ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
LORDIN
Omeprazole
1.ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
LORDIN
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο λυόφιλης κόνεως για ενέσιμο διάλυμα των 10 ml
περιέχει νατριούχο ομεπραζόλη που αντιστοιχεί σε 40 mg
ομεπραζόλη.
Κάθε φύσιγγα διαλύτη για την ανασύσταση των 10 ml περιέχει
macrogol 400, citric acid monohydrate, water for injections
Μετά την ανασύσταση 1 ml περιέχει νατριούχο ομεπραζόλη που
αντιστοιχεί σε 4 mg ομεπραζόλη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3.ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Kόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα.
4.ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η ομεπραζόλη για ενδοφλέβια χρήση ενδείκνυται ως εναλλακτικό
της από του στόματος θεραπείας για τις ακόλουθες ενδείξεις.
Ενήλικες
Θεραπεία δωδεκαδακτυλικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής δωδεκαδακτυλικών ελκών
Θεραπεία γαστρικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής γαστρικών ελκών
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβιοτικά, εκρίζωση του
Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού σε πεπτικό έλκος
Θεραπεία γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που
σχετίζονται με ΜΣΑΦ
Πρόληψη από γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη που
σχετίζονται με ΜΣΑΦ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
1
Μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη
οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση
Θεραπεία συμπτωματικής γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger-Ellison
4.2 Δοσολογία & τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Εναλλακτικά της από του στόματος θεραπείας
Σε ασθενείς όπου η από του στόματος χρήση φαρμακευτικών
προϊόντων δεν είναι κατάλληλη, συνιστάται ενδοφλέβια χορήγηση
ομεπραζόλης 40 mg μία φορά ημερησίως. Σε ασθενείς με σύνδρομο
Zollinger-Ellison συνιστάται αρχική δόση ομεπραζόλης
χορηγηθείσα ενδοφλεβίως 60 mg ημερησίως.
Μπορεί να απαιτούνται υψηλότερες ημερήσιες δόσεις και η δόση
πρέπει να προσαρμοστεί ατομικά.
Όταν οι δόσεις υπερβαίνουν τα 60 mg ημερησίως, η δόση πρέπει
να μοιράζεται και να λαμβάνεται δύο φορές ημερησίως.
H ομεπραζόλη ενέσιμο διάλυμα πρέπει να χορηγείται μόνο ως
ενδοφλέβια ένεση και δεν πρέπει να προστίθεται στο διάλυμα
έγχυσης. Μετά την ανασύσταση η ένεση πρέπει να δίνεται αργά
για ένα διάστημα τουλάχιστον 2,5 λεπτών με μέγιστο ρυθμό 4 ml
ανά λεπτό. Για οδηγίες ανασύστασης του προϊόντος πριν τη
χορήγηση, βλέπε παράγραφο 6.6.
Ειδικοί πληθυσμοί
Διαταραγμένη νεφρική λειτουργία
Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Σε ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία μία ημερήσια
δόση των 10-20 mg μπορεί να είναι ικανοποιητική (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι (>65 ετών)
Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους (βλέπε
παράγραφο 5.2).
Παιδιατρικοί ασθενείς
Η εμπειρία για ενδοφλέβια χρήση σε παιδιά είναι περιορισμένη.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ομεπραζόλη, στα υποκατεστημένα
βενζιμιδαζόλια ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
2
Η ομεπραζόλη όπως και άλλοι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων
(PPIs) δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη
(βλέπε παράγραφο 4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Παρουσία κάποιων προειδοποιητικών συμπτωμάτων (π.χ.
σημαντική ακούσια απώλεια βάρους, υποτροπιάζων έμετος,
δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα) και όταν υπάρχει υποψία ή
παρουσία γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλείεται η κακοήθεια,
καθώς η θεραπεία μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα και να
καθυστερήσει τη διάγνωση.
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αταζαναβίρης με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (βλέπε παράγραφο 4.5). Εάν ο
συνδυασμός αταζαναβίρης με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων
δεν μπορεί να αποφευχθεί, συνιστάται στενή κλινική
παρακολούθηση (π.χ. ιικό φορτίο) σε συνδυασμό με αύξηση της
δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg ριτοναβίρη. Η
ομεπραζόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων, μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνη) λόγω της υπο- ή αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με μειωμένες αποθήκες ή αυξημένο
κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης Β
12
σε περίπτωση
μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή
τη διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η
ενδεχόμενη αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω
του CYP2C19. Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ
κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης (βλέπε παράγραφο 4.5). Η κλινική
σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης είναι αμφίβολη. Προληπτικά,
η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και κλοπιδογρέλης πρέπει να
αποθαρρύνεται.
