ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
(S P C)
APOTEL PLUS
®
, E μ μ (600+20)mg/4ml Amp.νέσι ο διάλυ α
1. ΟNOMAΣΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
APOTEL PLUS
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ (σε δραστικά
συστατικά)
Κάθε φύσιγγα των 4ml περιέχει 600mg Paracetamol & 20mg
Lidocaine HCl.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Το APOTEL PLUS
ενδείκνυται για την αντιμετώπιση του πόνου
στη χειρουργική, ειδικά σε μετεγχειρητικές καταστάσεις καθώς
και στην αντιμετώπιση του πόνου από νεοπλάσματα. Το APOTEL
PLUS
ενδείκνυται επίσης στη συμπτωματική θεραπεία του
πυρετού που οφείλεται σε λοιμώξεις ή και σε νεοπλάσματα.
1
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών
: 1 φύσιγγα 3-4 φορές
ημερησίως. Συνιστάται να μεσολαβεί διάστημα 4 ωρών μεταξύ των
χορηγήσεων. Η μέγιστη ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει
τις 5 φύσιγγες ημερησίως. Σε περιπτώσεις οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας (κάθαρση κρεατινίνης <10ml/min.), συνιστάται να
μεσολαβεί διάστημα 8 ωρών μεταξύ 2 χορηγήσεων.
6-12 :Παιδιά ετών ½-1 3-4 μ .φύσιγγα φορές η ερησίως
1-6 :Παιδιά ετών ¼-1/3 (125-250mg 10mg/kg) 3-4 φύσιγγα ή φορές
μ .η ερησίως
4.3. Αντενδείξεις
Το APOTEL PLUS
®
αντενδείκνυται σε ασθενείς:
Με υπερευαισθησία στην παρακεταμόλη ή στη λιδοκαΐνη ή σε
κάποιο από τα συστατικά του προϊόντος.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης λόγω του εκδόχου
Glycerol Formal που περιέχει το προϊόν και το οποίο
ενοχοποιείται για τερατογένεση σε πειραματόζωα.
Σε περιπτώσεις φλεβοκομβικού, κολποκοιλιακού και
ενδοκοιλιακού αποκλεισμού.
Όταν υπάρχει ιστορικό σπασμών.
Σε βαριά ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Προσοχή: Το προϊόν χορηγείται ενδομυϊκά. Απαγορεύεται η
ενδοφλέβια χορήγηση.
Το προϊόν δεν πρέπει να χορηγείται σε άτομα που λαμβάνουν
αντιαρρυθμικά φάρμακα.
Το APOTEL PLUS
πρέπει να χορηγείται με προσοχή:
2
σε άτομα με ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία,
σε άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια,
σε αλκοολικούς,
σε άτομα με χρόνιο υποσιτισμό (χαμηλά αποθέματα ηπατικής
γλουταθειόνης),
Συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση κατά τη διάρκεια
γαλουχίας δεδομένου ότι δεν υπάρχουν μελέτες για τις
επιδράσεις του εκδόχου Glycerol Formal στη συγκεκριμένη
περίοδο,
σε άτομα με πορφύρα,
σε αντιπηκτική θεραπεία εν εξελίξει (όπως με όλα τα
ενδομυϊκώς χορηγούμενα προϊόντα, υπάρχει κίνδυνος
αιματώματος),
σε παιδιά. Απαιτείται προσοχή ώστε να μην υπερβαίνεται η
συνιστώμενη δόση. Τα παιδιά είναι πιο ευαίσθητα σε περίπτωση
υπερδοσολογίας,
Όταν το φάρμακο λαμβάνεται χρόνια ή σε μεγάλες δόσεις.
Πρέπει να παρακολουθείται η ηπατική λειτουργία.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπιδράσεων
Παρακεταμόλη
Η χολεστυραμίνη μειώνει την απορρόφηση της παρακεταμόλης
ενώ η μετοκλοπραμίδη και η ντομπεριδόνη την αυξάνουν.
Με ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που είναι επαγωγείς των ηπατικών
ενζύμων (όπως π.χ. φαινοβαρβιτάλη) ή μπορεί να δράσουν
ηπατοτοξικά (π.χ. ΜΣΑΦ, ιντερφερόνες) αυξάνεται ο κίνδυνος
ηπατικής βλάβης.
Ασθενείς που παίρνουν βαρβιτουρικά, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά και αλκοόλη μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές
3
του μεταβολισμού μεγάλων δόσεων παρακεταμόλης και να
αυξήσουν το χρόνο ημιζωής της στο πλάσμα.
Η προβεσενίδη μπορεί να μειώσει τη νεφρική απέκκριση και να
αυξήσει τα επίπεδα της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
Σε σύγχρονη χορήγηση με από του στόματος αντιπηκτικά
φαίνεται ότι αυξάνει ο κίνδυνος αιμορραγίας.
Η παρακεταμόλη μειώνει τη βιοδιαθεσιμότητα της λαμοτριγίνης
χωρίς όμως να είναι σαφής η κλινική σημασία της.
Το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα της
παρακεταμόλης κατά την υπερδοσολογία.
Χρόνια λήψη αντιεπιληπτικών ή στεροειδικών αντισυλληπτικών
μ μ μ μαπό το στό α επηρεάζουν τα ηπατικά ένζυ α και πορεί να ε ποδίσουν
μ την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων στο πλάσ α αυξάνοντας το
μ μ .εταβολισ ό πρώτης διόδου ή την αποβολή
Λιδοκαΐνη
μ μ Η σύγχρονη χορήγηση σι ετιδίνης ή προπρανολόλης πορεί να
. μ αυξήσει τα επίπεδα της λιδοκαΐνης στον ορό Η σι ετιδίνη και η
.προπρανολόλη ελαττώνουν την κάθαρση της λιδοκαΐνης
Εργαστηριακές εξετάσεις
Παρακεταμόλη
Η παρακεταμόλη μπορεί να δώσει ψευδή αποτελέσματα ουρικού
οξέος στο αίμα με τη μέθοδο του φωσφοροβολφραμικού οξέος και
της γλυκόζης με τη μέθοδο οξειδάσης-υπεροξειδάσης.
Λιδοκαΐνη
Η ενδομυϊκή χορήγηση λιδοκαΐνης δύναται να αυξήσει τις
συγκεντρώσεις των κινασών της κρεατίνης του ορού, όπως η
φωσφοκινάση της κρεατίνης, γι’ αυτό στη διάγνωση πιθανού οξέος
εμφράγματος του μυοκαρδίου, απαιτείται προσδιορισμός των
ισοενζύμων.
4
4.6. Χορήγηση κατά την κύηση και το θηλασμό
Κύηση
Μέχρι σήμερα δεν έχουν προκύψει ενδείξεις ότι η παρακεταμόλη
προκαλεί δυσμενείς επιδράσεις στο έμβρυο.
Η ασφάλεια της λιδοκαΐνης κατά την κύηση δεν έχει
αποσαφηνιστεί.
Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η τερατογόνος επίδραση στους
ανθρώπους από το έκδοχο glycerol formal (βλ. παράγραφο 5.3). Για
τον λόγο αυτό το φάρμακο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης και σε πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Θηλασμός
μ μ Η παρακετα όλη απεκκρίνεται στο ητρικό γάλα και έχει
μ 1:1 μ ανιχνευτεί σε συγκεντρώσεις ε αναλογία ε αυτές του
μ , μ πλάσ ατος αλλά δεν φαίνεται να έχει δυσ ενείς επιδράσεις στο
μ μ μ .βρέφος όταν χορηγείται σύ φωνα ε το δοσολογικό σχή α
Η λιδοκαΐνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα και γι αυτό το
λόγο πρέπει να λαμβάνονται οι απαιτούμενες προφυλάξεις.
Δεν υπάρχουν μελέτες για τις επιδράσεις του εκδόχου
Glycerol Formal κατά τη διάρκεια γαλουχίας και ως εκ τούτου
συνιστάται προσοχή κατά τη χορήγηση του προϊόντος στη
συγκεκριμένη περίοδο.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η λήψη του φαρμάκου δεν επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανημάτων.
5
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Παρακεταμόλη
Στις θεραπευτικές δόσεις στερείται, σχεδόν, ανεπιθύμητων
ενεργειών. Κατά τη χρόνια λήψη ή τη λήψη μεγάλων δόσεων
αναφέρονται ελαφρά γαστρικά ενοχλήματα, αιμολυτική αναιμία,
ακοκκιοκυταραιμία, μεθαιμοσφαιριναιμία, δερματικά εξανθήματα,
κνίδωση, πυρετός, υπογλυκαιμία, διέγερση του ΚΝΣ ή υπνηλία,
θρομβοκυτοπενική πορφύρα. Παρατεταμένη λήψη υψηλών δόσεων
μπορεί να προκαλέσει νεφροπάθεια και σπανίως παγκρεατίτιδα.
Σπάνια αντιδράσεις υπερευαισθησίας που εκδηλώνονται με
δερματικό εξάνθημα ή ερύθημα και απαιτείται διακοπή της
θεραπείας.
Λιδοκαΐνη
Σε θεραπευτικές δόσεις έχουν αναφερθεί ζάλη, σύγχυση,
παραισθήσεις, σπασμοί, δύσπνοια.
4.9. Υπερδοσολογία
Παρακεταμόλη
Η υπερδοσολογία μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας ακούσιας ή
εκούσιας λήψης μεγάλης ποσότητας παρακεταμόλης ή
παρατεταμένης λήψης υψηλών δόσεων. Οι συνέπειες μπορεί να
είναι πολύ σοβαρές. Η δια μιας λήψης 10 έως 15g παρακεταμόλης
από ενήλικες μπορεί να προκαλέσει βαρειά ηπατοκυτταρική
νέκρωση και σπανιότερα νεφρική σωληναριακή νέκρωση.
Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας εμφανίζονται εντός 24 ωρών
και εξελίσσονται σε βαρύτητα. Περιλαμβάνουν ναυτία, εμέτους,
υπεριδρωσία, λήθαργο, κοιλιακά άλγη. Η ηπατική βλάβη μπορεί να
εμφανισθεί και 4 έως 6 ημέρες μετά τη λήψη, ενώ συνήθως φθάνει
στο μέγιστο της βαρύτητάς της στις 3-4 ημέρες μετά τη λήψη.,
Μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα ηπατική ανεπάρκεια με
6
εγκεφαλοπάθεια, κώμα και θάνατο. Μπορεί επίσης να αναπτυχθούν
οξέωση, εγκεφαλικό οίδημα, αιμορραγία, υπογλυκαιμία, υπόταση,
λοίμωξη και νεφρική ανεπάρκεια.
Εργαστηριακώς αναπτύσσεται υπερτρανσαμινασαιμία,
υπερχολερυθριναιμία και παράταση του χρόνου προθρομβίνης, που
αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της εξέλιξης της ηπατικής λειτουργίας
και πρέπει να παρακολουθείται τακτικά. Επίσης είναι δυνατόν να
εμφανισθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια μετά από οξεία σωληναριακή
νέκρωση, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ηπατικής βλάβης, επίσης
βλάβες του μυοκαρδίου και παγκρεατίτιδα.
Η πιθανότητα της τοξικής επίδρασης της παρακεταμόλης αυξάνει
στους αλκοολικούς, σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα τα οποία
επάγουν τα ενζυμικά συστήματα του ήπατος και τους καχέκτες.
Η τοξικότητα της παρακεταμόλης οφείλεται στην παραγωγή ενός
εκ των μεταβολιτών της, της Ν-ακετυλ-ρ-βενζοκινονεϊμίνης
(NABQI), η οποία αδρανοποιείται με σύνδεση με γλουταθειόνη και
αποβάλλεται συνεζευγμένη με μερκαπτοπουρίνη και κυστεΐνη. Σε
περιπτώσεις υπερδοσολογίας τα αποθέματα της γλουταθειόνης
εξαντλούνται και η ελεύθερη NABQI ενώνεται με θειοϋδρυλικές
ομάδες στα ηπατοκύτταρα, τα οποία έτσι καταστρέφονται.
Ουσίες, όπως η ακετυλοκυστεΐνη και η μεθειονίνη, οι οποίες
επανορθώνουν τα αποθέματα της γλουταθειόνης χρησιμοποιούνται
ως αντίδοτα στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη.
