ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Bioclavid 875+125 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει:
Amoxicillin trihydrate 1004,5 mg
που αντιστοιχούν σε 875 mg amoxicillin
Clavulanic acid, potassium salt 148,9 mg
που αντιστοιχούν σε 125 mg clavulanic acid
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ.παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Επίμηκες, λευκό έως ωχρο-κίτρινο, επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο με
εγκοπή και στις δύο πλευρές.
Η εγκοπή χρησιμεύει μόνο για να διευκολύνει τη θραύση του δισκίου και την
κατάποσή του και όχι για τον διαχωρισμό σε ίσες δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Bioclavid ενδείκνυται για τη θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων σε ενήλικες
και παιδιά (βλέπε παρ. 4.2, 4.4 και 5.1) :
Οξεία βακτηριακή παραρρινοκολπίτιδα (επαρκώς διαγνωσμένη)
Οξεία μέση ωτίτιδα
Οξείες επιδεινώσεις χρόνιας βρογχίτιδας (επαρκώς διαγνωσμένες)
Εξωνοσοκομειακή πνευμονία
Κυστίτιδα
Πυελονεφρίτιδα
Δερματικές λοιμώξεις και λοιμώξεις μαλακών μορίων, συγκεκριμένα
κυτταρίτιδα, δήγματα από ζώα, σοβαρά οδοντικά αποστήματα με
επεκτεινόμενη κυτταρίτιδα
Οστικές και αρθρικές λοιμώξεις, ιδιαίτερα οστεομυελίτιδα
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες αναφορικά με την
κατάλληλη χρήση αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
1
Οι δόσεις εκφράζονται σε όλο το κείμενο ως προς το περιεχόμενο σε
αμοξυκιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ με
εξαίρεση όταν οι δόσεις δηλώνονται ως προς ένα μεμονωμένο συστατικό.
Η δόση του Bioclavid που επιλέγεται για τη θεραπεία μιας μεμονωμένης λοίμωξης
θα πρέπει να λαμβάνει
υπόψη:
Τα αναμενόμενα παθογόνα και την πιθανή τους ευαισθησία σε
αντιβακτηριακούς παράγοντες (βλέπε παράγραφο 4.4)
Τη βαρύτητα και το σημείο της λοίμωξης
Την ηλικία, το βάρος και τη νεφρική λειτουργία του ασθενούς, όπως
φαίνεται παρακάτω.
Η χρήση εναλλακτικών μορφών Bioclavid (π.χ. εκείνες που παρέχουν υψηλότερες
δόσεις αμοξυκιλλίνης
ή/και διαφορετικές αναλογίες αμοξυκιλλίνης προς κλαβουλανικό οξύ) θα πρέπει
να θεωρείται απαραίτητη (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.1).
Για ενήλικες και παιδιά > 40 kg, αυτό το σκεύασμα του Bioclavid παρέχει
συνολική ημερήσια δόση 1.750 mg αμοξυκιλλίνης /250 mg κλαβουλανικού
οξέος με δοσολογία δύο φορές ημερησίως και 2.625 mg αμοξικιλίνης/375 mg
κλαβουλανικού οξέος με δοσολογία τρεις φορές ημερησίως, όταν χορηγείται
σύμφωνα με τις παρακάτω συστάσεις. Σε παιδιά < 40 kg, αυτό το σκεύασμα
Bioclavid παρέχει συνολική ημερήσια δόση 1.000-2.800 mg αμοξικιλίνης/143-400
mg κλαβουλανικού οξέος, όταν χορηγείται σύμφωνα με τις παρακάτω
συστάσεις. Εάν θεωρηθεί ότι απαιτείται υψηλότερη ημερήσια δόση
αμοξυκιλλίνης, συνιστάται να επιλεχθεί άλλο σκεύασμα Bioclavid, προκειμένου
να αποφευχθεί η χορήγηση περιττών υψηλών ημερήσιων δόσεων κλαβουλανικού
οξέος (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.1).
Η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να καθορίζεται από την ανταπόκριση του
ασθενούς. Ορισμένες λοιμώξεις (π.χ. οστεομυελίτιδα) απαιτούν μεγαλύτερες
περιόδους θεραπείας. Η θεραπεία δεν θα πρέπει να επεκταθεί πέραν των 14
ημερών χωρίς επανεξέταση (βλέπε παράγραφο 4.4. σχετικά με την
παρατεταμένη θεραπεία).
Ενήλικες και παιδιά ≥ 40 kg
Συνιστώμενες δόσεις:
συνήθης δόση: ια όλες τις ενδείξεις) 875 mg/125 mg δύο φορές
ημερησίως
υψηλότερη δόση (ειδικά για ενδείξεις όπως μέση ωτίτιδα,
παραρρινοκολπίτιδα, λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού και του
ουροποιητικού): 875 mg/125 mg τρεις φορές ημερησίως
Παιδιά < 40 kg
Στα παιδιά μπορούν να χορηγηθούν δισκία αμοξυκιλλίνης/κλαβουλανικού
οξέος, εναιώρημα ή παιδιατρικοί φακελίσκοι
Συνιστώμενες δόσεις:
25 mg/3,6 mg/kg/ημέρα έως 45 mg/6,4 mg/kg/ημέρα χορηγούμενα σε δύο
διαιρεμένες δόσεις
δόση έως 70 mg/10 mg/kg/ημέρα χορηγούμενα σε δύο διαιρεμένες δόσεις,
μπορεί να εξεταστεί για κάποιες λοιμώξεις (όπως μέση ωτίτιδα,
παραρρινοκολπίτιδα και λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού)
2
Δεδομένου ότι τα δισκία δεν μπορούν να διαιρεθούν, τα παιδιά με σωματικό
βάρος μικρότερο από 25 kg δεν πρέπει να λάβουν θεραπεία με δισκία Bioclavid.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει την προσληφθείσα δόση (mg/kg σωματικού
βάρους) σε παιδιά που ζυγίζουν 25 kg έως 40 kg κατά τη χορήγηση ενός μόνο
δισκίου των 875/125 mg.
