- Φάρμακα που προκαλούν βραδυκαρδία, όπως β-αναστολείς, αναστολείς
διαύλων ασβεστίου που επάγουν βραδυκαρδία, όπως διλτιαζέμη και
βεραπαμίλη, κλονιδίνη, γουανφασίνη, παράγωγα της δακτυλίτιδας.
- Φάρμακα που επάγουν υποκαλιαιμία: Υποκαλιαιμικά διουρητικά,
διεγερτικά καθαρτικά, αμφοτερικίνη Β ενδοφλεβίως, γλυκοκορτικοειδή,
τετρακοσακτίδες.
Η υποκαλιαιμία πρέπει να διορθώνεται.
- Νευροληπτικά, όπως πιμοζίδη, αλοπεριδόλη, αντικαταθλιπτικά τύπου
ιμιπραμίνης, λίθιο.
Συνδυασμός με ντοπαμινεργικούς αγωνιστές (αμανταδίνη, απομορφίνη,
καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη, περγολίδη, πιριβεδίλη, κιναγολίδη) σε
ασθενείς με νόσο του Parkinson: Αμοιβαίος ανταγωνισμός μεταξύ της δράσης
του ντοπαμινεργικού αγωνιστή και των νευροληπτικών. Ο ντοπαμινεργικός
αγωνιστής μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει τις ψυχωσικές
διαταραχές. Σε περίπτωση ανάγκης για αγωγή με νευροληπτικά σε
παρκινσονικούς ασθενείς που ήδη βρίσκονται υπό θεραπεία με
ντοπαμινεργικό αγωνιστή, ο τελευταίος πρέπει να μειώνεται προοδευτικά
μέχρι να διακοπεί (η απότομη διακοπή του εκθέτει τον ασθενή σε κίνδυνο να
εμφανίσει κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο).
Συνδυασμοί που πρέπει να ληφθούν υπόψη
Αντιυπερτασικά και όλα τα υποτασικά φάρμακα: Αντιυπερτασική δράση και
κίνδυνος ορθοστατικής υπότασης (αθροιστική δράση)
Άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ, όπως ναρκωτικά, αναλγητικά, αντιϊσταμινικά
των Η
1
υποδοχέων που προκαλούν καταστολή, βαρβιτουρικά,
βενζοδιαζεπίνες και άλλα αγχολυτικά φάρμακα, κλονιδίνη και παράγωγα
αυτών, υπνωτικά, αντικαταθλιπτικά, κεντρικώς δρώντα αντιυπερτασικά,
βακλοφένη, θαλιδομίδη: Ενίσχυση της κατάθλιψης.
Απαιτείται προσοχή όταν η αμισουλπρίδη συνταγογραφείται μαζί με
φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT, όπως είναι, για
παράδειγμα, οι αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης ΙΑ (π.χ. κινιδίνη,
δισοπυραμίδη) και οι αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης ΙΙΙ (π.χ.
αμιωδαρόνη, σοταλόλη), ορισμένα αντιϊσταμινικά, κάποια άλλα
αντιψυχωσικά και διάφορα ανθελονοσιακά (π.χ. μεφλοκίνη) (βλέπε
παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Στα ζώα, η αμισουλπρίδη δεν κατέδειξε τοξικότητα στην αναπαραγωγική
ικανότητα. Παρατηρήθηκε ελάττωση της γονιμότητας που συνδεόταν με τις
φαρμακολογικές επιδράσεις του φαρμάκου (δράση ρυθμιζόμενη μέσω
προλακτίνης). Δεν σημειώθηκε τερατογόνος δράση της αμισουλπρίδης.
Διατίθενται πολύ περιορισμένα κλινικά δεδομένα σχετικά με έκθεση κατά την
εγκυμοσύνη. Γι’ αυτό, η ασφάλεια της αμισουλπρίδης κατά την εγκυμοσύνη σε
ανθρώπους δεν έχει αποδειχθεί. Δεν συνιστάται η χρήση του φαρμάκου κατά
την κύηση εκτός εάν τα οφέλη αντισταθμίζουν τους ενδεχόμενους κινδύνους.
Τα νεογνά που εκτίθενται σε αντιψυχωσικά, περιλαμβανομένου του Solian, κατά
το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης βρίσκονται σε κίνδυνο ανάπτυξης
ανεπιθύμητων ενεργειών, όπου περιλαμβάνονται εξωπυραμιδικά ή/και
συμπτώματα στέρησης, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν σε σοβαρότητα και
διάρκεια μετά από τον τοκετό (βλ. παράγραφο 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»).
Υπήρξαν αναφορές για διέγερση, υπερτονία, υποτονία, τρόμο, υπνηλία,