ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Haemate
P 250/500/1000 IU
Κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς
έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο περιέχει ονομαστικά:
250/500/1000 IU ανθρώπινου παράγοντα πήξης VIII (FVIII).
600/1200/2400 IU ανθρώπινου παράγοντα von Willebrand (VWF).
Μετά την ανασύσταση με 5/10 ml ύδατος για ενέσιμα, το Haemate P 250/500 IU
περιέχει 50 IU/ml παράγοντα FVIII και 120 IU/ml παράγοντα VWF. Μετά την
ανασύσταση με 15 ml ύδατος για ενέσιμα, το Haemate
P 1000 IU περιέχει 66,6 IU/ml
παράγοντα FVIII και 160 IU/ml παράγοντα VWF.
Η δραστικότητα (σε IU) του FVIII προσδιορίζεται σύμφωνα με το χρωμογονικό
προσδιορισμό της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας. Η ειδική δραστικότητα του FVIII
στο Haemate είναι περίπου 2-6 IU παράγοντα FVIII/mg πρωτεΐνης.
Η δραστικότητα (σε IU) του VWF προσδιορίζεται με βάση τη δραστικότητα του
συμπαράγοντα ριστοσετίνης (VWF:RCo) σε σύγκριση με το Διεθνές Πρότυπο (ΠΟΥ)
για το συμπύκνωμα του παράγοντα von Willebrand. Η ειδική δραστικότητα του VWF
στο Haemate είναι περίπου 5-17 IU του παράγοντα VWF:RCo/mg πρωτεΐνης.
Το Haemate παράγεται από ανθρώπινο πλάσμα που προέρχεται από δότες.
Έκδοχο με γνωστή δράση:
Νάτριο:
Haemate P 250/500 IU/vial - περίπου 113 mmol/l (2,6 mg/ml)
Haemate P 1000 IU/vial - περίπου 150 mmol/l (3,5 mg/ml)
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς
έγχυση.
Λευκή κόνις και διαυγής, άχρωμος διαλύτης για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος
ή διαλύματος προς έγχυση.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Νόσος του
von
Willebrand
(
VWD
)
Προφύλαξη και θεραπεία αιμορραγίας ή αιμορραγικών επεισοδίων που
σχετίζονται με χειρουργική επέμβαση, όταν η θεραπεία με δεσμοπρεσίνη (DDAVP)
είναι ανεπαρκής ή αντενδείκνυται.
Αιμορροφιλία Α (συγγενής ανεπάρκεια παράγοντα
VIII
)
Προφύλαξη και θεραπεία αιμορραγικών επεισοδίων σε ασθενείς με αιμορροφιλία
Α.
Το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της επίκτητης
ανεπάρκειας παράγοντα VIII και για τη θεραπεία ασθενών με αντισώματα έναντι
του παράγοντα VIII.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η θεραπεία της νόσου του von Willebrand (VWD) και της Αιμορροφιλίας Α πρέπει να
διενεργείται υπό την επίβλεψη ιατρού με εμπειρία στη θεραπεία των αιμοστατικών
διαταραχών.
Δοσολογία
Νόσος του von Willebrand :
Γενικά, η χορήγηση 1 IU/kg παράγοντα VWF:RCo αυξάνει το επίπεδο του
κυκλοφορούντος VWF:RCo κατά 0,02 IU/ml (2%).
Πρέπει να επιτευχθούν επίπεδα > 0,6 IU/ml (60%) παράγοντα VWF:RCo και > 0,4
IU/ml (40%) παράγοντα FVIII:C.
Συνήθως συνιστώνται 40-80 IU/kg παράγοντα von Willebrand (VWF:RCo) και 20-40
IU/kg παράγοντα FVIII:C για την επίτευξη αιμόστασης.
Mια αρχική δόση των 80 IU/kg παράγοντα von Willebrand μπορεί να απαιτείται,
ιδιαίτερα σε ασθενείς με νόσο του von Willebrand τύπου 3 όπου η διατήρηση
επαρκών επιπέδων μπορεί να απαιτεί μεγαλύτερες δόσεις σε σύγκριση με άλλους
τύπους της νόσου του von Willebrand.
Πρόληψη αιμορραγίας σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης ή σοβαρού
τραύματος:
Για την πρόληψη υπερβολικής αιμορραγίας κατά τη διάρκεια ή ύστερα από
χειρουργική επέμβαση, η χορήγηση πρέπει να ξεκινήσει 1 έως 2 ώρες πριν τη
χειρουργική επέμβαση.
Μια επαρκής δόση πρέπει να επαναχορηγείται κάθε 12-24 ώρες. Η δόση και η
διάρκεια της θεραπείας εξαρτώνται από την κλινική κατάσταση του ασθενή, τον
τύπο και την έκταση της αιμορραγίας καθώς και τα επίπεδα των VWF:RCo και
FVIII:C.
Όταν χρησιμοποιείται προϊόν παράγοντα von Willebrand που περιέχει και FVIII, ο
θεράποντας ιατρός πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του ότι η συνεχιζόμενη θεραπεία
μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αύξηση του FVIII:C. Ύστερα από 24-48 ώρες
θεραπείας και προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση του FVIII:C, πρέπει
να εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης και/ή αύξησης του
μεσοδιαστήματος μεταξύ των δόσεων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η δοσολογία στα παιδιά υπολογίζεται με βάση το σωματικό βάρος και συνεπώς
βασίζεται στις ίδιες οδηγίες που ισχύουν και για τους ενήλικες. Η συχνότητα
χορήγησης πρέπει πάντοτε να καθορίζεται με βάση την κλινική
αποτελεσματικότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αιμορροφιλία Α
Ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Haemate σε ασθενείς που δεν έχουν
λάβει προηγούμενη θεραπεία, δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμα δεδομένα.
