1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ADVIL
Ibuprofen
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Advil
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ibuprofen (ιβουπροφαίνη) 200 mg επικαλυμμένα δισκία και 400 mg
επικαλυμμένα με λεπτό
υμένιο δισκία
Ibuprofen (ιβουπροφαίνη) 200 & 400 mg καψάκια μαλακά
- Ibuprofen: C
13
H
18
O
2
2-methyl-4-(2methylpropyl) Benzene active acid, p-isobutyl hydrotropic acid,
2-(4-isobutylphenyl) propionic acid, Ph.Eur.
Έκδοχα με γνωστή δράση: σορβιτόλη και κάλιο (καψάκια), σακχαρόζη (δισκία)
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ:
Επικαλυμμένα δισκία, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία και καψάκια
μαλακά.
4. ΚΛΙΝΙΚEΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική αντιμετώπιση για την ανακούφιση του άλγους και της
φλεγμονής που σχετίζεται με εκφυλιστικές παθήσεις των αρθρώσεων.
Άμεση συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους κατά τη διάρκεια της
εμμήνου ρύσεως (δυσμηνόρροια).
Συμπτωματική αντιμετώπιση ήπιας έως μέτριας βαρύτητας άλγους
(κεφαλαλγία, μυοσκελετικό άλγος, οδοντικό άλγος).
Πυρετός.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν, χρησιμοποιώντας τη
χαμηλότερη αποτελεσματική δόση για τη μικρότερη διάρκεια , η οποία είναι
απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλέπε παράγραφο 4.4).
Παιδιατρικός Πληθυσμός
Το Advil δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά κάτω των 12 ετών.
Ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών
Ως ήπιο αναλγητικό, αντιπυρετικό και για την δυσμηνόρροια
Η αρχική δόση είναι (200-400 mg) και εάν χρειαστεί (200-400 mg) επιπλέον
κάθε 4-6 ώρες. Όχι περισσότερo από 1,2 g ημερησίως.
μ μ μ , Εάν τα συ πτώ ατα επιδεινωθούν ετά από βραχυχρόνια χρήση ο ασθενής
μ .πρέπει να συ βουλευθεί το γιατρό του
2
Να μη χρησιμοποιείται σε εμπύρετες καταστάσεις για διάστημα μεγαλύτερο
από 3 ημέρες και σε επώδυνες καταστάσεις για διάστημα μεγαλύτερο από 6
ημέρες, εκτός εάν το συνιστά ο γιατρός.
Για την αντιμετώπιση του άλγους και της φλεγμονής που σχετίζεται με
εκφυλιστικές παθήσεις των αρθρώσεων
1,2 g-1,8 g ημερησίως σε 3-4 διηρημένες δόσεις.
Μέγιστη δόση ασφαλείας: 2,4 g ημερησίως. Δόση συντήρησης 0,6-1,2 g
ημερησίως.
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται ειδική ρύθμιση της δοσολογίας. Εξαιτίας των πιθανών
ανεπιθύμητων ενεργειών (βλ. παράγραφο 4.4- Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση), συνιστάται η παρακολούθηση των ηλικιωμένων
να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Νεφρική Ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται μείωση της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας (για ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια, βλέπε παράγραφο 4.3 - Αντενδείξεις).
Ηπατική Ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται μείωση της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ανεπάρκεια της ηπατική λειτουργίας (για ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια, βλέπε παράγραφο 4.3-Αντενδείξεις).
Τρόπος χορήγησης
Από στόματος χρήση.
Για την ταχύτερη έναρξη της δράσης, το φάρμακο πρέπει να χορηγείται με
άδειο στομάχι. Οι ασθενείς με ευαισθησία στο στομάχι συνιστάται να
λαμβάνουν την ιβουπροφαίνη μαζί με τροφή.
Τα δισκία ιβουπροφαίνης πρέπει να λαμβάνονται μαζί με αρκετό υγρό. Τα
δισκία ιβουπροφαίνης πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα χωρίς να μασώνται,
να θραύονται, να συνθλίβονται ή να πιπιλίζονται ώστε να αποφεύγεται η
στοματική ενόχληση και ο ερεθισμός του φάρυγγα.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα του
φαρμάκου
Σε ασθενείς με ενεργό πεπτικό έλκος ή ιστορικό πεπτικού έλκους ή άλλες
οργανικές παθήσεις του πεπτικού ή με ιστορικό υποτροπιαζουσών
αιμορραγιών.
Σε ασθενείς με ιστορικό αιμορραγίας του γαστρεντερικού ή διάτρησης που
σχετίζονται με προηγούμενη ΜΣΑΦ θεραπεία.
Σε ασθενείς με ιστορικό ή ενεργό ελκώδη κολίτιδα, νόσο του Crohn,
υποτροπιάζον πεπτικό έλκος ή αιμορραγία του γαστρεντερικού (που ορίζεται
ως δύο ή περισσότερα ξεχωριστά επεισόδια αποδεδειγμένου έλκους ή
αιμορραγίας).
Σε ασθενείς με ιστορικό βρογχόσπασμου, άσθματος, ρινίτιδας, κνίδωσης ή
αντιδράσεις αλλεργικού τύπου μετά από λήψη ακετυλοσαλικυλικού
οξέος/ασπιρίνης ή άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή ασπιρίνη.
Σε ασθενείς με αιματολογική νόσο.
3
Σε ασθενείς με παθήσεις που σχετίζονται με αυξημένη τάση για αιμορραγία
ή ενεργό αιμορραγία.
Σε ασθενείς με βαριά ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια (σπειραματική διήθηση
κάτω των 30 mL/min).
Σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια (Κατηγορία IV κατά NYHA)
Σε ασθενείς με σοβαρή αφυδάτωση (που προκαλείται από έμετο, διάρροια ή
ανεπαρκή λήψη υγρών).
Στην εγκυμοσύνη και γαλουχία (η ασφάλεια του για τέτοια χρήση δεν έχει
ακόμη διαπιστωθεί).
Οι υγρές μορφές των προϊόντων αντενδείκνυνται σε παιδιά ηλικίας
μικρότερης των 3 μηνών και βάρους μικρότερου των 6 kgς 4.2).
Αντενδείκνυται σε παιδιά κάτω των 12 ετών.
Κατά τη διάρκεια του 3
ου
τρίμηνου της κύησης.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Γενικές Προειδοποιήσεις
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν, χρησιμοποιώντας τη
χαμηλότερη αποτελεσματική δόση για τη μικρότερη διάρκεια , η οποία είναι
απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλέπε παράγραφο 4.2 και
γαστρεντερικές και καρδιακές επιδράσεις παρακάτω).
Η ιβουπροφαίνη, όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ, μπορεί να καλύψει τα συμπτώματα
λοίμωξης.
