MALOCEF
(Ceftazidime pentahydrate)
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
MALOCEF
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει Ceftazidime pentahydrate που αντιστοιχεί σε 2 γραμμάρια
Ceftazidime (Κεφταζιδίμη).
Για τα έκδοχα , βλ. παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Λοιμώξεις από στελέχη ανθεκτικά στις κεφαλοσπορίνες α’ και β’ γενιάς καθώς και στις
αμινογλυκοσίδες.
Σοβαρές λοιμώξεις π.χ. σηψαιμία, βακτηριαιμία, περιτονίτιδα, μηνιγγίτιδα,
λοιμώξεις σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς και λοιμώξεις σε ασθενείς μονάδων
εντατικής θεραπείας π.χ. επιμολυσμένα εγκαύματα.
Λοιμώξεις αναπνευστικού συμπεριλαμβανομένων των πνευμονικών λοιμώξεων σε
ασθενείς με κυστική ίνωση.
Ωτο-ρινο-λαρυγγολογικές λοιμώξεις.
Λοιμώξεις ουροποιητικού.
Λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων.
Λοιμώξεις γαστρεντερικού, χοληφόρων και κοιλίας.
Λοιμώξεις οστών και αρθρώσεων.
Λοιμώξεις που σχετίζονται με αιμο-και περιτονο-διύλιση και με τη συνεχή φορητή
περιτοναϊκή διύλιση (CAPD).
Λοιμώξεις γυναικολογικές συμπεριλαμβανομένης της ενδομητρίτιδας, της
πυελίτιδας και άλλες λοιμώξεις του γυναικείου γεννητικού συστήματος.
Προεγχειρητική προφύλαξη όταν μελέτες στο νοσοκομείο έχουν δείξει αντοχή των
νοσοκομειακών στελεχών σε κεφαλοσπορίνες α΄ & β΄ γενεάς.
Για να καθοριστεί ο παθογόνος μικροοργανισμός που προκαλεί τη λοίμωξη καθώς και η
ευαισθησία του στη κεφταζιδίμη, πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες μικροβιακές καλλιέργειες
και δοκιμές ευαισθησίας. Η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει πριν γίνουν γνωστά τα
αποτελέσματα των δοκιμασιών ευαισθησίας. Ανάλογα με τα ευρήματα προσαρμόζεται και
η αντιμικροβιακή αγωγή.
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία σε περιπτώσεις διαπιστωμένης
ή πιθανής σηψαιμίας.
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χορηγηθεί σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά, όπως οι
1
αμινoγλυκοσίδες, η βανκομυκίνη και η κλινδαμυκίνη, σε σοβαρές και απειλητικές
λοιμώξεις για τη ζωή και σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Όταν ενδείκνυται συνδυασμένη
αγωγή πρέπει να ακολουθούνται οι οδηγίες χορήγησης (όπως αναγράφονται στην
επισήμανση) όλων των αντιβιοτικών. Η δοσολογία εξαρτάται από τη σοβαρότητα της
λοίμωξης και από την κατάσταση του ασθενούς.
4.2.
a
Η
δό
ση
συν
τήρ
ησ
ης
να
χορ
ηγε
ίτα
ι
κά
θε
12
h.
Δοσ
ολο
γικέ
ς
οδη
γίες
για
χορ
ήγη
ση
κεφ
ταζι
δίμ
ης
σε
συν
εχή
φλε
βοφ
λεβι
κή
αιμ
οδιά
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δοσολογία εξαρτάται από τη σοβαρότητα, την ευαισθησία, τη θέση και το είδος
της λοιμώξεως και από την ηλικία και τη νεφρική λειτουργία του ασθενούς.
Ενήλικοι: 1-2g κάθε 8 ή 12 ώρες ενδοφλέβια ή ενδομυϊκά.
(Η κεφταζιδίμη 2g/vial χορηγείται μόνο ενδοφλέβια).
Σε λοιμώξεις του ουροποιητικού και λιγότερο σοβαρές λοιμώξεις 500mg ή 1g κάθε
12 ώρες.
Στις περισσότερες λοιμώξεις 1g ανά 8ωρο ή 2g ανά 12ωρο.
Σε πολύ σοβαρές λοιμώξεις ιδιαίτερα σε ασθενείς με ανοσολογική καταστολή
συμπεριλαμβανομένων και αυτών με ουδετεροπενία 2g ανά 8ωρο.
Στους ενήλικες ασθενείς με κυστική ίνωση που έχουν πνευμονικές λοιμώξεις από
ψευδομονάδα 100 150mg/kg βάρους σώματος την ημέρα, διηρημένα σε 3
δόσεις την ημέρα.
Βρέφη και παιδιά μεγαλύτερα των 2 μηνών: 30-100mg/kg βάρους σώματος την
ημέρα διηρημένα σε 2-3 δόσεις.
Δοσολογία μέχρι 150mg/kg βάρους σώματος την ημέρα (μέγιστη δόση 6g την
ημέρα) διηρημένη σε τρεις δόσεις είναι δυνατόν να χορηγηθεί σε παιδιά με
ανοσολογική καταστολή που έχουν κάποια λοίμωξη είτε παιδιά με κυστική ίνωση ή
μηνιγγίτιδα.
Νεογνά μέχρι 2 μηνών: 25-60mg/kg βάρους την ημέρα διηρημένα σε δύο δόσεις.
Στα νεογνά η ημιπερίοδος ζωής της κεφταζιδίμης στον ορό μπορεί να είναι 3-4
φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ενηλίκων.
Χρήση σε υπερήλικες: Σε οξείες καταστάσεις υπερηλίκων ασθενών λόγω
μειωμένης κάθαρσης της κεφταζιδίμης, η ημερήσια δόση δεν θα πρέπει να
υπερβαίνει τα 3g, ιδιαίτερα σε υπερήλικες άνω των 80 ετών.
Ηπατική ανεπάρκεια: Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με
ηπατική ανεπάρκεια.
Νεφρική ανεπάρκεια: Η κεφταζιδίμη απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς.
Γι’ αυτό σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια συνιστάται η μείωση της δοσολογίας.
Αρχικά χορηγείται 1g κεφταζιδίμης. Οι δόσεις συντήρησης εξαρτώνται από τον
βαθμό σπειραματικής διήθησης.
2
λυσ
η
Υπο
λειπ
όμεν
η
νεφ
ρική
λειτ
ουρ
γία
(κάθ
αρσ
η
κρε
ατιν
ίνης
σε
ml/
min)
Δόσ
η
συντ
ήρη
σης
(mg
) για
ρυθ
μό
χορ
ήγη
σης
διαλ
υτικ
ού
μέσ
ου
a
:
1.0
lt/h
2.0
lt/h
Ρυθ
μός
Συνιστώμενες συντηρητικές δόσεις της Κεφταζιδίμης σε νεφρική ανεπάρκεια
Κάθαρση
κρεατινίνης
ml/λεπτό
Κατά προσέγγιση κρεατινίνη του ορού (mcmol/l) (mg/dl)
Συνιστώμενη δοσολογία της Κεφταζιδίμης σε γραμμάρια
Συχνότητα δοσολογίας σε ώρες
> 50
< 150
Κανονική δοσολογία
50-31
150-200 (1,7-2,3)
1,0
12
30-16
200-350 (2,3-4,0)
1,0
24
15-6
350-500 (4,0-5,6)
0,5
24
< 5
> 500 (> 5,6)
0,5
48
Σε ασθενείς με σοβαρές λοιμώξεις η κάθε δόση πρέπει να αυξάνεται κατά 50% ή να
αυξάνεται η συχνότητα της δοσολογίας. Σ’ αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να
ελέγχονται οι στάθμες του ορού ώστε να μην υπερβαίνουν τα 40mg/L.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ακόλουθος τύπος (εξίσωση Cockcroft), προκειμένου
να υπολογισθεί η κάθαρση κρεατινίνης. Η κρεατινίνη ορού θα πρέπει να
αντιπροσωπεύει τη σταθερή κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας.
