4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ο ανθεκτικός στη μεθικιλίνη S
.
Aureus (MRSA) είναι πιθανό να διαθέτει από κοινού
ανθεκτικότητα στις φθοριοκινολόνες συμπεριλαμβανομένης της λεβοφλοξασίνης.
Επομένως η λεβοφλοξασίνη δεν συστήνεται για τη θεραπεία γνωστών ή λοιμώξεων
ύποπτων για MRSA εκτός εάν τα εργαστηριακά αποτελέσματα επιβεβαιώσουν την
ευαισθησία του οργανισμού στη λεβοφλοξασίνη (και οι αντιβακτηριακοί παράγοντες
που συνήθως συστήνονται για τη θεραπεία των λοιμώξεων από MRSA κρίνονται
ακατάλληλοι).
Η λεβοφλοξασίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της οξείας
παραρρινοκολπίτιδας και της οξείας έξαρσης της χρόνιας βρογχίτιδας όταν αυτές οι
λοιμώξεις είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.
Η ανθεκτικότητα του E
.
Coli (το πιο συχνό παθογόνο που εμπλέκεται στις λοιμώξεις
του ουροποιητικού) στις φθοριοκινολόνες
,
ποικίλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συστήνεται στους επαγγελματίες της υγείας που συνταγογραφούν να λαμβάνουν
υπόψη τους την τοπική συχνότητα εμφάνισης της ανθεκτικότητας του E
.
Coli στις
φθοριοκινολόνες.
Εισπνοή βακτηριακού άνθρακα: η χρήση του στους ανθρώπους βασίζεται στα
στοιχεία ευαισθησίας του Bacillus
anthracis in
vitro και σε δεδομένα από μελέτες σε ζώα
μαζί με περιορισμένα στοιχεία σε ανθρώπους. Οι γιατροί που συνταγογραφούν θα
πρέπει να ανατρέχουν στα εθνικά έγγραφα ή/και στις διεθνείς συμφωνίες ειδικών
σχετικά με τη θεραπεία του βακτηριακού άνθρακα.
Τενοντίτιδα και ρήξη τένοντα
Σπάνια μπορεί να παρουσιαστεί τενοντίτιδα. Πιο συχνά παρουσιάζεται στον
Αχίλλειο τένοντα και μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη τένοντα. Τενοντίτιδα και ρήξη
τένοντα, μερικές φορές αμφοτερόπλευρη, μπορεί να εμφανιστεί εντός 48 ωρών από
την έναρξη της θεραπείας με λεβοφλοξασίνη και έχει αναφερθεί για αρκετούς μήνες
μετά τη διακοπή της αγωγής. Ο κίνδυνος εμφάνισης τενοντίτιδας και ρήξης τένοντα
είναι αυξημένος σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών, σε ασθενείς που
λαμβάνουν ημερήσιες δόσεις των 1000 mg και σε ασθενείς που χρησιμοποιούν
κορτικοστεροειδή. Επιπλέον, καθώς οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς έχουν
αυξημένο κίνδυνο τενοντίτιδας, συνιστάται προσοχή όταν οι
φθοριοκινολόνες χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον πληθυσμό.
Η ημερήσια δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται σε ηλικιωμένους ασθενείς με βάση
την κάθαρση κρεατινίνης (βλ. παράγραφο 4.2). Η στενή παρακολούθηση αυτών των
ασθενών είναι συνεπώς απαραίτητη, στην περίπτωση που τους χορηγέιται
λεβοφλοξασίνη. Όλοι οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους εάν
εμφανίσουν συμπτώματα τενοντίτιδας. Εάν υπάρχει υποψία για ύπαρξη
τενοντίτιδας, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η θεραπεία με λεβοφλοξασίνη και να
ξεκινά η κατάλληλη αγωγή (π.χ. ακινητοποίηση) για τον προσβεβλημένο τένοντα (βλ.
παραγράφους 4.3 και 4.8).
Νόσος που σχετίζεται με το
Clostridium
difficile
Η διάρροια, ιδιαίτερα εάν είναι σοβαρή, εμμένουσα ή/και αιμορραγική, κατά τη
διάρκεια ή μετά τη θεραπεία με λεβοφλοξασίνη (συμπεριλαμβανομένων μερικών
εβδομάδων μετά την αγωγή), μπορεί να είναι σύμπτωμα της νόσου που σχετίζεται με
το Clostridium
difficile (CDAD). Η σοβαρότητα της CDAD κυμαίνεται από ήπια έως
4