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να γίνεται άμεσα σε
νοσοκομείο. Η γαστρική πλύση όταν εκτελείται εντός 2 ωρών από
της λήψεως απομακρύνει εκ του στομάχου τα υπολείμματα του
φαρμάκου. Η χορήγηση ενεργού άνθρακα εμποδίζει την
απορρόφηση της παρακεταμόλης από το έντερο. Η εφαρμογή
γενικών μέτρων υποστήριξης είναι απαραίτητη. Η χορήγηση του
αντιδότου αρχίζει αμέσως, εφόσον η ληφθείσα δόση είναι πάνω από
125mg/kg Β.Σ. για τους ενήλικες και πάνω από 200mg/kg Β.Σ. για
τα παιδιά και συνεχίζεται ή όχι, ανάλογα με τα αποτελέσματα των
μετρήσεων των επιπέδων της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
7
Η μέτρηση των επιπέδων πρέπει να γίνεται 4 ώρες μετά τη λήψη
και να έχει γίνει μέχρι 16 ώρες απ’ αυτή. Οι τιμές των επιπέδων
της παρακεταμόλης πλάσματος του ασθενούς συγκρίνονται με ένα
προτυποποιημένο νομόγραμμα των επιπέδων προς το χρόνο από
της λήψεως
(βλέπε σχήμα)
. Η χορήγηση του αντιδότου συνιστάται
εάν τα επίπεδα του ασθενούς είναι πάνω από τη γραμμή κινδύνου.
Γενικώς θεωρείται ότι η εφάπαξ λήψη άνω των 10g
παρακεταμόλης μπορεί να προκαλέσει κλινικώς έκδηλη
ηπατοκυτταρική βλάβη. Βαριά θανατηφόρα βλάβη συνήθως
επέρχεται με τη λήψη άνω των 25g. Οι συγκεντρώσεις της
παρακεταμόλης στο πλάσμα σχετίζονται με τη σοβαρότητα της
ηπατικής βλάβης. Επίπεδα άνω των 300μg/ml 4 ώρες μετά τη λήψη
είναι ενδεικτικά ανάπτυξης σοβαρής βλάβης. Επίπεδα κάτω των
150μg/ml σημαίνουν ότι η ανάπτυξη ηπατοκυτταρικής βλάβης
είναι απίθανη.
Η ακετυλκυστεΐνη χορηγείται από του στόματος ή ενδοφλεβίως.
Παρά το ότι είναι πιο αποτελεσματική όταν η χορήγησή της
αρχίζει εντός 8 ωρών από της λήψεως, πρέπει να χορηγείται και αν
ακόμη έχουν παρέλθει 24 ώρες από τη λήψη.
Ενδοφλεβίως χορηγούνται αρχικώς 150mg/kg διαλυμένα σε 200ml
γλυκόζης 5% που εγχύονται εντός 15΄-20΄ λεπτών, ακολουθούμενα
από έγχυση 50mg/kg σε 500 c.c. γλυκόζης 5% τις επόμενες 4 ώρες
και μετά 100mg/kg σε 1000 ml γλυκόζης 5% για τις επόμενες 16
ώρες.
Συνολικός χρόνος χορήγησης 20 ώρες. Εάν εμφανισθεί
αναφυλακτική αντίδραση αντιμετωπίζεται με αντιϊσταμινικά και η
χορήγηση της ακετυλκυστεΐνης μπορεί να συνεχισθεί με
χαμηλότερο ρυθμό.
Από του στόματος χορηγούνται αρχικώς 140mg/kg και εν συνεχεία
70mg/kg κάθε 4 ώρες, για 17 φορές.
Η μεθειονίνη πρέπει να χορηγείται το αργότερο 10 ώρες μετά τη
λήψη, διαφορετικά η αποτελεσματικότητά της μειώνεται.
Χορηγούνται από του στόματος 2,5g κάθε 4 ώρες και για 4 φορές.
8
Εάν, εν τω μεταξύ, τα μετρηθέντα επίπεδα της παρακεταμόλης
είναι κάτω από το όριο κινδύνου διακόπτεται η χορήγηση του
αντιδότου.
Η αποτυχία της αγωγής με αντίδοτα είναι ένδειξη για
μεταμόσχευση ήπατος.