Η ταυτόχρονη χορήγηση της ιβουπροφαίνης και άλλων ΜΣΑΦ,
συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης-2
(COX-2), θα πρέπει να αποφεύγεται λόγω του αυξημένου κινδύνου έλκους ή
αιμορραγίας (βλέπε 4.5- Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης).
Η ιβουπροφαίνη μπορεί προσωρινά να αναστείλει τη λειτουργία των
αιμοπεταλίων στο αίμα (συγκόλληση αιμοπεταλίων).
Η μακροχρόνια χρήση αναλγητικών μπορεί να προκαλέσει κεφαλαλγία, η οποία
δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί με υψηλότερες δόσεις του φαρμάκου.
Με την ταυτόχρονη κατανάλωση αλκοόλ, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που
σχετίζονται με τη δραστική ουσία, ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με το
γαστρεντερικό σωλήνα ή το κεντρικό νευρικό σύστημα, μπορεί να αυξηθούν με
τη χρήση ΜΣΑΦ.
To φάρμακο πρέπει να χορηγείται σε μειωμένη δόση και με προσοχή:
- Σε υπερήλικες και εξασθενημένα άτομα.
- Σε ασθενείς με υπέρταση που λαμβάνουν διουρητικά.
- Σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Σε μακροχρόνια χορήγηση
χρειάζεται κατά διαστήματα αιματολογικός έλεγχος του ασθενούς.
- Σε ασθενείς με γαστρεντερικές διαταραχές και χρόνιες φλεγμονώδεις
εντερικές παθήσεις, ελκώδης κολίτιδα (νόσος του Crohn).
Χρήση σε ηλικιωμένους
4
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών
στα ΜΣΑΦ ειδικά αιμορραγία του γαστρεντερικού και διάτρηση, που μπορούν
να αποβούν θανατηφόρες.
Καρδιαγγειακές και αγγειακές εγκεφαλικές επιδράσεις
Πριν από την έναρξη της θεραπείας απαιτείται η κλινική εκτίμηση (από το
γιατρό ή το φαρμακοποιό) σε ασθενείς με ιστορικό υπέρτασης και/ή καρδιακή
ανεπάρκεια, καθώς έχει αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα που
σχετίζονται με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Κλινικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η χρήση της ιβουπροφαίνης, ιδιαίτερα σε
υψηλές δόσεις (2400 mgμέρα), μπορεί να σχετίζεται με μια μικρή αύξηση του
κινδύνου εμφάνισης θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα
έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο). Συνολικά οι
επιδημιολογικές μελέτες δεν υποδεικνύουν ότι οι χαμηλές δόσεις
ιβουπροφαίνης (π.χ. ≤1200 mg/ημέρα) συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων.
Οι ασθενείς με μη ελεγχόμενη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
(NYHA II-III), διαγνωσμένη ισχαιμική καρδιακή νόσο, περιφερική αρτηριακή
νόσο και /ή εγκεφαλοαγγειακή νόσο πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία με
ιβουπροφαίνη κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης, ενώ πρέπει να αποφεύγονται
οι υψηλές δόσεις (2.400 mg/ημέρα).
Απαιτείται επίσης προσεκτική αξιολόγηση πριν την έναρξη μακροπρόθεσμης
θεραπείας σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών
επεισοδίων (π.χ. υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα) ,
ιδιαίτερα εάν απαιτείται η χορήγηση υψηλών δόσεων ιβουπροφαίνης (2.400
mg/ημέρα).
Αιμορραγία του γαστρεντερικού, έλκος και διάτρηση
Η ιβουπροφαίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
πεπτικού έλκους ή άλλων γαστρεντερικών παθήσεων, εφόσον μπορεί να
υπάρξει επιδείνωση των συμπτωμάτων (βλέπε παράγραφο 4.3- Αντενδείξεις).
Αιμορραγία του γαστρεντερικού, έλκος ή διάτρηση έχουν αναφερθεί με όλα τα
ΜΣΑΦ σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες αυτές μπορεί να είναι θανατηφόρες και ενδέχεται να
προκύψουν με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό
σοβαρών γαστρεντερικών συμβάντων.
Ο κίνδυνος αιμορραγίας, έλκους ή διάτρησης του γαστρεντερικού συστήματος
είναι μεγαλύτερος όταν αυξάνονται οι δόσεις ΜΣΑΦ σε ασθενείς με ιστορικό
ελκών, ειδικά όταν υπάρχουν επιπλοκές με αιμορραγία ή διάτρηση (βλέπε
παράγραφο 4.3- Αντενδείξεις) και στους ηλικιωμένους. Οι ασθενείς αυτοί θα
πρέπει να αρχίσουν τη θεραπεία με τη μικρότερη δυνατή δόση.
Η συνδυασμένη θεραπεία με γαστροπροστατευτικούς παράγοντες (π.χ.
misoprostol ή αναστολείς αντλίας πρωτονίων) πρέπει να εξετάζεται σε αυτούς
τους ασθενείς, καθώς και σε ασθενείς που απαιτείται να λαμβάνουν
ταυτόχρονα χαμηλές δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή άλλα φάρμακα που
πιθανόν να αυξήσουν τον κίνδυνο γαστρορραγίας (βλέπε παρακάτω και
παράγραφο 4.5- Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης).
Ασθενείς με ιστορικό γαστρεντερικής νόσου, ειδικά οι ηλικιωμένοι ασθενείς,
θα πρέπει να αναφέρουν οποιοδήποτε ασυνήθιστο κοιλιακό σύμπτωμα (ειδικά
5
αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα), κυρίως στα αρχικά στάδια της
θεραπείας.
Πρέπει να δίνεται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη αγωγή που
θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο έλκους ή αιμορραγίας, όπως από
στόματος κορτικοστεροειδή, αντιπηκτικά όπως η βαρφαρίνη, εκλεκτικούς
αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης ή αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα
όπως το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (βλέπε παράγραφο 4.5- Αλληλεπιδράσεις με
άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης).
Εάν παρουσιαστεί αιμορραγία του γαστρεντερικού ή έλκος σε ασθενείς που
λαμβάνουν ιβουπροφαίνη, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί.
Τα ΜΣΑΦ θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
πεπτικού έλκους και άλλες γαστρεντερικές διαταραχές όπως ελκώδης κολίτιδα
και νόσος του Crohn διότι ενδέχεται οι καταστάσεις αυτές να επιδεινωθούν.
Νεφρικές επιδράσεις
Πρέπει να δίνεται προσοχή όταν αρχίζει θεραπεία με ιβουπροφαίνη σε ασθενείς
με σοβαρή αφυδάτωση, ειδικά στα παιδιά, τους εφήβους και τους ηλικιωμένους
διότι υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης νεφρικής δυσλειτουργίας.