Παρακολούθηση της θεραπείας
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, συνιστάται κατάλληλος προσδιορισμός των
επιπέδων του παράγοντα VIII ώστε να καθορίζονται η δόση που πρόκειται να
χορηγηθεί και η συχνότητα των επαναλαμβανόμενων εγχύσεων. Η ανταπόκριση
στον παράγοντα VIII μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, επιτυγχάνοντας
διαφορετικά επίπεδα ανάκτησης in vivo και επιδεικνύοντας διαφορετικούς χρόνους
ημιζωής. Μπορεί να απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας που καθορίζεται με
βάση το σωματικό βάρος στους ελλιποβαρείς ή στους υπέρβαρους ασθενείς.
Ειδικότερα στις μείζονες χειρουργικές επεμβάσεις, είναι απαραίτητη η στενή
παρακολούθηση της θεραπείας υποκατάστασης, μέσω εργαστηριακού ελέγχου της
πήξης (της δραστικότητας του παράγοντα VIII στο πλάσμα).
Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη αναστολέων έναντι
του παράγοντα VIII. Βλέπε επίσης παράγραφο 4.4.
Η δοσολογία και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης εξαρτώνται από τη
σοβαρότητα της ανεπάρκειας του παράγοντα VIII, από τη θέση και την έκταση της
αιμορραγίας καθώς και από την κλινική κατάσταση του ασθενή.
Ο αριθμός των μονάδων παράγοντα VIII που χορηγούνται, εκφράζεται σε Διεθνείς
Μονάδες (International Units, IU) οι οποίες σχετίζονται με το ισχύον πρότυπο της
Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) για τα προϊόντα που περιέχουν παράγοντα
VIII. Η δραστικότητα του παράγοντα VIII στο πλάσμα εκφράζεται είτε σε ποσοστό
(σε σχέση με το φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα) ή κατά προτίμηση σε IU (σε
σχέση με το Διεθνές Πρότυπο για τον παράγοντα VIII στο πλάσμα).
Μία διεθνής μονάδα (IU) δραστικότητας του παράγοντα VIII ισοδυναμεί με την
ποσότητα του παράγοντα VIII σε ένα ml φυσιολογικού ανθρώπινου πλάσματος.
Θεραπεία κατ’ απαίτηση
Ο υπολογισμός της απαιτούμενης δόσης του παράγοντα VIII βασίζεται στο
εμπειρικό εύρημα, ότι 1 IU παράγοντα VIII ανά kg σωματικού βάρους αυξάνει τη
δραστικότητα του παράγοντα VIII στο πλάσμα κατά περίπου 2% (2 IU/dl) της
φυσιολογικής. Η απαιτούμενη δόση καθορίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:
Απαιτούμενες μονάδες = σωματικό βάρος (kg) x επιθυμητή αύξηση του παράγοντα
VIII (% ή IU/dl) x 0,5
Η χορηγούμενη ποσότητα και η συχνότητα χορήγησης πρέπει πάντοτε να
καθορίζονται με βάση την κλινική αποτελεσματικότητα στη συγκεκριμένη
περίπτωση.
Στην περίπτωση των παρακάτω αιμορραγικών επεισοδίων, η δραστικότητα του
παράγοντα VIII δεν πρέπει να μειώνεται πέραν του υποδεικνυόμενου επιπέδου
δραστικότητας στο πλάσμα (σε % του φυσιολογικού ή IU/dl) στην αντίστοιχη
περίοδο. Ο ακόλουθος πίνακας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για τον
καθορισμό της δοσολογίας σε περίπτωση αιμορραγικών επεισοδίων και
χειρουργικών επεμβάσεων:
Βαθμός αιμορραγίας/
Είδος χειρουργικής
επέμβασης
Απαιτούμενο
επίπεδο
δραστικότητας του
παράγοντα
VIII
(% ή
IU
/
dl
)
Συχνότητα δόσεων (ώρες) /
Διάρκεια θεραπείας (ημέρες)
Αιμορραγία
Πρώιμο αίμαρθρο,
μυϊκή αιμορραγία ή
στοματική αιμορραγία
20 - 40 Επαναλάβετε κάθε 12 - 24 ώρες.
Για τουλάχιστον 1 ημέρα, μέχρι
να υποχωρήσει το αιμορραγικό
επεισόδιο, όπως υποδηλώνεται
από τον πόνο, ή μέχρι να
επιτευχθεί επούλωση.
Πιο εκτεταμένο
αίμαρθρο,
μυϊκή αιμορραγία ή
αιμάτωμα
30 - 60 Επαναλάβετε την έγχυση κάθε
12 - 24 ώρες για 3 - 4 ημέρες ή
περισσότερο, μέχρι να
υποχωρήσουν ο πόνος και η
οξεία αναπηρία.
Αιμορραγίες
απειλητικές για τη ζωή
60 - 100 Επαναλάβετε την έγχυση κάθε
8 - 24 ώρες μέχρι να παρέλθει ο
κίνδυνος.
Χειρουργική επέμβαση
Ελάσσονες
χειρουργικές
επεμβάσεις,
συμπεριλαμβανομένης
της οδοντικής εξαγωγής
30 - 60 Κάθε 24 ώρες, για 1 ημέρα
τουλάχιστον, μέχρι να
επιτευχθεί επούλωση.
Μείζονες χειρουργικές
επεμβάσεις
80 - 100
(προ- και
μετεγχειρητικά)
Επαναλάβετε την έγχυση κάθε
8 - 24 ώρες μέχρι την επαρκή
επούλωση του τραύματος και
ακολούθως θεραπεία για άλλες 7
τουλάχιστον ημέρες,
προκειμένου να διατηρηθούν τα
επίπεδα δραστικότητας του
παράγοντα VIII σε 30 έως 60%
(IU/dl).
