ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ (SPC)
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ : CARNIDOSE
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά :
Levocarnitine 1 g / 10 ml Fl.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ :
Διάλυμα πόσιμο
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ :
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις :
Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης..
4.2 Δοσολογία και Τρόπος χορήγησης :
Τρόπος χορήγησης
H απαιτούμενη δοσολογία εξαρτάται από το συγκεκριμένο πρόβλημα του μεταβολισμού
και τη βαρύτητα της κατάστασης του ασθενούς. Για τον καθορισμό της βέλτιστης
δοσολογίας συνιστάται να παρακολουθείται το αποτέλεσμα της θεραπείας με μέτρηση
των επιπέδων της ελεύθερης και της ακυλικής L-καρνιτίνης στο πλάσμα και τα ούρα. Οι
συγκεντρώσεις της ελεύθερης L-καρνιτίνης στο πλάσμα πρέπει να είναι 35 ως 60 μmol/L.
Ο λόγος των συγκεντρώσεων στο πλάσμα της ακυλικής προς την ελεύθερη L-καρνιτίνη
πρέπει να είναι μικρότερος από 0,35.
Από του στόματος χορήγηση
Πρωτοπαθής και δευτεροπαθής ανεπάρκεια L-καρνιτίνης
Σε χρόνιες καταστάσεις συνιστώνται 100-200 mg/kg βάρους σώματος ημερησίως,
χορηγούμενα σε 2-4 διηρημένες δόσεις, ενώ μπορεί να επαρκούν και μικρότερες δόσεις.
Εάν τα συμπτώματα και τα βιοχημικά ευρήματα δεν βελτιώνονται η δόση μπορεί να
αυξηθεί για βραχύ διάστημα μέχρι 400 mg/kg ημερησίως.
Το πόσιμο διάλυμα πριν τη λήψη του να αραιώνεται με νερό ή χυμό φρούτων.
Αιμοκάθαρση-δόση συντήρησης
Σε περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα με την
ενδοφλέβια χορήγηση, αυτό μπορεί να διατηρηθεί με την καθημερινή χορήγηση 1g
διαλύματος L-καρνιτίνης από του στόματος. Την ημέρα της αιμοκάθαρσης η L-καρνιτίνη
πρέπει να χορηγείται στο τέλος της διαδικασίας.
4.3. Αντενδείξεις
Γνωστή υπερευαισθησία στην L-καρνιτίνη ή σε οποιοδήποτε συστατικό του προϊόντος.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η χορήγηση L-καρνιτΙνης σε διαβητικούς σε θεραπεία με ινσουλίνη ή με άλλα
αντιδιαβητικά που χορηγούνται από το στόμα μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμία.
Συνεπώς, το επίπεδο σάκχαρο αυτών των ασθενών πρέπει να ελέγχεται συχνά ώστε να
ρυθμίζεται κατάλληλα η αντιδιαβητική τους αγωγή.
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της L-καρνιτΙνης από το στόμα σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια δεν έχει αξιολογηθεί (ΑΒΡΙ).
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή με σοβαρή καταστολή της νεφρικής
λειτουργίας δεν συνιστάται η χορήγηση από το στόμα L-καρνιτΙνης σε υψηλές δόσεις για
μεγάλο χρονικό διάστημα. γιατί είναι πιθανή η άθροιση στο αίμα των κυριοτέρων
μεταβολιτών (τριμεθυλαμίνη, ΤΜΑ και οξείδιο της τριμεθυλαμίνης, ΤΜΑΟ) λόγω της
πλημμελούς απομάκρυνσης τους από τους νεφρούς. Η άθροιση αυτή προκαλεί αύξηση
της τριμεθυλαμίνης στα ούρα. Στην περίπτωση αυτή τα ούρα, η αναπνοή και ο ιδρώτας
αναδίδουν έντονη «οσμή ψαριού».
Η κατάσταση αυτή δεν δημιουργείται όταν η L- καρνιτίνη χορηγείται ενδοφλεβίως (βλέπε
παράγραφο 5.2 «Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες»).
45.Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν υπάρχουν γνωστές.
46.Κύηση και Γαλουχία
Κύη ση |
Έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αναπαραγωγής σε αρουραίους και κουνέλια. Δεν υπήρξε
ένδειξη τερατογόνου δράσης και στα δύο είδη. Στα κουνέλια, αλλά όχι στους αρουραίους,
υπήρξε, σε σύγκριση με τα πειραματόζωα-μάρτυρες, στατιστικά ασήμαντα μεγαλύτερος
αριθμός αποβολών μετά την εμφύτευση, όταν χορηγήθηκε η μέγιστη δόση
(600mg/kg/24ωρo). Η σημασία των ευρημάτων αυτών για τον άνθρωπο δεν είναι
γνωστή. Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση σε έγκυες με πρωτοπαθή συστηματική
ανεπάρκεια L- καρνιτΙνης.