Όπως με τα άλλα ΜΣΑΦ, η μακροχρόνια χορήγηση της ιβουπροφαίνης έχει ως
αποτέλεσμα νέκρωση των νεφρικών θηλών καθώς και άλλες παθολογικές
αλλοιώσεις στους νεφρούς. Έχει επίσης παρατηρηθεί νεφρική τοξικότητα σε
ασθενείς στους οποίους οι προσταγλανδίνες των νεφρών παίζουν έναν
αντισταθμιστικό ρόλο στη διατήρηση της νεφρικής αιμάτωσης. Στους ασθενείς
αυτούς, η χορήγηση ενός μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου μπορεί
να προκαλέσει δοσoεξαρτώμενη μείωση της σύνθεσης προσταγλανδινών και,
κατά δεύτερο λόγο, της ροής του αίματος στους νεφρούς, που μπορεί να
επισπεύσουν έκδηλη έλλειψη αντισταθμίσεως στους νεφρούς. Οι ασθενείς που
κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν την αντίδραση αυτή είναι όσοι έχουν
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική
δυσλειτουργία, όσοι παίρνουν διουρητικά και αναστολείς ΜΕΑ και οι
ηλικιωμένοι. Η διακοπή της θεραπείας με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
φάρμακα ακολουθείται συνήθως από επάνοδο στην προ θεραπείας κατάσταση.
Γενικά, η συνεχής λήψη παυσίπονων, ιδίως όταν συνδυάζονται διαφορετικές
δραστικές ουσίες για την ανακούφιση του πόνου, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη
νεφρική βλάβη και νεφρική ανεπάρκεια (νεφροπάθεια από αναλγητικά). Ο
κίνδυνος αυτός μπορεί να αυξηθεί με τη σωματική καταπόνηση που σχετίζεται
με απώλεια άλατος και αφυδάτωση. Για το λόγο αυτό, η συνεχής λήψη θα
πρέπει να αποφεύγεται.
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με υπέρταση και/ή καρδιακή δυσλειτουργία,
καθώς η νεφρική λειτουργία μπορεί να επιδεινωθεί (βλέπε παραγράφους 4.3-
Αντενδείξεις και 4.8-Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος
Απαιτείται προσοχή όταν η ιβουπροφαίνη χορηγείται σε ασθενείς που
υποφέρουν ή έχουν ιστορικό βρογχικού άσθματος εφόσον έχει αναφερθεί ότι τα
ΜΣΑΦ προκαλούν βρογχόσπασμο στους ασθενείς αυτούς.
Δερματολογικές επιδράσεις
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, κάποιες εξ αυτών θανατηφόρες, που
συμπεριλαμβάνουν αποφολιδωτική δερματίτιδα, σύνδρομο Stevens-Johnson και
τοξική επιδερμική νεκρόλυση έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια μετά από χορήγηση
6
ΜΣΑΦ (βλέπε παράγραφο 4.8-Ανεπιθύμητες ενέργειες). Οι ασθενείς φαίνεται να
διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Στη
πλειονότητα των περιπτώσεων, η έναρξη των αντιδράσεων προκύπτει κατά τον
πρώτο μήνα θεραπείας. Η θεραπεία με ιβουπροφαίνη θα πρέπει να διακόπτεται
όταν πρωτοεμφανίζεται εξάνθημα, βλάβη του γαστρικού βλεννογόνου ή
οποιοδήποτε άλλο σύμπτωμα υπερευαισθησίας.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ανεμοβλογιά μπορεί να είναι η αιτία σοβαρών
λοιμώξεων του δέρματος και των μαλακών ιστών. Μέχρι σήμερα, η συμμετοχή
των ΜΣΑΦ στην επιδείνωση αυτών των λοιμώξεων δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Για το λόγο αυτό, συνιστάται η αποφυγή της χρήσης της ιβουπροφαίνης στην
περίπτωση της ανεμοβλογιάς.
Αιματολογικές Επιδράσεις
, , μ Η ιβουπροφαίνη όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ πορεί να αναστείλει τη συσσώρευση
μ μ .αι οπεταλίων και έχει παρατηρηθεί ότι παρατείνει το χρόνο ροής σε υγιή άτο α
Άσηπτη Μηνιγγίτιδα/Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και
νοσήματα του συνδετικού ιστού
Προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ) και
με νοσήματα του συνδετικού ιστού. Πιθανόν να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος
εμφάνισης άσηπτης μηνιγγίτιδας (βλέπε παρακάτω και παράγραφο 4.8-
Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Αλλεργικές αντιδράσεις
Σοβαρές οξείες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλακτική καταπληξία)
παρατηρούνται πολύ σπάνια. Με τα πρώτα σημάδια αντίδρασης
υπερευαισθησίας μετά τη λήψη/χορήγηση ιβουπροφαίνης, η θεραπεία πρέπει να
σταματήσει. Τα απαιτούμενα ιατρικά μέτρα, ανάλογα με τα συμπτώματα, θα
πρέπει να ξεκινήσουν από εξειδικευμένο προσωπικό.
Απαιτείται προσοχή στους ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν υπερευαισθησία ή
αλλεργικές αντιδράσεις σε άλλες ουσίες, καθώς μπορεί να διατρέχουν
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας που εμφανίζονται
με την ιβουπροφαίνη.
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από αλλεργική ρινίτιδα, ρινικούς
πολύποδες ή χρόνιες αποφρακτικές αναπνευστικές διαταραχές, καθώς υπάρχει
αυξημένος κίνδυνος αλλεργικών αντιδράσεων, οι οποίες μπορεί να
παρουσιαστούν ως κρίσεις άσθματος (το λεγόμενο άσθμα που προκαλείται από
τα αναλγητικά), οίδημα Quincke ή κνίδωση.
Πληροφορίες σχετικά με τα έκδοχα
Τα δισκία Advil περιέχουν σακχαρόζη, ενώ τα καψάκια Advil περιέχουν
σορβιτόλη.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας σε γλυκόζη, κακή
απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σουκράσης- ισομαλτάσης δεν
πρέπει να πάρουν τα δισκία Advil.
Oι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη
δεν πρέπει να πάρουν τα καψάκια Advil.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
7
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους ασθενείς που λαμβάνουν τα ακόλουθα
φάρμακα, εφόσον έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις σε κάποιους εξ αυτών:
Ταυτόχρονη χρήση
ιβουπροφαίνης με:
Πιθανές επιδράσεις:
Διουρητικά, αναστολείς
του ΜΕΑ, β-
αποκλειστές και
ανταγωνιστές της
αγγειοτενσίνης ΙΙ
Τα ΜΣΑΦ ενδέχεται να ελαττώσουν τη δράση αυτών
των φαρμάκων. Τα διουρητικά μπορούν να αυξήσουν
τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας των ΜΣΑΦ. Σε
ορισμένους ασθενείς με κατασταλμένη νεφρική
λειτουργία (π.χ. αφυδατωμένοι ασθενείς ή
ηλικιωμένοι ασθενείς με κατασταλμένη νεφρική
λειτουργία) η συγχορήγηση αναστολέα του MEΑ, β-
αποκλειστή ή ανταγωνιστή της αγγειοτενσίνης ΙΙ και
παραγόντων που αναστέλλουν την κυκλοξυγενάση
έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της νεφρικής
λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής
οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία είναι συνήθως
αναστρέψιμη. Επομένως, ο συνδυασμός πρέπει να
χορηγείται με προσοχή, ειδικά στους ηλικιωμένους.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς
και απαιτείται προσοχή στην παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της
συνδυαστικής θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια.
Καρδιακές γλυκοσίδες Τα ΜΣΑΦ ενδέχεται να επιδεινώσουν την καρδιακή
ανεπάρκεια, να μειώσουν το ρυθμό της
σπειραματικής διήθησης και να αυξήσουν τα επίπεδα
των καρδιακών γλυκοσιδών (π.χ. διγοξίνη) στο
πλάσμα.
Λίθιο Η ταυτόχρονη χρήση ιβουπροφαίνης και
σκευασμάτων λιθίου μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα
αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων στον ορό.
Μεθοτρεξάτη Τα ΜΣΑΦ ενδέχεται να αναστείλουν τη σωληναριακή
έκκριση της μεθοτρεξάτης και να μειώσουν την
κάθαρση της μεθοτρεξάτης.
Κυκλοσπορίνη Αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας με ΜΣΑΦ.
Mifepristone Μείωση στην αποτελεσματικότητα του
φαρμακευτικού προϊόντος μπορεί θεωρητικά να
συμβεί λόγω των αντιπροσταγλανδινικών ιδιοτήτων
των ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένου του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος. Περιορισμένα στοιχεία
δείχνουν ότι η συγχορήγηση ΜΣΑΦ την ημέρα
χορήγησης προσταγλανδίνης δεν επηρεάζει αρνητικά
τις επιδράσεις της mifepristone ή της
προσταγλανδίνης στην τραχηλική ωρίμανση ή την
συσταλτικότητα της μήτρας και δεν μειώνει την
κλινική αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής
διακοπής της κύησης.
Κορτικοστεροειδή Η ιβουπροφαίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με
προσοχή σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή, διότι
μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος ανεπιθύμητων
αντιδράσεων, ειδικά στο γαστρεντερικό σωλήνα
(έλκους ή αιμορραγία του γαστρεντερικού) (βλ.
παραγράφους 4.3- Αντενδείξεις και 4.4- Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Αντιπηκτικά Τα ΜΣΑΦ ενδέχεται να ενισχύσουν τη δράση των
αντιπηκτικών, όπως η βαρφαρίνη (βλ. παράγραφο 4.4-
8
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ Η ταυτόχρονη χορήγηση ιβουπροφαίνης και
ακετυλοσαλικυλικού οξέος γενικά αντενδείκνυται
λόγω του ενδεχόμενου αυξημένης εμφάνισης
ανεπιθύμητων ενεργειών.
Πειραματικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η
ιβουπροφαίνη πιθανόν να αναστέλλει ανταγωνιστικά
την επίδραση των χαμηλών δόσεων
ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη συσσώρευση των
αιμοπεταλίων όταν τα δύο φάρμακα χορηγούνται
ταυτόχρονα. Παρόλο που υπάρχουν ασάφειες ως προς
την παρέκταση των εν λόγω δεδομένων σε κλινικές
συνθήκες, δεν αποκλείεται η πιθανότητα ότι η
τακτική, μακροπρόθεσμη χρήση της ιβουπροφαίνης
ενδέχεται να συμβάλει στη μείωση της
καρδιοπροστατευτικής επίδρασης του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος χαμηλής δοσολογίας. Δεν
υπάρχει το ενδεχόμενο κλινικά σχετικής επίδρασης
από την περιστασιακή χρήση της ιβουπροφαίνης (βλ.
παράγραφο 5.1).
Σουλφονυλουρίες Τα ΜΣΑΦ μπορεί να ενισχύσουν τις επιδράσεις των
σουλφονυλουριών. Υπήρξαν σπάνιες αναφορές
υπογλυκαιμίας σε ασθενείς υπό θεραπεία με
σουλφονυλουρίες που λάμβαναν ιβουπροφαίνη.
Zidovudine Όταν τα ΜΣΑΦ χορηγούνται μαζί με zidovudine
μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αιματολογικής
τοξικότητας. Υπάρχουν στοιχεία για αυξημένο
κίνδυνο αιμάρθρων και αιματώματος σε HIV(+)
αιμορροφιλικούς που λαμβάνουν ταυτόχρονα
θεραπεία με zidovudine και ιβουπροφαίνη.
Άλλα ΜΣΑΦ,
συμπεριλαμβανομένων
των σαλικυλικών και
των εκλεκτικών
αναστολέων της
κυκλοξυγενάσης-2
Η ταυτόχρονη χορήγηση διαφόρων ΜΣΑΦ μπορεί να
αυξήσει τον κίνδυνο γαστρεντερικών ελκών και
αιμορραγίας εξαιτίας της συνεργατικής δράσης. Η
ταυτόχρονη χρήση ιβουπροφαίνης με άλλα ΜΣΑΦ
μπορεί, επομένως, να αποφευχθεί (βλ. παράγραφο 4.4-
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση).
Αμινογλυκοσίδες Τα ΜΣΑΦ ενδέχεται να ελαττώσουν την απέκκριση
των αμινογλυκοσιδών.
Χολεστυραμίνη Η ταυτόχρονη χορήγηση ιβουπροφαίνης και
χολεστυραμίνης μπορεί να μειώσει την απορρόφηση
της ιβουπροφαίνης στο γαστρεντερικό σωλήνα.
Ωστόσο, η κλινική σημασία είναι άγνωστη.
Tacrolimus Όταν τα ΜΣΑΦ χορηγούνται μαζί με tacrolimus
μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας.
Αντιαιμοπεταλιακά
φάρμακα και
εκλεκτικοί αναστολείς
της επαναπρόσληψης
της σεροτονίνης
(SSRIs)
Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας του γαστρεντερικού
(βλ. παράγραφο 4.4- Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Φυτικά εκχυλίσματα Το Ginkgo biloba ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο
αιμορραγίας με ΜΣΑΦ.
Αντιβιοτικά τύπου
κινολόνης
Δεδομένα σε πειραματόζωα υποδεικνύουν ότι τα
ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο σπασμών που
9
σχετίζονται με αντιβιοτικά τύπου κινολόνης. Οι
ασθενείς που λαμβάνουν ΜΣΑΦ και κινολόνες
ενδέχεται να έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης
σπασμών.
Αναστολείς CYP2C9 Η ταυτόχρονη χορήγηση ιβουπροφαίνης με
αναστολείς του CYP2C9 μπορεί να αυξήσει την
έκθεση στην ιβουπροφαίνη (υπόστρωμα του CYP2C9).
Σε μια μελέτη με βορικοναζόλη και φλουκοναζόλη
(αναστολείς CYP2C9), καταδείχθηκε αυξημένη έκθεση
S(+)-ιβουπροφαίνης κατά περίπου 80 έως 100%. Θα
πρέπει να γίνεται μείωση της δόσης της
ιβουπροφαίνης όταν χορηγούνται ταυτόχρονα ισχυροί
αναστολείς του CYP2C9, ιδιαίτερα όταν υψηλές
δόσεις ιβουπροφαίνης χορηγούνται με βορικοναζόλη
ή φλουκοναζόλη.
Αμεθοπτερίνη Να αποφεύγεται η συγχορήγηση.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα
Υπάρχουν ενδείξεις ότι φάρμακα τα οποία αναστέλλουν τη σύνθεση
κυκλοξυγενάσης /προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσουν τη γυναικεία
γονιμότητα (επίδραση στην ωορρηξία) και δεν συνιστάται σε γυναίκες που
προσπαθούν να συλλάβουν. Σε γυναίκες που έχουν δυσκολίες να συλλάβουν ή
που υποβάλλονται σε έλεγχο της στειρότητας, θα πρέπει να εξετάζεται διακοπή
της θεραπείας με ιβουπροφαίνη. Η επίδραση στη γυναικεία γονιμότητα είναι
αντιστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Κύηση
Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσει
αρνητικά την εγκυμοσύνη και / ή την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Στοιχεία από
επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής και καρδιακής
δυσπλασίας και γαστρόσχισης μετά τη χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης
προσταγλανδινών στην αρχή της εγκυμοσύνης. Ο κίνδυνος πιστεύεται ότι
αυξάνεται ανάλογα με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας. Στα ζώα, η
χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών έχει αποδειχθεί
ότι οδηγεί σε αύξηση των απωλειών προ και μετά εμφύτευσης και της
εμβρυϊκής θνησιμότητας. Επιπλέον, αυξημένος αριθμός περιστατικών
διαφόρων δυσπλασιών, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών, έχει
αναφερθεί σε ζώα που τους χορηγήθηκε αναστολέας σύνθεσης των
προσταγλανδινών κατά την περίοδο της οργανογένεσης.
Η ιβουπροφαίνη δεν θα πρέπει να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου και
του δεύτερου τριμήνου της κύησης εκτός εάν είναι σαφώς απαραίτητο. Αν η
ιβουπροφαίνη χρησιμοποιείται από μια γυναίκα που προσπαθεί να συλλάβει ή
κατά τη διάρκεια του πρώτου ή του δεύτερου τριμήνου της κύησης, η δόση θα
πρέπει να διατηρείται όσο το δυνατό χαμηλότερη και η διάρκεια της θεραπείας
να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης, όλοι οι αναστολείς
σύνθεσης των προσταγλανδινών ενδέχεται να εκθέσουν το έμβρυο στα
ακόλουθα:
Καρδιοπνευμονική τοξικότητα (με πρόωρο κλείσιμο του αρτηριακού πόρου και
πνευμονική υπέρταση)
10
Νεφρική δυσλειτουργία, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρική ανεπάρκεια
και ολιγοϋδράμνιο. Στο τέλος της εγκυμοσύνης, οι αναστολείς σύνθεσης
των προσταγλανδινών μπορεί να
εκθέσουν τη μητέρα και το νεογνό στα εξής:
Ενδεχόμενη παράταση του χρόνου αιμορραγίας
Αναστολή των συσπάσεων της μήτρας που μπορεί να οδηγήσει σε
καθυστερημένο ή παρατεταμένο τοκετό.
Κατά συνέπεια, η ιβουπροφαίνη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του τρίτου
τρίμηνου της κύησης.
Τοκετός
Η χρήση της ιβουπροφαίνης δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Η έναρξη του τοκετού μπορεί να καθυστερήσει και η διάρκειά του να αυξηθεί
με μεγαλύτερη πιθανότητα αιμορραγίας στη μητέρα και στο παιδί.
Θηλασμός
Στις περιορισμένες μέχρι σήμερα διαθέσιμες μελέτες, η ιβουπροφαίνη
εμφανίζεται στο μητρικό γάλα σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις. Η χρήση της
ιβουπροφαίνης πρέπει να αποφεύγεται, αν είναι δυνατόν, στις θηλάζουσες
μητέρες
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Μετά τη θεραπεία με ιβουπροφαίνη, ο χρόνος αντίδρασης των ασθενών
ενδέχεται να επηρεαστεί. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν απαιτείται
αυξημένη επαγρύπνηση π.χ. κατά την οδήγηση αυτοκινήτου ή χειρισμό
μηχανημάτων. Αυτό εφαρμόζεται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν γίνεται
συνδυασμός με οινόπνευμα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Το σύνολο των ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρθηκαν με ιβουπροφαίνη
είναι παρόμοιο με εκείνο των άλλων ΜΣΑΦ.
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι γαστρεντερικής
φύσης. Μπορεί να παρουσιαστούν πεπτικά έλκη, διάτρηση ή αιμορραγία του
γαστρεντερικού, θανατηφόρες σε κάποιες περιπτώσεις, ειδικά σε ηλικιωμένους
ασθενείς (βλ. παράγραφο 4.4- Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά
τη χρήση). Έχουν αναφερθεί ναυτία, έμετος διάρροια, μετεωρισμός,
δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος, μέλαινα, αιματέμεση, ελκώδης
στοματίτιδα, έξαρση της κολίτιδας και νόσος του Crohn (βλέπε παράγραφο 4.4-
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση). Λιγότερο συχνή
ανεπιθύμητη ενέργεια που αναφέρθηκε είναι η γαστρίτιδα.
Οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν αναφερθεί σε σχέση με τη
θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Υπερευαισθησία
Έχουν αναφερθεί αντιδράσεις υπερευαισθησίας μετά από θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Αυτές μπορεί να είναι (α) μη ειδική αλλεργική αντίδραση και αναφυλαξία, (β)
αντιδραστικότητα αναπνευστικής οδού που εκδηλώνεται συνήθως ως άσθμα,
επιδεινούμενο άσθμα, βρογχόσπασμος ή δύσπνοια ή (γ) διαταραχές του
δέρματος, όπως εξανθήματα διαφόρων τύπων, κνησμός, κνίδωση, πορφύρα,
11
αγγειοοίδημα και, πολύ σπάνια, πολύμορφο ερύθημα, πομφολυγώδεις
δερματοπάθειες (συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens-Johnson, της
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης και του πολύμορφου ερυθήματος).