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να
οδηγήσει σε ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από
Salmonella
και
Campylobacter
(βλέπε παράγραφο 5.1).
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν
θεραπεία με αναστολείς αντλίας πρωτονίων, όπως oμεπραζόλη για
τουλάχιστον τρεις μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για
ένα χρόνο. Σοβαρά συμπτώματα υπομαγνησιαιμίας όπως κόπωση,
τετανία, παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία
μπορεί να εμφανισθούν, αλλά μπορεί να ξεκινήσουν ύπουλα και να
αγνοηθούν. Στην πλειονότητα των προσβεβλημένων ασθενών, η
3
υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά την αντικατάσταση του
μαγνησίου και τη διακοπή του αναστολέα αντλίας πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να έχουν παρατεταμένη
θεραπεία ή που λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων με
διγοξίνη ή φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία
(π.χ. διουρητικά), οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να εξετάζουν
την πιθανότητα μέτρησης των επιπέδων μαγνησίου πριν την
έναρξη της θεραπείας με αναστολείς αντλίας πρωτονίων και
περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδίως αν χρησιμοποιηθούν
σε υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (>1 έτους),
μπορεί να αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου,
καρπού και σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή
παρουσία άλλων καταγεγγραμένων παραγόντων κινδύνου. Οι
μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον συνολικό κίνδυνο
κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης μπορεί να
οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς σε κίνδυνο
οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις
ισχύουσες κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και θα πρέπει να
έχουν επαρκή πρόσληψη της βιταμίνης D και ασβεστίου.
Επίδραση στις εργαστηριακές εξετάσεις
Αυξημένα επίπεδα χρωμογρανίνης Α (CgA) μπορεί να επηρεάσουν
τις εξετάσεις για
νευροενδοκρινικούς όγκους. Για να αποφευχθεί αυτή η επιρροή, θα
πρέπει, η θεραπεία με ομεπραζόλη, να σταματά προσωρινά
τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από τις CgA μετρήσεις.
Όπως σε όλες τις μακροχρόνιες θεραπείες, ειδικά όταν ξεπερνούν
σε διάρκεια τον 1 χρόνο θεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να
βρίσκονται υπό τακτική επίβλεψη.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις της ομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων
δραστικών ουσιών
Δραστικές ουσίες με απορρόφηση που εξαρτάται από το pH
Η μειωμένη ενδογαστρική οξύτητα κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με ομεπραζόλη μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει την
απορρόφηση των δραστικών ουσιών με απορρόφηση που εξαρτάται
από το γαστρικό pH.
Νελφιναβίρη, αταζαναβίρη
4
Τα επίπεδα νελφιναβίρης και αταζαναβίρης στο πλάσμα
μειώνονται σε περίπτωση συγχορήγησης με ομεπραζόλη.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με νελφιναβίρη
αντενδείκνυται (βλέπε παράγραφο 4.3).
Συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά ημερησίως) μείωσε τη
μέση έκθεση νελφιναβίρης κατά 40% περίπου και η μέση έκθεση
του φαρμακολογικά δραστικού μεταβολίτη M8 μειώθηκε κατά 75-
90% περίπου. Η αλληλεπίδραση μπορεί επίσης να εμπλέκει την
αναστολή του CYP2C19.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με αταζαναβίρη δε συνιστάται
(βλέπε παράγραφο 4.4).
Συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά ημερησίως) και
αταζαναβίρης 300 mg/ριτοναβίρης 100 mg σε υγιείς εθελοντές
είχε ως αποτέλεσμα 75% μείωση της έκθεσης αταζαναβίρης.
Αύξηση της δόση της αταζαναβίρης στα 400 mg δεν αντιστάθμισε
την επίδραση της ομεπραζόλης στην έκθεση αταζαναβίρης.
Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg μία φορά ημερησίως) με
αταζαναβίρη 400 mg/ ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε
ως αποτέλεσμα μείωση κατά 30% περίπου στην έκθεση
αταζαναβίρης σε σύγκριση με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100
mg μία φορά ημερησίως.
Διγοξίνη
Ταυτόχρονη θεραπεία με ομεπραζόλη (20 mg ημερησίως) και
διγοξίνη σε υγιή άτομα αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα της διγοξίνης
κατά 10%. Τοξικότητα διγοξίνης σπάνια έχει αναφερθεί. Ωστόσο,
πρέπει να δίνεται προσοχή όταν η ομεπραζόλη χορηγείται σε
υψηλές δόσεις σε ηλικιωμένα άτομα. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει
να ενισχύεται η θεραπευτική παρακολούθηση (TDM) της διγοξίνης.
Κλοπιδογρέλη
Σε μία διασταυρούμενη κλινική μελέτη, χορηγήθηκε για 5 ημέρες
κλοπιδογρέλη (300 mg δόση εφόδου ακολουθούμενη από 75
mg/ημέρα) μόνη ή με ομεπραζόλη (80 mg την ίδια χρονική στιγμή
με την κλοπιδογρέλη). Η έκθεση στον δραστικό μεταβολίτη της
κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46% (Ημέρα 1) και 42% (Ημέρα 5)
όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα.
Η μέση αναστολή συσσώρευσης αιμοπεταλίων (IPA) μειώθηκε
κατά 47% (24 ώρες) και 30% (Ημέρα 5) όταν η κλοπιδογρέλη και η
ομεπραζόλη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα. Σε μία άλλη μελέτη
αποδείχθηκε ότι χορηγώντας κλοπιδογρέλη και ομεπραζόλη σε
διαφορετικούς χρόνους δεν αποτράπηκε η αλληλεπίδρασή τους η
οποία ενδέχεται να οφείλεται στην ανασταλτική επίδραση της
ομεπραζόλης στο CYP2C19. Έχει αναφερθεί ασυμφωνία
δεδομένων επί των κλινικών επιπλοκών αυτής της PK/PD
5
αλληλεπίδρασης σε όρους μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων
από μελέτες παρατήρησης και κλινικές μελέτες.
Άλλες δραστικές ουσίες
Η απορρόφηση ποσακοναζόλης, ερλοτινίμπης, κετοκοναζόλης και
ιτρακοναζόλης μειώνεται σημαντικά και έτσι η κλινική
αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι επηρεασμένη. Για την
ποσακοναζόλη και την ερλοτινίμπη η ταυτόχρονη χρήση πρέπει να
αποφεύγεται.
Δραστικές ουσίες που μεταβολίζονται από το CYP2C19
Η ομεπραζόλη είναι ήπιος αναστολέας του CYP2C19, το κύριο
ένζυμο μεταβολισμού της ομεπραζόλης.
Έτσι, ο μεταβολισμός συνεπακόλουθων δραστικών ουσιών που
επίσης μεταβολίζονται από το CYP2C19, μπορεί να είναι
μειωμένος και η συστηματική έκθεση σε αυτές τις ουσίες
αυξημένη. Παράδειγμα τέτοιων ουσιών είναι η R-βαρφαρίνη και
άλλοι ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ, η σιλοσταζόλη, η διαζεπάμη
και η φαινυτοΐνη.
Σιλοσταζόλη
Η ομεπραζόλη χορηγούμενη σε δόσεις των 40 mg σε υγιή άτομα σε
μία διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε το C
max
και την AUC για την
σιλοσταζόλη κατά 18% και 26% αντίστοιχα, και για έναν από
τους δραστικούς μεταβολίτες της κατά 29% και 69% αντίστοιχα.
Φαινυτοΐνη
Συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης φαινυτοΐνης στο
πλάσμα κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εβδομάδων μετά την
έναρξη της θεραπείας με ομεπραζόλη και, αν έχει γίνει
προσαρμογή της δόσης της φαινυτοΐνης, πρέπει να λάβει χώρα
παρακολούθηση και περαιτέρω προσαρμογή της δόσης μετά το
πέρας της θεραπείας με ομεπραζόλη.
Άγνωστοι μηχανισμοί
Σακουιναβίρη
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με σακουιναβίρη/ριτοναβίρη
είχε ως αποτέλεσμα αύξηση στα επίπεδα του πλάσματος μέχρι και
70% περίπου για την σακουιναβίρη σε συνδυασμό με καλή ανοχή
σε ασθενείς με HIV μόλυνση.
Τακρόλιμους
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα
επίπεδα τακρόλιμους στον ορό. Θα πρέπει να εφαρμόζεται
ενισχυμένη παρακολούθηση της συγκέντρωσης τακρόλιμους
καθώς και της νεφρικής λειτουργίας (κάθαρση κρεατινίνης), και
να προσαρμόζεται η δόση της τακρόλιμους αν χρειάζεται.
6
Μεθοτρεξάτη
Σε ορισμένους ασθενείς έχει αναφερθεί αύξηση των επιπέδων της
μεθοτρεξάτης όταν συγχορηγείται μαζί με αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων. Σε χορήγηση υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης μπορεί να
χρειαστεί να εξεταστεί μια παροδική διακοπή της ομεπραζόλης.
Επιδράσεις άλλων δραστικών ουσιών στη φαρμακοκινητική της
ομεπραζόλης
Αναστολείς του CYP2C19 και/ή του CYP3A4
Καθώς η ομεπραζόλη μεταβολίζεται μέσω των CYP2C19 και
CYP3A4, δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν το
CYP2C19 ή το CYP3A4 (όπως η κλαριθρομυκίνη και η
βορικοναζόλη) μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα
ομεπραζόλης στον ορό διότι μειώνεται ο ρυθμός μεταβολισμού της
ομεπραζόλης. Ταυτόχρονη θεραπεία με βορικοναζόλη είχε ως
αποτέλεσμα περισσότερο από διπλάσια έκθεση στην ομεπραζόλη.
Καθώς υψηλές δόσεις ομεπραζόλης ήταν καλά ανεκτές, γενικώς
δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης της ομεπραζόλης. Ωστόσο,
πρέπει να εξεταστεί η προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με
σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία και αν ενδείκνυται μακροχρόνια
θεραπεία.
Επαγωγείς του CYP2C19 και/ή του CYP3A4
Δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι επάγουν το CYP2C19 ή το
CYP3A4 ή και τα δύο (όπως η ριφαμπικίνη και το St. John’s wort)
μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα ομεπραζόλης στον ορό
αυξάνοντας το ρυθμό μεταβολισμού της ομεπραζόλης.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Αποτελέσματα από τρεις διερευνητικές επιδημιολογικές μελέτες
(περισσότερα από 1.000 αποτελέσματα έκθεσης) δεν υποδεικνύουν
ανεπιθύμητες ενέργειες της ομεπραζόλης στην κύηση ή στην υγεία
του εμβρύου/νεογέννητου παιδιού. Η ομεπραζόλη μπορεί να
χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η ομεπραζόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα αλλά δε φαίνεται
να επηρεάζει το παιδί όταν λαμβάνεται σε θεραπευτικές δόσεις.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η ομεπραζόλη δεν έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών. Ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη και
οπτικές διαταραχές μπορεί να συμβούν (βλέπε παράγραφο 4.8).
Εάν αυτό συμβεί, οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούν ή να
χειρίζονται μηχανές.
7
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (1-10% των ασθενών) είναι
κεφαλαλγία, κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια,
μετεωρισμός και ναυτία/εμετός.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου έχουν
εξακριβωθεί ή υποψιαστεί από κλινικές μελέτες για την
ομεπραζόλη και μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου. Καμία από
τις ανεπιθύμητες ενέργειες δε φάνηκε να είναι δοσοεξαρτώμενη.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που καταρτίζονται στην παρακάτω
λίστα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τη συχνότητα και την
Κατηγορία Οργάνου Συστήματος (ΚΟΣ).