μ Συγκεντρώσεις της παρακετα όλης στομπλάσ α
4000
3000
2000
1300
1000
500
100
50
30
500
400
300
200
150
100
50
10
5
Αρχή του νομογράμματος
Κατώτερο όριο πιθανού κινδύνου
Κατώτερο όριο υψηλού κινδύνου
μmol/L μg/mL 4 8 12 16 20 24 28
Ώρες μετά τη λήψη
Νομόγραμμα προσδιορισμού του κινδύνου ηπατοκυτταρικής βλάβης
σύμφωνα με τις συγκεντρώσεις της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
Ισχύει μόνο για εφ άπαξ λήψη παρακεταμόλης. Για τα άτομα
υψηλού κινδύνου, ο κίνδυνος αρχίζει ήδη από τη συνεχή γραμμή
(κατά Rumack Matthew).
9
Λιδοκαΐνη
Οι υψηλές συγκεντρώσεις λιδοκαΐνης στο πλάσμα (>9μg/ml) μπορεί
να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις, κυρίως σπασμούς. Επίσης
μπορεί να προκαλέσουν μυϊκό τρόμο, απώλεια συνείδησης, κώμα,
καρδιαγγειακή καταστολή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Οι
υψηλές συγκεντρώσεις λιδοκαΐνης στο πλάσμα σε ασθενείς με
διαταραχές στην αγωγιμότητα του μυοκαρδίου, μπορεί να
προκαλέσουν υπόταση, αρρυθμία, αποκλεισμό καρδιακής
αγωγιμότητας και βραδυκαρδία με πιθανό επακόλουθο την
ανακοπή. Σε ασθενείς υπό αναισθησία δεν παρουσιάζονται γενικά
φαινόμενα τοξικότητας κεντρικής αιτιολογίας ή σπασμοί. Παρ’ όλα
αυτά, η καρδιαγγειακή καταστολή είναι η πρώτη εκδήλωση
τοξικότητας σε αυτούς τους ασθενείς.
- Η εμφάνιση έντονων αντιδράσεων απαιτεί τη διακοπή της
θεραπείας και επείγουσα αντιμετώπιση της κατάστασης. Είναι
απολύτως απαραίτητο οι αεροφόροι οδοί να παραμείνουν
ανοικτοί.
- Οι σπασμοί πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση
χαμηλών ενδοφλεβίων δόσεων διαζεπάμης ή βαρβιτουρικών
ταχείας δράσης (thiοpental, thiamylal) ή ακόμη με pentobarbital
ή secobarbital. Σε ασθενείς σε κατάσταση αναισθησίας
συνιστάται η χορήγηση σουκκινυλοχολίνης ενδοφλεβίως.
- Σε περίπτωση κυκλοφορικής κατέρρειψης ίσως χρειαστεί η
ενδοφλέβια χορήγηση ορού και αγγειοδιασταλτικών ουσιών,
όπως εφεδρίνη ή μεταραμινόλη.
10
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: N02B
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Παρακεταμόλη
μ μ Η παρακετα όλη αποτελεί τον κύριο ενεργό εταβολίτη της
. φαινακετίνης αλλά στερείται των παρενεργειών της Έχει
μ μ αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες παρό οιες ε αυτές του
μακετυλοσαλικυλικού οξέος και ασθενείς αντιφλεγ ονώδεις
. ιδιότητες Είναι ασθενής αναστολέας της βιοσύνθεσης των
προσταγλανδινών αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πιο
μ μ αποτελεσ ατική κατά των ενζύ ων του ΚΝΣ από αυτά της
. μπεριφέρειας Η αντιπυρετική της δράση οφείλεται σε ά εση
μ μ μ . επίδραση στα υποθαλα ικά θερ ορυθ ιστικά κέντρα Ο
μ μ .ηχανισ ός της αναλγητικής δράσης της δεν είναι γνωστός
μ μ Εφάπαξ ή επαναλα βανό ενη δοσολογία δεν επιδρά στο
μ . μ καρδιαγγειακό ή στο αναπνευστικό σύστη α Σε αντίθεση ε το
, μ ακετυλοσαλικυλικό οξύ η παρακετα όλη δεν επηρεάζει το χρόνο
μ , μ προθρο βίνης δεν έχει αντιαι οπεταλιακή δράση και δεν προκαλεί
. μεξελκώσεις στο γαστρεντερικό σωλήνα Η αντιφλεγ ονώδης
μ .δράση της είναι ακό η υπό έρευνα
Λιδοκαΐνη
Η δράση της λιδοκαΐνης οφείλεται σε ελάττωση της διαβατότητας
της κυτταρικής μεμβράνης στα ιόντα νατρίου με αποτέλεσμα την
επιβράδυνση της αποπόλωσης σε βαθμό που δεν αναπτύσσεται
δυναμικό ενεργείας.
μ μ μ Οι εταβολές αυτές προκαλούν ία αναστρέψι η φραγή της
μ μ νευρικής ώσης ε αποτέλεσ α την προσωρινή και τοπική
.εξουδετέρωση της ευαισθησίας στον πόνο
11
Η λιδοκαΐνη ανήκει, χημικά, στα αμινο-αμίδια και θεωρείται τοπικό
αναισθητικό μέσης διάρκειας. Η δράση της εκδηλώνεται άμεσα και
η διάρκειά της εκτείνεται από 90-200 λεπτά.
Οι άλλες φαρμακολογικές ιδιότητες της λιδοκαΐνης (σε
περιπτώσεις συστηματικής έγχυσης) οφείλονται στην εκτεταμένη
παρουσία της στις νευρικές μεμβράνες σε φάση διέγερσης και
ποικίλουν ανάλογα με την συγκέντρωσή της.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Παρακεταμόλη
Απορρόφηση:
Η απορρόφηση της παρακεταμόλης όταν χορηγείται από το στόμα
είναι ταχεία και πλήρης. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα
επιτυγχάνονται εντός 30-60 λεπτών μετά την κατάποση.
Κατανομή:
Η παρακεταμόλη κατανέμεται ταχέως σε όλους τους ιστούς.
Οι συγκεντρώσεις είναι συγκρίσιμες στο αίμα, το πλάσμα και το
σίελο.Οι συνηθισμένες αναλγητικές συγκεντρώσεις στο πλάσμα
είναι 5-20mcg/ml. Έχει βρεθεί ότι υπάρχει καλή συγγένεια μεταξύ
της συγκέντρωσής της στο πλάσμα και το αναλγητικό αποτέλεσμά
της. Η σύνδεσή της με τις πρωτεΐνες του πλάσματος κυμαίνεται
μεταξύ 20% και 50% σε τοξικές συγκεντρώσεις.
Διαπερνά τον πλακούντα και απεκκρίνεται στο γάλα.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι μικρή.
Μεταβολισμός:
Η παρακεταμόλη μεταβολίζεται κυρίως στο ήπαρ. Περίπου 4%
μεταβολίζεται μέσω των κυττοχρωμάτων του ήπατος Ρ-450 και
οξειδώνεται σε ένα τοξικό μεταβολίτη ο οποίος αποτοξινώνεται με
12
εκλεκτική σύνδεση με την ηπατική γλουταθιόνη και αποβάλλεται
στα ούρα συνδεδεμένος με κυστεΐνη και μερκαπτουρικό οξύ.
Οι δύο πιο σημαντικές οδοί μεταβολισμού είναι η σύζευξη για το
σχηματισμό γλυκουρονιδίων και θεϊικών ενώσεων, με τη μορφή
των οποίων αποβάλλεται στα ούρα.
Αυτός ο δεύτερος τρόπος κορέννυται ταχέως αν χορηγούνται
μεγαλύτερες δόσεις από τις θεραπευτικές.
Ελάχιστη ποσότητα μεταβολίζεται μέσω πολλαπλής λειτουργίας
οξειδασών του ήπατος και των νεφρών προς τον υδροξυλιωμένο
μεταβολίτη Ν-ακετυλ-ρ-βενζοκινονεϊμίνη (NABQI) που είναι τοξικός
για τα κύτταρα, αλλά, υπό τις συνιστώμενες δόσεις,
αδρανοποιείται από τη γλουταθειόνη και αποβάλλεται συζευγμένος
με μερκαπτοπουρίνη και κυστεΐνη.
Η μέση τιμή του χρόνου ημιζωής κατά την απέκκριση είναι 1-4
ώρες.
Αποβολή:
. Η αποβολή γίνεται κυρίως με τα ούρα υπό τη μορφή ανενεργών
γλυκουρονικών (60-80%) και θειικών μεταβολιτών (20-30%) και
5% απομακρύνεται αναλλοίωτο.
Το 90% της καταποθείσης δόσης αποβάλλεται σε 24 ώρες μέσω
των νεφρών κυρίως ως γλυκουρονίδια (60-80%) ή όξινους θειϊκούς
εστέρες (20-30%).
Λιγότερο από 5% αποβάλλεται αμετάβλητο.
Ο χρόνος ημιπεριόδου ζωής της αποβολής είναι περίπου 2 ώρες.
Φυσιοπαθολογικές περιπτώσεις
Νεφρική ανεπάρκεια:
Σε περίπτωση κάθαρσης κρεατινίνης
<10ml/min, η αποβολή της παρακεταμόλης και των μεταβολιτών
της επιβραδύνεται.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα δεν
φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα το μεταβολισμό της
παρακεταμόλης.
13
Ηλικιωμένα άτομα:
Η φαρμακοκινητική, η δυνατότητα σύνδεσης
και ο μεταβολισμός της παρακεταμόλης μεταβάλλονται ελαφρά ή
και καθόλου σε ηλικιωμένα άτομα. Δεν απαιτείται συνήθως
προσαρμογή της δόσης γι’ αυτόν τον πληθυσμό.
Νεογνά, βρέφη και παιδιά:
Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι της
παρακεταμόλης που παρατηρήθηκαν σε βρέφη και παιδιά είναι
παρόμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν σε ενήλικες, εκτός από
την ημιπερίοδο ζωής πλάσματος, που είναι λίγο βραχύτερη
(περίπου 2 ώρες) από εκείνη των ενηλίκων. Στα νεογνά, η
ημιπερίοδος ζωής είναι μεγαλύτερη από εκείνη των βρεφών
(περίπου 3,5 ώρες).
Νεογνά, βρέφη και παιδιά ηλικίας έως 10 ετών απεκκρίνουν
σημαντικά λιγότερα γλυκουρονίδια και περισσότερα συζευγμένα
θειικά σε σχέση με τους ενήλικες. Η συνολική απέκκριση της
παρακεταμόλης και των μεταβολιτών της είναι η ίδια για όλες τις
ηλικίες.
Λιδοκαΐνη
Απορρόφηση:
Η λιδοκαΐνη κατά την ενδομυϊκή της χορήγηση παρουσιάζει μία
σταδιακά ανερχόμενη και παρατεταμένη αύξηση της
συγκέντρωσης στο πλάσμα του αίματος. Η χορήγηση 6mg/kg
λιδοκαΐνης 10% στο δελτοειδή μυ δίνει θεραπευτικές
συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 1,5μg/ml για 120 λεπτά. Η
απορρόφηση διαφέρει ανάλογα με το μυ στον οποίο
πραγματοποιείται η χορήγηση. Στο γλουτιαίο μυ η απορρόφηση
είναι σημαντικά χαμηλότερη συγκριτικά με το δελτοειδή μυ.
Μεταβολισμός:
14
Το 95-97% της λιδοκαΐνης μεταβολίζεται στο ήπαρ. Κατά το
πρώτο στάδιο του μεταβολισμού παρατηρούνται δύο διαδοχικές
διαιθυλιώσεις από τις οποίες παράγονται δύο ενεργοί μεταβολίτες,
οι monoethylglycine xylidate και μετά glycine xylidate.
Κατανομή:
Η κατανομή της λιδοκαΐνης εντοπίζεται κύρια στον σπλήνα, τους
πνεύμονες και τα νεφρά. Παρουσιάζει μεγαλύτερη χημική
συγγένεια με το πλάσμα από ότι με τα ερυθροκύτταρα, με
αποτέλεσμα η συγκέντρωσή της στο αίμα να είναι μικρότερη από
αυτήν στο πλάσμα. Ο όγκος κατανομής είναι 1,32 l/kg. Το ποσοστό
σύνδεσης με το πλάσμα ανέρχεται περίπου στο 65%.
Αποβολή:
Ο αμιδικός δεσμός της ουσίας υδρολύεται και σχηματίζει ξυλιδίνη,
η οποία υδροξυλιώνεται σε πάρα (p-) θέση και αποβάλλεται μέσω
των ούρων. Ο ρυθμός κάθαρσης ανέρχεται περίπου σε
10mg/min/kg. Λόγω του έντονου μεταβολισμού στο ήπαρ, η
απομάκρυνσή της μπορεί να καθυστερεί σε περιπτώσεις
παθολογικών ή μη καταστάσεων (β-αναστολείς της επινεφρίνης,
σιμετιδίνη) όπου υπάρχει μείωση της ηπατικής κυκλοφορίας ή σε
περίπτωση ηπατικής ανεπάρκειας.
5.3. Προκλινικά δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια
Παρακεταμόλη
Έχουν αξιολογηθεί οι επιδράσεις της παρακεταμόλης στη δίαιτα
αρουραίων και ποντικών σε 0, 600, 3000 και 6000 ppm επί 2 έτη.
Δεν υπήρξε ένδειξη καρκινογόνου δράσης της παρακεταμόλης σε
αρσενικούς αρουραίους καθώς και σε αρσενικούς και θηλυκούς
ποντικούς. Διφορούμενες ενδείξεις καρκινογόνου δράσης
σημειώθηκαν σε θηλυκούς αρουραίους λόγω αυξημένης επίπτωσης
μονοπύρηνης κυτταρικής λευχαιμίας.
15
Η συγκριτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για τη γονοτοξική και
καρκινογόνο δράση της παρακεταμόλης έδειξε ότι οι γονοτοξικές
επιδράσεις της παρακεταμόλης εμφανίζονται μόνο σε δοσολογίες
άνω του συνιστώμενου εύρους, με αποτέλεσμα σοβαρές τοξικές
επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων της έντονης τοξικότητας στο
ήπαρ και το μυελό των οστών. Στις θεραπευτικές δόσεις της
παρακεταμόλης δεν υπερβαίνεται το όριο για την πρόκληση
γονοτοξικότητας. Οι μελέτες σε ζώα δεν υπέδειξαν δυναμικό
καρκινογένεσης σε μη-ηπατοτοξικά επίπεδα δοσολογίας. Έχουν
παρατηρηθεί ογκογόνες επιδράσεις της παρακεταμόλης σε
παλαιότερες μελέτες, μόνον μετά από χορήγηση πολύ υψηλών,
κυτταροτοξικών δόσεων.
Λιδοκαΐνη
Δεν εφαρμόζεται.
Έκδοχο
glycerol
formal
glycerol formal Το έκδοχο δείχνει τερατογόνες επιδράσεις σε
μ μ . Δ πειρά ατα ε ζώα εν έχουν παρατηρηθεί τερατογόνες
.επιδράσεις στον άνθρωπο
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Edetate disodium
Sodium metabisulfite
Disodium phosphate dodecahydrate
Ethanol
Glycerol formal
Water for injection
16
6.2. Ασυμβατότητες
μ Κα ία γνωστή μ μ .έχρι σή ερα
6.3. Διάρκεια ζωής
30 μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι το προϊόν φυλάσσεται κλειστό,
στην αρχική του συσκευασία σύμφωνα με τις οδηγίες διατήρησης.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη διατήρηση του προϊόντος
Διατηρείται σε κλειστή συσκευασία και σε θερμοκρασία 25° C.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το APOTEL PLUS
μ είναι συσκευασ ένο σε υάλινες
μ μ 4ml. 3 5καρα ελόχρω ες φύσιγγες των Οι φύσιγγες αυτές ανά και
.τοποθετούνται σε θήκη από πολυαιθυλένιο
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
Δεν εφαρμόζεται.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
UNI-PHARMA ΚΛΕΩΝ ΤΣΕΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ Α.Β.Ε.Ε.
14º Χλμ. Εθνικής Οδού Αθηνών – Λαμίας 1
145 64 Κηφισιά
Τηλ.: 210 8072512
Fax: 210 8078907
17
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
37266/09/02.06.2009.
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
26.11.2002.
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18