σημαντικές ευνοϊκές επιδράσεις επί των μεταβλητών της ΙΜΤ.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η λασιδιπίνη είναι ουσία με υψηλή λιποφιλία.
Η λασιδιπίνη απορροφάται γρήγορα αλλά όχι σε μεγάλο ποσοστό από το γαστρεντερικό
σωλήνα όταν χορηγείται από το στόμα και υφίσταται εκτεταμένο μεταβολισμό πρώτης διόδου
στο ήπαρ. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα κυμαίνεται περίπου στο 10%. Οι μέγιστες πυκνότητες
στο πλάσμα επιτυγχάνονται μεταξύ 30 και 150 λεπτών. Το φάρμακο απεκκρίνεται κυρίως δια
ηπατικού μεταβολισμού (που περιλαμβάνει συμμετοχή του κυττοχρώματος P450 CYP3A4). Δεν
υπάρχουν ενδείξεις ότι η λασιδιπίνη προκαλεί επαγωγή ή αναστολή των ηπατικών ενζύμων.
Υπάρχουν 4 κύριοι μεταβολίτες που παρουσιάζουν ασήμαντη έως καμία φαρμακοδυναμική
δράση. Περίπου το 70% της χορηγούμενης δόσης αποβάλλεται υπό μορφή μεταβολιτών στα
κόπρανα και τα υπόλοιπα ως μεταβολίτες στα ούρα.
Ο μέσος χρόνος υποδιπλασιασμού της λασιδιπίνης κυμαίνεται μεταξύ 13 και 19 ωρών σε
σταθεροποιημένη κατάσταση.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μόνα σημαντικά τοξικολογικά ευρήματα με τη λασιδιπίνη ήταν αναστρέψιμα και συμβατά με
τις γνωστές φαρμακολογικές δράσεις των ανταγωνιστών των διαύλων ασβεστίου σε υψηλές
δόσεις: μειωμένη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου και υπερπλασία των ούλων σε αρουραίους
και σκύλους, καθώς και δυσκοιλιότητα σε αρουραίους.
Δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις τοξικής δράσης στην ανάπτυξη μετά από χορήγηση λασιδιπίνης
σε έγκυους αρουραίους ή κουνέλια. Σε μία μελέτη επίδρασης στην γονιμότητα και στην
αναπαραγωγική ικανότητα σε αρουραίους, παρατηρήθηκε εμβρυοτοξικότητα σε τοξικές για τη
μητέρα δόσεις, σύμφωνα με την αναμενόμενη φαρμακολογική δράση ενός ανταγωνιστή των
διαύλων ασβεστίου στο μυομήτριο, ενώ αύξηση της διάρκειας της κύησης και δυσκολίες κατά τη
διάρκεια του τοκετού παρατηρήθηκαν σε υψηλές δόσεις. Είναι γνωστό ότι οι ανταγωνιστές των
διαύλων ασβεστίου παρεμβαίνουν φαρμακολογικά στην φυσιολογική λειτουργία του μυομητρίου
κατά τη διάρκεια του τοκετού, με αποτέλεσμα μειωμένη συσταλτικότητα.
Η λασιδιπίνη δεν ήταν γονοτοξική σε μία συστοιχία κυττάρων, σε in vitro και in vivo δοκιμασίες.
Δεν υπήρξε ένδειξη δυνητικής καρκινογόνου δράσης σε ποντίκια. Όπως και με άλλους
ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου, υπήρξε αύξηση στην συχνότητα των καλοήθων όγκων
των διάμεσων κυττάρων των όρχεων σε μία μελέτη καρκινογένεσης σε αρουραίους. Ωστόσο, οι
ενδοκρινικοί μηχανισμοί που πιστεύεται ότι εμπλέκονται στην πρόκληση υπερπλασίας των
διάμεσων κυττάρων και αδενωμάτων στον αρουραίο, δεν ισχύουν στον άνθρωπο.
Σε μελέτες οξείας τοξικότητας, η λασιδιπίνη έχει δείξει ένα ευρύ περιθώριο ασφαλείας.
Σε τοξικολογικές μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης, τα ευρήματα από πειραματόζωα, τα
οποία συσχετίζονται με το προφίλ ασφαλείας της λασιδιπίνης στον άνθρωπο, ήταν αντιστρεπτά
και αντανακλούσαν τις φαρμακοδυναμικές επιδράσεις της λασιδιπίνης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος με τα έκδοχα
6