Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν συνιστάται μακροχρόνια
θεραπεία σε παιδιά.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε
σε καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής
λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την
ισχύ του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, τη συχνότητα και τον χρόνο
χορήγησης του στη διάρκεια του 24ωρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους
ιστούς και την συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι
η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα ΥΥΕ είναι
εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυκτερινές ώρες.
Σε φυσιολογικά άτομα δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα
αναστέλλει την έκκριση της φλοιεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της
υπόφυσης για 24 ώρες. Αιφνίδια ή απότομη μείωση της δόσης των
γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει “σύνδρομο στέρησης” που
χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή
αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους, ανησυχία μυαλγίες,
αρθραλγίες.
Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να δίνουν την κλινική
εικόνα υποτροπής της νόσου για την οποία ο ασθενής θεραπευόταν. Έτσι
μετά την επίτευξη του επιθυμητού θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση
πρέπει να μειώνεται βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική. Επίσης
θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την έξαρση ή ύφεση της νόσου,
την εξατομικευμένη ανταπόκριση του ασθενή και την έκθεση σε
συγκινησιακά ή φυσικά stress (λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί,
κ.λ.π.). Μετά τη διακοπή για χρονικό διάστημα ενός έτους περίπου, ο
ασθενής βρίσκεται στο δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης φλοιοεπινεφριδικής
ανεπάρκειας σε περιπτώσεις stress και πρέπει να αντιμετωπίζεται με
χορήγηση αυξημένων δόσεων.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχει παρατηρηθεί αλληλεπίδραση της βουδεσονίδης με κανένα από τα
φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της ρινίτιδας.