Προφύλαξη
Για μακροχρόνια προφύλαξη κατά των αιμορραγιών στους ασθενείς με σοβαρή
αιμορροφιλία Α, οι συνήθεις δόσεις είναι 20 έως 40 IU παράγοντα VIII ανά kg
σωματικού βάρους κάθε 2 με 3 ημέρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα για
νεαρής ηλικίας ασθενείς, μπορεί να απαιτούνται μικρότερα μεσοδιαστήματα
μεταξύ των δόσεων ή υψηλότερες δόσεις.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από κλινικές μελέτες σχετικά με τη δοσολογία
του Haemate στα παιδιά.
Τρόπος χορήγησης
Για ενδοφλέβια χρήση.
Κάνετε ανασύσταση του προϊόντος όπως περιγράφεται στην παράγραφο 6.6. Το
ανασυσταμένο προϊόν θα πρέπει να αποκτά θερμοκρασία δωματίου ή σώματος
πριν από τη χορήγηση. Χορηγήστε με αργή ενδοφλέβια ένεση, με ρυθμό ανεκτό από
τον ασθενή. Όταν το προϊόν μεταφερθεί στη σύριγγα, πρέπει να χρησιμοποιηθεί
αμέσως.
Σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η χορήγηση μεγαλύτερης ποσότητας του
παράγοντα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί έγχυση. Για τον σκοπό αυτό, μεταφέρετε το
ανασυσταμένο προϊόν σε κατάλληλο σύστημα έγχυσης.
Ο ρυθμός ένεσης ή έγχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4 ml ανά λεπτό.
Παρατηρείστε τον ασθενή για άμεση αντίδραση. Σε περίπτωση εμφάνισης
αντιδράσεων που μπορεί να σχετίζονται με τη χορήγηση του Haemate, ο ρυθμός
έγχυσης πρέπει να μειώνεται ή η χορήγηση να διακόπτεται, ανάλογα με την
κλινική κατάσταση του ασθενή (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται
στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπερευαισθησία
Αλλεργικού τύπου αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι πιθανές. Εάν εμφανιστούν
συμπτώματα υπερευαισθησίας, πρέπει να δίνεται η συμβουλή στους ασθενείς να
διακόπτουν αμέσως τη χρήση του φαρμακευτικού προϊόντος και να επικοινωνούν με
τον γιατρό τους. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για τα πρώιμα σημεία των
αντιδράσεων υπερευαισθησίας που περιλαμβάνουν εξάνθημα, γενικευμένη
κνίδωση, αίσθημα σύσφιξης του θώρακα, συριγμό, υπόταση και αναφυλαξία.
Σε περίπτωση καταπληξίας, πρέπει να ακολουθούνται οι ισχύουσες οδηγίες
αντιμετώπισης της καταπληξίας.
Το Haemate περιέχει έως και 70 mg νατρίου ανά 1000 IU. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπ’
όψιν από ασθενείς σε δίαιτα ελεγχόμενη σε νάτριο.
Νόσος
του
von Willebrand (VWD)
Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης θρομβωτικών συμβαμάτων, συμπεριλαμβανομένης της
πνευμονικής εμβολής, ιδιαίτερα σε ασθενείς με γνωστούς κλινικούς ή
εργαστηριακούς παράγοντες κινδύνου (π. κατά την περιεγχειρητική περίοδο όταν
δεν λαμβάνεται θρομβοπροφύλαξη, μη πρώιμη κινητοποίηση, παχυσαρκία,
υπερδοσολογία, καρκίνος). Ως εκ τούτου, οι ασθενείς που βρίσκονται σε τέτοιο
κίνδυνο, πρέπει να παρακολουθούνται για την εμφάνιση πρώιμων σημείων
θρόμβωσης. Η προφύλαξη έναντι της φλεβικής θρομβοεμβολής πρέπει να ξεκινά
σύμφωνα με τις ισχύουσες συστάσεις.
Όταν χρησιμοποιείται ένα προϊόν VWF, ο θεράπων ιατρός πρέπει να λαμβάνει υπ’
όψιν του ότι η συνεχιζόμενη θεραπεία μπορεί να προκαλέσει υπερβολική αύξηση
του FVIII:C. Στους ασθενείς που λαμβάνουν προϊόντα VWF που περιέχουν και FVIII,
πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα του FVIII:C στο πλάσμα, ώστε να αποφευχθεί η
διατήρηση υπερβολικών επιπέδων του FVIII:C στο πλάσμα, που μπορεί να
αυξήσουν τον κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων, ενώ παράλληλα πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο λήψης αντιθρομβωτικών μέτρων.
Οι ασθενείς με VWD, ιδιαίτερα τύπου 3, μπορεί να αναπτύξουν εξουδετερωτικά
αντισώματα νασταλείς) έναντι του VWF. Εάν δεν επιτευχθούν τα αναμενόμενα
επίπεδα δραστικότητας του VWF:RCo στο πλάσμα ή εάν η αιμορραγία δεν
ελέγχεται με κατάλληλη δόση, πρέπει να διεξαχθεί κατάλληλη εργαστηριακή
ανάλυση ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη αναστολέων του VWF. Σε ασθενείς με
υψηλά επίπεδα αναστολέων, η θεραπεία μπορεί να μην είναι αποτελεσματική και
θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν άλλες θεραπευτικές επιλογές.
Αιμορροφιλία Α
Αναστολείς
Η ανάπτυξη εξουδετερωτικών αντισωμάτων (αναστολέων) έναντι του παράγοντα
VIII αποτελεί γνωστή επιπλοκή στην αντιμετώπιση ασθενών που πάσχουν από
αιμορροφιλία Α. Οι ανασταλείς αυτοί είναι συνήθως ανοσοσφαιρίνες IgG που
δρουν έναντι της προπηκτικής δράσης του παράγοντα VIII και οι οποίοι
προσδιορίζονται ποσοτικά σε μονάδες Bethesda (BU) ανά ml πλάσματος
χρησιμοποιώντας την τροποποιημένη μέθοδο ποσοτικής ανάλυσης. Ο κίνδυνος
ανάπτυξης αναστολέων σχετίζεται με την έκθεση στον παράγοντα VIII και είναι
μεγαλύτερος κατά τις πρώτες 20 ημέρες έκθεσης. Σπάνια, οι αναστολείς μπορεί να
αναπτυχθούν ύστερα από τις πρώτες 100 ημέρες έκθεσης.