Οι κατηγορίες συχνότητας ορίζονται σύμφωνα με την παρακάτω
συνθήκη: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι
συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000, <1/1.000), Πολύ
σπάνιες ( <1/10.000), Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
ΚΟΣ/συχνότητ
α
Ανεπιθύμητη ενέργεια
Διαταραχές του αιμοποιητικού και λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Λευκοπενία, θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες: Ακοκκιοκυτταραιμία, πανκυτταροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας π.χ. πυρετός,
αγγειοοίδημα και αναφυλακτική
αντίδραση/καταπληξία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες: Υπονατριαιμία
Μη γνωστές: Υπομαγνησιαιμία, σοβαρή υπομαγνησιαιμία
μπορεί να προκαλέσει υπασβεστιαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Όχι συχνές: Αϋπνία
Σπάνιες: Διέγερση, σύγχυση, κατάθλιψη
Πολύ σπάνιες: Επιθετικότητα, παραισθήσεις
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: Κεφαλαλγία
Όχι συχνές: Ζάλη, παραισθησία, υπνηλία
Σπάνιες: Διαταραχή της γεύσης
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Θαμπή όραση
Διαταραχές του ωτός και του λαβύρινθου
Όχι συχνές: Ίλιγγος
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωρακίου
Σπάνιες: Βρογχόσπασμος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
8
Συχνές: Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια,
μετεωρισμός, ναυτία/έμετος
Σπάνιες: Ξηροστομία, στοματίτιδα, γαστρεντερική
καντιντίαση
Μη γνωστές: Μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Σπάνιες: Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ σπάνιες: Ηπατική ανεπάρκεια, εγκεφαλοπάθεια σε
ασθενείς με προϋπάρχουσα νόσο του ήπατος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Δερματίτιδα, κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση
Σπάνιες: Αλωπεκία, φωτοευαισθησία
Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson,
τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του
συνδετικού ιστού
:Όχι συχνές Κάταγμα ισχίου, καρπού ή σπονδυλικής στήλης
Σπάνιες: Αρθραλγία, μυαλγία
Πολύ σπάνιες: Μυϊκή αδυναμία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες: Διάμεση νεφρίτιδα
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και μαστού
Πολύ σπάνιες: Γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: Αίσθημα κακουχίας, περιφερικό οίδημα
Σπάνιες: Αυξημένη εφίδρωση
Μη αντιστρεπτή οπτική δυσλειτουργία έχει αναφερθεί σε
μεμονωμένες περιπτώσεις ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση που
έλαβαν ομεπραζόλη με ενδοφλέβια ένεση, ειδικά σε υψηλές δόσεις,
αλλά δεν έχει αποδειχθεί αιτιολογική σχέση.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από
τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος
είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης
οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-
15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30
21 06549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες διαθέσιμες για την επίδραση
υπερδοσολογίας της ομεπραζόλης στους ανθρώπους. Στη
9
βιβλιογραφία, έχουν περιγραφεί δόσεις μέχρι και 560 mg, και
υπήρξαν περιστασιακές αναφορές όπου εφάπαξ από του στόματος
ληφθείσες δόσεις έφτασαν μέχρι και τα 2.400mg ομεπραζόλης (120
φορές μεγαλύτερες της συνήθους κλινικά συνιστώμενης δόσης).
Ναυτία, έμετος, ζάλη, κοιλιακό άλγος, διάρροια και κεφαλαλγία
έχουν αναφερθεί. Επίσης, απάθεια, κατάθλιψη και σύγχυση έχουν
περιγραφεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν σε σχέση με την
υπερδοσολογία ομεπραζόλης ήταν παροδικά, και δεν αναφέρθηκε
δυσμενής έκβαση. Ο ρυθμός απομάκρυνσης παράμεινε
αμετάβλητος (κινητική πρώτης τάξεως) με αυξανόμενες δόσεις. Η
θεραπεία, εάν χρειάζεται, είναι συμπληρωματική.
Ενδοφλέβιες δόσεις μέχρι και 270 mg σε μία μέρα και μέχρι 650
mg σε περίοδο τριών ημερών έχουν δοθεί σε κλινικές μελέτες
χωρίς καμία δοσοεξαρτώμενη ανεπιθύμητη ενέργεια.
5.ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολείς της αντλίας
πρωτονίων, κωδικός ATC: A02BC01
Μηχανισμός δράσης
Η ομεπραζόλη, ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών μειώνει τη
γαστρική έκκριση οξέος μέσω ενός μηχανισμού δράσης υψηλής
εκλεκτικότητας. Είναι ένας ειδικός αναστολέας της αντλίας
πρωτονίων του τοιχωματικού κυττάρου. Δρα ταχέως και
προσφέρει έλεγχο μέσω αντιστρεπτής αναστολής της γαστρικής
έκκρισης οξέος, με μια μόνο δόση την ημέρα.