Άρρενες:
Βάρος (kg) x (140-ηλικία)
Κάθαρση κρεατινίνης: =
(ml/min) 72 x κρεατινίνη ορού (mg/dl)
Θήλεις: = 0,85 x (τιμή άρρενος)
3
υπε
ρδιή
θησ
ης
(lt/h
)
Ρυθ
μός
υπε
ρδιή
θησ
ης
(lt/h
)
0,5
1,0
2,0
0,5
1,0
2,0
0
500
500
500
500
500
750
5
500
500
750
500
500
750
10
500
500
750
500
750
100
0
15
Στα παιδιά η κάθαρση της κρεατινίνης θα πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με την
επιφάνεια ή τη μάζα του σώματος και σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας η
δοσολογία να μειώνεται όπως στους ενήλικες.
Αιμοδιύλιση
Η ημιπερίοδος ζωής της κεφταζιδίμης στον ορό κατά τη διάρκεια της αιμοδιύλισης
κυμαίνεται από 3-5 ώρες. Η κατάλληλη συντηρητική δόση της κεφταζιδίμης πρέπει
να επαναλαμβάνεται μετά από κάθε αιμοδιύλυση σύμφωνα με τον παραπάνω
πίνακα.
Περιτοναϊκή διύλιση
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί επί περιτοναϊκής διύλισης και επί
συνεχούς φορητής περιτοναϊκής διύλισης (CAPD).
Παράλληλα με την ενδοφλέβια χορήγηση η κεφταζιδίμη μπορεί να αναμιχθεί και με
το υγρό διύλισης (συνήθως 125-250mg για κάθε 2 λίτρα υγρού διύλισης).
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια επί συνεχούς αρτηριοφλεβικής αιμοδιύλισης ή
υψηλής ροής αιμοκάθαρσης σε μονάδες εντατικής θεραπείας, χορηγείται 1g
ημερησίως είτε εφάπαξ είτε σε διηρημένες δόσεις.
Σε αιμοκάθαρση χαμηλής ροής εφαρμόζεται η συνιστώμενη δοσολογία επί
νεφρικής ανεπάρκειας.
Για ασθενείς με φλεβοφλεβική αιμοδιήθηση και φλεβοφλεβική αιμοδιάλυση,
ακολουθείστε την προτεινόμενη δοσολογία στους παρακάτω πίνακες:
Δοσολογικές οδηγίες για χορήγηση κεφταζιδίμης σε συνεχή φλεβοφλεβική
αιμοδιήθηση
Υπολειπόμενη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης σε ml/min)
Δόση συντήρησης (mg) για ρυθμό υπερδιήθησης (ml/min)
a
:
5
16.7
33.3
50
0
250
250
500
500
5
250
250
500
500
10
4
500
750
750
750
750
100
0
20
750
750
100
0
750
750
100
0
a
Η
δόσ
η
συντ
ήρη
σης
να
χορ
ηγεί
ται
κάθ
ε 12
h.
Τρό
πος
χορ
ήγη
σης
Η
κεφ
ταζι
δίμ
η
2 g /
VIA
L
χορ
ηγεί
ται
μόν
ο
250
500
500
750
15
250
500
500
750
20
500
500
500
750
5
ενδο
φλέ
βια.
Ενδ
οφλ
έβια
χορ
ήγη
ση
Σε
ασθ
ενεί
ς με
βακ
τηρι
ακή
σηψ
αιμί
α,
βακ
τηρι
ακή
μηνι
γγίτι
δα,
περι
τονί
τιδα
ή
άλλ
ες
σοβ
αρές
ή
απει
λητι
κές
για
τη
ζωή
λοιμ
ώξει
ς,
προτ
ιμάτ
αι η
ενδο
φλέ
βια
6
οδός
χορ
ήγη
σης.
Η
οδός
αυτ
ή
προτ
ιμάτ
αι
επίσ
ης
σε
ασθ
ενεί
ς
εξα
σθεν
ημέ
νους
λόγ
ω
υπο
σιτι
σμο
ύ,
τρα
υμα
τισμ
ού,
ή
χειρ
ουρ
γική
ς
επέμ
βασ
ης,
διαβ
ήτη,
καρ
διακ
ής
ανεπ
άρκ
ειας,
ή
καρ
κίνο
7
υ,
ιδιαί
τερα
αν
υπά
ρχει
ή
ανα
μένε
ται
κατ
απλ
ηξία
.
Για
συν
εχή
ή
δια
κοπ
τόμ
ενη
ενδο
φλέ
βια
χορ
ήγη
ση
το
προϊ
όν
κεφτ
αζιδ
ίμης
θα
πρέ
πει
να
ανα
συσ
ταθε
ί με
απο
στει
ρωμ
ένο
νερό
.
Ενέ
8
σατε
αργ
ά το
διάλ
υμα
απε
υθεί
ας
στη
φλέ
βα
για
χρον
ικό
διάσ
τημ
α
άνω
των
3-5
λεπτ
ών
μέσ
ω
των
σωλ
ηνίσ
κων
της
συσ
κευ
ής
ενδο
φλέ
βιας
χορ
ήγη
σης
ενώ
ο
ασθ
ενής
λαμ
βάνε
ι
επίσ
ης
ένα
από
τα
9
συμ
βατ
ά
ενδο
φλέ
βια
υγρ
ά
(βλέ
πε
Παρ
.
6.6,
Οδη
γίες
Χρή
σης)
.
Προ
ετοι
μασ
ία
των
Δια
λυμ
άτω
ν
Κεφ
ταζι
δίμ
ης
Προ
στιθ
έμεν
η
ποσ
ότητ
α
διαλ
ύτη
(ml)
Συγ
κέντ
ρωσ
η
(κατ
10
ά
προ
σέγγ
ιση)
(mg/
ml)
Ενδ
οφλ
έβια
χορ
ήγη
ση
(bol
us)
2g
10
170
Ενδ
οφλ
έβια
έγχυ
ση
2g
50*
40
προ
σθή
κη
του
διαλ
ύτη
πρέ
πει
να
γίνε
ται
σε
δύο
στά
11
δια
Τα
διαλ
ύμα
τα
κεφτ
αζιδ
ίμης
,
όπω
ς τα
περι
σσό
τερα
διαλ
ύμα
τα
των
β-
λακ
ταμι
κών
αντι
βιοτ
ικών
δεν
θα
πρέ
πει
να
ανα
μιγν
ύοντ
αι
με
διαλ
ύμα
τα
αμιν
ογλ
υκο
σιδ
ών,
λόγ
ω
πιθα
νής
αλλ
ηλε
12
πίδρ
αση
ς.
