2.3 Αντενδείξεις:
Υπερευαισθησία σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του προϊόντος.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα γλυκοκορτικοειδή. Οι αντενδείξεις
περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών
καταστάσεων. Θα πρέπει, όμως, πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός
κίνδυνος σε σχέση με το προσδοκώμενο ευεργετικό θεραπευτικό
αποτέλεσμα.
Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: Γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος,
απλός οφθαλμικός έρπις, γλαύκωμα, σοβαρή οστεοπόρωση,
σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και μετά από
προφυλακτικό εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια, συστηματική μυκητίαση, φυματίωση, βαριά
νεφροπάθεια, λοιμώδη νοσήματα, αιμορραγική διάθεση.
2.4 Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση:
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με ρινικές λοιμώξεις,
μυκητιασικής ή ιογενούς αιτιολογίας. Ιδιαίτερη, επίσης, προσοχή
χρειάζονται οι ασθενείς εκείνοι οι οποίοι μετατάσσονται από τα
συστηματικώς χορηγούμενα γλυκοκορτικοειδή σε Budesonide nasal
spray, οπότε και είναι δυνατόν να παρατηρηθούν διαταραχές του
άξονα: υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια.
Τα κατωτέρω ισχύουν γενικώς για τα γλυκοκορτικοειδή:
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως
προαναφέρθηκε, σε καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή
της φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής
εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του χορηγούμενου
γλυκοκορτικοειδούς, τη συχνότητα και χρόνο χορήγησής του στη
διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και τη
συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας.
Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον
άξονα ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη, όταν αυτά
χορηγούνται τις νυχτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα, δόση 1mg
δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα, αναστέλλει την έκκριση της
φλοιο-επινεφριδιο-τρόπου ορμόνης της υπόφυσης για 24 ώρες.
Αιφνίδια ή απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών
ενδέχεται να προκαλέσει «σύνδρομο αποστέρησης», που
χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή
αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμετούς, ανησυχία,
μυαλγίες, αρθραλγίες. Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί
να δώσουν την κλινική εικόνα υποτροπής της νόσου, για την οποία ο
ασθενής θεραπευόταν. Έτσι, μετά την επίτευξη του επιθυμητού
θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση των γλυκοκορτικοειδών θα
πρέπει να μειώνεται βαθμιαία μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική. Θα
πρέπει επίσης, αυτή να προσαρμόζεται ανάλογα με την έξαρση ή
ύφεση της νόσου, την εξατομικευμένη ανταπόκριση του ασθενή και την
έκθεσή του σε συγκινησιακά ή φυσικά stress (λοιμώξεις, εγχειρήσεις,
τραυματισμοί κλπ). Μετά τη διακοπή και για χρονικό διάστημα ενός
έτους, ο ασθενής βρίσκεται στο δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης