αύξησης της αντιφλεγμονώδους θεραπείας, π.χ. υψηλότερες δόσεις εισπνεόμενης βουδεσονίδης ή θεραπεία
με κορτικοειδή από του στόματος για μικρό χρονικό διάστημα. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς
οι οποίοι μετατάσσονται από κορτικοστεροειδή από το στόμα σε εισπνεόμενα γλυκοκορτικοστεροειδή.
Κατά την περίοδο καταστολής του άξονα Υποθάλαμος-Υπόφυση-Επινεφρίδια, οι ασθενείς μπορεί να
εμφανίσουν συμπτώματα και σημεία επινεφριδιακής ανεπάρκειας όταν τραυματιστούν, υποβληθούν σε
εγχείρηση, υποστούν λοίμωξη (ειδικότερα γαστρεντερίτιδα) ή σε άλλες καταστάσεις που σχετίζονται με
σοβαρή απώλεια ηλεκτρολυτών. Παρόλο ότι με το Biosonide, εναιώρημα για εισπνοή με εκνεφωτή μπορεί
να επιτευχθεί έλεγχος των συμπτωμάτων του άσθματος κατά την διάρκεια αυτών των καταστάσεων, στις
συνιστώμενες δόσεις το Biosonide, εναιώρημα για εισπνοή με εκνεφωτή, παρέχει μικρότερες ποσότητες
γλυκοκορτικοειδούς στη συστηματική κυκλοφορία από τις παραγόμενες φυσιολογικά και δεν παρέχει την
αλατοκορτικοειδή δράση που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση αυτών των επειγουσών
καταστάσεων.
Κατά τη μετάταξη του ασθενή από κορτικοειδές per os σε θεραπεία με το Biosonide, εναιώρημα για
εισπνοή με εκνεφωτή, η μειωμένη στεροειδική δράση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση
αλλεργικών ή αρθριτικών συμπτωμάτων, όπως ρινίτις, έκζεμα ή πόνος στους μυς και τις αρθρώσεις.
Ειδική θεραπεία θα πρέπει να αρχίσει για αυτές τις καταστάσεις. Εάν, σε σπάνιες περιπτώσεις,
παρουσιαστούν συμπτώματα όπως αίσθημα κόπωσης, κεφαλαλγία, ναυτία και έμετος, θα πρέπει να
πιθανολογείται μη επαρκής δράση του γλυκοκορτικοειδούς.
Η μειωμένη ηπατική λειτουργία επηρεάζει τον μεταβολισμό των κορτικοστεροειδών. Η φαρμακοκινητική
της βουδεσονίδης μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι ωστόσο παρόμοια σε κιρρωτικούς ασθενείς και
σε υγιή άτομα. Αυξημένη συστηματική διαθεσιμότητα παρατηρήθηκε στη φαρμακοκινητική της
βουδεσονίδης μετά από χορήγηση από το στόμα σε ασθενείς με μειωμένη ηπατική λειτουργία. Ωστόσο το
γεγονός αυτό είναι μικρής σημασίας για το Biosonide εναιώρημα για εισπνοή με εκνεφωτή, καθώς μετά
από μια εισπνοή η συνεισφορά της από του στόματος ποσότητας της βουδεσονίδης υπό μορφή
εναιωρήματος για εισπνοή με εκνεφωτή στη συστηματική διαθεσιμότητα είναι πολύ μικρή. Αυτό μπορεί
να είναι κλινικά σημαντικό σε ασθενείς με σοβαρή βλάβη της ηπατικής λειτουργίας.
In vivo μελέτες έδειξαν ότι η από του στόματος χορήγηση κετοκοναζόλης (γνωστός αναστολέας της
δράσης του CYP3A στο ήπαρ και στους βλενογόννους, βλέπε επίσης λήμμα 4.5 Αλληλεπιδράσεις) μπορεί
να προκαλέσει αύξηση της συστηματικής έκθεσης στη βουδεσονίδη. Αυτό έχει μικρή κλινική σημασία σε
βραχυπρόθεσμες θεραπείες (1-2 εβδομάδων) με κετοκοναζόλη, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε
μακροχρόνιες θεραπείες. Δεν είναι απόλυτα γνωστή η μακροχρόνια τοπική και συστηματική δράση του
Biosonide, εναιώρημα για εισπνοή με εκνεφωτή στον άνθρωπο. Η δόση πρέπει να ρυθμίζεται στην
χαμηλότερη αποτελεσματική δόση συντήρησης μόλις επιτευχθεί ο έλεγχος του άσθματος. Η ανάπτυξη των
παιδιών που λαμβάνουν οποιαδήποτε μορφή κορτικοστεροειδών πρέπει να παρακολουθείται στενά από τον
γιατρό και να σταθμίζεται το όφελος της θεραπείας με κορτικοστεροειδή για τον έλεγχο του άσθματος
έναντι του πιθανού κινδύνου καταστολής της ανάπτυξης. Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν