h/l σε ενήλικες.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής της βουδεσονίδης είναι περίπου 3 l/kg. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος κυμαίνεται μεταξύ 85-90%
Βιομετατροπή
Η ουσία υφίσταται εκτεταμένη βιομετατροπή (περίπου 90%) ήδη από την πρώτη δίοδο από το
ήπαρ, σε μεταβολίτες χαμηλής γλυκοκορτικοειδούς δραστικότητας.
Η γλυκοκορτικοειδική δραστικότητα των κυριότερων μεταβολιτών της βουδεσονίδης, δηλαδή
της 6β-hydroxybudesonide και της 16α-hydroxyprednisolone, είναι μικρότερη του 1% της
μητρικής ουσίας. Η βουδεσονίδη μεταβολίζεται κυρίως από το ένζυμο CYP3A, μία υποομάδα
του κυτοχρώματος Ρ450. Η βουδεσονίδη δεν υφίσταται τοπική μεταβολική αδρανοποίηση στη
μύτη.
Απέκκριση
Οι μεταβολίτες της βουδεσονίδης απεκκρίνονται αμετάβλητοι ή σε συζευγμένη μορφή κυρίως
από τους νεφρούς. Δεν έχει ανιχνευθεί στα ούρα αμετάβλητη βουδεσονίδη. Η βουδεσονίδη έχει
υψηλή συστηματική κάθαρση (περίπου 1,2 l/min) και ο χρόνος ημίσειας ζωής της στο πλάσμα
μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι μεταξύ 2-3 ωρών.
Γραμμικότητα
Η κινητική της βουδεσονίδης στις κλινικά σημαντικές δόσεις είναι δοσοεξαρτώμενη.
Παιδιά
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) μετά τη χορήγηση σε παιδιά 400 mcg βουδεσονίδης
με τη μορφή ρινικού εκνεφώματος είναι ίση με 8,6 nmol/h/l, ενδεικτικό υψηλότερης
συστηματικής έκθεσης των παιδιών στα γλυκοκορτικοστεροειδή.
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Αποτελέσματα από μελέτες οξείας, υποξείας και χρόνιας τοξικότητας δείχνουν ότι οι
συστηματικές δράσεις της βουδεσονίδης, όιπως π.χ. μειωμένη πρόσληψη σωματικού βάρους
και ατροφία του λεμφικού ιστού και του φλοιού των επινεφριδίων, είναι λιγότερο σοβαρές ή
όμοιες με αυτές που παρατηρούνται μετά από χορήγηση άλλων γλυκοκορτικοστεροειδών.
Η βουδεσονίδη αξιολογήθηκε σε έξι διαφορετικές μελέτες και δεν έδειξε οποιαδήποτε δράση
σχετικά με μετάλλαξη ή θραύση χρωμοσωμάτων (clastogenic effect).
Αυξημένη επίπτωση εγκεφαλικού γλοιώματος σε αρσενικούς αρουραίους που παρατηρήθηκε
σε μία μελέτη καρκινογένεσης δεν επιβεβαιώθηκε σε επαναληπτική μελέτη, στην οποία η
επίπτωση του γλοιώματος δεν διέφερε μεταξύ της ομάδας ελέγχου και της ομάδας που έλαβε
ενεργό θεραπεία (βουδεσονίδη, πρεδνιζολόνη, traimcinolone acetonide).
Ηπατικές βλάβες(πρωτοπαθές ηπατοκυτταρικό νεόπλασμα) που βρέθηκαν σε αρσενικούς
αρουραίους στην αρχική μελέτη καρκινογένεσης παρατηρήθηκαν ξανά σε μία επαναληπτική
μελέτη με βουδεσονίδη όπως επίσης και με γλυκοκορτικοστεροειδή αναφοράς. Τα
αποτελέσματα αυτά σχετίζονται πιθανώς με αποτέλεσματα επίδρασης σε υποδοχείς και
επομένως αντιπροσωπεύουν κοινή δράση της γενικής κατηγορίας των γλυκοκορτικοστεροειδών
(class effect).
Υπάρχουσα κλινική εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η βουδεσονίδη ή άλλα
γλυκοκορτικοστεροειδή προκαλούν εγκεφαλικό γλοίωμα ή πρωτοπαθές ηπατοκυτταρικό
νεόπλασμα στον άνθρωπο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος Εκδόχων
Cellulose microcrystalline & Carmellose sodium, Glycose anhydrous, Polysorbate 80, Edetate
disodium, Potassium sorbate, Water purified
6.2. Aσυμβατότητες
Δεν υφίστανται.
6.3. Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου, όχι ανώτερη των 25°C. Το φάρμακο να μην
χρησιμοποιείται μετά από την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη συσκευασία.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί από χαρτόνι περιέχει γυάλινο φιαλίδιο των 10ml (περίπου 200 δόσεων) με πλαστική
συσκευή μηχανικού ψεκασμού και ρινικό ρύγχος. Το φιαλίδιο συνοδεύεται από οδηγία χρήσης.
FL × 10 ml (200 Doses)
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
Διαβάστε τις οδηγίες πριν από τη χρήση του BUDENITE ρινικό εκνέφωμα και ακολουθείστε
τις προσεκτικά.
Τα παιδιά θα πρέπει να χρησιμοποιούν το ρινικό εκνέφωμα μόνο υπό την επίβλεψη ενός
ενηλίκου για να διασφαλίζεται η σωστή δοσολογία και χρήση του.
Καθαρισμός
Καθαρίζετε τακτικά τα άνω πλαστικά μέρη της συσκευής. Αφαιρέστε το καφέ προστατευτικό
καπάκι και τραβήξτε το λευκό ρινικό ρύγχος. Πλύνετε τα πλαστικά τμήματα σε ζεστό νερό.
Μετά το πλύσιμο αφήστε τα να στεγνώσουν καλά στον αέρα και συναρμολογήστε πάλι τη
συσκευασία.
6.7. Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας
AURORA PHARMACEUTICALS ΕΠΕ
Έβρου 4 και Μεσσηνίας 2
153 44 Γέρακας Αττικής
7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒUDENITE NASPR. SUS. 100 mcg/DOSE: 14736/7-3-2005
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
16-5-2002
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣEΩΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
9-9-2002