
2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ
2.1 Γενικές πληροφορίες
Η βακτηριοκτόνος ενέργεια της ceftriaxone προκύπτει από την αναστολή της σύνθεσης του
τοιχώματος των κυττάρων. Η ceftriaxone ενεργεί in vitro εναντίον ενός ευρέος φάσματος κατά Gram-
αρνητικών και Gram-θετικών μικροοργανισμών. Η ceftriaxone είναι πολύ σταθερή στις περισσότερες
β-λακταμάσες, πενικιλλινάσες και κεφαλοσπορινάσες των θετικών και αρνητικών κατά Gram
βακτηριδίων. Η ceftriaxone είναι συνήθως ενεργή εναντίον των παρακάτω μικροβίων in vitro και σε
κλινικές λοιμώξεις (βλέπε “Θεραπευτικές ενδείξεις’’):
Gram-θετικά αερόβια: Staphylococcus aureus (ευαίσθητος στη μεθικιλλίνη), Staphylococci
coagulase-negative, Streptococcus pyogenes (β-αιμολυτικός, ομάδα Α), Streptococcus agalactiae (β-
αιμολυτικός, ομάδα Β), Streptococci β-αιμολυτικοί (που δεν ανήκουν στις ομάδες Α ή Β),
Streptococcus viridans, Streptococcus pneumoniae.
Σημείωση: Όλα τα είδη σταφυλοκόκκων που εμφανίζουν αντοχή στη μεθικιλλίνη είναι ανθεκτικά και
στις κεφαλοσπορίνες συμπεριλαμβανομένης της ceftriaxone. Γενικά, τα Enterococcus faecalis,
Enterococcus faecium και Listeria monocytogenes είναι ανθεκτικά.
Gram-αρνητικά αερόβια: Acinetobacter twoffi, Acinetobacter anitratus (κυρίως A.baumanii)*,
Aeromonas hydrophila, Alcaligenes faecalis, Alcaligenes odorans, Alcaligenes (παρόμοια) βακτήρια,
Borrelia burgdorferi, Capnocytophaga spp., Citrobacter diversus (συμπεριλαμβανομένου του
C.amalonaticus), Citrobacter freundii*, Escherichia coli, Enterobacter cloacae*, Enterobacter
aerogenes*, Enterobacter spp. (άλλα)*, Haemophilus ducreyi, Haemophilus influenzae, Haemophilus
parainfluenzae, Hafnia advei, Klebsiella oxytoca, Klebsiella pneumoniae**, Moraxella catarrhalis
(πρώην Branhamella catarrhalis), Moraxella osloenis, Moraxella spp. (άλλα), Morganella morganii,
Neisseria gonorrhoeae, Neisseria meningitidis, Pasteurella multocida, Plesiomonas shigelloides,
Proteus mirabilis, Proteus penneri*, Proteus vulgaris, Pleudomonas cepacia, Pseudomonas
fluorescens, Pseudomonas spp. (άλλα)*, Providentia rettgeri, Providentia spp. (άλλα), Salmonella
typhi, Salmonella spp. (μη τυφοειδής), Serratia marcescens, Serratia spp. (άλλα), Shigella spp., Vibrio
spp., Yersinia enterocolitica, Yersinia spp. (άλλα).
* Μερικά απομονωθέντα στελέχη αυτών των ειδών είναι ανθεκτικά στην ceftriaxone, που οφείλεται
κυρίως στην παραγωγή β-λακταμάσης που είναι χρωμοσωματικώς κωδικοποιημένη.
** Μερικά απομονωθέντα στελέχη αυτών των ειδών είναι ανθεκτικά λόγω της παραγωγής ευρέος
φάσματος β-λακταμάσης που μεταβιβάζεται μέσω πλασμιδίου.
Σημείωση: Πολλά στελέχη από τους παραπάνω μικροοργανισμούς που εμφανίζουν πολλαπλή αντοχή
με άλλα αντιβιοτικά π.χ. αμινο- και ουρέιδο-πενικιλλίνες, παλαιότερες κεφαλοσπορίνες και
αμινογλυκοσίδες, είναι ευαίσθητα στην ceftriaxone. Το Treponema pallidum είναι ευαίσθητο in vitro και
στα πειραματόζωα. Οι κλινικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η πρωτογενής και δευτερογενής σύφιλη
έχει καλή ανταπόκριση στη θεραπεία με ceftriaxone.
Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, απομονωθέντα στελέχη κλινικού P. aeruginosa είναι ανθεκτικά στην
ceftriaxone.
Αναερόβια μικρόβια: Bacteroides spp. (ευαίσθητων στη χολή)*, Clostridium spp. (εκτός της ομάδας
του C.perfringens), Fusobacterium nucleatum, Fusobacterium spp. (άλλα), Gaffkia anaerobica
(πρώην Peptococcus), Peptostreptococcus spp.
* Μερικά απομονωθέντα στελέχη αυτών των ειδών είναι ανθεκτικά στην ceftriaxone λόγω της
παραγωγής β-λακταμάσης.
Σημείωση: Πολλά στελέχη β-λακταμασών που παράγουν Bacteroides spp (κυρίως B.fragilis) είναι
ανθεκτικά. Το Clostridium difficile είναι ανθεκτικό.
Η ευαισθησία στην ceftriaxone μπορεί να προσδιορισθεί με τη δοκιμασία διάχυσης σε δίσκο ή τη
δοκιμασία διάλυσης σε άγαρ ή ζωμό με τη χρησιμοποίηση τυποποιημένων τεχνικών για δοκιμασία
ευαισθησίας όπως είναι αυτές που συνιστώνται από την Εθνική Επιτροπή για την Τυποποίηση του
Κλινικού Εργαστηρίου (ΕΕΤΚΕ).
Η ΕΕΤΚΕ εξέδωσε τις παρακάτω επεξηγηματικές παρατηρήσεις για την ceftriaxone:
2