Σωματικό βάρος (kg)
40 35 30 25
Συνιστάται μονή δόση
[mg/kg σωματικού
βάρους] (βλ. παραπάνω)
Αμοξυκιλλίνη [mg/kg
σωματικού βάρους] ανά
μονή δόση (1
επικαλυμμένο με λεπτό
υμένιο δισκίο)
21,9 25,0 29,2 35,0 12,5 – 22,5
(έως 35)
Κλαβουλανικό οξύ
[mg/kg σωματικού
βάρους] ανά μονή δόση
(1 επικαλυμμένο με
λεπτό υμένιο δισκίο)
3,1 3,6 4,2 5,0 1,8 – 3,2
(έως 5)
Τα παιδιά με σωματικό βάρος μικρότερο από 25 kg θα πρέπει κατά προτίμηση να
λαμβάνουν θεραπεία με Bioclavid εναιώρημα ή παιδιατρικούς φακελίσκους.
Δεν υπάρχουν κλινικά στοιχεία για σκευάσματα Βioclavid 7:1 αναφορικά με
δόσεις υψηλότερες των 45 mg/6,4 mg/kg/ημέρα σε παιδιά μικρότερα των 2 ετών.
Δεν υπάρχουν κλινικά στοιχεία για σκευάσματα Βioclavid 7:1 σε παιδιά ηλικίας
κάτω των 2 μηνών. Δεν μπορούν να γίνουν συστάσεις γι αυτή την ηλικιακή
ομάδα.
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
Δεν θεωρείται απαραίτητη η αναπροσαρμογή της δόσης.
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται αναπροσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης
(CrCl) μεγαλύτερη από 30 ml/min.
Σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30 ml/min, η χρήση
σκευασμάτων Bioclavid με αναλογία αμοξυκιλλίνης /κλαβουλανικού 7:1 δεν
συνιστάται, καθώς δεν υπάρχουν συστάσεις για προσαρμογή της δοσολογίας.
Ηπατική δυσλειτουργία
Χορήγηση με προσοχή και έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας σε τακτά χρονικά
διαστήματα (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Τρόπος χορήγησης
Το Bioclavid είναι για από στόματος χρήση.
Χορηγήστε στην αρχή των γευμάτων για να ελαχιστοποιηθεί οποιαδήποτε
πιθανή γαστρεντερική δυσανεξία και να βελτιστοποιηθεί η απορρόφηση της
αμοξυκιλλίνης /κλαβουλανικού.
Η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει παρεντερικά σύμφωνα με την ΠΧΠ του
ενέσιμου σκευάσματος και να συνεχισθεί με από στόματος σκεύασμα.
3
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες, σε οποιαδήποτε από τις πενικιλλίνες ή
σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ιστορικό σοβαρής άμεσης αντίδρασης υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλαξία) σε
άλλον β-λακταμικό παράγοντα (π.χ. κεφαλοσπορίνη, καρβαπενέμη ή
μονοβακτάμη).
Ιστορικό ίκτερου/ηπατικής δυσλειτουργίας λόγω αμοξυκιλλίνης
/κλαβουλανικού οξέος (βλέπε παράγραφο 4.8).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ, θα
πρέπει να διερευνηθεί προσεκτικά το ιστορικό σχετικά με προηγούμενες
αντιδράσεις υπερευαισθησίας στις πενικιλλίνες, τις κεφαλοσπορίνες ή άλλους
παράγοντες με β-λακτάμη (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.8).
Σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πενικιλλίνη έχουν αναφερθεί σοβαρές και
ενίοτε θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας (συμπεριλαμβανομένων
αναφυλακτικών αντιδράσεων και σοβαρών δερματικών ανεπιθύμητων
ενεργειών). Αυτές οι αντιδράσεις είναι πιθανότερο να εκδηλωθούν σε άτομα
που έχουν ιστορικό υπερευαισθησίας στην πενικιλλίνη και σε ατοπικά άτομα.
Εάν παρουσιαστεί μια αλλεργική αντίδραση, η θεραπεία με αμοξυκιλλίνη
/κλαβουλανικό οξύ πρέπει να διακοπεί και να ξεκινήσει κατάλληλη
εναλλακτική θεραπεία.
Στην περίπτωση που μία λοίμωξη είναι αποδεδειγμένα λόγω
μικροοργανισμού(ών) ευαίσθητου(ων) στην
αμοξυκιλλίνη, τότε πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μεταφοράς από
αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ σε αμοξυκιλλίνη σύμφωνα με τις επίσημες
οδηγίες.
Αυτό το σκεύασμα Bioclavid δεν είναι κατάλληλο προς χρήση όταν υπάρχει
υψηλός κίνδυνος τα
υποτιθέμενα παθογόνα να έχουν μειωμένη ευαισθησία ή αντίσταση σε
παράγοντες με β-λακτάμη που δεν
διαμεσολαβείται από β-λακταμάσες ευαίσθητες σε αναστολή από το
κλαβουλανικό οξύ. Αυτό το σκεύασμα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την
αντιμετώπιση ανθεκτικού στην πενικιλίνη
S. pneumoniae
.
Σπασμοί μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής
λειτουργίας ή σε αυτούς που
λαμβάνουν υψηλές δόσεις (βλέπε παράγραφο 4.8).
Η αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ θα πρέπει να αποφεύγεται εάν υπάρχει
υπόνοια λοιμώδους μονοπυρήνωσης, καθώς η εκδήλωση ενός ιλαροειδούς
εξανθήματος έχει σχετιστεί με αυτήν την πάθηση μετά από χρήση
αμοξυκιλλίνης.
Η ταυτόχρονη χρήση αλλοπουρινόλης κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
αμοξυκιλλίνη μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικών
δερματικών αντιδράσεων.
4
Η παρατεταμένη χρήση μπορεί ενίοτε να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη
ευαίσθητων μικροοργανισμών.
Η εμφάνιση κατά την έναρξη της θεραπείας ενός πυρετώδους γενικευμένου
ερυθήματος σχετιζόμενο με
φλύκταινα μπορεί να είναι σύμπτωμα γενικευμένου κηλιδοβλατιδώδους
εξανθήματος (AGEP) (βλέπε
Παράγραφο 4.8). Η αντίδραση αυτή απαιτεί την διακοπή του Bioclavid και
αντενδείκνυται οποιαδήποτε
επακόλουθη χορήγηση αμοξυκιλλίνης.
Το αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή
σε ασθενείς με ένδειξη ηπατικής δυσλειτουργίας (βλέπε παραγράφους 4.2, 4.3
και 4.8).
Ηπατικά περιστατικά έχουν αναφερθεί κυρίως σε άρρενες και ηλικιωμένους
ασθενείς και μπορεί να σχετίζονται με παρατεταμένη θεραπεία. Τέτοια
περιστατικά πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί σε παιδιά. Σε όλους τους
πληθυσμούς, τα σημεία και συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται κατά τη
διάρκεια ή λίγο μετά την θεραπεία, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να
μην γίνουν αντιληπτά μέχρι αρκετές εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Συνήθως είναι αναστρέψιμα. Τα ηπατικά περιστατικά μπορεί να είναι σοβαρά
και σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί θάνατοι. Αυτοί σχεδόν
πάντα συνέβησαν σε ασθενείς με σοβαρή υποκείμενη πάθηση ή με παράλληλη
λήψη φαρμάκων γνωστών για την δυνητικά ηπατική τους δράση (βλέπε
παράγραφο 4.8).
Κολίτιδα συσχετιζόμενη με αντιβιοτικά έχει αναφερθεί σχεδόν με όλους τους
αντιβακτηριακούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της αμοξυκιλλίνης, και
μπορεί η βαρύτητά της να κυμαίνεται από ήπια έως απειλητική για τη ζωή
(βλέπε παράγραφο 4.8). Επομένως, είναι σημαντικό να εξετάζεται το
ενδεχόμενο αυτής της διάγνωσης σε ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια κατά
τη διάρκεια της χορήγησης οποιωνδήποτε αντιβιοτικών ή μετά από αυτή. Στην
περίπτωση που εμφανισθεί κολίτιδα σχετιζόμενη με το αντιβιοτικό, η χορήγηση
αμοξυκιλλίνης /κλαβουλανικού οξέος πρέπει να διακοπεί άμεσα, να ζητηθεί η
συμβουλή γιατρού και να αρχίσει η κατάλληλη θεραπεία. Σε αυτή την
περίπτωση αντενδείκνυται η χρήση αντι περισταλτικών φαρμάκων.
Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης θεραπείας ενδείκνυται περιοδική αξιολόγηση
των λειτουργιών των οργανικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων της
νεφρικής, ηπατικής και αιμοποιητικής λειτουργίας.
Σπανίως έχει αναφερθεί επιμήκυνση του χρόνου προθρομβίνης σε ασθενείς που
λαμβάνουν αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ. Θα πρέπει να εφαρμόζεται
κατάλληλη παρακολούθηση όταν χορηγούνται
ταυτόχρονα αντιπηκτικά. Ενδέχεται να χρειαστούν αναπροσαρμογές της δόσης
των λαμβανόμενων από το στόμα αντιπηκτικών, ώστε να διατηρείται το
επιθυμητό επίπεδο αντιπηκτικότητας (βλέπε παραγράφους 4.5 και 4.8).
Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, η δόση θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται
ανάλογα με το βαθμό της
δυσλειτουργίας (βλέπε παράγραφο 4.2).
Σε ασθενείς με μειωμένη παραγωγή ούρων, πολύ σπάνια έχει παρατηρηθεί
κρυσταλλουρία κυρίως με
5
παρεντερική θεραπεία. Κατά τη χορήγηση υψηλών δόσεων αμοξυκιλλίνης,
ενδείκνυται η διατήρηση επαρκούς πρόσληψης υγρών και παραγωγής ούρων για
να μειωθεί η πιθανότητα σχηματισμού κρυστάλλων αμοξυκιλλίνης στα ούρα. Σε
ασθενείς με ουροκαθετήρες, θα πρέπει να τηρείται τακτικός έλεγχος βατότητας
(βλέπε παράγραφο 4.9).
Κατά τη θεραπεία με αμοξυκιλλίνη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ενζυματικές
μέθοδοι με οξειδάση της
γλυκόζης κατά τον έλεγχο για παρουσία γλυκόζης στα ούρα επειδή ψευδώς
θετικά αποτελέσματα μπορεί να παρουσιαστούν με μη ενζυματικές μεθόδους.
Η παρουσία κλαβουλανικού οξέος στο Bioclavid μπορεί να προκαλέσει μη ειδική
σύνδεση IgG και λευκωματίνης με ερυθροκυτταρικές μεμβράνες και να οδηγήσει
σε ψευδή θετικό έλεγχο Coombs.
Υπάρχουν αναφορές θετικών αποτελεσμάτων με το τέστ Bio-Rad Laboratories
Platelia
Aspergillus
EIA σε ασθενείς που λαμβάνουν αμοξυκιλλίνη
/κλαβουλανικό οξύ, οι οποίοι στη συνέχεια βρέθηκε ότι δεν είχαν λοίμωξη από
Aspergillus
. Διασταυρούμενες αντιδράσεις με πολυσακχαρίδια και
πολυφουρανόζες που δεν περιέχουν Aspergillus
με το τέστ Bio-Rad Laboratories Platelia
Aspergillus
EIA έχουν αναφερθεί. Επομένως, θετικά αποτελέσματα δοκιμασιών σε
ασθενείς που λαμβάνουν αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ θα πρέπει να
ερμηνεύονται με προσοχή και να επιβεβαιώνονται με άλλες διαγνωστικές
μεθόδους.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Από στόματος αντιπηκτικά
Από στόματος αντιπηκτικά και πενικιλλινούχα αντιβιοτικά έχουν
χρησιμοποιηθεί ευρέως στην πράξη χωρίς αναφορές αλληλεπίδρασης. Ωστόσο,
στη βιβλιογραφία υπάρχουν περιπτώσεις αυξημένου διεθνούς
κανονικοποιημένου λόγου σε ασθενείς που συντηρούνται με λήψη
ακενοκουμαρόλης ή βαρφαρίνης και στους οποίους χορηγείται ένα σχήμα
αμοξυκιλλίνης. Σε περίπτωση που είναι απαραίτητη η συγχορήγηση, θα πρέπει
να παρακολουθείται προσεκτικά ο χρόνος προθρομβίνης ή ο διεθνής
κανονικοποιημένος λόγος με την προσθήκη ή την απόσυρση της αμοξυκιλλίνης.
Επιπλέον, ενδέχεται να είναι απαραίτητες αναπροσαρμογές στη δόση από
στόματος αντιπηκτικών (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.8).
Μεθοτρεξάτη
Οι πενικιλίνες ενδέχεται να μειώσουν την έκκριση μεθοτρεξάτης, γεγονός που
προκαλεί ενδεχόμενη αύξηση τοξικότητας.
Προβενεσίδη
Η συγχορήγηση με προβενεσίδη δεν συνιστάται. Η προβενεσίδη μειώνει τη
νεφρική σωληναριακή απέκκριση της αμοξυκιλλίνης. Η συγχορήγηση με
προβενεσίδη μπορεί να αυξήσει και να επιμηκύνει τα επίπεδα αμοξυκιλλίνης
στο αίμα αλλά όχι του κλαβουλανικού οξέος.
Mycophenolate mofetil
Σε ασθενείς που λαμβάνουν mycophenolate mofetil, έχει αναφερθεί μείωση
περίπου 50% της συγκέντρωσης πριν από τη δόση του ενεργού μεταβολίτη
μυκοφαινολικού οξέος (ΜΡΑ) μετά την έναρξη της από του στόματος
αμοξυκιλλίνης με κλαβουλανικό οξύ. Η αλλαγή στο επίπεδο πριν από τη δόση
μπορεί να μην αντιπροσωπεύει ακριβώς αλλαγές στην ολική έκθεση σε MPA.
6
Ως εκ τούτου, μια αλλαγή στη δόση του mycophenolate mofetil δε θα πρέπει
κανονικά να είναι απαραίτητη ελλείψει κλινικών στοιχείων δυσλειτουργίας του
μοσχεύματος. Ωστόσο, στενή κλινική παρακολούθηση θα πρέπει να
πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του συνδυασμού και αμέσως μετά την
αντιβιοτική αγωγή.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επικίνδυνες επιπτώσεις στην
εγκυμοσύνη, στην ανάπτυξη του εμβρύου, στον τοκετό ή στη μεταγεννητική
ανάπτυξη (βλέπε παράγραφο 5.3). Περιορισμένα στοιχεία σχετικά με τη χρήση
αμοξυκιλλίνης /κλαβουλανικού οξέος κατά τη διάρκεια της κυήσεως σε
ανθρώπους δεν υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο συγγενών δυσπλασιών. Σε μια
μόνο μελέτη σε γυναίκες με πρόωρη ρήξη του αμνίου, παρατηρήθηκε ότι
προφυλακτική αγωγή με αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ μπορεί να
συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ελκονεκρωτικής εντεροκολίτιδας των
νεογνών. Η χρήση πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της κύησης, εκτός
εάν θεωρείται απαραίτητη από τον γιατρό.
Θηλασμός
Και οι δύο ουσίες απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα(τίποτε δεν είναι γνωστό για
τις επιδράσεις του κλαβουλανικού οξέος στο θηλάζον βρέφος). Κατά συνέπεια,
είναι πιθανή η διάρροια και ο αποικισμός των βλεννογόνων από μύκητες στο
θηλάζον βρέφος, έτσι ώστε σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι αναγκαία η
διακοπή του θηλασμού του βρέφους. Η αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ θα
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού μόνο μετά από
αξιολόγηση οφέλους/ κινδύνου από τον θεράποντα γιατρό.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ωστόσο, ενδέχεται να παρουσιαστούν ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. αλλεργικές
αντιδράσεις, ζάλη, σπασμοί), οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών (βλέπε παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) είναι διάρροια, ναυτία
και έμετος.
