τη λήψη του με νερό.
Η L-καρνιτίνη δεν προκαλεί εθισμό ή εξάρτηση, γιατί είναι μία φυσική ουσία του
οργανισμού.
Η χορήγηση L-καρνιτίνης σε διαβητικούς, σε θεραπεία με ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά από
το στόμα, μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία, λόγω καλύτερης χρήσης της γλυκόζης.
Συνεπώς, το σάκχαρο αυτών των ασθενών πρέπει να ελέγχεται συχνά, ώστε να
ρυθμίζεται κατάλληλα η αντιδιαβητική τους αγωγή.
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή με σοβαρή καταστολή της
νεφρικής λειτουργίας, δε συνιστάται η χορήγηση από το στόμα L- καρνιτίνης σε υψηλές
δόσεις, για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί είναι πιθανή η άθροιση στο αίμα των
κυριοτέρων μεταβολιτών (τριμεθυλαμίνη, ΤΜΑ και οξείδιο της τριμεθυλαμίνης, ΤΜΑΟ)
λόγω της πλημμελούς απομάκρυνσής τους από τους νεφρούς. Η άθροιση αυτή
προκαλεί αύξηση της τριμεθυλαμίνης στα ούρα. Στην περίπτωση αυτή τα ούρα, η
αναπνοή και ο ιδρώτας αναδίδουν έντονη «οσμή ψαριού».
Κύηση και Γαλουχία: Το Levamin μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της
κύησης και του θηλασμού, μόνο εάν κρίνει ο γιατρός σας ότι είναι απολύτως αναγκαίο.
Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων: Το Levamin δεν
επιδρά στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες: Δεν είναι γνωστές. Πριν πάρετε το
φάρμακο, πρέπει να έχετε ενημερώσει το γιατρό σας για κάθε φάρμακο που τυχόν
παίρνετε. Φάρμακο είναι και κάθε προϊόν που χορηγείται και χωρίς ιατρική συνταγή.
Δοσολογία & Tρόπος Χορήγησης:
Τρόπος χορήγησης: Το Levamin πόσιμο διάλυμα, χορηγείται από το στόμα και πρέπει
να αραιώνεται πριν από τη λήψη του με νερό ή χυμό φρούτων.
Δοσολογία: Για τον καθορισμό της βέλτιστης δοσολογίας συνιστάται να παρακολουθείται
το αποτέλεσμα της θεραπείας με μέτρηση των επιπέδων της ελεύθερης και της ακυλικής
L-καρνιτίνης στο πλάσμα και τα ούρα.
Οι συγκεντρώσεις της ελεύθερης L-καρνιτίνης στο πλάσμα πρέπει να είναι 35 έως 60
μmol/L. Ο λόγος των συγκεντρώσεων στο πλάσμα της ακυλικής προς την ελεύθερη L-
καρνιτίνη, πρέπει να είναι μικρότερος από 0,35.
Παιδιά μικρότερα των 12 ετών.
Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης.
Η απαιτούμενη δοσολογία εξαρτάται από την πάθηση και τη βαρύτητα της καταστάσεως
του ασθενούς. Γενικώς, συνιστώνται 100-200mg/kg βάρους σώματος ημερησίως,
χορηγούμενα σε 2-4 διαιρεμένες δόσεις. Εάν τα συμπτώματα και τα βιοχημικά ευρήματα
δε βελτιώνονται η δόση μπορεί να αυξηθεί για βραχύ χρονικό διάστημα. Υψηλές δόσεις
μέχρι 400ml/kg ημερησίως, μπορεί να χρειασθούν σε οξείες καταστάσεις.
Δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης σε αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, με τελικού
σταδίου νεφρική ανεπάρκεια.
Στις περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί θεραπευτικό αποτέλεσμα με την ενδοφλέβια
χορήγηση, αυτό μπορεί να διατηρηθεί με την καθημερινή χορήγηση διαλυματος που
περιέχε 1g L-καρνιτίνης από το στόμα.
Ενήλικες και παιδιά μεγαλύτερα των 12 ετών.
Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης.
Η απαιτούμενη δοσολογία εξαρτάται από την πάθηση και την βαρύτητα της
καταστάσεως του ασθενούς. Γενικώς, συνιστώνται δόσεις 100 έως 200mg/kg βάρους
σώματος ημερησίως, χορηγούμενα σε 2-4 διαιρεμένες λήψεις. Εάν τα συμπτώματα και
τα βιοχημικά ευρήματα δε βελτιώνονται η δόση μπορεί να αυξηθεί για βραχύ χρονικό