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Έχει περιγραφεί επιδείνωση των επιδερμικών λοιμώξεων (π.χ. ανάπτυξη
νεκρωτικής φασιΐτιδας) που συμπίπτει με τη χρήση των ΜΣΑΦ. Ως εκ τούτου,
εάν εμφανιστούν σημεία λοίμωξης ή επιδεινωθούν κατά τη διάρκεια χρήσης
της ιβουπροφαίνης, ο ασθενής συνιστάται να απευθυνθεί σε γιατρό χωρίς
καθυστέρηση.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σοβαρές δερματικές λοιμώξεις και επιπλοκές από
τα μαλακά μόρια μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια ανεμοβλογιάς
(βλέπε επίσης «Λοιμώξεις και παρασιτώσεις» και παράγραφο 4.4- Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Καρδιακές και αγγειακές διαταραχές
Κλινικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η χρήση της ιβουπροφαίνης, ιδιαίτερα σε
υψηλές δόσεις (2400 mg ημερησίως), μπορεί να σχετίζεται με μια μικρή αύξηση
του κινδύνου εμφάνισης θρομβωτικών αρτηριακών επεισοδίων (για
παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) (βλ.
παράγραφο 4.4).
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες που πιθανώς σχετίζονται με την
ιβουπροφαίνη παρατίθενται ανά συχνότητα σύμφωνα με τη συνθήκη MedDRA
και ανά κατηγορία οργανικού συστήματος. Οι κατηγορίες συχνότητας
ταξινομούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες συμβάσεις: Πολύ συχνές (≥ 1/10),
Συχνές (≥ 1/100 έως <1/10), Όχι συχνές (≥ 1/1. 000 έως <1/100), Σπάνιες (≥
1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ σπάνιες (<1/10.000) και Μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι εν λόγω συχνότητες αναφέρονται σε βραχυπρόθεσμη χρήση με ημερήσια
δόση που δε ξεπερνά τα 1.200 mg ιβουπροφαίνης και αναφέρονται σε από
στόματος μορφές.
/ Κατηγορία Οργανικό
Συχνότητ
α
Α μνεπιθύ ητη ενέργεια
μ Λοι ώξεις και
παρασιτώσεις
Όχι συχνέςΡινίτιδα
Πολύ
σπάνιες
Μηνιγγίτιδα άσηπτη
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Πολύ
σπάνιες
Λευκοπενία, θρομβοπενία, ουδετεροπενία,
ακοκκιοκυτταραιμία, απλαστική αναιμία
και αιμολυτική αναιμία
Τα πρώτα σημάδια είναι: πυρετός,
πονόλαιμος, επιπόλαια έλκη στόματος,
συμπτώματα που ομοιάζουν στη γρίπη,
σοβαρή εξάντληση, αιμορραγία αγνώστου
αιτιολογίας και μώλωπες.
Δ ιαταραχές του
ανοσοποιητικού
μσυστή ατος
Όχι συχνέςΥπερευαισθησία
Πολύ
σπάνιες
Σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις
Τα συμπτώματα μπορεί να είναι:
διόγκωση του προσώπου, της γλώσσας
και του λάρυγγα, δύσπνοια, ταχυκαρδία,
υπόταση (αναφυλαξία, αγγειοοίδημα ή
σοβαρή καταπληξία)
Ψυχιατρικές διαταραχές Όχι συχνέςΑ , ϋπνία άγχος
Σπάνιες , Κατάθλιψη σ υγχυτική κατάσταση
12
Δ ιαταραχές του νευρικού
μσυστή ατος
Συχνές Ζάλη
Όχι συχνές
, Κεφαλαλγία π , αραισθησία υπνηλία
Σπάνιες Οπτική νευρίτιδα
μ Οφθαλ ικές διαταραχές Όχι συχνές Έκπτωση της όρασης
Σπάνιες Τοξική οπτική νευροπάθεια
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Όχι συχνέςΈκπτωση της ακουστικής οξύτητας
Σπάνιες Εμβοές, ίλιγγος
Διαταραχές του
αναπνευστικού
Όχι συχνές μ , Βρογχικό άσθ α β μ , ρογχόσπασ ος
δύσπνοια
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικού
μσυστή ατος
Συχνές Δυσπεψία, διάρροια, ναυτία, έμετος,
κοιλιακό άλγος, μετεωρισμός,
δυσκοιλιότητα, μέλαινα, αιματέμεση,
αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα
Όχι συχνέςΓαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλικό έλκος,
γαστρικό έλκος, έλκος του στόματος,
διάτρηση του γαστρεντερικού σωλήνα
Πολύ
σπάνιες
Παγκρεατίτιδα
Μη
γνωστές
Κολίτιδα και Νόσος του Crohn
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
Όχι συχνέςΗπατίτιδα, ίκτερος, ηπατική λειτουργία
μη φυσιολογική
Σπάνιες Κάκωση του ήπατος
Πολύ
σπάνιες
Ηπατική ανεπάρκεια
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνέςΕξάνθημα, κνίδωση, κνησμός, πορφύρα,
αντίδραση από φωτοευαισθησία
Πολύ
σπάνιες
Πομφολυγώδεις δερματοπάθειες,
συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου
Stevens-Johnson, της τοξικής επιδερμικής
νεκρόλυσης και του πολύμορφου
ερυθήματος
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων οδών
Πολύ
σπάνιες
Διάμεση νεφρίτιδα των ουροφόρων
σωληναρίων, νεφρωσικό σύνδρομο και
νεφρική ανεπάρκεια
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, νέκρωση
νεφρικής θηλής (ειδικά σε μακροχρόνια
χρήση) που σχετίζεται με αυξημένη ουρία
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Συχνές
Κόπωση
Σπάνιες μΟίδη α
Καρδιακές διαταραχές Πολύ
σπάνιες
Καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του
μυοκαρδίου (βλέπε παράγραφο 4.4-
Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
κατά τη χρήση), οίδημα
Αγγειακές διαταραχές Πολύ
σπάνιες
Υπέρταση, εγκεφαλικό επεισόδιο
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες:
13
στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός,
Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 210 6549585, Ιστότοπος:
http://www.eof.gr, για την Ελλάδα, ή
στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CΥ-1475,
www.moh.gov.cy/phs , Fax: + 357 22608649, για την Κύπρο.
4.9 Υπερδοσολογία
Τοξικότητα
Γενικά δεν παρατηρήθηκαν σημεία και συμπτώματα τοξικότητας σε δόσεις
κάτω των 100 mg / kg σε παιδιά ή ενήλικες. Ωστόσο, μπορεί να χρειαστεί
υποστηρικτική φροντίδα σε ορισμένες περιπτώσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι τα
παιδιά εμφανίζουν σημεία και συμπτώματα τοξικότητας μετά από κατάποση
δόσης ίσης ή μεγαλύτερης των 400 mg / kg βάρους.