Οι ΑΕ από κλινικές δοκιμές και μετεγκριτική παρακολούθηση με το Bioclavid,
ταξινομήθηκαν σύμφωνα
με την Kατηγορία Οργάνου Συστήματος κατά MedDRA και παρατίθενται
παρακάτω.
Πολύ συχνές (>1/10)Συχνές (>1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (>1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (>1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Βλεννογονοδερματική καντιντίαση Συχνή
7
Υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων οργανισμών Μη γνωστή
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού
συστήματος
Αναστρέψιμη λευκοπενία (συμπεριλαμβανομένης
ουδετεροπενίας)
Σπάνια
Θρομβοκυτταροπενία Σπάνια
Αναστρέψιμη ακοκκιοκυτταραιμία Μη γνωστή
Αιμολυτική αναιμία Μη γνωστή
Παρατεταμένος χρόνος αιμορραγίας και χρόνος
προθρομβίνης
1
Μη γνωστές
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
10
Αγγειονευρωτικό οίδημα Μη γνωστή
Αναφυλαξία Μη γνωστή
Σύνδρομο ομοιάζον με ορονοσία Μη γνωστή
Αγγειακή υπερευαισθησία Μη γνωστή
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Ζάλη Όχι συχνή
Κεφαλαλγία Όχι συχνή
Αναστρέψιμη υπερδραστηριότητα Μη γνωστή
Σπασμοί
2
Μη γνωστή
Άσηπτη μηνιγγίτιδα Μη γνωστή
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Διάρροια Πολύ συχνή
Ναυτία
3
Συχνή
Έμετος Συχνή
Δυσπεψία Όχι συχνή
Κολίτιδα σχετιζόμενη με το αντιβιοτικό
4
Μη γνωστή
Μελανή τριχωτή γλώσσα Μη γνωστή
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Αυξήσεις AST και/ή ALT
5
Όχι συχνή
Ηπατίτιδα
6
Μη γνωστή
Χολοστατικός ίκτερος
6
Μη γνωστή
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
7
Δερματικό εξάνθημα Όχι συχνή
Κνησμός Όχι συχνή
Κνίδωση Όχι συχνή
Πολύμορφο ερύθημα Σπάνια
Σύνδρομο Stevens-Johnson Μη γνωστή
Τοξική επιδερμική νεκρόλυση Μη γνωστή
Πομφολυγώδης αποφολιδωτική δερματίτιδα Μη γνωστή
Οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP)
9
Μη γνωστή
Aντίδραση στο φάρμακο με συμπτώματα ηωσινοφιλίας και
συστημικού συνδρόμου (DRESS)
Μη γνωστή
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Διάμεση νεφρίτιδα Μη γνωστή
Κρυσταλλουρία
8
Μη γνωστή
1 Βλέπε παράγραφο 4.4
2 Βλέπε παράγραφο 4.4
3 Η ναυτία σχετίζεται συχνότερα με υψηλότερες δόσεις
λαμβανόμενες από το στόμα. Αν οι γαστρεντερικές
διαταραχές είναι έκδηλες, μπορούν να περιοριστούν με τη
λήψη του Bioclavid στην αρχή του γεύματος.
4 Συμπεριλαμβανομένης της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας
8
και της αιμορραγικής κολίτιδας (βλέπε παράγραφο 4.4)
5 Μια μέτρια αύξηση σε AST και/ή ALT έχει σημειωθεί σε
ασθενείς που έλαβαν αντιβιοτικά της κατηγορίας β-
λακτάμης, αλλά η σημασία αυτών των ευρημάτων είναι
άγνωστη.
6 Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν σημειωθεί με άλλες
πενικιλίνες και κεφαλοσπορίνες (βλέπε παράγραφο 4.4).
7 Αν αναφερθεί οποιαδήποτε δερματική αντίδραση
υπερευαισθησίας, η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται
(βλέπε παράγραφο 4.4).
8 Βλέπε παράγραφο 4.9
9 Βλέπε παράγραφο 4.4
10 Βλέπε παράγραφο 4.4
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός
Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα και σημεία υπερδοσολογίας
Μπορεί να εμφανιστούν γαστρεντερικά συμπτώματα και διαταραχή του
ισοζυγίου υγρών και ηλεκτρολυτών. Έχει παρατηρηθεί σχηματισμός
κρυστάλλων αμοξυκιλλίνης στα ούρα, ο οποίος, ενίοτε, οδηγεί σε νεφρική
ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σπασμοί μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής
λειτουργίας ή σε αυτούς που
λαμβάνουν υψηλές δόσεις.
Έχει αναφερθεί ότι η αμοξυκιλλίνη καθιζάνει σε ουροκαθετήρες, κυρίως μετά
από ενδοφλέβια χορήγηση
μεγάλων δόσεων. Θα πρέπει να τηρείται τακτικός έλεγχος βατότητας (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Αντιμετώπιση της δηλητηρίασης
Τα γαστρεντερικά συμπτώματα μπορούν να αντιμετωπιστούν συμπτωματικά,
δίνοντας προσοχή στο ισοζύγιο νερού/ηλεκτρολυτών.
Το αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ μπορεί να απομακρυνθεί από την
κυκλοφορία με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία
:
Συνδυασμοί πενικιλλινών,
συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων β-
Λακταμάσης, Κωδικός ATC: J01 CR02
9
Μηχανισμός δράσης
Η αμοξυκιλλίνη είναι μία ημισυνθετική πενικιλίνη (αντιβιοτικό με β-λακτάμη)
που αναστέλλει ένα ή περισσότερα ένζυμα (συχνά αναφέρονται ως πρωτεΐνες
σύνδεσης των πενικιλινών, ΡΒΡ) στη βιοσυνθετική οδό της βακτηριακής
πεπτιδογλυκάνης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο δομικό συστατικό του
βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος. Η αναστολή της σύνθεσης
πεπτιδογλυκάνης οδηγεί στην αποδυνάμωση του κυτταρικού τοιχώματος, η
οποία συχνά ακολουθείται από κυτταρόλυση και θάνατο.
