υπερδοσολογιας από κορτικοστεροειδή και/ή καταστολής του άξονα ΥΥΕ.
Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται άλλο στεροειδές για εισπνοές από του
στόματος, θα πρέπει να προσαρμόζεται το άθροισμα της δοσολογίας από τη μύτη
και το στόμα ώστε να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες των στεροειδών
ιδίως στα παιδιά. Στη διάρκεια μακροχρόνιας αγωγής θα πρέπει να ελέγχεται ο
ρινικός βλεννογόνος, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.
Έως ότου αποκτηθεί περισσότερη εμπειρία δεν συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία
σε παιδιά.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα κορτικοειδή:
Σε μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε σε
καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής
λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ
του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, την συχνότητα και το χρόνο χορήγησής
του στη διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και τη
συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας.
Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα
ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυκτερινές
ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα, δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα
αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης για
24 ώρες. Αιφνίδια η απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών
ενδέχεται να προκαλέσει {σύνδρομο αποστέρησης}, που χαρακτηρίζεται από
οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία,
ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες. Σε μερικές περιπτώσεις τα
συμπτώματα μπορεί να δίνουν την κλινική εικόνα υποτροπής της νόσου για την
οποία ο ασθενής θεραπευόταν. Έτσι μετά την επίτευξη του επιθυμητού
θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση πρέπει να μειώνεται βαθμιαία μέχρι την
ελάχιστη αποτελεσματική. Επίσης θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την
έξαρση ή ύφεση της νόσου, την εξατομικευμένη ανταπόκριση του ασθενή και την
έκθεση σε συγκινησιακά ή φυσικά stress, (λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί
κλπ). Μετά τη διακοπή και για χρονικό διάστημα ενός έτους περίπου, ο ασθενής
βρίσκεται στον δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας σε
περιπτώσεις stress και πρέπει να αντιμετωπίζεται με χορήγηση αυξημένων
δόσεων.
Επίσης, στην εγκυμοσύνη, αν και δεν έχουν αναφερθεί δυσάρεστα συμβάματα, θα