Εάν,
ωστ
όσο
ενδε
ίκνυ
ται
ταυτ
όχρ
ονη
θερ
απεί
α με
κεφτ
αζιδ
ίμη
και
μια
αμιν
ογλ
υκο
σίδη
, το
καθ
ένα
από
τα
αντι
βιοτ
ικά
αυτ
ά θα
πρέ
πει
να
χορ
ηγη
θεί
σε
διαφ
ορετ
ικές
θέσε
ις
του
σώμ
ατος
.
13
4.3. Αντενδείξεις
Η Κεφταζιδίμη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στη Κεφταζιδίμη ή
άλλες κεφαλοσπορίνες.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις & ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση:
Προσοχή: Πριν αρχίσει η θεραπεία ο ασθενείς πρέπει να ερωτάται για την ύπαρξη
ιστορικού υπερευαισθησίας στην κεφταζιδίμη, κεφαλοσπορίνες, πενικιλλίνες ή άλλα
φάρμακα. Η κεφταζιδίμη χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς που έχουν
εμφανίσει προηγουμένως αντιδράσεις τύπου Ι ή άμεσης υπερευαισθησίας στην
πενικιλίνη. Στην περίπτωση γνωστής αλλεργίας στις κεφαλοσπορίνες η αντένδειξη
χορήγησης της κεφταζιδίμης είναι απόλυτη.
Αν συμβεί κάποια αλλεργική αντίδραση με την κεφταζιδίμη θα πρέπει να διακοπεί η
χορήγηση της.
Σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας απαιτούν αδρεναλίνη, υδροκορτιζόνη,
αντιισταμινικό ή άλλα επείγοντα μέτρα.
Σύγχρονη χορήγηση μεγάλων δόσεων κεφαλοσπορινών με άλλα νεφροτοξικά φάρμακα
όπως αμινογλυκοσίδες ή ισχυρά διουρητικά (όπως η φουροσεμίδη) μπορεί να επηρεάσει
δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία.
Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι με τις συνιστώμενες δόσεις κεφταζιδίμης δεν πιθανολογείται
τέτοιο πρόβλημα.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κεφταζιδίμη επηρεάζει δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία στις
συνήθεις θεραπευτικές δόσεις.
Η κεφταζιδίμη αποβάλλεται μέσω των νεφρών, γι’ αυτό είναι απαραίτητο η δοσολογία του
φαρμάκου να μειώνεται ανάλογα με το βαθμό μειώσεως της νεφρικής λειτουργίας.
Σχεδόν με όλα τα ευρέος φάσματος αντιβιοτικά έχει αναφερθεί ψευδομεμβρανώδης
κολίτιδα. Για το λόγο αυτό σε ασθενείς που εμφανίζουν διάρροια σχετιζόμενη με τη χρήση
του αντιβιοτικού πρέπει να εξετασθεί η διάγνωση της πάθησης. Η κολίτις μπορεί να είναι
ήπια, σοβαρή έως και απειλητική για τη ζωή. Ήπιες περιπτώσεις ανταποκρίνονται συνήθως
στην απλή διακοπή του φαρμάκου. Μέτριες ή σοβαρές περιπτώσεις απαιτούν την λήψη
άλλων μέτρων.
Περιστασιακά έχουν αναφερθεί νευρολογικές συνέπειες π.χ. σπασμοί όταν η δοσολογία του
φαρμάκου δεν μειώθηκε ανάλογα (βλέπε παράγραφο 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
– Νεφρική ανεπάρκεια και παράγραφο 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες ).
Όπως και με άλλα ευρέος φάσματος αντιβιοτικά η παρατεταμένη χρήση κεφταζιδίμης
μπορεί να οδηγήσει στην υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων μικροοργανισμών (όπως Candida,
Εντεροκόκκων), η οποία μπορεί να απαιτήσει διακοπή της θεραπείας ή λήψη κατάλληλων
μέτρων. Η επανειλημμένη εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς είναι βασική.
Όπως και με άλλες ευρέος φάσματος κεφαλοσπορίνες και πενικιλλίνες ορισμένα αρχικά
ευαίσθητα στελέχη ειδών Εντεροβακτηριδίων και Serratia spp. είναι δυνατόν να αναπτύξουν
ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια θεραπείας με Κεφταζιδίμη.
Γι’ αυτό κατά τη διάρκεια θεραπείας τέτοιων λοιμώξεων, θα πρέπει να γίνεται κατά
διαστήματα δοκιμασία ευαισθησίας.
Να λαμβάνεται υπόψη ότι η συνολική περιεκτικότητα σε νάτριο είναι 54mg (23mEq/g).
Οι κεφαλοσπορίνες μπορεί να σχετίζονται με πτώση της δράσης της προθρομβίνης.
Ασθενείς υψηλού κινδύνου είναι αυτοί με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, αυτοί που
14
βρίσκονται σε κακή διατροφική κατάσταση ή που λαμβάνουν ισχυρή αντιμικροβιακή
θεραπεία. Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να ελέγχεται στους παραπάνω ασθενείς και να
χορηγείται εξωγενώς βιταμίνη Κ.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης.
Σύγχρονη χορήγηση μεγάλων δόσεων κεφαλοσπορινών με νεφροτοξικά φάρμακα π.χ.
αμινογλυκοσίδες ή ισχυρά διουρητικά (φουροσεμίδη) μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη
νεφρική λειτουργία (βλέπε ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση). Η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται εξαιτίας της πιθανής
νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας των αμινογλυκοσιδών.
Η χλωραμφενικόλη ανταγωνίζεται in vitro την κεφταζιδίμη και άλλες κεφαλοσπορίνες.
Η κλινική σημασία αυτού του ευρήματος είναι άγνωστη αν όμως απαιτηθεί σύγχρονη
χορήγηση κεφταζιδίμης με χλωραμφενικόλη, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη η πιθανότητα
ανταγωνισμού.
Όπως με άλλα αντιβιοτικά η κεφταζιδίμη μπορεί να επηρεάσει την εντερική χλωρίδα, με
αποτέλεσμα τη μικρότερη επαναρρόφηση οιστρογόνων και τη μειωμένη
αποτελεσματικότητα των συνδυασμών αντισυλληπτικών από το στόμα.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τις ενζυματικές δοκιμασίες για τη γλυκοζουρία, μπορεί όμως
να παρατηρηθεί μικρή επίδραση με τις μεθόδους αναγωγής του χαλκού (Benedict, Fehling,
Clinitest).
Με τις κεφαλοσπορίνες έχει επίσης παρατηρηθεί, θετικοποίηση της δοκιμασίας Coombs.
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό της κρεατινίνης με τα πικρικά αλκάλια.
4.6. Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση:
Δεν υπάρχουν πειραματικές ενδείξεις για προσβολή του εμβρύου ή για τερατογενετικές
δράσεις που να αποδίδονται στην κεφταζιδίμη, αλλά όπως συμβαίνει με όλα τα φάρμακα, η
Κεφταζιδίμη πρέπει να χορηγείται με προσοχή κατά τους πρώτους μήνες της κυήσεως. Η
χρήση κατά την κύηση γίνεται μόνο εφόσον το αναμενόμενο όφελος υπερβαίνει σαφώς τον
ενδεχόμενο κίνδυνο για το έμβρυο.
Χρήση κατά τη διάρκεια της γαλουχίας:
Η Κεφταζιδίμη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα σε χαμηλές συγκεντρώσεις και χρειάζεται
προσοχή όταν χορηγείται σε θηλάζουσες μητέρες. Για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο
ευαισθητοποίησης του βρέφους είναι προτιμότερο να διακοπεί ο θηλασμός.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων:
Δεν αναμένεται επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων των
ασθενών.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Στοιχεία από μεγάλες κλινικές μελέτες (εσωτερικά και δημοσιευμένα) χρησιμοποιήθηκαν
για τον υπολογισμό της συχνότητας των πολύ συχνών έως όχι συχνών ανεπιθύμητων
ενεργειών. Οι συχνότητες που αποδόθηκαν στις άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες
υπολογίσθηκαν κυρίως από στοιχεία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου και αναφέρονται
15
περισσότερο σε συχνότητα αναφοράς πάρα σε πραγματική συχνότητα..
Η ακόλουθη συνθήκη χρησιμοποιήθηκε για την κατηγοριοποίηση των συχνοτήτων:
πολύ συχνές ≥ 1/10
συχνές ≥1/100 και < 1/10
όχι συχνές ≥1/1.000 και < 1/100
σπάνιες ≥1/10.000 και < 1/1.000
πολύ σπάνιες < 1/10.000
Μολύνσεις και λοιμώξεις:
Όχι συχνές: Καντιντίαση (συμπεριλαμβανομένης της κολπίτιδας και της οξείας
μυκητιάσεως του στοματικού βλεννογόνου)
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος:
Συχνές: Ηωσινοφιλία και θρομβοκυττάρωση
Όχι συχνές: Λευκοπενία, ουδετεροπενία και θρομβοκυττοπενία
Πολύ σπάνιες: Λεμφοκυττάρωση, αιμολυτική αναιμία και ακοκκιοκυττάρωση
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Πολύ σπάνιες: Αναφυλαξία υμπεριλαμβανομένου του βρογχόσπασμου και/ή της
υπόστασης.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Όχι συχνές: Κεφαλαλγία και ζάλη
Πολύ σπάνιες: Παραισθησία
Υπάρχουν αναφορές νευρολογικών συμπτωμάτων συμπεριλαμβανομένου του τρόμου, της
μυοκλονίας, των σπασμών, της εγκεφαλοπάθειας και του κώματος, σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία στους οποίους η δόση της κεφταζιδίμης δεν μειώθηκε κατάλληλα.
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: Φλεβίτιδα ή θρομβοφλεβίτιδα κατά την ενδοφλέβια χορήγηση.
Γαστρεντερικές διαταραχές:
Συχνές: Διάρροια
Όχι συχνές: Ναυτία, έμετος κοιλιακό άλγος και κολίτιδα
Πολύ σπάνιες: Άσχημη γεύση
Όπως με άλλες κεφαλοσπορίνες, μπορεί να εμφανισθεί κολίτιδα που συνδέεται με το
Clostridium difficile και μπορεί να παρουσιάζεται σαν ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα.
Γαστρεντερικές διαταραχές:
Συχνές: Παροδικές αυξήσεις των τιμών ενός ή περισσοτέρων ηπατικών ενζύμων, ALT
(SGPT), AST (SOGT), LDH, GGT και αλκαλικής φωσφατάσης.
16
Πολύ σπάνιες: Ίκτερος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Συχνές: Κηλιδοβλατιδώδες ή κνιδωτικό εξάνθημα.
Όχι συχνές: Κνησμός
Πολύ σπάνιες: Αγγειοοίδημα, πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens – Johnson και τοξική
επιδερμική νεκρόλυση.
Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης:
Συχνές: Πόνος και /ή φλεγμονή μετά από ενδομυϊκή χορήγηση.
Όχι συχνές: Πυρετός
Έρευνες
Συχνές: Θετική δοκιμασία Coombs.
Όχι συχνές: Όπως με μερικές άλλες κεφαλοσπορίνες, έχουν παρατηρηθεί παροδικές
αυξήσεις των τιμών της ουρίας του αίματος, του αζώτου αίματος και/ή της κρεατινίνης του
ορού.
Η θετική δοκιμασία Coombs αναπτύσσεται σε περίπου 5% των ασθενών και μπορεί να
παρεμποδίζει την ταυτοποίηση της ομάδας αίματος.
4.9. Υπερδοσολογία
Σημεία και Συμπτώματα
Τα τοξικά σημεία και συμπτώματα ύστερα από λήψη υπερβολικής δόσης κεφταζιδίμης
μπορεί να περιλαμβάνουν άλγος, φλεγμονή και φλεβίτιδα στην περιοχή της ενέσεως.
Η χορήγηση πολύ υψηλών δόσεων παρεντερικά χορηγούμενων κεφαλοσπορινών μπορεί να
προκαλέσει ζάλη, παραισθήσεις και κεφαλαλγίες. Ύστερα από λήψη υπερβολικής δόσης
μερικών κεφαλοσπορινών, ιδιαίτερα σε ασθενείς με βεβαρημένη νεφρική λειτουργία, όπου
είναι δυνατόν να παρατηρηθεί συσσώρευση του φαρμάκου, μπορεί να παρατηρηθούν
σπασμοί.
Στις εργαστηριακές διαταραχές που εμφανίζονται ύστερα από λήψη υπερβολικής δόσης,
περιλαμβάνονται άνοδος των τιμών κρεατινίνης, BUN, των ηπατικών ενζύμων και της
χολερυθρίνης, θετική δοκιμασία Coombs, θρομβοκύττωση, θρομβοκυττοπενία,
ηωσινοφιλία, λευκοπενία και παράταση του χρόνου προθρομβίνης.
Η υποδόρια μέση θανατηφόρος δόση σε επίμυς και μυς, ήταν από 5,8 έως 20g/kg και η
ενδοφλέβια μέση θανατηφόρος δόση σε κουνέλια ήταν >2g/kg.
Αντιμετώπιση Για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας, θα πρέπει να εξετασθεί το
ενδεχόμενο λήψης υπερβολικής δόσης από πολλά φάρμακα, αλληλεπίδρασης μεταξύ των
φαρμάκων ή/και ασυνήθιστης φαρμακοκινητικής στον ασθενή σας.
Διατηρείστε ανοικτούς τους αεραγωγούς του ασθενούς και υποστηρίξτε τον αερισμό και την
διατήρηση οδού ενδοφλέβιας χορήγησης φαρμάκων. Παρακολουθείστε με μεγάλη προσοχή
και διατηρείστε εντός αποδεκτών ορίων, τα ζωτικά σημεία του ασθενούς, τα αέρια αίματος,
τους ηλεκτρολύτες του ορού κλπ. Η απορρόφηση των φαρμάκων από την γαστρεντερική
17
οδό μπορεί να ελαττωθεί με τη χορήγηση ενεργού άνθρακα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις
είναι αποτελεσματικότερος της πρόκλησης εμέτου ή της πλύσης. Προτιμήστε τον ενεργό
άνθρακα ή τον συνδυασμό με την κένωση στομάχου. Η επαναλαμβανόμενη χορήγηση
άνθρακα μπορεί (μετά από κάποιο χρονικό διάστημα) να επιταχύνει την απέκκριση
ορισμένων φαρμάκων τα οποία έχουν ήδη απορροφηθεί. Προστατεύστε την αεροφόρο οδό
του ασθενούς κατά την κένωση του στομάχου ή την χορήγηση άνθρακα.
Δεν έχει καθορισθεί το ευεργετικό αποτέλεσμα της θεραπευτικής διούρησης, της
αιμοδιύλισης ή της αιμοδιάχυσης με άνθρακα σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας της
κεφταζιδίμης.
(Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθήνας: 210-7793777).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: J01DA11
5.1.
Β)
Τεχ
νικέ
ς
αρα
ίωσ
ης
Για
τον
καθ
ορισ
μό
της
MIC
(Mi
nim
al
Inhi
bitor
y
Con
cent
ratio
n-
Ελά
χιστ
η
Ανα
στα
λτικ
ή
Συγ
κέντ
Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες:
Η κεφταζιδίμη είναι ένα β-λακταμικό ημισυνθετικό, ευρέος φάσματος αντιβιοτικό (κεφαλοσπορίνη
γ΄γενεάς) για παρεντερική χορήγηση. Πρόκειται για τον πενταϋδρίτη του πυριδινίου,1-[[7-[[(2-αμινο-
4-θειαζολο)[(1-καρβοξυ-1-μεθυλομεθοξυ)-ίμινο]-ακέτυλο]-αμινο]-2-καρβοξυ-8-οξο-θεια-1-αζαβικυκλο-
[4.2.0]οκτο-2-εν-3-υλο]-μεθυλο]-υδροξείδιο, εσωτερικό άλας, [6R-[6a, 7β(Ζ)]].
Οι in vitro δοκιμασίες δείχνουν ότι η Κεφταζιδίμη έχει βακτηριοκτόνο δράση, αναστέλλοντας τα
ένζυμα τα απαραίτητα για τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος. Η κεφταζιδίμη εμφανίζει in vitro
δραστικότητα έναντι ενός μεγάλου εύρους Gram-αρνητικών μικροοργανισμών,
συμπεριλαμβανομένων στελεχών ανθεκτικών στη γενταμικίνη και άλλες αμινογλυκοσίδες. Επιπλέον,
η κεφταζιδίμη έχει αποδειχθεί δραστική εναντίον Gram-θετικών μικροοργανισμών. Είναι ιδιαίτερα
σταθερή στις περισσότερες, κλινικά σημαντικές, β-λακταμάσες, πλασμιδικές ή χρωμοσωμικές, τις
οποίες παράγουν οι Gram-αρνητικοί ή Gram-θετικοί μικροοργανισμοί και είναι κατά συνέπεια
δραστική εναντίον πολλών στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη και άλλες κεφαλοσπορίνες.
Η Κεφταζιδίμη έχει αποδειχθεί δραστική εναντίον των ακόλουθων μικροοργανισμών σε in vitro
δοκιμασίες και σε κλινικές λοιμώξεις:
Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί
-Pseudomonas spp. (συμπεριλαμβανομένης της Pseudomonas aeruginosa)
-Klebsiella spp. (συμπεριλαμβανομένης της Klebsiella pneumoniae)
-Proteus mirabilis
-Proteus vulgaris
-Escherichia coli
-Enterobacter spp. (συμπεριλαμβανομένων των Enterobacter cloacae και Enterobacter aerogenes)
-Citrobacter spp.(συμπεριλαμβανομένων των Citrobacter freundii και Citrobacter diversus).
-Serratia spp.
-Haemophilus influenzae, συμπεριλαμβανομένων στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη
-Neisseria meningitidis
Gram-θετικοί μικροοργανισμοί
-Staphylococcus aureus (συμπεριλαμβανομένων των στελεχών που παράγουν και των στελεχών
που δεν παράγουν πενικιλλινάση).
-Streptococcus pyogenes (β-αιμολυτικών Στρεπτόκοκκων ομάδας Α)
-Streptococcus agalactiae (Στρεπτόκοκκοι ομάδας B)
-Streptococcus pneumoniae
-Streptococcus mitis
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Bacteroides spp. (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: πολλά στελέχη Bacteroides fragilis είναι ανθεκτικά).
Παρότι δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως η κλινική αποτελεσματικότητα, η Κεφταζιδίμη έχει επιδείξει
18
ρωσ
η)
της
Κεφ
ταζι
δίμη
ς
μπο
ρεί
να
χρη
σιμο
ποιη
θού
ν οι
συνι
στώ
μενε
ς
από
την
NC
CLS
μέθ
οδοι
αραί
ωση
ς σε
άγα
ρ ή
ζωμ
ό.
Τα
απο
τελέ
σμα
τα
της
δοκι
μασί
ας
της
MIC
πρέ
πει
να
ερμ
ηνευ
θού
ν με
επίσης in vitro δραστικότητα εναντίον των ακόλουθων μικροοργανισμών:
-Staphylococcus epidermidis
-Morganella morganii (παλαιότερα Proteus morganii)
-Providencia spp. (συμπεριλαμβανομένου του Providencia rettgeri, παλαιότερα Proteus rettgeri)
-Acinetobacter spp.
-Salmonella spp.
-Clostridium spp. (δεν συμπεριλαμβάνεται το Clostridium difficile)
-Peptococcus spp.
-Peptostreptococcus spp.
-Neisseria gonorrhoeae
-Haemophilus parainfluenzae
-Yersinia enterocolitica
-Salmonella spp.
-Shigella spp.
Έχει αποδειχθεί πως in vitro η κεφταζιδίμη και οι αμινογλυκοσίδες έχουν συνεργική δράση έναντι
ορισμένων στελεχών P. aeruginosa και Enterobacteriaceae. Επίσης, in vitro η κεφταζιδίμη και η
καρβενικιλίνη έχουν εμφανίσει συνεργική δράση εναντίον της P.aeruginosa.
Η κεφταζιδίμη δεν είναι δραστική in vitro έναντι Σταφυλόκοκκων ανθεκτικών στην μεθικιλλίνη, του
Enterococcus faecalis (παλαιότερα Streptococcus faecalis) και πολλών άλλων εντεροκόκκων, της
Listeria monocytogenes, του Campylobacter spp. ή του Clostridium difficile.
Έλεγχος Ευαισθησίας
Α) Δοκιμές ευαισθησίας-Τεχνικές Διάχυσης
Ποσοτικές μέθοδοι οι οποίες απαιτούν καταμέτρηση της διαμέτρου της ζώνης αναστολής αποτελούν
τις ακριβέστερες εκτιμήσεις για την ευαισθησία των αντιβιοτικών. Μια τέτοια διαδικασία έχει
χρησιμοποιηθεί με δίσκους, προκειμένου να δοκιμασθεί η ευαισθησία στη κεφταζιδίμη.