Η αμοξυκιλλίνη είναι ευαίσθητη στην αποδόμηση από β-λακταμάσες που
παράγονται από ανθεκτικά βακτήρια και, επομένως, δεν είναι δραστική από
μόνη της έναντι οργανισμών που παράγουν τέτοια ένζυμα.
Το κλαβουλανικό οξύ είναι μία β-λακτάμη που σχετίζεται δομικά με
πενικιλλίνες. Απενεργοποιεί ορισμένα ένζυμα της β-λακταμάσης αποτρέποντας,
ως εκ τούτου, την αδρανοποίηση της αμοξυκιλλίνης. Το κλαβουλανικό οξύ
μεμονωμένα δεν ασκεί κλινικά χρήσιμη αντιβακτηριακή επίδραση.
Σχέση φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής
Ο χρόνος άνω της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (Τ>MIC) θεωρείται
ότι είναι ο μείζων καθοριστικός παράγοντας αποτελεσματικότητας για την
αμοξυκιλλίνη.
Μηχανισμοί αντίστασης
Οι δύο κύριοι μηχανισμοί αντίστασης στην αμοξυκιλλίνη /το κλαβουλανικό οξύ
είναι:
Αδρανοποίηση από εκείνες τις βακτηριακές β-λακταμάσες που δεν
αναστέλλονται οι ίδιες από κλαβουλανικό οξύ, συμπεριλαμβανομένων
των κατηγοριών B, C και D.
Μεταβολή των PBP, η οποία μειώνει τη συγγένεια του αντιβακτηριακού
παράγοντα για το στόχο.
Η μη διαπερατότητα βακτηρίων ή μηχανισμοί αντλίας εκροής μπορεί να
προκαλέσουν βακτηριακή αντίσταση ή να συντελέσουν σε αυτή, ιδιαίτερα σε
Gram-αρνητικά βακτήρια.
Σημεία διακοπής
Τα σημεία διακοπής MIC για την αμοξυκιλλίνη /το κλαβουλανικό οξύ είναι
εκείνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους Αντιμικροβιακούς Ελέγχους
Ευαισθησίας (EUCAST)
Οργανισμός Σημεία διακοπής Ευαισθησίας (μg/ml)
Ευαίσθητος Ενδιάμεσο
ς
Ανθεκτικός
Haemophilus
influenzae
1
1 - > 1
Moraxella catarrhalis
1
1 - > 1
Staphylococcus aureus
2
≤ 2 - > 2
Αρνητικοί στην πηκτάση
σταφυλόκοκκοι
2
≤ 0.25 > 0.25
Enterococcus
1
4 8 > 8
Streptococcus A, B, C, G
5
0.25 - > 0.25
Streptococcus
Pneumoniae
3
≤ 0.5 1-2 > 2
Enterobacteriaceae
1,4
- - > 8
10
Gram-αρνητικά Αναερόβια
1
≤ 4 8 > 8
Gram-θετικά Αναερόβια
1
≤ 4 8 > 8
Σημεία διακοπής μη σχετιζόμενα με
είδη
1
≤ 2 4-8 > 8
1 Οι αναφερόμενες τιμές είναι για τις συγκεντρώσεις αμοξυκιλλίνης. Για τους
σκοπούς των ελέγχων
ευαισθησίας, η συγκέντρωση Κλαβουλανικού οξέος ορίζεται στα 2 mg/l
2 Οι αναφερόμενες τιμές είναι για τις συγκεντρώσεις Οξακιλίνης.
3 Οι τιμές των σημείων διακοπής στον πίνακα βασίζονται στα σημεία διακοπής
της Αμπικιλίνης.
4 Το σημείο διακοπής της αντοχής R>8 mg/l διασφαλίζει ότι όλα τα απομονωμένα
στελέχη με
μηχανισμούς αντοχής αναφέρονται ως ανθεκτικά.
5 Οι τιμές των σημείων διακοπής στον πίνακα βασίζονται στα σημεία διακοπής
της
Βενζυλοπενικιλλίνης.
Ο επιπολασμός αντίστασης ενδεχομένως ποικίλει ανάλογα με την περιοχή και
τον χρόνο για επιλεγμένα είδη και η τοπική πληροφόρηση σχετικά με την
αντίσταση είναι επιθυμητή, κυρίως κατά τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων.
Ανάλογα με τις απαιτήσεις, θα πρέπει να ζητείται η συνδρομή ειδικού όταν ο
τοπικός επιπολασμός αντίστασης διακυβεύει τη χρησιμότητα του παράγοντα
τουλάχιστον σε ορισμένους τύπους λοιμώξεων.
Συνήθως ευαίσθητα είδη
Αερόβιοι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus faecalis
Gardnerella vaginalis
Staphylococcus aureus (
ευαίσθητος στη μεθικιλλίνη)
Αρνητικοί στην πηκτάση σταφυλόκοκκοι (ανθεκτικοί στη μεθικιλλίνη)
Streptococcus agalactiae
Streptococcus pneumoniae
1
Streptococcus pyogenes
και άλλοι β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι
Ομάδα
Streptococcus viridans
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί
Capnocytophaga spp.
Eikenella corrodens
Haemophilus influenzae
2
Moraxella catarrhalis
Pasteurella multocida
Αναερόβιοι μικροοργανισμοί
Bacteroides fragilis
Fusobacterium nucleatum
Prevotella spp.
