Ωστόσο, όταν απαιτείται μακροχρόνια χορήγηση, πρέπει να αξιολογείται
τακτικά ο λόγος οφέλους/κινδύνου προκειμένου να προγραμματισθεί η
επαναφορά στην από του στόματος και/ή στην εντερική διατροφή.
Βλέπε οδηγίες για τη χορήγηση, την προετοιμασία και τον χειρισμό του
γαλακτώματος για έγχυση (παράγραφος 6.6).
Χρήση σε θρεπτικά μίγματα (με γλυκόζη και αμινοξέα)
Τυχόν "σπάσιμο" ή "διαχωρισμός της ελαιώδους φάσης" του γαλακτώματος
μπορούν να διαπιστωθούν οπτικά από τη συσσώρευση κιτρινωπών σταγονιδίων
ή σωματιδίων εντός του μίγματος.
4.3 Αντενδείξεις
Η χρήση του ClinOleic αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
– υπερευαισθησία στις πρωτεΐνες του αυγού, τις πρωτεΐνες της σόγιας ή τις
πρωτεΐνες αραχίδων ή σε οποιαδήποτε από τις δραστικές ουσίες ή κάποιο
από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
– βαριά δυσλιπιδαιμία και μη διορθωμένες διαταραχές του μεταβολισμού,
περιλαμβανομένης της γαλακτικής οξέωσης και του μη αντιρροπούμενου
διαβήτη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η έγχυση πρέπει να διακόπτεται αμέσως εάν αναπτυχθούν οποιαδήποτε μη
φυσιολογικά σημεία ή συμπτώματα αλλεργικής αντίδρασης (όπως εφίδρωση,
πυρετός, ρίγη, κεφαλαλγία, δερματικά εξανθήματα ή δύσπνοια). Αυτό το
φαρμακευτικό προϊόν περιέχει σογιέλαιο και φωσφολιπίδια αυγού. Οι
πρωτεΐνες της σόγιας και του αυγού μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις
υπερευαισθησίας. Έχουν παρατηρηθεί αντιδράσεις διασταυρούμενης
υπερευαισθησίας μεταξύ των πρωτεϊνών της σόγιας και των αραχίδων.
Πρέπει να παρακολουθούνται καθημερινά τα επίπεδα τριγλυκεριδίων και η
κάθαρση στο πλάσμα. Η συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων στον ορό κατά τη
διάρκεια της έγχυσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3 mmol/l. Η έγχυση πρέπει να
αρχίζει μόνον όταν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων ορού έχουν επανέλθει στα
αρχικά επίπεδα.
Λοιμώδεις και σηπτικές επιπλοκές
Η λοίμωξη αγγειακής προσπέλασης και η σήψη αποτελούν επιπλοκές που
μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν παρεντερική
διατροφή, ιδιαίτερα στην περίπτωση πλημμελούς φροντίδας των καθετήρων και
μολυσμένων διαλυμάτων, καθώς και ανοσοκατασταλτικών και άλλων
παραγόντων όπως υπεργλυκαιμίας, δυσθρεψίας και/ή το καθεστώς της
υποκείμενης νόσου, που μπορεί να καταστήσουν τους ασθενείς ευαίσθητους σε
λοιμώδεις επιπλοκές.
Κατά τη διάρκεια βαριάς σήψης, η έγχυση λιπαρών γαλακτωμάτων μπορεί να
επιδράσει στην ανοσολογική αντοχή και πρέπει να τηρείται ιδιαίτερη προσοχή
ως προς την εξέταση του οφέλους/κινδύνου για τον ασθενή, μέχρι να
σταθεροποιηθεί ο ασθενής μέσω της θεραπείας για την αντιμετώπιση της
σήψης.
Η προσεκτική παρακολούθηση των σημείων, των συμπτωμάτων και των
4