Λαμβάνοντας υπ'όψιν τις σοβαρές συνέπειες για την έγκυο με πρωτοπαθή συστηματική
ανεπάρκεια L- καρνιτίνης που συνεπάγεται η διακοπή της θεραπείας, ο κίνδυνος για τη
μητέρα από τη διακοπή της θεραπείας φαίνεται να είναι υψηλότερος από τo θεωρητικό
κίνδυνο γιο το έμβρυο εάν συνεχισθεί η θεραπεία.
Γαλουχία |
Η L-καρνιτίνη είναι μια φυσική ουσία του μητρικού ανθρώπινου γάλακτος. Δεν έχει μελετηθεί
η χρήση συμπληρωματικά L-καρνιτίνης σε γυναίκες στη διάρκεια της γαλουχίας. Για το
λόγο αυτό θα πρέπει να δίδεται προσοχή στη χορήγηση του φαρμάκου σε θηλάζουσες
μητέρες και συνιστάται διακοπή του θηλασμού ή της χορήγησης του φαρμάκου, εκτός εάν
αυτό κριθεί απόλυτα αναγκαίο για τη μητέρα.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Η L-καρνιτίνη δεν επιδρά στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Έχουν αναφερθεί ήπιες ενοχλήσεις από το γαστρεντερικό, όπως ναυτία έμετος, κοιλιακοί
πόνοι και διάρροια μετά από τη λήψη μεγάλων δόσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα
από το στόμα. Με τη μείωση της δόσης μειώνεται ή εξαλείφεται η σωματική οσμή που
συσχετίζεται με το φάρμακο ή υποχωρούν τα γαστρεντερικά ενοχλήματα.
Ελαφρές διαταραχές τύπου μυασθένειας έχουν αναφερθεί σε ουραιμικούς ασθενείς. Η
ανοχή στο φάρμακο πρέπει να ελέγχεται κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας
χορήγησής του και μετά από κάθε αύξηση της δόσης.
Έχουν περιγράφει περιστατικά σπασμών σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό σπασμωδικών
επεισοδίων που ελάμβαναν L-καρνιτίνη από το στόμα ή ενδοφλεβίως
4.9. Υπερδοσολογία
Δεν παρουσιάστηκαν τοξικές επιδράσεις από υπερδοσολογία με L-καρνιτίνη. Μεγάλες
δόσεις L-carnitine μπορεί να προκαλέσουν διάρροια. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας
εφαρμόζεται υποστηρικτική αγωγή.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ΑΤC: Α16ΑΑ01
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η L- καρνιτίνη είναι ένα φυσικό συστατικό του κυττάρου που παίζει σημαντικό ρόλο στην
παραγωγή και μεταφορά της ενέργειας. Στην πραγματικότητα, η L-καρνιτίνη είvαι ο
μόνος φορέας που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας για να διαπεράσουν
την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων και να υποστούν β-οξείδωση.
Η L-καρνιτίνη ελέγχει τη μεταφορά της ενέργειας που παράγεται στα μιτοχόνδρια στo
κυτόπλασμα, μέσω του ενζύμου αδενινο-νουκλεοτιδο-τρανσλοκάση.
Η L-καρνιτίνη επηρεάζει έμμεσα τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των
πρωτεϊνών. Η οξείδωση των λιπαρών οξέων μειώνει την περιφερική
χρησιμοποίηση της γλυκόζης, ενώ υποβοηθείται η αποβολή με τα ούρα του τελικού
προϊόντος αποικοδόμησης των λιπιδίων κετύλια). Η υψηλότερη συγκέντρωση εμφανίζεται
στους σκελετικούς μύες και στο μυοκάρδιο.
To μυοκάρδιο, παρόλο που μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλα υποστρώματα για
παραγωγή ενέργειας, φυσιολογικά χρησιμοποιεί τα λιπαρά οξέα.
Η θεραπευτική χρήση της L- καρνιτίνης απεδείχθη ότι είναι αποφασιστικής σημασίας σε
κληρονομικές μυοπάθειες που οφείλονται σε έλλειψη L-καρνιτίνης έχει δε αποδειχθεί ότι
είναι χρήσιμη και στην καρδιολογία, σε μυοκαρδιοπάθειες οφειλόμενες σε έλλειψη L-
καρνιτΙνης.
Η L-καρνιτίνη παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό της καρδιάς, αφού η οξείδωση των
λιπαρών οξέων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία επαρκούςοσότητας L-
καρνιτΙνης.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, η L-καρνιτίνη αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς.