Συμπτώματα
Οι περισσότεροι ασθενείς που έλαβαν σημαντικές ποσότητες ιβουπροφαίνης θα
εκδηλώνουν τα συμπτώματα μέσα σε 4 έως 6 ώρες.
Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα από υπερδοσολογία περιλαμβάνουν
, μναυτία έ ετο, κοιλιακό πόνο, λήθαργο και υπνηλία. Επιδράσεις στο ΚΝΣ
περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, εμβοές, ζάλη, σπασμούς και απώλεια συνείδησης.
Έχουν επίσης αναφερθεί σπάνια νυσταγμός, μεταβολική οξέωση, υποθερμία,
νεφρικές διαταραχές, αιμορραγία του γαστρεντερικού, κώμα, άπνοια και
καταστολή του ΚΝΣ και του αναπνευστικού συστήματος.
Τοξικότητα του καρδιαγγειακού που περιλαμβάνει υπόταση, βραδυκαρδία και
ταχυκαρδία έχει αναφερθεί. Σε περιπτώσεις σημαντικής υπερδοσολογίας, είναι
πιθανό να εμφανιστεί νεφρική ανεπάρκεια και ηπατική βλάβη. Μεγάλη
υπερδοσολογία είναι γενικά καλά ανεκτή όταν δεν λαμβάνονται άλλα
φάρμακα.
Θεραπεία
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο αντίδοτο σε περίπτωση υπερδοσολογίας με
ιβουπροφαίνη.
μ μ μ Σε χρονικό διάστη α ίας ώρας από την κατάποση ιας δυνητικά τοξικής
. ποσότητας θα πρέπει να εξετάζεται η χορήγηση ενεργού άνθρακα Εναλλακτικά
μ σε ενηλίκους θα πρέπει να εξετάζεται η γαστρική πλύση σε χρονικό διάστη α
μ ίας ώρας από την λήψη υπερβολικής δόσης δυνητικά απειλητικής για την ζωή
. τους Επίσης, μ . θα πρέπει να διασφαλιστεί η ο αλή αποβολή ούρων Η νεφρική και
. ηπατική λειτουργία θα πρέπει να παρακολουθείται στενά Οι ασθενείς θα πρέπει
4 μ να παρακολουθούνται για ώρες τουλάχιστον ετά την λήψη δυνητικώς τοξικών
. μ μ μ ποσοτήτων Συχνοί ή παρατετα ένοι σπασ οί θα πρέπει να ελέγχονται ε
μ . μ μ ενδοφλέβια χορήγηση διαζεπά ης Άλλα έτρα πορεί να ενδείκνυνται ανάλογα
μ .ε την κλινική κατάσταση του ασθενούς
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιφλεγμονώδη και αντιρευματικά φάρμακα,
μη στεροειδή, παράγωγα προπιονικού οξέος, κωδικός ATC: M01AE01
Η χημική ονομασία της ιβουπροφαίνης είναι (±)-2-(4-ισοβουτυλοφαινυλο)
προπιονικό οξύ. Το μοριακό βάρος της ιβουπροφαίνης είναι 206,28 και ο
μοριακός τύπος είναι C
13
H
18
O
2
.
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
14
Η ιβουπροφαίνη είναι ένα παράγωγο του προπιονικού οξέος, μη στεροειδές
αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) με αναλγητική, αντιφλεγμονώδη και
αντιπυρετική δράση. Επιπλέον, η ιβουπροφαίνη αναστέλλει αντιστρεπτά τη
συγκόλληση αιμοπεταλίων. Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φαρμάκου θεωρείται
ότι οφείλονται στην ανασταλτική δράση επί του ενζύμου κυκλοξυγενάση που
έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική αναστολή της σύνθεσης των
προσταγλανδινών. Αυτές οι ιδιότητες παρέχουν συμπτωματική ανακούφιση
από τη φλεγμονή, τον πόνο και τον πυρετό.
Πειραματικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η ιβουπροφαίνη πιθανόν να
αναστέλλει ανταγωνιστικά την επίδραση των χαμηλών δόσεων
ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων όταν τα δύο
φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα. Ορισμένες φαρμακοδυναμικές μελέτες
υποδεικνύουν ότι, όταν χορηγήθηκε μια εφάπαξ δόση 400 mg ιβουπροφαίνης
εντός 8 ωρών πριν ή εντός 30 λεπτών μετά τη λήψη ακετυλοσαλικυλικού οξέος
άμεσης αποδέσμευσης (81mg), παρατηρήθηκε μείωση της δράσης του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος στο σχηματισμό θρομβοξανών ή στη συσσώρευση
αιμοπεταλίων. Παρόλο που υπάρχουν ασάφειες ως προς την παρέκταση των εν
λόγω δεδομένων σε κλινικές συνθήκες, δεν αποκλείεται η πιθανότητα ότι η
τακτική, μακροπρόθεσμη χρήση της ιβουπροφαίνης ενδέχεται να συμβάλει στη
μείωση της καρδιοπροστατευτικής επίδρασης του ακετυλοσαλικυλικού οξέος
χαμηλής δοσολογίας. Δεν υπάρχει το ενδεχόμενο κλινικά σχετικής επίδρασης
από την περιστασιακή χρήση της ιβουπροφαίνης (βλ. παράγραφο 4.5).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
H ιβουπροφαίνη είναι ένα ρακεμικό μίγμα [+]S- και [-]R- εναντιομερών.
Απορρόφηση
Η ιβουπροφαίνη απορροφάται ταχέως από το γαστρεντερικό σύστημα με
βιοδιαθεσιμότητα 80-90%. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις στον ορό
επιτυγχάνονται μία έως δύο ώρες μετά τη χορήγηση των σκευασμάτων άμεσης
αποδέσμευσης.
Μελέτες που περιλαμβάνουν ένα σταθερό γεύμα υποδεικνύουν ότι η τροφή δεν
επηρεάζει σημαντικά τη συνολική βιοδιαθεσιμότητα.
Κατανομή
Η ιβουπροφαίνη δεσμεύεται εκτενώς με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (99%). Η
ιβουπροφαίνη έχει μικρό όγκο κατανομής, περίπου 0,12 - 0,2 L/kg στους
ενήλικες.