Περιπτώσεις επανεμφάνισης αναστολέωναμηλού τίτλου) έχουν παρατηρηθεί
μετά από αλλαγή από ένα προϊόν με παράγοντα VIII σε άλλο, σε ασθενείς που έχουν
λάβει ξανά θεραπεία με πάνω από 100 ημέρες έκθεσης και με προηγούμενο ιστορικό
ανάπτυξης αναστολέων. Γι’ αυτό, συστήνεται να παρακολουθούνται προσεκτικά
όλοι οι ασθενείς για τυχόν ανάπτυξη αναστολέων μετά από την αλλαγή από ένα
προϊόν σε άλλο.
Γενικά, όλοι οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ανθρώπινο παράγοντα πήξης
VIII πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για την ανάπτυξη αναστολέων μέσω
κλινικών παρατηρήσεων και εργαστηριακών ελέγχων. Εάν τα αναμενόμενα
επίπεδα δραστικότητας του παράγοντα VIII στο πλάσμα δεν επιτυγχάνονται, ή εάν
η αιμορραγία δεν ελέγχεται με κατάλληλη δόση, πρέπει να διεξαχθεί
εργαστηριακός έλεγχος για την ανίχνευση αναστολέων του FVIII. Σε ασθενείς με
υψηλά επίπεδα αναστολέων, η αγωγή με παράγοντα VIII μπορεί να μην είναι
αποτελεσματική και θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν άλλες θεραπευτικές επιλογές. Η
θεραπεία αυτών των ασθενών πρέπει να επιβλέπεται από ιατρούς με εμπειρία στην
παρακολούθηση ασθενών με αιμορροφιλία Α και ασθενών με αναστολείς του
παράγοντα VIII. Βλέπε επίσης παράγραφο 4.8.
Καρδιαγγειακά επεισόδια
Σε ασθενείς με υπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, η θεραπεία
υποκατάστασης με παράγοντα VIII μπορεί να αυξήσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Επιπλοκές σχετιζόμενες με καθετήρα
Εάν απαιτείται συσκευή κεντρικής φλεβικής προσπέλασης (CVAD), θα πρέπει να
ληφθεί υπ’ όψιν ο κίνδυνος επιπλοκών σχετιζόμενων με την CVAD,
συμπεριλαμβανομένων των τοπικών λοιμώξεων, της βακτηριαιμίας και της
θρόμβωσης στη θέση εισόδου του καθετήρα.
Ιολογική ασφάλεια
Τα συνήθη μέτρα που εφαρμόζονται για την πρόληψη λοιμώξεων που προκύπτουν
από τη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που παρασκευάζονται με βάση το
ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα περιλαμβάνουν την επιλογή των δοτών, τον έλεγχο των
μεμονωμένων δωρεών και των δεξαμενών πλάσματος για την ύπαρξη ειδικών
δεικτών λοιμώξεων, καθώς και την εφαρμογή αποτελεσματικών σταδίων
απομάκρυνσης/αδρανοποίησης ιών κατά την παραγωγική διαδικασία. Παρ’ όλα
αυτά, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως η πιθανότητα μετάδοσης λοιμογόνων
παραγόντων όταν χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα που έχουν παρασκευαστεί
από ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα. Αυτό αφορά επίσης σε αναδυόμενους ιούς και
άλλα παθογόνα.
Τα μέτρα που εφαρμόζονται θεωρούνται αποτελεσματικά έναντι των ελυτροφόρων
ιών, όπως ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), ο ιός της ηπατίτιδας Β
(HΒV) και ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV), καθώς και έναντι του μη-ελυτροφόρου ιού
της ηπατίτιδας Α (HAV).
Τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι μειωμένης αξίας έναντι μη ελυτροφόρων ιών όπως
είναι ο παρβοϊός Β19.
Η λοίμωξη από παρβοϊό Β19 μπορεί να είναι πολύ σοβαρή για τις έγκυες γυναίκες
(εμβρυϊκή λοίμωξη) και για τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό ή αυξημένη
ερυθροποίηση (π.χ. αιμολυτική αναιμία).
Πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο κατάλληλων εμβολιασμών (Ηπατίτιδας Α και
Β) σε ασθενείς που λαμβάνουν σε τακτά/επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα
φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν FVIII/VWF και προέρχονται από ανθρώπινο
πλάσμα.
Συνιστάται έντονα κάθε φορά που χορηγείται Haemate σε έναν ασθενή, να
καταγράφονται το όνομα και ο αριθμός παρτίδας του προϊόντος ώστε να
διατηρείται συσχέτιση μεταξύ του ασθενούς και της παρτίδας του προϊόντος.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων των VWF και FVIII με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα με το Haemate.
Νόσος του
von
Willebrand
Δεν ισχύει το ίδιο με τη νόσο του Von Willebrand λόγω αυτοσωμικής
κληρονομικότητας. Οι γυναίκες είναι περισσότερο επιρρεπείς από τους άντρες,
λόγω πρόσθετων κινδύνων αιμορραγίας όπως είναι η έμμηνος ρύση, η κύηση, ο
τοκετός, η τεκνοποίηση και οι γυναικολογικές επιπλοκές. Με βάση τη
μετεγκριτική εμπειρία, συνιστώνται η θεραπεία υποκατάστασης του VWF και η
πρόληψη της οξείας αιμορραγίας. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες κλινικές μελέτες
σχετικά με τη θεραπεία υποκατάστασης με VWF σε έγκυες και θηλάζουσες
γυναίκες.