Οι αναφορές σχετικά με τα εργαστηριακά αποτελέσματα προτυποποιημένων δοκιμών ευαισθησίας
μεμονωμένου δίσκου (standard single-disk succeptibility test) χρησιμοποιώντας ένα δίσκο με 30μg
κεφταζιδίμης, θα πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
Διάμετρος ζώνης (mm)
Ερμηνεία
³18
(Ε) Ευαίσθητο
15-17
(ΜΕ) Μέτρια Ευαίσθητο
£14
(Α) Ανθεκτικό
Η ένδειξη "ευαίσθητο" υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη του παθογόνου μικροοργανισμού αναστέλλεται
από την γενικά επιτυγχανόμενη συγκέντρωση αντιβιοτικού στο αίμα. Η ένδειξη "μέτρια ευαίσθητο"
είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι ανασταλτικές συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού μπορεί να
επιτευχθούν με τη χορήγηση υψηλών δόσεων ή όταν η λοίμωξη περιορίζεται σε ιστούς και σωματικά
19
βάσ
η τα
ακό
λου
θα
κριτ
ήρια
:
MI
C
(μg/
mL)
Ερμ
ηνεί
α
<16
(Ε)
Ευαί
σθη
το
16-
64
(ΜΕ
)
Μέτ
ρια
Ευαί
σθη
το
64
(Α)
Ανθ
εκτι
κό
Ο
μικρ
οορ
γανι
σμό
ς
παρ
ουσι
άζει
ευαι
υγρά (π.χ. στα ούρα), όπου επιτυγχάνονται υψηλές συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού. Η ένδειξη
"ανθεκτικό" είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι οι επιτυγχανόμενες συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού
είναι απίθανο να είναι ανασταλτικές και ότι πρέπει να επιλεγεί κάποια άλλη θεραπευτική αγωγή.
Οι τυποποιημένες διαδικασίες απαιτούν τη χρήση μικροοργανισμών εργαστηριακού ελέγχου. Ο
δίσκος των 30μg κεφταζιδίμης πρέπει να δώσει τις ακόλουθες διαμέτρους ζώνης:
Οργανισμός
Διάμετρος ζώνης (mm)
E. coli ATCC 25922
25-32
P. aeruginosa ATCC 27853
22-29
S. aureus ATCC 25923
16-20
20
σθη
σία
στη
ν
κεφτ
αζιδ
ίμη
εάν
η
τιμή
MIC
δεν
είνα
ι
>16
μg/
mL.
Θεω
ρείτ
αι
πως
οι
μικρ
οορ
γανι
σμοί
είνα
ι
ανθε
κτικ
οί
εάν
το
MIC
είνα
ι
64
μg/
mL.
Μικ
ροο
ργα
νισμ
οί
με
τιμή
MIC
<64
μg/
mL
21
αλλ
ά
>16
μg/
mL
ανα
μένε
ται
πως
θα
είνα
ι
ευαί
σθη
τοι
εάν
χρη
σιμο
ποιη
θού
ν
υψη
λές
δόσ
εις ή
εάν
η
λοίμ
ωξη
περι
ορίζ
εται
σε
ιστο
ύς
και
σωμ
ατικ
ά
υγρ
ά
(π.χ.
ούρ
α)
όπο
υ
παρ
ατη
ρού
νται
22
υψη
λά
επίπ
εδα
αντι
βιοτ
ικού
.
Όπω
ς
και
στις
τυπο
ποιη
μένε
ς
τεχν
ικές
διάχ
υση
ς, οι
τεχν
ικές
αραί
ωση
ς
απαι
τούν
τη
χρή
ση
μικρ
οορ
γανι
σμώ
ν
εργα
στη
ριακ
ού
ελέγ
χου.
Η
τυπο
ποιη
μέν
η
σκό
νη
23
κεφτ
αζιδ
ίμης
πρέ
πει
να
δίνει
τις
ακό
λου
θες
τιμέ
ς
MIC
:
Οργ
ανισ
μός
Εύρ
ος
MI
C
(μg/
mL)
E.
coli
AT
CC
259
22
0.12
5-
0.5
S.
aure
us
AT
CC
292
13
4-16
P.
aeru
gino
sa
AT
24
CC
278
53
0.5-
2
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες :
Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση δόσης Κεφταζιδίμης 500mg ή 1g για διάστημα
μεγαλύτερο των 5 λεπτών, σε υγιείς ενήλικες άρρενες εθελοντές, οι μέσες ανώτερες
συγκεντρώσεις στον ορό ήταν 45mg/l και 90mg/l αντιστοίχως. Ύστερα από ενδοφλέβια
έγχυση δόσεων Κεφταζιδίμης 500mg, 1g και 2g για διάστημα μεγαλύτερο από 20 έως 30
λεπτά σε υγιείς άρρενες εθελοντές, οι μέσες ανώτατες συγκεντρώσεις στον ορό ήταν 42, 69
και 170 mg/l αντίστοιχα.
Οι μέσες συγκεντρώσεις στον ορό ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση δόσεων 500mg, 1g και
2g, στους ιδίους εθελοντές για διάστημα άνω των 8 ωρών, παρατίθενται στον παρακάτω
πίνακα.
Συγκεντρώσεις Κεφταζιδίμης στον ορό
Δοσολογία
Κεφταζιδίμης
Συγκεντρώσεις στον ορό
(mg/l)
(ενδοφλέβια)
½ ώρα
1 ώρα
2 ώρες
4 ώρες
8 ώρες
500mg
42
25
12
6
2
1g
60
39
23
11
3
2g
129
75
25
Ιστό
ς
ή
σωμ
ατικ
ό
υγρό
Δόσ
η/Ο
δός
χορή
γησ
ης
Αρι
θμός
ασθε
νών
Χρό
νος
λήψ
ης
δείγ
ματο
ς
ύστε
ρα
από
τη
δόσ
η
Μέσ
ο
επίπ
εδο
στου
ς
ιστο
ύς ή
στα
υγρά
(mg/
L)
42
13
5
Η απορρόφηση και αποβολή της Κεφταζιδίμης ήταν ευθέως ανάλογες του μεγέθους της
δόσης. Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, ο χρόνος ημίσειας ζωής ήταν περίπου 1,9 ώρες.
Λιγότερο από 10% της Κεφταζιδίμης εμφάνισε σύνδεση με τις πρωτεΐνες και ο βαθμός
σύνδεσης με τις πρωτεΐνες ήταν ανεξάρτητος από τη συγκέντρωση. Ύστερα από πολλαπλές
ενδοφλέβιες δόσεις 1g και 2g κάθε 8 ώρες για 10 ημέρες, δεν υπήρχαν ενδείξεις
συσσώρευσης της κεφταζιδίμης στον ορό, σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Ύστερα από ενδομυϊκή χορήγηση δόσεων κεφταζιδίμης 500mg και 1g σε υγιείς ενήλικες
άρρενες εθελοντές, οι μέσες ανώτατες συγκεντρώσεις στον ορό σε περίπου 1 ώρα ήταν
17mg/l και 39mg/l αντιστοίχως. Οι συγκεντρώσεις στον ορό παρέμειναν άνω των 4mg/l για
6 έως 8 ώρες ύστερα από την ενδομυϊκή χορήγηση δόσεων 500mg και 1g αντιστοίχως. Ο
χρόνος ημίσειας ζωής της κεφταζιδίμης στους εθελοντές αυτούς ήταν περίπου 2 ώρες.
Η παρουσία ηπατικής δυσλειτουργίας δεν είχε επίδραση στη φαρμακοκινητική της
Κεφταζιδίμης σε ασθενείς που έλαβαν 2g ενδοφλεβίως ανά 8 ώρες επί 5 ημέρες. Για το λόγο
αυτό, δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία εκτός
και εάν η νεφρική λειτουργία είναι επίσης βεβαρημένη.
Περίπου το 80-90% της ενδομυϊκής ή ενδοφλέβιας δόσης κεφταζιδίμης αποβάλλεται
αμετάβλητη από τους νεφρούς σε διάρκεια άνω των 24 ωρών. Ύστερα από ενδοφλέβια
χορήγηση εφάπαξ δόσης 500mg ή 1g, περίπου το 50% της δόσης εμφανίσθηκε στα ούρα
στις πρώτες 2 ώρες ύστερα από τη χορήγηση.
Ένα άλλο ποσοστό 20% αποβλήθηκε 2 έως 4 ώρες ύστερα από τη χορήγηση και περίπου
ένα ποσοστό 12 % της δόσης εμφανίσθηκε στα ούρα 4 έως 8 ώρες αργότερα. Η αποβολή
της κεφταζιδίμης από τους νεφρούς είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνισή τους σε υψηλές
συγκεντρώσεις στα ούρα.
Η μέση νεφρική κάθαρση της κεφταζιδίμης είναι περίπου 100ml/min. Η κάθαρση
πλάσματος, που υπολογίσθηκε ότι είναι 115ml/min, αποτελεί ένδειξη πλήρους αποβολής
της κεφταζιδίμης από τη νεφρική οδό. Η χορήγηση προβενεσίδης πριν από τη χορήγηση
κεφταζιδίμης δεν επιδρά στην αποβολή κεφταζιδίμης. Αυτό είναι ένδειξη πως η κεφταζιδίμη
αποβάλλεται με σπειραματική διήθηση και δεν απεκκρίνεται ενεργά μέσω των νεφρικών
σωληναρίων.
Δεδομένου ότι η κεφταζιδίμη αποβάλλεται σχεδόν αποκλειστικά από τους νεφρούς, η
ημιπερίοδος ζωής στον ορό παρατείνεται σημαντικά σε ασθενείς με βεβαρημένη νεφρική
λειτουργία. Κατά συνέπεια, η δοσολογία για τους ασθενείς αυτούς πρέπει να προσαρμοσθεί
(βλέπε παρ. 4.2 Δοσολογία και Τρόπος Χορήγησης).
Θεραπευτικές συγκεντρώσεις της κεφταζιδίμης επιτυγχάνονται στους ακόλουθους ιστούς
και σωματικά υγρά:
Συγκέντρωση της Κεφταζιδίμης στους Ιστούς και τα Σωματικά Υγρά
26
Ούρ
α
500
mg
ενδο
μυϊκ
ά ή
2g
ενδο
φλεβ
ίως
6
6
0-2
ώρες
0-2
ώρες
2.10
0
12.0
00
Χολ
ή
2g
ενδο
φλεβ
ίως
3
90
λεπτ
ά
36,4
Υγρ
ό
αρθρ
ικών
κοιλ
οτήτ
ων
2g
ενδο
φλεβ
ίως
13
2
ώρες
25,6
27
Περι
τονα
ϊκό
υγρό
2g
ενδο
φλεβ
ίως
8
2
ώρες
48,6
Πτύε
λα
1g
ενδο
φλεβ
ίως
8
1
ώρα
9
Εγκε
φαλ
ονωτ
ιαίο
υγρό
(φλε
γμαί
νουσ
ες
μήνι
γγες)
2g
ανά
8
ώρες
,
ενδο
φλεβ
ίως
ή
2g
ανά
8
ώρες
,
ενδο
φλεβ
ίως
28
5
6
120
λεπτ
ά
180
λεπτ
ά
9,8
9,4
Υδα
τοειδ
ές
υγρό
2g
ενδο
φλεβ
ίως
13
1-3
ώρες
11
Υγρ
ό
φλυκ
ταιν
ών
δέρμ
ατος
1g
ενδο
φλεβ
ίως
7
2-3
ώρες
19,7
Λέμ
φος
1g
ενδο
φλεβ
ίως
7
2-3
ώρες
29
23,4
Οστ
ά
2g
ενδο
φλεβ
ίως
8
0,67
ώρες
31,1
Καρ
διακ
ός
μυς
2g
ενδο
φλεβ
ίως
35
30-
280
λεπτ
ά
12,7
Δέρ
μα
2g
ενδο
φλεβ
ίως
22
30-
180
λεπτ
ά
6,6
Σκελ
ετικ
ός
μυς
2g
ενδο
φλεβ
ίως
35
30-
280
λεπτ
30
ά
9,4
Μυο
μήτρ
ιο
2g
ενδο
φλεβ
ίως
31
1-2
ώρες
18,7
5.3. Προκλινικά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια :
Καρκινογένεση, Μεταλλαξιογένεση, Προβλήματα γονιμότητας: Δεν έχουν διεξαχθεί
μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα προκειμένου να αξιολογηθεί η δυνατότητα
καρκινογένεσης. Μια δοκιμή με μικροπυρήνες επίμυων και μία δοκιμή Ames είχαν
αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά τη μεταλλαξιογόνο δράση της Κεφταζιδίμης.
Τερατογένεση: Μελέτες αναπαραγωγής έγιναν σε ποντίκια και αρουραίους και
χορηγήθηκαν δόσεις έως και 40 φορές μεγαλύτερες της ανθρώπινης δόσης. Δεν προκλήθηκε
πρόβλημα στην κύηση ή βλάβη στο έμβρυο. Όμως δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά
ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε έγκυες γυναίκες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος Εκδόχων:
Sodium carbonate (anhydrous)
6.2. Aσυμβατότητες:
Τα διαλύματα κεφταζιδίμης, όπως όλα τα διαλύματα των β-λακταμικών αντιβιοτικών, δεν
θα πρέπει να προστεθούν σε διαλύματα αμινογλυκοσιδών λόγω πιθανής αλληλεπίδρασης.
Εάν ωστόσο ενδείκνυται ταυτόχρονη θεραπεία κεφταζιδίμης και μίας αμινογλυκοσίδης το
καθένα από τα αντιβιοτικά αυτά θα πρέπει να χορηγηθεί σε διαφορετικές περιοχές του
σώματος (βλέπε επίσης Παρ. 4.2 Δοσολογία/τρόπος χορήγησης και παρ. 4.5
αλληλεπιδράσεις με άλλες φαρμακευτικές ουσίες).
Η κεφταζιδίμη είναι λιγότερο σταθερή στο ενέσιμο διάλυμα διττανθρακικού νατρίου απ’ ότι
στα άλλα ενέσιμα διαλύματα που χορηγούνται ενδοφλέβια. Γι’ αυτό και το ανώτερο
διάλυμα δεν συνιστάται σαν διαλυτικό μέσο.
Καθίζηση έχει αναφερθεί όταν η βανκομυκίνη έχει προστεθεί σε διάλυμα μαζί με την
κεφταζιδίμη. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στη σύγχρονη χορήγησή τους.
6.3. Διάρκεια ζωής:
31
Διάρκεια ζωής : 24 μήνες σε θερμοκρασία < 25
0
C. Μετά την ανασύσταση 24 ώρες σε
θερμοκρασία < 25
0
C ή 7 ημέρες σε θερμοκρασία 2
0
– 8
0
C (ψυγείο).
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος:
Τα φιαλίδια της Κεφταζιδίμης πρέπει να διατηρούνται σε θερμοκρασία κάτω των 25
°C.
Τα φιαλίδια της Κεφταζιδίμης πρέπει να φυλάγονται μακριά από το φως.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
MALOCEF PD.INJ.SOL 2g/VIAL
Διαφανή γυάλινα φιαλίδια που περιέχουν ξηρή σκόνη σε συσκευασία του ενός φιαλιδίου.
BT x 1 VIAL
6.6. Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Το χρώμα των διαλυμάτων Κεφταζιδίμης κυμαίνεται από ανοικτό κίτρινο μέχρι
κεχριμπαρένιο, ανάλογα με το διαλύτη και τη συγκέντρωση. Το pH των πρόσφατα
ανασυσταμένων διαλυμάτων κυμαίνεται από 5,0 μέχρι 7,5.
Για ευκολία στη χρήση, θα πρέπει να ακολουθείτε τις ενδεικνυόμενες τεχνικές ανασύστασης
που περιγράφονται παρακάτω.
Οδηγίες για την Ανασύσταση:
Για φιαλίδια 2g για ενδοφλέβια χορήγηση:
1. Ενέσατε το διαλύτη και αναδεύσατε καλά μέχρι πλήρους διαλύσεως.
2. Καθώς διαλύεται το αντιβιοτικό, απελευθερώνεται διοξείδιο του άνθρακα,
δημιουργώντας πίεση εντός του φιαλιδίου. Το διάλυμα θα γίνει διαυγές εντός 1 έως
2 λεπτών.
3. Αναποδογυρίστε το φιαλίδιο, και αποσυμπιέσατε πλήρως το έμβολο της σύριγγας
πριν από την εισαγωγή της βελόνης.
4. Εισάγετε τη βελόνα στο πώμα του φιαλιδίου. Βεβαιωθείτε πως η βελόνα βρίσκεται
εντός του διαλύματος και αναρροφήσατε το περιεχόμενο του φιαλιδίου με το συνήθη
τρόπο. Η πίεση στο φιαλίδιο μπορεί να συμβάλλει στην εκκένωση.
5. Το διάλυμα μπορεί να περιέχει φυσαλίδες διοξειδίου του άνθρακα, που πρέπει να
αποβληθούν από τη σύριγγα πριν από την ένεση του φαρμάκου.
Για φιαλίδια 2g για ενδοφλέβια κατά σταγόνα έγχυση:
1. Εισαγωγή της βελόνας της σύριγγας μέσω του πώματος του φιαλιδίου και έγχυση 10 ml
διαλύτη.
2. Αφαίρεση της βελόνας και ανακίνηση του φιαλιδίου έως ότου επιτευχθεί ένα διαυγές
διάλυμα.
3. Η βελόνα απελευθέρωσης του αερίου δεν πρέπει να εισάγεται μέχρι το φάρμακο να
διαλυθεί. Εισαγωγή μέσω του πώματος μίας βελόνας για την απελευθέρωση της
εσωτερικής πίεσης.
4. Το ανασυσταθέν διάλυμα μεταφέρεται στο τελικό μέσο για χορήγηση (π.χ. μικρός ασκός
ή σύστημα τύπου burette) δημιουργώντας ένα συνολικό όγκο τουλάχιστον 50ml και
χορηγείται με ενδοφλέβια κατά σταγόνα έγχυση μέσα σε διάστημα 15-30λεπτών.
Για συγκεντρώσεις κεφταζιδίμης μεταξύ 1mg/ml και 40mg/ml το MALOCEF είναι
συμβατό με τα εξής ενδοφλέβια υγρά :
0,9% διάλυμα χλωριούχου νατρίου, Μ/6 διάλυμα γαλακτικού νατρίου, σύνθετο διάλυμα
γαλακτικού νατρίου (διάλυμα Hartmann), 5% διάλυμα γλυκόζης, 0,225% διάλυμα
32
χλωριούχου νατρίου και 5% γλυκόζης, 0,45% διάλυμα χλωριούχου νατρίου και 5%
γλυκόζης, 0,9% διάλυμα χλωριούχου νατρίου και 5% γλυκόζης, 0,18% διάλυμα χλωριούχου
νατρίου και 4% γλυκόζης, 10% διάλυμα γλυκόζης, Dextran 40 διάλυμα 10% σε 0,9%
διάλυμα χλωριούχου νατρίου, Dextran 40 διάλυμα 10% σε 5% διάλυμα γλυκόζης, Dextran
70 διάλυμα 6% σε 0,9% διάλυμα χλωριούχου νατρίου, Dextran 70 διάλυμα 6% σε 5%
διάλυμα γλυκόζης.
Για συγκεντρώσεις κεφταζιδίμης μεταξύ 0,05 mg/ml και 0,25 mg/ml το MALOCEF
είναι συμβατό με υγρό για περιτοναϊκή διύλιση (Γαλακτικό) διάλυμα. Όταν γίνεται
ανασύσταση για ενδομυϊκή χορήγηση χρησιμοποιείται διάλυμα 0,5% ή 1% υδροχλωρικής
λιδοκαΐνης.
Όταν η κεφταζιδίμη αναμειγνύεται σε πυκνότητα 4 mg/ml με άλλο φάρμακο, τότε και
τα δύο φάρμακα διατηρούν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα όπως :
Υδροκορτιζόνη (υδροκορτιζόνη νατριοφωσφορική) 1mg/ml σε διάλυμα 0,9%
χλωριούχου νατρίου ή 5% γλυκόζης
Κεφουροξίμη (νατριούχος κεφουροξίμη), 3mg/ml σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου
νατρίου
Κλοξακιλλίνη (νατριούχος κλοξακιλλίνη) 4mg/ml σε διάλυμα 0,9%, χλωριούχου
νατρίου
Ηπαρίνη 10 μονάδες/ml ή 50 μονάδες/ml σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου
Χλωριούχο κάλιο 10 mEq/l ή 40mEq/l σε διάλυμα 0,9% χλωριούχου νατρίου.
Σημείωση:
Το διάλυμα, ο περιέκτης και τα παρεντερικώς χορηγούμενα φαρμακευτικά προϊόντα θα
πρέπει να εξετάζονται οπτικώς για τυχόν ύπαρξη αιωρούμενων σωματιδίων.
Για να διατηρηθεί η αποστείρωση του φαρμάκου, είναι απαραίτητο η βελόνα
απελευθέρωσης του αερίου να μην εισάγεται μέσω του πώματος του φιαλιδίου πριν τη
διάλυση του φαρμάκου.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΦΑΡΜΑΝΕΛ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε
Λεωφ. Μαραθώνος 106,
153 44 Γέρακας Αττικής
Τηλ.: 210 60 48 560 Fax: 210 66 13 013
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
37033/15-7-2003
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/Ή ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
20-2-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
21-7-2008
33