περιφερικής νευροπάθειας ή λευκοπενίας. Και οι δύο επιδράσεις είναι συνήθως αναστρέψιμες.
Σε περίπτωση παρατεταμένης θεραπείας, η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών όπως
παραισθησία, αταξία, ζάλη, και κρίση σπασμών θα πρέπει να ελέγχεται. Υψηλή δοσολογία έχει
συνδεθεί με παροδικούς επιληπτόμορφους σπασμούς.
Παρακολούθηση:
Συνιστάται τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση (συμπεριλαμβανομένου του τύπου
λευκοκυττάρων) σε περίπτωση χορήγησης υψηλών δόσεων ή παρατεταμένης θεραπείας, σε
περίπτωση ιστορικού δυσκρασίας του αίματος, σε περίπτωση σοβαρής λοίμωξης και σε σοβαρή
ηπατική ανεπάρκεια.
Γενικά:
Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται ότι η Metronidazole/Baxter μπορεί να προκαλέσει
σκουρόχρωμα ούρα (λόγω μεταβολιτών της μετρονιδαζόλης).
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δε συνιστάται ταυτόχρονη θεραπεία
Οινόπνευμα: Αντίδραση δισουλφιράμης (θερμότητα, ερυθρότητα, έμετος, ταχυκαρδία).
Οινοπνευματώδη ποτά και φάρμακα που περιέχουν οινόπνευμα θα πρέπει να αποφεύγονται. Θα
πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να μη λαμβάνουν οινόπνευμα κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με Metronidazole/Baxter και για τουλάχιστον 48 ώρες μετά από αυτή εξαιτίας της
αντίδρασης δισουλφιράμης (εξάψεις, έμετος, ταχυκαρδία).
Ταυτόχρονη θεραπεία που απαιτεί ειδικές προφυλάξεις
Από του στόματος αντιπηκτική αγωγή (βαρφαρίνη): αύξηση της δράσης των αντιπηκτικών
φαρμάκων που χορηγούνται από το στόμα και κίνδυνος αιμορραγίας (ελάττωση του ηπατικού
τους καταβολισμού). Ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει να παρακολουθείται συχνότερα. Η δόση των
από του στόματος χορηγούμενων αντιπηκτικών πρέπει να προσαρμόζεται κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με μετρονιδαζόλη, καθώς και 8 ημέρες μετά τη διακοπή της.
Έχει αναφερθεί μεγάλος αριθμός ασθενών οι οποίοι δείχνουν αύξηση της δράσης των
αντιπηκτικών που χορηγούνται από το στόμα, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνουν αγωγή με αντιβιοτικά.
Η λοιμώδης και η φλεγμονώδης κατάσταση του ασθενούς, μαζί με την ηλικία του και την καλή
γενική του κατάσταση, αποτελούν παράγοντες κινδύνου σε αυτή την περίπτωση. Ωστόσο, σε
αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος που παίζει η ίδια η νόσος ή η θεραπεία της
στην εμφάνιση διαταραχών του χρόνου προθρομβίνης. Ορισμένες κατηγορίες αντιβιοτικών είναι
πιθανότερο να προκαλούν αυτή την αλληλεπίδραση, ιδιαίτερα οι φθοροκινολόνες, οι μακρολίδες,
οι κυκλίνες, η κοτριμοξαζόλη και ορισμένες κεφαλοσπορίνες.
Βεκουρόνιο (μη εκπολωτικό κουραρομιμητικό): Η μετρονιδαζόλη μπορεί να ενισχύσει τη δράση
του βεκουρονίου.
Συνδυασμοί που πρέπει να ληφθούν υπόψη:
5 Φθορο-ουρακίλη: αύξηση της τοξικότητας της 5 φθορο-ουρακίλης λόγω της ελάττωσης της
κάθαρσής της.
Λίθιο: Έχει αναφερθεί κατακράτηση λιθίου που συνοδεύεται από πιθανή νεφρική βλάβη σε
ασθενείς που έλαβαν ταυτόχρονα λίθιο και μετρονιδαζόλη. Η χορήγηση λιθίου πρέπει να
ελαττώνεται ή να διακόπτεται πριν από τη χορήγηση μετρονιδαζόλης. Οι συγκεντρώσεις του
λιθίου στο πλάσμα, της κρεατινίνης και των ηλεκτρολυτών πρέπει να παρακολουθούνται σε
ασθενείς που λαμβάνουν λίθιο και μετρονιδαζόλη ταυτόχρονα.
Βαρβιτουρικά – Η φαινοβαρβιτάλη θα μπορούσε να προάγει το μεταβολισμό της μετρονιδαζόλης,
ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη δραστικότητα της μετρονιδαζόλης.
Metronidazole_SPC_Renewal 2009_FINAL_21092009.doc
3