Αιμορροφιλία Α
Λόγω της σπάνιας περίπτωσης εμφάνισης αιμορροφιλίας Α σε γυναίκες, δεν
υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χρήση του παράγοντα VIII κατά την κύηση και
γαλουχία.
Κατά συνέπεια, οι VWF και FVIII πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την κύηση και
τη γαλουχία μόνο εφόσον ενδείκνυται σαφώς.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Το Haemate δεν έχει καμία επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες βασίζονται στην μετεγκριτική εμπειρία.
Σύνοψη του προφίλ ασφαλείας
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Haemate σε ενήλικες και εφήβους, μπορεί να
εμφανιστούν οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες:
Υπερευαισθησία ή αλλεργικές αντιδράσεις, θρομβοεμβολικά επεισόδια και
πυρεξία. Επίσης οι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν αναστολείς έναντι των FVIII
και VWF.
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Ο παρακάτω πίνακας είναι σύμφωνος με την κατηγοριοποίηση οργανικών
συστημάτων κατά MedDRA.
Οι συχνότητες έχουν αξιολογηθεί σύμφωνα με την παρακάτω παραδοχή: πολύ
συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100 και < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 και < 1/100),
σπάνιες (≥ 1/10.000 και < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000), μη γνωστές (η
συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Κατηγορία/οργανικό
σύστημα σύμφωνα με
τη βάση δεδομένων
MedDRA
Ανεπιθύμητη ενέργεια Συχνότητα
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Υπερογκαιμία
Αιμόλυση
Αναστολή του VWF
Αναστολή του FVIII
Μη γνωστή
Μη γνωστή
Πολύ σπάνια
Πολύ σπάνια
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πυρετός Πολύ σπάνια
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Υπερευαισθησία
(αλλεργικές αντιδράσεις)
Πολύ σπάνια
Αγγειακές διαταραχές Θρόμβωση
Θρομβοεμβολικά
επεισόδια
Πολύ σπάνια
Πολύ σπάνια
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Όταν απαιτούνται πολύ μεγάλες ή συχνά επαναλαμβανόμενες δόσεις, ή όταν
υπάρχουν αναστολείς ή όταν παρέχεται προ- και μετεγχειρητική φροντίδα, όλοι οι
ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία υπερογκαιμίας. Επιπλέον, οι
ασθενείς με ομάδες αίματος Α, Β και ΑΒ πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία
ενδαγγειακής αιμόλυσης και/ή μείωση του αιματοκρίτη.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, έχει παρατηρηθεί πυρετός.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας ή αλλεργικού τύπου αντιδράσεις (που ενδέχεται να
περιλαμβάνουν αγγειοοίδημα, αίσθημα καύσου και νυγμού στο σημείο της έγχυσης,
ρίγη, έξαψη, γενικευμένη κνίδωση, κεφαλαλγία, εξάνθημα, υπόταση, λήθαργο,
ναυτία, ανησυχία, ταχυκαρδία, αίσθημα σύσφιξης του θώρακα, μυρμήγκιασμα,
έμετο, συριγμό) έχουν παρατηρηθεί πολύ σπάνια και μπορεί σε ορισμένες
περιπτώσεις να εξελιχθούν σε σοβαρή αναφυλαξία (που περιλαμβάνει καταπληξία).
Νόσος
του
von Willebrand
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Οι ασθενείς με νόσο του von Willebrand, ιδιαίτερα τύπου 3, μπορεί να αναπτύξουν
εξουδετερωτικά αντισώματα (αναστολείς) έναντι του VWF. Εάν εμφανισθούν
τέτοιου είδους αναστολείς, η κατάσταση θα εκδηλωθεί ως μια ανεπαρκής κλινική
ανταπόκριση. Αυτά τα αντισώματα παρουσιάζουν καθίζηση και μπορεί να
παρουσιαστούν ταυτόχρονα με αναφυλακτικές αντιδράσεις. Ως εκ τούτου, οι
ασθενείς που παρουσιάζουν αναφυλακτική αντίδραση πρέπει να εξετάζονται για την
ύπαρξη αναστολέων.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, συνιστάται η επικοινωνία με ένα εξειδικευμένο
αιμορροφιλικό κέντρο.
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ σπάνια, υπάρχει κίνδυνος θρομβωτικού/θρομβοεμβολικού επεισοδίου
(συμπεριλαμβανομένης της πνευμονικής εμβολής).
Σε ασθενείς που λαμβάνουν προϊόντα με VWF, τα διατηρούμενα υψηλά επίπεδα
του FVIII:C στο πλάσμα μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων
(βλ. επίσης παράγραφο 4.4.).
Αιμορροφιλία Α
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Οι ασθενείς με αιμορροφιλία Α μπορεί πολύ σπάνια να αναπτύξουν εξουδετερωτικά
αντισώματα ναστολείς) έναντι του παράγοντα VIII. Εάν αναπτυχθούν τέτοιου
είδους αναστολείς, η κατάσταση θα εκδηλωθεί ως μια ανεπαρκής κλινική
ανταπόκριση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνιστάται η επικοινωνία με ένα
εξειδικευμένο αιμορροφιλικό κέντρο.
Για την ασφάλεια σχετικά με τους μεταδιδόμενους παράγοντες, βλέπε παράγραφο
4.4.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η συχνότητα, ο τύπος και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών στα παιδιά
αναμένεται να είναι όμοια με αυτά των ενηλίκων.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται παρακάτω:
Ελλάδα:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, 15562 Χολαργός,
Αθήνα, τηλ: (+30) 213 20 40 380/337, φαξ: (+30) 210 65 49 585, ιστότοπος:
http://www.eof.gr.
Κύπρος:
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CY-1475 Λευκωσία, Φαξ:
+357 22608649, ιστότοπος: http://www.moh.gov.cy/phs.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν έχουν αναφερθεί συμπτώματα υπερδοσολογίας με τους VWF και FVIII. Ωστόσο,
δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος θρόμβωσης σε περίπτωση εξαιρετικά
υψηλής δόσης, ιδιαίτερα με προϊόντα του VWF που περιέχουν και υψηλά επίπεδα
του FVIII.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιαιμορραγικά: Παράγοντες πήξης αίματος,
παράγοντας von Willebrand και παράγοντας πήξης VIII σε συνδυασμό.
Κωδικός ATC: B02BD06
Παράγοντας
von
Willebrand
Το Haemate δρα κατά τον ίδιο τρόπο με τον ενδογενή VWF.
Εκτός από το ρόλο του ως πρωτεΐνη προστατευτική για τον παράγοντα VIII, ο
παράγοντας von Willebrand μεσολαβεί στην προσκόλληση των αιμοπεταλίων στα
σημεία τραυματισμού των αγγείων και διαδραματίζει τον κυριότερο ρόλο στη
συσσωμάτωση των αιμοπεταλίων.
Η χορήγηση του VWF επιτρέπει την διόρθωση αιμοστατικών ανωμαλιών, που
παρουσιάζονται σε ασθενείς με ανεπάρκεια VWF (VWD), σε δυο επίπεδα:
- Ο VWF αποκαθιστά την προσκόλληση των αιμοπεταλίων στο αγγειακό υπο-
ενδοθήλιο στο σημείο της αγγειακής βλάβης (καθώς ενώνεται με το αγγειακό
υπο-ενδοθήλιο και με τη μεμβράνη των αιμοπεταλίων), παρέχοντας άμεση
αιμόσταση όπως φαίνεται από τη μείωση του χρόνου ροής. Η επίδραση είναι
άμεση και είναι γνωστό ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το υψηλό
περιεχόμενο σε πολυμερή VWF μεγάλου μοριακού βάρους.
- Ο VWF συντελεί στην βραδεία αποκατάσταση της ανεπάρκειας του FVIII. Όταν
χορηγείται ενδοφλέβια, ο VWF ενώνεται με τον ενδογενή FVIII (που
φυσιολογικά παράγεται από τον ασθενή) και σταθεροποιώντας τον παράγοντα
αυτό, αποτρέπει την ταχεία αποικοδόμησή του.
Για τον λόγο αυτό, η χορήγηση καθαρού VWF (προϊόν VWF με χαμηλά επίπεδα
FVIII) αποκαθιστά τα επίπεδα του FVIII:C στα φυσιολογικά, ως δευτερεύουσα
επίδραση ύστερα από την πρώτη έγχυση, με μικρή καθυστέρηση.
Η χορήγηση σκευάσματος VWF που περιέχει και FVIII:C, αποκαθιστά τα επίπεδα
του FVIII:C στα φυσιολογικά αμέσως μετά την πρώτη έγχυση.
Παράγοντας
VIII
Το Haemate δρα κατά τον ίδιο τρόπο με τον ενδογενή FVIII.
Το σύμπλοκο παράγοντα VIII/παράγοντα von Willebrand αποτελείται από δύο μόρια
(παράγοντα VIII και παράγοντα von Willebrand) με διαφορετικές φυσιολογικές
λειτουργίες.
Κατά την έγχυση σε αιμορροφιλικό ασθενή, ο παράγοντας VIII ενώνεται με τον
παράγοντα von Willebrand στην κυκλοφορία του ασθενή.
Ο ενεργοποιημένος παράγοντας VIII δρα ως συμπαράγοντας του ενεργοποιημένου
παράγοντα IX, επιταχύνοντας την μετατροπή του παράγοντα Χ σε ενεργοποιημένο
παράγοντα Χ. Ο ενεργοποιημένος παράγοντας Χ μετατρέπει την προθρομβίνη σε
θρομβίνη. Στη συνέχεια η θρομβίνη μετατρέπει το ινωδογόνο σε ινώδες και
καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός θρόμβου. Η αιμορροφιλία Α είναι μια
φυλοσύνδετη κληρονομική διαταραχή της πήξης του αίματος, που οφείλεται σε
χαμηλά επίπεδα του παράγοντα VIII και έχει ως αποτέλεσμα υπερβολική αιμορραγία
σε αρθρώσεις, μύες ή εσωτερικά όργανα, είτε αυτόματα, είτε μετά από τυχαίο ή
χειρουργικό τραύμα. Με τη θεραπεία υποκατάστασης αυξάνονται τα επίπεδα του
παράγοντα VIII στο πλάσμα, επιτρέποντας έτσι μία προσωρινή αποκατάσταση της
ανεπάρκειας του παράγοντα καθώς και αποκατάσταση της τάσης για αιμορραγία.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Παράγοντας
von
Willebrand
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες του Haemate αξιολογήθηκαν σε 28 ασθενείς με VWD
(τύπου 1: n=10, τύπου 2Α: n=10, τύπου 2Μ: n=1, τύπου 3: n=7) που βρίσκονταν σε
μη-αιμορραγική κατάσταση. Ο διάμεσος τελικός χρόνος ημίσειας ζωής του
VWF:RCo (μοντέλο δυο διαμερισμάτων) ήταν 9,9 ώρες (εύρος 2,8 έως 51,1 ώρες). Η
διάμεση αρχική ημίσεια ζωή ήταν 1,47 ώρες (εύρος: 0,28 έως 13,86 ώρες). Η
διάμεση ανάκτηση in
vivo για τη δραστικότητα του VWF:RCo ήταν 1,9 (IU/dL)/(IU/kg)
[εύρος: 0,6 έως 4,5 (IU/dL)/(IU/kg)]. Η διάμεση περιοχή κάτω από την καμπύλη
(AUC) ήταν 1664 IU/dL*h (εύρος 142 έως 3846 IU/dL*h), ο διάμεσος χρόνος
παραμονής (MRT) ήταν 13,7 ώρες (εύρος 3,0 έως 44,6 ώρες) και η διάμεση
κάθαρση ήταν 4,81 ml/kg/h/ (εύρος 2,08 έως 53,0 ml/kg/h).
Τα μέγιστα επίπεδα του VWF στο πλάσμα παρατηρούνται συνήθως περίπου 50
λεπτά μετά την ένεση. Τα μέγιστα επίπεδα του FVIII παρατηρούνται μεταξύ 1 έως
1,5 ώρας μετά την ένεση.
Παράγοντας
VIII
Ύστερα από ενδοφλέβια ένεση, παρατηρείται ταχεία αύξηση της δραστικότητας
του παράγοντα VIII (FVIII:C) στο πλάσμα, ακολουθούμενη από ταχεία μείωση της
δραστικότητας και επακόλουθο πιο αργό ρυθμό μείωσης της δραστικότητας.
Σύμφωνα με μελέτες σε ασθενείς με αιμορροφιλία Α, ο διάμεσος χρόνος ημιζωής
ήταν 12,6 ώρες (εύρος: 5,0 έως 27,7 ώρες). Η συνολική διάμεση ανάκτηση in
vivo
του FVIII ήταν 1,73 IU/dL ανά IU/kg (εύρος: 0,5 έως 4,13). Σε μία μελέτη, ο διάμεσος
χρόνος παραμονής (MRT) ήταν 19,0 ώρες (εύρος 14,8 έως 40,0 ώρες), η διάμεση
περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) ήταν 36,1 (% * ώρες) / (IU/kg) (εύρος 14,8
έως 72,4 (% * ώρες) / (IU/kg) και η διάμεση κάθαρση ήταν 2,8 ml/h/kg (εύρος 1,4 έως
6,7 ml/h/kg).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα φαρμακοκινητικής για ασθενείς ηλικίας
μικρότερης των 12 ετών.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Το Haemate περιέχει τους παράγοντες VIII και von Willebrand ως δραστικές ουσίες που
προέρχονται από ανθρώπινο πλάσμα και δρουν όπως οι ενδογενείς παράγοντες
του πλάσματος. Εφάπαξ χορηγήσεις του Haemate σε διάφορα είδη ζώων δεν
κατέδειξαν τοξικότητα. Προκλινικές μελέτες με επανειλημμένη χορήγηση δόσεων
(χρόνια τοξικότητα, καρκινογένεση και μεταλλαξιογένεση) δε μπορούν να
διεξαχθούν με εύλογο τρόπο σε συνήθη μοντέλα ζώων, λόγω της ανάπτυξης
αντισωμάτων που ακολουθεί τη χορήγηση ετερόλογης ανθρώπινης πρωτεΐνης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Ανθρώπινη λευκωματίνη
Aμινοξικό οξύ
Χλωριούχο νάτριο
Κιτρικό νάτριο
Υδροξείδιο του νατρίου ή υδροχλωρικό οξύ (σε μικρές ποσότητες για ρύθμιση του
pH).
Διαλύτης: Ύδωρ για ενέσιμα 5/10/15 ml.
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα, αραιωτικά μέσα και διαλύτες εκτός από αυτά που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Μετά την ανασύσταση, η φυσικοχημική σταθερότητα έχει αποδειχθεί για 48 ώρες σε
θερμοκρασία δωματίου (έως +25 C). Από μικροβιολογική άποψη, και καθώς το
Haemate δεν περιέχει συντηρητικά, το ανασυσταμένο προϊόν πρέπει να
χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δεν χορηγηθεί αμέσως, δεν θα πρέπει να φυλάσσεται
πάνω από 8 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου.
Όταν το προϊόν μεταφερθεί στη σύριγγα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε το Haemate σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
Μην καταψύχετε.
Διατηρείστε τον περιέκτη στο εξωτερικό κουτί.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Άμεσοι περιέκτες
Φιαλίδια κόνεως:
Συσκευασία των 250 IU: Φιαλίδια για ενέσιμα προϊόντα από άχρωμο, σωληνοειδές
γυαλί τύπου Ι (Ευρ. Φαρμ.), σφραγισμένα με ελαστικό πώμα εισχώρησης (που δεν
περιέχει λάτεξ), πλαστικό δίσκο και καπάκι αλουμινίου.
Συσκευασία των 500 IU και 1000 IU: Φιαλίδια για ενέσιμα προϊόντα από άχρωμο,
μορφοποιημένο γυαλί τύπου ΙI (Ευρ. Φαρμ.), σφραγισμένα με ελαστικό πώμα
εισχώρησης (που δεν περιέχει λάτεξ), πλαστικό δίσκο και καπάκι αλουμινίου.
Φιαλίδια διαλύτη (ύδωρ για ενέσιμα):
Φιαλίδια για ενέσιμα προϊόντα από άχρωμο, σωληνοειδές γυαλί τύπου Ι (Ευρ.
Φαρμ.) με επεξεργασμένη εσωτερική επιφάνεια, σφραγισμένο με ελαστικό πώμα
εισχώρησης (που δεν περιέχει λάτεξ), πλαστικό δίσκο και καπάκι αλουμινίου.
Συσκευασίες
Η συσκευασία των 250
IU
περιέχει:
1 φιαλίδιο με κόνι
1 φιαλίδιο με 5 ml ύδατος για ενέσιμα
1 συσκευή μεταφοράς με φίλτρο 20/20
2 τολύπια αιθανόλης
Η συσκευασία των 500
IU
περιέχει:
1 φιαλίδιο με κόνι
1 φιαλίδιο με 10 ml ύδατος για ενέσιμα
1 συσκευή μεταφοράς με φίλτρο 20/20
2 τολύπια αιθανόλης
Η συσκευασία των 1000
IU
περιέχει:
1 φιαλίδιο με κόνι
1 φιαλίδιο με 15 ml ύδατος για ενέσιμα
1 συσκευή μεταφοράς με φίλτρο 20/20
2 τολύπια αιθανόλης
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Γενικές οδηγίες
Το διάλυμα πρέπει να είναι διαυγές ή ελαφρώς ιριδίζoν. Μετά τη
διήθηση/αναρρόφηση (βλέπε παρακάτω), το ανασυσταμένο προϊόν πρέπει να
ελέγχεται οπτικά για την ύπαρξη σωματιδίων και αποχρωματισμό πριν από τη
χορήγηση. Ακόμα κι αν οι οδηγίες χρήσης για τη διαδικασία ανασύστασης
ακολουθούνται προσεκτικά, δεν είναι ασυνήθης η ύπαρξη λίγων μικρών νιφάδων
ή σωματιδίων. Το φίλτρο που περιέχεται στη συσκευή Mix2Vial απομακρύνει τα
σωματίδια αυτά εντελώς. Η διήθηση δεν επηρεάζει τον υπολογισμό της
δοσολογίας. Μη χρησιμοποιείτε διαλύματα που είναι θολά ή έχουν μικρές
νιφάδες ή σωματίδια μετά τη διήθηση.