Η ομεπραζόλη είναι μία ασθενής βάση που συγκεντρώνεται και
μετατρέπεται στη δραστική μορφή μέσα στο ισχυρά όξινο
περιβάλλον των ενδοκυτταρικών σωληνίσκων του τοιχωματικού
κυττάρου, όπου αναστέλλει το ένζυμο Η
+
Κ
+
-ATPάση, την αντλία
δηλαδή πρωτονίων. Αυτή η επίδραση στο τελικό στάδιο της
διαδικασίας σχηματισμούς του γαστρικού οξέος είναι
δοσοεξαρτώμενη και παρέχει αναστολή υψηλής απόδοσης τόσο
στην βασική έκκριση οξέος όσο και σε αυτήν μετά από διέγερση,
ανεξάρτητα από τον παράγοντα διέγερσης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Όλες οι φαρμακοδυναμικές επιδράσεις που παρατηρούνται
μπορούν να εξηγηθούν από τη δράση της ομεπραζόλης στην
έκκριση οξέος.
Επίδραση στη γαστρική έκκριση οξέος
10
Η ενδοφλέβια ομεπραζόλη παράγει μία δοσοεξαρτώμενη αναστολή
της γαστρικής έκκρισης οξέος στους ανθρώπους. Με σκοπό την
άμεση επίτευξη παρόμοιας μείωσης της ενδογαστρικής οξύτητας
με αυτή της επαναλαμβανόμενης χορήγησης 20mg από του
στόματος, συνιστάται μία πρώτη δόση 40mg ενδοφλεβίως. Αυτό
έχει ως αποτέλεσμα μία άμεση μείωση της ενδογαστρικής
οξύτητας και μία μέση μείωση σε διάστημα 24 ωρών περίπου κατά
90% τόσο για την ενδοφλέβια ένεση όσο και για την ενδοφλέβια
έγχυση.
Η αναστολή της έκκρισης του οξέος σχετίζεται με το εμβαδόν
κάτω από την καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς το
χρόνο UC) της ομεπραζόλης και όχι με την πραγματική
συγκέντρωση στο πλάσμα σε δεδομένο χρόνο.
Δεν έχει παρατηρηθεί ταχυφυλαξία κατά τη διάρκεια θεραπείας με
ομεπραζόλη.
Επίδραση στο Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού
Το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού σχετίζεται με τα πεπτικά έλκη,
συμπεριλαμβανομένων του δωδεκαδακτυλικού και γαστρικού
έλκους. Το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού είναι ο κύριος
παράγοντας ανάπτυξης γαστρίτιδας. Το Ελικοβακτηρίδιο του
Πυλωρού μαζί με το γαστρικό οξύ είναι οι κύριοι παράγοντες
ανάπτυξης πεπτικού έλκους. Το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού
είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης ατροφικής γαστρίτιδας η
οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης γαστρικού
καρκινώματος.
Η εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του Πυλωρού με ομεπραζόλη
και αντιβιοτικά σχετίζεται με υψηλά ποσοστά επούλωσης και
μακροχρόνια ύφεση των πεπτικών ελκών.
Άλλες επιδράσεις που σχετίζονται με την αναστολή έκκρισης του
γαστρικού οξέος
Κατά τη διάρκεια της μακροπρόθεσμης θεραπείας έχει αναφερθεί η
εμφάνιση γαστρικών αδενικών κυστών με κάποια αυξημένη
συχνότητα. Οι αλλαγές αυτές είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο
της έντονης αναστολής της έκκρισης οξέος, είναι καλοήθεις και
φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμες.
Η με οποιοδήποτε τρόπο μείωση της γαστρικής οξύτητας,
συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης αναστολέων της αντλίας
πρωτονίων, αυξάνει τον αριθμό των γαστρικών βακτηριδίων που
φυσιολογικά υπάρχουν στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με
φάρμακα που μειώνουν την έκκριση οξέος μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων
π.χ. από Salmonella και Campylobacter
.
11
Η χρωμογρανίνη Α (CgA) αυξάνεται επίσης λόγω της μειωμένης
γαστρικής οξύτητας. Η τροποποιημένη αυτή επίδραση της CgA δεν
μπορεί να αποδειχθεί πέντε ημέρες μετά την διακοπή θεραπείας με
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής σε υγιή άτομα είναι περίπου 0,3
1/kg βάρους σώματος. Η ομεπραζόλη είναι κατά 97% συνδεδεμένη
σε πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μεταβολισμός
Η ομεπραζόλη μεταβολίζεται πλήρως από το ενζυμικό σύστημα
του κυτοχρώματος Ρ450(CYP). To κυριότερο τμήμα του
μεταβολισμού της εξαρτάται από την πολυμορφικά εκφραζόμενη
ειδική ισομορφή CYP2C19, που είναι υπεύθυνη για το σχηματισμό
της υδροξυομεπραζόλης, τον κύριο μεταβολίτη στο πλάσμα. Το
εναπομείναν τμήμα εξαρτάται από μία άλλη ειδική ισομορφή,
CYP3A4, υπεύθυνη για το σχηματισμό της σουλφονικής
ομεπραζόλης. Ως αποτέλεσμα της υψηλής συγγένειας της
ομεπραζόλης με το CYP2C19, υπάρχει η πιθανότητα
συναγωνιστικής αναστολής και μεταβολικής αλληλεπίδρασης με
άλλα υποστρώματα του CYP2C19. Ωστόσο, λόγω της μικρής
συγγένειας με το CYP3A4, η ομεπραζόλη δεν έχει τη δυνατότητα
να αναστείλει το μεταβολισμό άλλων υποστρωμάτων του CYP3A4.