Μεταβολισμός
Μεταβολίζεται σε αμελητέο βαθμό, εκτός από ένα αναστρέψιμο βιομετασχηματισμό στους
εστέρες της.
Αντίθετα, όταν χορηγείται από το στόμα, η L- καρνιτίνη αποδομείται, με τη δράση της
εντερικής χλωρίδας, σε τριμεθυλαμίνη (ΤΜΑ) και γ-βουτυροβεταϊνη.
Επειδή περίπου 10-20% της χορηγούμενης δόσης εισέρχεται στη γενική
κυκλοφορία σε μη μεταβολισμένη μορφή, πιστεύεται ότι ο μεταβολισμός στo έντερο
ευθύνεται για την αποβολή περίπου 80-90% δόσης L-καρνιτίνης από το στόμα
Απορρόφηση
Και τα δύο προϊόντα μεταβολισμού στο έντερο, η γ-βουτυροβεταίνη και ΤΜΑ
απορροφούνται. Η γ-βουτυροβεταΐνη ανευρίσκεται αμετάβλητη στα ούρα, ενώ η ΤΜΑ
μεταβολίζεται στο ήπαρ σε ΤΜΑΟ (οξείδιο τριμεθυλαμίνης), και ανευρίσκεται στα ούρα με
μικρή ποσότητα αμετάβλητη ΤΜΑ.
Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου ή αιμοκάθαρσης, η χρονία από το
στόμα χορήγηση L- καρνιτίνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας
της ΤΜΑ και της ΤΜΑΟ στο αίμα, και συνεπώς την αύξηση της ποσότητας της
τριμεθυλαμίνης στα ούρα. Στην περίπτωση αυτή τα ούρα, η αναπνοή και ο ιδρώτας του
ασθενή αναδίδουν έντονη «οσμή ψαριού».
Η L-καρνιτίνη απορροφάται στο έντερο φθάνοντας στη μέγιστη συγκέντρωση στο αίμα σε
4 ώρες μετά την κατάποση (ΑΒΡΙ).
Επαρκή επίπεδα L-καρνιτίνης διατηρούνται στο πλάσμα για 9 ώρες περίπου. Ανευρίσκεται
τόσο στους μύες όσο και στο παρέγχυμα των οργάνων.
Αποβολή
Αποβάλλεται κυρίως από τα ούρα. Η αποβολή είναι ανάλογη με τη συγκέντρωση στο αίμα.
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Είναι ένα φυσικό προϊόν σε ανθρώπους, φυτά και ζώα. Τα προϊόντα καρνιτίνης
χρησιμοποιούνται για να φέρουν τα επίπεδα της καρνιτίνης στο σώμα σε φυσιολογικά
επίπεδα. Προκλινικές μελέτες έδειξαν ότι δεν προκαλείται τοξικότητα σε φυσιολογικά
επίπεδα (ΑΒΡΙ).
Οξεία τοξικότητα
Μελέτες οξείας τοξικότητας για την LD
50
αρουραίων και ποντικών, για 7 συνεχείς ημέρες,
έδειξαν ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν δόσεις υψηλότερες από 8000mg/kg αττό το
στόμα και από 4000mg/kg ενδοφλέβια.
Χρόνια τοξικότητα
Σε μελέτες σε αρουραίους και σκύλους, στους οποίους χορηγήθηκε L-καρνιτίνη από το
στόμα και ενδοφλέβια για 365 συνεχείς ημέρες, δεν αναφέρθηκε θάνατος ούτε σημαντικές
αλλαγές στην ιστολογική υφή των κυριοτέρων οργάνων. Μελέτες τερατογέννεσης έδειξαν
ότι η L-καρνιτίνη δεν επιδρά στην κύηση και στην ανάπτυξη του εμβρύου.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος των εκδόχων
Malic Acid, Sodium Methylparaben E-219, Sodium Propylparaben E-217, Saccharin
Sodium, Orange Flavour, Water Purified.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
63.Διάρκεια ζωής
36 μήνες
64.Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Σε θ < 25
ο
C
65.Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κουτί που περιέχει 10 φιαλίδια από γυαλί τύπου ΙΙΙ χρώματος μελί με 10 ml ποσίμου
διαλύματος- συσκευασία 1 δόσης.
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
ΠΡΟΣΟΧΗ: To υγρό διάλυμα που χορηγείται από το στόμα πρέπει να αραιώνεται πριν από
τη λήψη του.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΦΑΡΑΝ ΑΒΕΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΕΜΠΟΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ, Αχαίας & Τροιζηνίας, Νέα
Κηφισιά, Τηλ. 210 6269200
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
48566/19-11-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ TOY ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
11.10.2010