μόνος φορέας που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας για να διαπεράσουν
την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων και να υποστούν β-οξείδωση.
Η L-καρνιτίνη ελέγχει τη μεταφορά της ενέργειας που παράγεται στα μιτοχόνδρια στo
κυτόπλασμα, μέσω του ενζύμου αδενινο-νουκλεοτιδο-τρανσλοκάση.
Η L-καρνιτίνη επηρεάζει έμμεσα τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και των
πρωτεϊνών. Η οξείδωση των λιπαρών οξέων μειώνει την περιφερική
χρησιμοποίηση της γλυκόζης, ενώ υποβοηθείται η αποβολή με τα ούρα του τελικού
προϊόντος αποικοδόμησης των λιπιδίων (ακετύλια). Η υψηλότερη συγκέντρωση εμφανίζεται
στους σκελετικούς μύες και στο μυοκάρδιο.
To μυοκάρδιο, παρόλο που μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλα υποστρώματα για
παραγωγή ενέργειας, φυσιολογικά χρησιμοποιεί τα λιπαρά οξέα.
Η θεραπευτική χρήση της L- καρνιτίνης απεδείχθη ότι είναι αποφασιστικής σημασίας σε
κληρονομικές μυοπάθειες που οφείλονται σε έλλειψη L-καρνιτίνης έχει δε αποδειχθεί ότι
είναι χρήσιμη και στην καρδιολογία, σε μυοκαρδιοπάθειες οφειλόμενες σε έλλειψη L-
καρνιτΙνης.
Η L-καρνιτίνη παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό της καρδιάς, αφού η οξείδωση των
λιπαρών οξέων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία επαρκούς-ποσότητας L-
καρνιτΙνης.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, η L-καρνιτίνη αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς.
Μεταβολισμός
Μεταβολίζεται σε αμελητέο βαθμό, εκτός από ένα αναστρέψιμο βιομετασχηματισμό στους
εστέρες της.
Αντίθετα, όταν χορηγείται από το στόμα, η L- καρνιτίνη αποδομείται, με τη δράση της
εντερικής χλωρίδας, σε τριμεθυλαμίνη (ΤΜΑ) και γ-βουτυροβεταϊνη.
Επειδή περίπου 10-20% της χορηγούμενης δόσης εισέρχεται στη γενική
κυκλοφορία σε μη μεταβολισμένη μορφή, πιστεύεται ότι ο μεταβολισμός στo έντερο
ευθύνεται για την αποβολή περίπου 80-90% δόσης L-καρνιτίνης από το στόμα
Απορρόφηση
Και τα δύο προϊόντα μεταβολισμού στο έντερο, η γ-βουτυροβεταίνη και ΤΜΑ
απορροφούνται. Η γ-βουτυροβεταΐνη ανευρίσκεται αμετάβλητη στα ούρα, ενώ η ΤΜΑ
μεταβολίζεται στο ήπαρ σε ΤΜΑΟ (οξείδιο τριμεθυλαμίνης), και ανευρίσκεται στα ούρα με
μικρή ποσότητα αμετάβλητη ΤΜΑ.
Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου ή αιμοκάθαρσης, η χρονία από το
στόμα χορήγηση L- καρνιτίνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας
της ΤΜΑ και της ΤΜΑΟ στο αίμα, και συνεπώς την αύξηση της ποσότητας της
τριμεθυλαμίνης στα ούρα. Στην περίπτωση αυτή τα ούρα, η αναπνοή και ο ιδρώτας του
ασθενή αναδίδουν έντονη «οσμή ψαριού».
Η L-καρνιτίνη απορροφάται στο έντερο φθάνοντας στη μέγιστη συγκέντρωση στο αίμα σε
4 ώρες μετά την κατάποση (ΑΒΡΙ).
Επαρκή επίπεδα L-καρνιτίνης διατηρούνται στο πλάσμα για 9 ώρες περίπου. Ανευρίσκεται
τόσο στους μύες όσο και στο παρέγχυμα των οργάνων.
Αποβολή
Αποβάλλεται κυρίως από τα ούρα. Η αποβολή είναι ανάλογη με τη συγκέντρωση στο αίμα.
5.3. Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Είναι ένα φυσικό προϊόν σε ανθρώπους, φυτά και ζώα. Τα προϊόντα καρνιτίνης
χρησιμοποιούνται για να φέρουν τα επίπεδα της καρνιτίνης στο σώμα σε φυσιολογικά
επίπεδα. Προκλινικές μελέτες έδειξαν ότι δεν προκαλείται τοξικότητα σε φυσιολογικά
επίπεδα (ΑΒΡΙ).