Είδη για τα οποία η επίκτητη αντίσταση μπορεί να αποτελεί
πρόβλημα
Αερόβιοι Gram-θετικοί μικροοργανισμοί
Enterococcus faecium
$
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί
11
Escherichia coli
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae
Proteus mirabilis
Proteus vulgaris
Ενδογενώς ανθεκτικοί οργανισμοί
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί μικροοργανισμοί
Acinetobacter
sp.
Citrobacter freundii
Enterobacter sp.
Legionella pneumophila
Morganella morganii
Providencia spp.
Pseudomonas sp.
Serratia sp.
Stenotrophomonas maltophilia
Λοιποί μικροοργανισμοί
Chlamydophila pneumoniae
Chlamydophila psittaci
Coxiella burnetti
Mycoplasma pneumoniae
$ Φυσική ενδιάμεση ευαισθησία απουσία επίκτητου μηχανισμού αντίστασης.
Όλοι οι ανθεκτικοί στη μεθικιλίνη σταφυλόκοκκοι είναι ανθεκτικοί στην
αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ
1
Streptococcus pneumoniae
που είναι ανθεκτικό στην πενικιλλίνη δεν θα
πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυτό το σκεύασμα αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικού
οξέος (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
2
Στελέχη με μειωμένη ευαισθησία έχουν αναφερθεί σε ορισμένες χώρες της ΕΕ
με συχνότητα
μεγαλύτερη από 10%.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η αμοξυκιλλίνη και το κλαβουλανικό οξύ διαλύονται πλήρως σε υδατικό
διάλυμα με φυσιολογικό pH. Και τα δύο συστατικά απορροφώνται γρήγορα και
καλά μέσω της από στόματος χορήγησης.
Η απορρόφηση της αμοξυκιλλίνης /του κλαβουλανικού οξέος βελτιστοποιείται
όταν λαμβάνεται στην αρχή ενός γεύματος.
Μετά από χορήγηση από το στόμα, η αμοξυκιλλίνη και το κλαβουλανικό οξύ
είναι περίπου 70% βιοδιαθέσιμα. Τα προφίλ πλάσματος και των δύο
συστατικών είναι παρόμοια και ο χρόνος έως τη μέγιστη συγκέντρωση στο
πλάσμα (T
max
) σε κάθε περίπτωση είναι περίπου μία ώρα.
Τα αποτελέσματα φαρμακοκινητικής μίας μελέτης, στην οποία χορηγήθηκαν
δισκία αμοξυκιλλίνης / κλαβουλανικού οξέος (875 mg/125 mg δύο φορές
ημερησίως σε κατάσταση νηστείας σε ομάδες υγιών εθελοντών παρουσιάζονται
παρακάτω.
Μέσες (+ SD) παράμετροι φαρμακοκινητικής
Χορηγηθήσα
Δραστική
Δόση C
max
T
max
* AUC (0-24h) T 1/2
(mg)
(μg/ml)
(h)
(μg.h/ml)
(h)
12
ουσία(ες)
Αμοξυκιλλίνη
AMX/CA
875/125 mg
875 11.64
+ 2,78
1,5
(1,0-2,5)
53,52
+ 12,31
1,19
+ 0,21
Κλαβουλανικό οξύ
AMX/CA
875 mg/125 mg
125 2,18
+ 0,99
1,25
(1,0-2,0)
10,16
+ 3,04
0,96
+ 0,12
AMX – αμοξυκιλλίνη, CA – κλαβουλανικό οξύ
* Μέση τιμή (εύρος)
Οι συγκεντρώσεις της αμοξυκιλλίνης και του κλαβουλανικού οξέος στον ορό, οι
οποίες επιτυγχάνονται με αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ, είναι παρόμοιες με
εκείνες που παράγονται από την από στόματος χορήγηση ισοδύναμων δόσεων
αμοξυκιλλίνης ή κλαβουλανικού οξέος μεμονωμένα.
Κατανομή
Περίπου 25% του συνολικού κλαβουλανικού οξέος στο πλάσμα και 18% της
συνολικής αμοξυκιλλίνης στο πλάσμα συνδέεται με πρωτεϊνες. Ο εμφανής
όγκος κατανομής είναι περίπου 0,3-0,4 l/kg για την αμοξυκιλλίνη και περίπου
0,2 l/kg για το κλαβουλανικό οξύ.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, τόσο η αμοξυκιλλίνη όσο και το κλαβουλανικό
οξύ βρέθηκαν στη χοληδόχο κύστη, σε γαστρικό ιστό, στο δέρμα, στο λίπος, σε
μυϊκούς ιστούς, σε αρθροσιελικό και περιτοναϊκό υγρό, στη χολή και σε πύον. Η
αμοξυκιλλίνη δεν κατανέμεται ικανοποιητικά στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Από μελέτες σε ζώα δεν υπάρχουν ενδείξεις για σημαντική κατακράτηση στους
ιστούς υλικού που προέρχεται από το φάρμακο για οποιοδήποτε συστατικό. Η
αμοξυκιλλίνη, όπως οι περισσότερες πενικιλίνες, μπορεί να ανιχνευθεί στο
μητρικό γάλα. Στο μητρικό γάλα μπορούν επίσης να εντοπιστούν ίχνη
κλαβουλανικού οξέος (βλέπε παράγραφο 4.6).
Τόσο η αμοξυκιλλίνη όσο και τομ κλαβουλανικό οξύ έχουν δείξει να διαπερνούν
τον φραγμό του πλακούντα (βλέπε παράγραφο 4.6).