Βιομετασχηματισμός
Η ιβουπροφαίνη μεταβολίζεται ταχέως στο ήπαρ μέσω του κυτοχρώματος Ρ450,
κατά προτίμηση του CYP2C9, σε δύο πρωτογενείς αδρανείς μεταβολίτες, την 2-
hydroxyibuprofen και την 3-carboxyibuprofen. Μετά την από του στόματος
χορήγηση του φαρμάκου, ελαφρώς λιγότερο από το 90% μιας από του στόματος
δόσης ιβουπροφαίνης μπορεί να ανιχνευθεί στα ούρα ως οξειδωτικοί
μεταβολίτες και τα συζευγμένα γλυκουρονίδιά τους. Πολύ μικρή ποσότητα
ιβουπροφαίνης απεκκρίνεται αναλλοίωτη στα ούρα.
Αποβολή
Η απέκκριση από τους νεφρούς είναι ταχεία και πλήρης. Ο χρόνος ημίσειας
ζωής αποβολής των σκευασμάτων άμεσης αποδέσμευσης είναι περίπου δύο
ώρες. Η απέκκριση της ιβουπροφαίνης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί 24 ώρες μετά
15
την τελευταία δόση. Σε περιορισμένες μελέτες, η ιβουπροφαίνη εμφανίζεται
στο μητρικό γάλα σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι
Δεδομένης της απουσίας νεφρικής δυσλειτουργίας, υπάρχουν μόνο μικρές,
κλινικά ασήμαντες διαφορές στο φαρμακοκινητικό προφίλ και την νεφρική
απέκκριση μεταξύ των νέων και των ηλικιωμένων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Στα παιδιά ηλικίας ενός έτους και άνω, μετά από προσαρμογή της
θεραπευτικής δόσης ως προς το βάρος (5 mg/kg έως 10 mg/kg σωματικού
βάρους), η συστηματική έκθεση στην ιβουπροφαίνη φαίνεται να είναι παρόμοια
με αυτή των ενηλίκων. Παιδιά ηλικίας 3 μηνών έως 2,5 ετών φάνηκε να έχουν
μεγαλύτερο όγκο κατανομής (L/kg) και κάθαρση (L/kg/h) της ιβουπροφαίνης
από ό,τι τα παιδιά ηλικίας άνω των 2,5 έως 12 ετών.
Νεφρική δυσλειτουργία
Για ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία, έχουν αναφερθεί αυξημένα
επίπεδα της (S)-ιβουπροφαίνης στο πλάσμα και αυξημένες αναλογίες AUC των
εναντιομερών (S/R) σε σύγκριση με τα υγιή άτομα. Σε ασθενείς με νεφρική
νόσο τελικού σταδίου που υποβάλλονταν σε αιμοδιύλιση, το μέσο ελεύθερο
κλάσμα της ιβουπροφαίνης ήταν περίπου 3% σε σύγκριση με περίπου 1% σε
υγιείς εθελοντές. Σοβαρή έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να
οδηγήσει σε συσσώρευση των μεταβολιτών της ιβουπροφαίνης. Η σημασία
αυτής της δράσης είναι άγνωστη. Οι μεταβολίτες μπορεί να απομακρυνθούν με
αιμοδιύλιση (βλέπε παραγράφους 4.2- Δοσολογία και τρόπος χορήγησης, 4.3-
Αντενδείξεις και 4.4- Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Ηπατική δυσλειτουργία
Αλκοολική ηπατοπάθεια με ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία δεν
οδήγησε σε σημαντικά αλλοιωμένες φαρμακοκινητικές παραμέτρους. Σε
κιρρωτικούς ασθενείς με μέτρια ηπατική δυσλειτουργία (σκορ Child-Pugh 6-10)
που έλαβαν θεραπεία με ρακεμική ιβουπροφαίνη, παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο
διπλάσια παράταση του χρόνου ημίσειας ζωής και η αναλογία AUC των
εναντιομερών (S/R) ήταν σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τους υγιείς
εθελοντές υποδεικνύοντας διαταραχή της μεταβολικής αντιστροφής της (R)-
ιβουπροφαίνης στο δραστικό (S)-εναντιομερές (βλέπε παραγράφους 4.2-
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης, 4.3- Αντενδείξεις και 4.4- Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η τοξικότητα της ιβουπροφαίνης σε πειράματα σε ζώα εκδηλώθηκε ως
διαβρώσεις και έλκη στο γαστρεντερικό σύστημα. Δεν έδειξε μεταλλαξιογόνο
δράση in vitro και δεν ήταν καρκινογόνος σε αρουραίους και ποντίκια. Σε
πειραματικές μελέτες αποδείχτηκε ότι η ιβουπροφαίνη διαπερνά τον πλακούντα
αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις τερατογόνου δράσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δισκία 200 mg: Μaize starch, starch pregelatinized, silicon dioxide colloidal, stearic acid,
croscarmellose sodium, maize starch Uni-Pure-FL, sodium lauryl sulfate, sucrose, cellulose
16
microcrystalline, opagloss regular GS-2-0310, opalux brown AS-9030A, carnauba wax, opacode
black S-1-17823 HV ή opacode black S-1-27794.
Δισκία 400 mg: Μaize starch, starch pregelatinized, croscarmellose sodium, starch maize grade 826,
stearic acid, silicon dioxide colloidal, sodium lauryl sulfate, hydroxypropyl methyl cellulose E15,
macrogol 6000, titanium dioxide E171 CI 77891, iron oxide (red) E172 CI 77491, talc, opacode black
S-1-8152HV, CI 77499 iron oxide black E172.
Καψάκιο μαλακό 200 mg: Macrogol 600, Potassium hydroxide 50% solution, Sorbitol liquid,
partially dehydrated, gelatin 150 bloom, water purified, quinoline yellow E104 CI 47005, patent blue
V E131 CI 42051, opacode S-1-7020 ή opacode NSP-78-18022.
Καψάκιο μαλακό 400 mg: Macrogol 600, Potassium hydroxide 50% solution, Sorbitol liquid,
partially dehydrated, gelatin 150 bloom, water purified, opacode NSP-78-17734 (iron oxide black
E172).
6.2 Aσυμβατότητες
6.3 Διάρκεια ζωής:
Δισκία 200 και 400 mg: 36 μήνες. Καψάκιο μαλακό 200 mg : 36 μήνες.
Καψάκιο μαλακό 400 mg: 24 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Δισκία 200mg : BTX20 (σε Blisters)
Μαλακά Καψάκια 400 mg: BTX20 (σε Blisters)
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Pfizer Ελλάς A.E. Λ. Μεσογείων 243, 154 51, Ν. Ψυχικό, τηλ.: 210 6785800
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δισκία 200 mg: 8577/6-2-2007
Δισκία 400 mg: 44641/28-11-2002
Καψάκιο μαλακό 200 mg: 44640/28-11-02
Καψάκιο μαλακό 400 mg: 44641/28-11-02
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ EΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Δισκία 200 mg: 20-9-96/6-2-2007
Δισκία 400 mg: 28-11-2002/6-2-2007
Καψάκιο μαλακό 200 mg: 44640/28-11-02
Καψάκιο μαλακό 400 mg: 28-11-02/6-2-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