Η ανασύσταση και αναρρόφηση πρέπει να διενεργούνται υπό άσηπτες
συνθήκες.
Ανασύσταση
Φέρτε το διαλύτη σε θερμοκρασία δωματίου. Βεβαιωθείτε ότι τα καπάκια των
φιαλιδίων του προϊόντος και του διαλύτη έχουν αφαιρεθεί και ότι τα ελαστικά
πώματα έχουν καθαριστεί με αντισηπτικό διάλυμα και έχουν στεγνώσει πριν το
άνοιγμα της συσκευασίας του Mix2Vial.
1
1. Ανοίξτε τη συσκευασία του Mix2Vial βγάζοντας το
κάλυμμα. Μην απομακρύνετε το Mix2Vial από τη
συσκευασία blister!
2
2. Τοποθετήστε το φιαλίδιο του διαλύτη σε μια
επίπεδη, καθαρή επιφάνεια και κρατήστε το φιαλίδιο
σταθερά. Πάρτε το Mix2Vial μαζί με τη συσκευασία
blister και πιέστε την ακίδα στο άκρο του μπλε
προσαρμοστή ευθεία προς τα κάτω διαμέσου του
πώματος του φιαλιδίου του διαλύτη.
3
3. Απομακρύνετε προσεκτικά τη συσκευασία blister από
το σετ του Mix2Vial κρατώντας το δακτύλιο και
τραβώντας κάθετα προς τα επάνω. Βεβαιωθείτε ότι
έχετε τραβήξει μόνο την συσκευασία blister και όχι το
σετ του Mix2Vial.
4
4. Τοποθετήστε το φιαλίδιο του προϊόντος σε μία
επίπεδη και σταθερή επιφάνεια. Αναστρέψτε το
φιαλίδιο του διαλύτη με το σετ του Mix2Vial
προσαρτημένο και πιέστε την ακίδα στο άκρο του
διάφανου προσαρμοστή ευθεία προς τα κάτω
διαμέσου του πώματος του φιαλιδίου του προϊόντος.
Ο διαλύτης θα εισρεύσει αυτόματα στο φιαλίδιο του
προϊόντος.
5
5. Με το ένα χέρι κρατήστε την πλευρά του σετ του
Mix2Vial με το προϊόν και με το άλλο χέρι κρατήστε
την πλευρά με τον διαλύτη και ξεβιδώστε προσεκτικά
το σετ σε δύο κομμάτια προκειμένου να αποφευχθεί η
συσσώρευση υπερβολικής ποσότητας αφρού κατά τη
διάλυση του προϊόντος. Απορρίψτε το φιαλίδιο του
διαλύτη με τον προσαρτημένο μπλε προσαρμοστή του
Mix2Vial.
6
6. Περιστρέψτε απαλά το φιαλίδιο του προϊόντος με
τον προσαρτημένο διάφανο προσαρμοστή έως ότου η
ουσία διαλυθεί εντελώς. Μην αναταράσσετε.
7
7. Αντλήστε αέρα σε μια άδεια, αποστειρωμένη
σύριγγα. Καθώς το φιαλίδιο του προϊόντος βρίσκεται
σε όρθια θέση, συνδέστε τη σύριγγα στη σύνδεση
Luer-Lock του Mix2Vial. Εισάγετε αέρα στο φιαλίδιο
του προϊόντος.
Αναρρόφηση και εφαρμογή
8
8. Όσο θα κρατάτε το έμβολο της σύριγγας πιεσμένο,
αναποδογυρίστε το σύστημα και αναρροφήστε το
διάλυμα στη σύριγγα τραβώντας το έμβολο σιγά προς
τα πίσω.
9
9. Τώρα που το διάλυμα έχει μεταφερθεί μέσα στη
σύριγγα, κρατήστε σταθερό το σώμα της σύριγγας
(κρατώντας το έμβολο της σύριγγας προς τα κάτω)
και ξεβιδώστε το διάφανο προσαρμοστή του Mix2Vial
από την σύριγγα .
Για την χορήγηση του Haemate συνιστάται η χρήση πλαστικών συρίγγων μίας
χρήσης, καθώς αυτού του τύπου τα διαλύματα τείνουν να προσκολλώνται στις
εσμυρισμένες επιφάνειες όλων των γυάλινων συρίγγων.
Χορηγήστε το διάλυμα με αργή ενδοφλέβια ένεση λ. παράγραφο 4.2), προσέχοντας
να μην εισέλθει αίμα στη σύριγγα που περιέχει το προϊόν.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
CSL Behring ΕΠΕ
Χατζηγιάννη Μέξη 5
Αθήνα
Τηλ. 210 7255660
8. AΡΙΘΜΟΙ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Haemate
P 250 IU/vial: 15646/08-03-2011
Haemate
P 500 IU/vial: 15647/08-03-2011
Haemate
P 1000 IU/vial: 15649/08-03-2011
9. HM ΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης:19 Δεκεμβρίου 2001
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 08 Μαρτίου 2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Οκτώβριος 2016