εγκεφαλοπάθεια, κώμα και θάνατο. Μπορεί επίσης να αναπτυχθούν
οξέωση, εγκεφαλικό οίδημα, αιμορραγία, υπογλυκαιμία, υπόταση,
λοίμωξη και νεφρική ανεπάρκεια.
Εργαστηριακώς αναπτύσσεται υπερτρανσαμινασαιμία,
υπερχολερυθριναιμία και παράταση του χρόνου προθρομβίνης, που
αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της εξέλιξης της ηπατικής λειτουργίας
και πρέπει να παρακολουθείται τακτικά. Επίσης είναι δυνατόν να
εμφανισθεί οξεία νεφρική ανεπάρκεια μετά από οξεία σωληναριακή
νέκρωση, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ηπατικής βλάβης, επίσης
βλάβες του μυοκαρδίου και παγκρεατίτιδα.
Η πιθανότητα της τοξικής επίδρασης της παρακεταμόλης αυξάνει
στους αλκοολικούς, σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα τα οποία
επάγουν τα ενζυμικά συστήματα του ήπατος και τους καχέκτες.
Η τοξικότητα της παρακεταμόλης οφείλεται στην παραγωγή ενός
εκ των μεταβολιτών της, της Ν-ακετυλ-ρ-βενζοκινονεϊμίνης
(NABQI), η οποία αδρανοποιείται με σύνδεση με γλουταθειόνη και
αποβάλλεται συνεζευγμένη με μερκαπτοπουρίνη και κυστεΐνη. Σε
περιπτώσεις υπερδοσολογίας τα αποθέματα της γλουταθειόνης
εξαντλούνται και η ελεύθερη NABQI ενώνεται με θειοϋδρυλικές
ομάδες στα ηπατοκύτταρα, τα οποία έτσι καταστρέφονται.
Ουσίες, όπως η ακετυλοκυστεΐνη και η μεθειονίνη, οι οποίες
επανορθώνουν τα αποθέματα της γλουταθειόνης χρησιμοποιούνται
ως αντίδοτα στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη.
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να γίνεται άμεσα σε
νοσοκομείο. Η γαστρική πλύση όταν εκτελείται εντός 2 ωρών από
της λήψεως απομακρύνει εκ του στομάχου τα υπολείμματα του
φαρμάκου. Η χορήγηση ενεργού άνθρακα εμποδίζει την
απορρόφηση της παρακεταμόλης από το έντερο. Η εφαρμογή
γενικών μέτρων υποστήριξης είναι απαραίτητη. Η χορήγηση του
αντιδότου αρχίζει αμέσως, εφόσον η ληφθείσα δόση είναι πάνω από
125mg/kg Β.Σ. για τους ενήλικες και πάνω από 200mg/kg Β.Σ. για
τα παιδιά και συνεχίζεται ή όχι, ανάλογα με τα αποτελέσματα των
μετρήσεων των επιπέδων της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
7