Βιομετασχηματισμός
Η αμοξυκιλλίνη αποβάλλεται εν μέρει στα ούρα ως ανενεργό πενικιλλοϊκό οξύ
σε ποσότητες που ισοδυναμούν μέχρι 10 έως 25% της αρχικής δόσης. Το
κλαβουλανικό οξύ μεταβολίζεται εκτεταμένα στον άνθρωπο και αποβάλλεται
στα ούρα και τα κόπρανα ως διοξείδιο του άνθρακα σε αποβαλλόμενα αέρια.
Αποβολή
Η κύρια οδός αποβολής για την αμοξυκιλλίνη είναι μέσω των νεφρών, ενώ για
το κλαβουλανικό οξύ είναι και με νεφρικούς και με μη νεφρικούς μηχανισμούς.
Το αμοξυκιλλίνη /κλαβουλανικό οξύ έχει μέση ημιζωή αποβολής κατά
προσέγγιση μία ώρα και μέση ολική κάθαρση κατά προσέγγιση 25 l/h σε υγιή
άτομα. Περίπου το 60 έως 70% της αμοξυκιλλίνης και περίπου το 40 έως 65%
του κλαβουλανικού οξέος αποβάλλεται αναλλοίωτο στα ούρα κατά τις πρώτες 6
h μετά από τη χορήγηση μεμονωμένων δισκίων Bioclavid 250 mg/125 mg ή 500
mg/125 mg. Διάφορες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η αποβολή στα ούρα είναι
50-85% για την αμοξυκιλλίνη και από 27-60% για το κλαβουλανικό οξύ μέσα σε
διάστημα 24 ωρών. Στην περίπτωση του κλαβουλανικού οξέος, η μεγαλύτερη
ποσότητα του φαρμάκου αποβάλλεται κατά τις πρώτες 2 ώρες μετά από τη
χορήγηση.
13
Η παράλληλη χρήση προβενεσίδης καθυστερεί την αποβολή αμοξυκιλλίνη, αλλά
δεν καθυστερεί τη νεφρική αποβολή κλαβουλανικού οξέος (βλέπε παράγραφο
4.5).
Ηλικία
Η ημιζωή αποβολής της αμοξυκιλλίνης είναι παρόμοια στα παιδιά ηλικίας 3
μηνών περίπου έως 2 ετών με μεγαλύτερα παιδιά και ενηλίκους. Στα πολύ
νεαρά παιδιά (περιλαμβανομένων των νεογέννητων) κατά την πρώτη εβδομάδα
της ζωής τους, το διάστημα χορήγησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις δύο
φορές την ημέρα λόγω της ανωριμότητας της νεφρικής οδού απέκκρισης.
Εφόσον οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι
πιθανότερο να παρουσιάζουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, θα πρέπει να δοθεί
προσοχή στην επιλογή της
δόσης και μπορεί να είναι χρήσιμη η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας.
Φύλο
Μετά από χορήγηση από το στόμα αμοξυκιλλίνης /κλαβουλανικού οξέος σε
υγιείς άνδρες και γυναίκες, το φύλο δεν παρουσιάζει σημαντική επίδραση στη
φαρμακοκινητική, είτε της αμοξυκιλλίνης, είτε του κλαβουλανικού οξέος.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η συνολική κάθαρση της αμοξυκιλλίνης /του κλαβουλανικού οξέος στον ορό
μειώνεται κατ’ αναλογία με τη μειούμενη νεφρική λειτουργία. Η μείωση της
κάθαρσης του φαρμάκου είναι πιο έκδηλη για την αμοξυκιλλίνη σε σχέση με το
κλαβουλανικό οξύ καθώς
μέσω
της νεφρικής οδού αποβάλλεται μεγαλύτερο
ποσοστό αμοξυκιλλίνης. Συνεπώς, στη νεφρική δυσλειτουργία, οι δόσεις πρέπει
να προλαμβάνουν την άσκοπη συσσώρευση αμοξυκιλλίνης και να διατηρούν
παράλληλα επαρκή επίπεδα κλαβουλανικού οξέος (βλέπε παράγραφο 4.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία θα πρέπει να λαμβάνουν δόση με προσοχή
και θα πρέπει να παρακολουθείται η ηπατική λειτουργία ανά τακτά
διαστήματα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν κάποιον ειδικό κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση μελέτες φαρμακολογίας ασφάλειας, γονιδιοτοξικότητας και
τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα.
Μελέτες τοξικότητας επαναληπτικών δόσεων που πραγματοποιήθηκαν σε
σκύλους με αμοξυκιλλίνη / κλαβουλανικό οξύ, καταδεικνύουν γαστρικό
ερεθισμό και έμετο και αποχρωματισμένη γλώσσα.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες καρκινογένεσης με το BIoclavid ή τα συστατικά του.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας του δισκίου:
Colloidal anhydrous silica,
magnesium stearate (Ε572),
talc,
14
povidone,
croscarmellose sodium,
cellulose microcrystalline.
Επικάλυψη
:
Triethyl citrate,
ethylcellulose,
sodium laurilsulphate,
cethyl alcohol,
hypromellose,
talc,
titanium dioxide (Ε 171).
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C. Φυλάσσετε στην αρχική
συσκευασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Σφραγισμένα φύλλα αλουμινίου με επικάλυψη από πολυαιθυλένιο ως
συσκευασίες των 6, 8, 10, 12, 14, 15, 16, 20, 40, 50, 100 και
500 επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sandoz GmbH
Biochemiestrasse 10
6250 Kundl,
Αυστρία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
41051/15-6-2015
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 20 Αυγούστου 2001
15
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 15 Ιουνίου 2015
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
16