Επιπλέον, η ομεπραζόλη δεν διαθέτει ανασταλτική δράση επί των
κύριων CYP ενζύμων.
Περίπου το 3% του Καυκάσιου πληθυσμού και το 15-20% του
Ασιατικού πληθυσμού έχουν έλλειψη του λειτουργικού ενζύμου
CYP2C19 και καλούνται άτομα με περιορισμένο μεταβολισμό. Σε
τέτοια άτομα ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης πιθανόν να
καταλύεται κυρίως από το CYP3Α4. Μετά από επαναλαμβανόμενη
χορήγηση 20 mg ομεπραζόλης μία φορά ημερησίως, η μέση AUC
ήταν 5 με 10 φορές υψηλότερη σε άτομα με περιορισμένο
μεταβολισμό σε σχέση με άτομα που έχουν λειτουργικό CYP2C19
ένζυμο (άτομα με εκτεταμένο μεταβολισμό). Η μέση μέγιστη
συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν επίσης υψηλότερη, κατά 3 με 5
φορές. Τα ευρήματα αυτά δεν έχουν επιπτώσεις στην δοσολογία
της ομεπραζόλης.
Απέκκριση
Η ολική κάθαρση πλάσματος είναι περίπου 30-40 l/ώρα μετά από
εφάπαξ δόση. Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της
ομεπραζόλης από το πλάσμα είναι συνήθως μικρότερος από μία
ώρα τόσο μετά από εφάπαξ όσο και μετά από επαναλαμβανόμενη
μία φορά ημερησίως χορήγηση. Η ομεπραζόλη απομακρύνεται
πλήρως από το πλάσμα μεταξύ των δόσεων. Σχεδόν το 80% μίας
12
δόσης ομεπραζόλης αποβάλλεται υπό τη μορφή μεταβολιτών με τα
ούρα και το υπόλοιπο ανευρίσκεται στα κόπρανα, απεκκρινόμενο
πρωτίστως με τη χολή.
Η AUC της ομεπραζόλης αυξάνεται με την επαναλαμβανόμενη
χορήγηση λόγω της συστηματικής κάθαρσης που πιθανόν
προκαλείται από την αναστολή του ενζύμου CYP2C19 από την
ομεπραζόλη και/ή τους μεταβολίτες της (π.χ. τη σουλφονική).
Δεν έχει βρεθεί μεταβολίτης που να έχει επίδραση στην έκκριση
του γαστρικού οξέος.
Ειδικοί πληθυσμοί
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης σε ασθενείς με ηπατική
δυσλειτουργία είναι εξασθενημένος, έχοντας ως αποτέλεσμα
αυξημένη AUC. Δεν έχει αποδειχθεί να έχει η ομεπραζόλη
οποιαδήποτε τάση για συσσώρευση όταν χορηγείται μία φορά
ημερησίως.
Διαταραγμένη νεφρική λειτουργία
Οι φαρμακοκινητικές παράμετροι της ομεπραζόλης,
συμπεριλαμβανομένης της συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας και
του ποσοστού απομάκρυνσης, είναι αμετάβλητες σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Ηλικιωμένοι
Το ποσοστό μεταβολισμού της ομεπραζόλης είναι κάπως μειωμένο
σε ηλικιωμένα άτομα (ηλικίας 75-79 ετών).
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Γαστρική ECL-κυτταρική υπερπλασία και καρκινοειδή, έχουν
παρατηρηθεί σε δια-βίου μελέτες σε αρουραίους στους οποίους
χορηγείται ομεπραζόλη. Αυτές οι μεταβολές είναι αποτέλεσμα της
παρατεταμένης υπεργαστριναιμίας σαν επακόλουθο της
αναστολής έκκρισης του οξέος. Παρόμοια ευρήματα έχουν υπάρξει
μετά από θεραπεία με ανταγωνιστές των Η
2
-υποδοχέων,
αναστολείς της αντλίας πρωτονίων κα μετά από μερική εκτομή
του θόλου του στομάχου. Έτσι, αυτές οι μεταβολές δεν οφείλονται
στην άμεση δράση κάποιας συγκεκριμένης δραστικής ουσίας.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Φιαλίδιο με λυόφιλη σκόνη: Sodium Hydroxide
13
Φύσιγγα με διαλύτη : Macrogol 400, Citric acid monohydrate, Water for
injection.
6.2 Ασυμβατότητες
Το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα πέρα από αυτά που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.6
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
Ανασυσταμένο διάλυμα:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί
για 4 ώρες στους 25
o
C όταν η ανασύσταση γίνει με τον
περιεχόμενο διαλύτη.
Από μικροβιολογική άποψη το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται
αμέσως. Η χρήση άλλων συνθηκών φύλαξης αποτελούν ευθύνη του
χρήστη και δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τις 24 ώρες στους 2-8
o
C,
εκτός εάν η ανασύσταση έλαβε χώρα υπό ελεγχόμενες και
αξιολογημένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25
ο
C. Διατηρείτε
τον περιέκτη στην αρχική του συσκευασία προστατευμένο από το
φως. Τα φιαλίδια δύναται να αποθηκευτούν εκτεθειμένα στο
φυσικό φως εσωτερικού χώρου, μέχρι 24 ώρες.
Μετά την ανασύσταση το ενέσιμο διάλυμα διατηρείται σε
θερμοκρασία μικρότερη των 25
ο
C και πρέπει να χρησιμοποιηθεί
μέσα σε 4 ώρες από την παρασκευή του.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Kάθε κουτί περιέχει φιαλίδιο με λυόφιλη σκόνη και φύσιγγα των
10 ml με διαλύτη για την ανασύσταση της σκόνης.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος
χειρισμός
Η ομεπραζόλη ενέσιμο διάλυμα παραλαμβάνεται με διάλυση της
λυόφιλης ουσίας στον διαλύτη που τη συνοδεύει. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται άλλος διαλύτης.
Η σταθερότητα της ομεπραζόλης επηρεάζεται από το pH του
ενέσιμου διαλύματος, για αυτό το λόγο δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται άλλοι διαλύτες ή άλλες ποσότητες. Εσφαλμένη
14
παρασκευή του διαλύματος μπορεί να αναγνωριστεί από τον
κίτρινο έως καφέ χρωματισμό και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Χρησιμοποιήστε μόνο διαυγή, άχρωμα ή απαλά κίτρινο-καφέ
διαλύματα.
Παρασκευή
Σημείωση : Τα βήματα 1 έως 5 πρέπει να
πραγματοποιηθούν το ένα αμέσως μετά το άλλο:
1. Με μία σύριγγα αναρροφήστε όλο το διαλύτη από την αμπούλα
(10ml).
2. Προσθέστε 5 ml από τον διαλύτη στο vial με τη λυόφιλη σκόνη
ομεπραζόλης.
3. Αφαιρέστε όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα από το vial πίσω
στη σύριγγα. Αυτό θα διευκολύνει την προσθήκη του υπόλοιπου
διαλύτη.
4. Προσθέστε τον υπόλοιπο διαλύτη στο vial, βεβαιωθείτε ότι η
σύριγγα είναι άδεια.
5. Κουνήστε περιστροφικά για να επιβεβαιώσετε ότι όλη η
λυόφιλη ομεπραζόλη έχει διαλυθεί.
Η ομεπραζόλη ενέσιμο διάλυμα πρέπει να δίνεται μόνο ως
ενδοφλέβια ένεση και δεν πρέπει να προστίθεται στο διάλυμα
έγχυσης. Μετά την ανασύσταση η ένεση πρέπει να δίνεται αργά
για ένα διάστημα τουλάχιστον 2,5 λεπτών με μέγιστο ρυθμό 4 ml
ανά λεπτό.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7
. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε.- Οδός Τατοΐου, 146 71 Νέα Ερυθραία, Τηλ. 210
8009111-120
8. AΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
78123/12/6-6-2013
9.ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
5-12-2000 / 31-5-2011
10.ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ
6-6-2013
15