Συχνές: Φλεβίτιδα ή θρομβοφλεβίτιτδα κατά την ενδοφλέβια χορήγηση.
Γαστρεντερικές διαταραχές:
Συχνές: Διάρροια.
Όχι συχνές: Ναυτία, εμετός, κοιλιακό άλγος και κολίτιδα.
Πολύ σπάνιες: Άσχημη γεύση.
Όπως με άλλες κεφαλοσπορίνες, μπορεί να εμφανιστεί κολίτιδα που συνδέεται με το
Clostridium difficile και μπορεί να παρουσιάζεται σαν ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα.
Ηπατοχολικές διαταραχές:
Συχνές: Παροδικές αυξήσεις των τιμών ενός ή περισσότερων ηπατικών ενζύμων, ALT(SGPT),
AST (SOGT), LDH, GGT και αλκαλικής φωσφατάσης.
Πολύ σπάνιες: Ίκτερος.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Συχνές: Κηλιδοβλατιδώδες ή κνιδωτικό εξάνθημα.
Όχι συχνές: Κνησμός.
Πολύ σπάνιες: Αγγειοοίδημα, πολύμορφο ερύθυμα, σύνδρομο Stevens-Johnson και τοξική
επιδερμική νεκρόλυση.
Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης:
Συχνές: Πόνος και/ή φλεγμονή μετά από ενδομυϊκή χορήγηση.
Όχι συχνές: Πυρετός.
Έρευνες:
Συχνές: Θετική δοκιμασία Coombs.
Όχι συχνές: Όπως με μερικές άλλες κεφαλοσπορίνες, έχουν παρατηρηθεί παροδικές αυξήσεις
των τιμών της ουρίας του αίματος, του αζώτου αίματος και/ή της κρεατινίνης του ορού.
Η θετική δοκιμασία Coombs αναπτύσσεται σε περίπου 5% των ασθενών και μπορεί να
παρεμποδίσει την ταυτοποίηση της ομάδας αίματος.
2.9 Υπερδοσολογία
Σημεία και συμπτώματα – Τα τοξικά σημεία και συμπτώματα ύστερα από λήψη υπερβολικής
δόσης κεφταζιδίμης μπορεί να περιλαμβάνουν άλγος, φλεγμονή και φλεβίτιδα στην περιοχή
της ενέσεως.
Η χορήγηση πολύ υψηλών δόσεων παρεντερικά χορηγούμενων κεφαλοσπορινών μπορεί να
προκαλέσει ζάλη, παραισθήσεις και κεφαλαλγίες. Ύστερα από λήψη υπερβολικής δόσης
μερικών κεφαλοσπορινών, ιδιαίτερα σε ασθενείς με βεβαρημένη νεφρική λειτουργία, όπου
είναι δυνατόν να παρατηρηθεί συσσώρευση του φαρμάκου, μπορεί αν παρατηρηθούν σπασμοί.
Στις εργαστηριακές διαταραχές που εμφανίζονται ύστερα από λήψη υπερβολικής δόσης,
περιλαμβάνονται άνοδος των τιμών κρεατινίνης, BUN, των ηπατικών ενζύμων και της
χολερυθρίνης, θετική δοκιμασία Coombs, θρομβοκυττάρωση, θρομβοκυττοπενία,
ηωσινοφιλία, λευκοπενία και παράταση του χρόνου προθρομβίνης.
Η υποδόρια μέση θανατηφόρος δόση σε επίμυς και μυς ήταν από 5,8 έως 20 g/kg και η
ενδοφλέβια μέση θανατηφόρος δόση σε κουνέλια ήταν > 2 g/kg.
Αντιμετώπιση – Για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας, θα πρέπει να εξετασθεί το
ενδεχόμενο λήψης υπερβολικής δόσης από πολλά φάρμακα, αλληλεπίδρασης μεταξύ των
φαρμάκων ή/ και ασυνήθιστης φαρμακοκινητικής στον ασθενή σας.
Διατηρήστε ανοικτούς τους αεραγωγούς του ασθενούς και υποστηρίξτε τον αερισμό και τη
διατήρηση οδού ενδοφλέβιας χορήγησης φαρμάκων. Παρακολουθήστε με μεγάλη προσοχή και
διατηρήστε εντός αποδεκτών ορίων τα ζωτικά σημεία του ασθενούς, τα αέρια αίματος, τους
ηλεκτρολύτες του ορού, κ.λπ. Η απορρόφηση των φαρμάκων από την γαστρεντερική οδό
μπορεί να ελαττωθεί με τη χορήγηση ενεργού άνθρακα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις είναι
αποτελεσματικότερος της πρόκλησης εμέτου ή της πλύσης. Προτιμήστε τον ενεργό άνθρακα ή
τον συνδυασμό με την κένωση του στομάχου. Η επαναλαμβανόμενη χορήγηση άνθρακα
9