
προκαλεί αύξηση της τριμεθυλαμίνης στα ούρα. Στην περίπτωση αυτή τα ούρα, η
αναπνοή και ο ιδρώτας αναδίδουν έντονη «οσμή ψαριού». Η κατάσταση αυτή δεν
δημιουργείται όταν η L-καρνιτίνη χορηγείται ενδοφλεβίως.
2.4.2 Κύηση και Γαλουχία
Η L-καρνιτίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης και του
θηλασμού, μόνο εάν κρίνει ο γιατρός σας ότι είναι απολύτως αναγκαίο.
2.4.3 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Η L-καρνιτίνη δεν επιδρά στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
2.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες :
Δεν υπάρχουν γνωστές.
Πριν πάρετε το φάρμακο πρέπει να έχετε ενημερώσει το γιατρό σας για κάθε
φάρμακο που τυχόν παίρνετε. Φάρμακο είναι και κάθε προϊόν που χορηγείται και
χωρίς ιατρική συνταγή.
2.6 Δοσολογία και Τρόπος χορήγησης :
Τρόπος χορήγησης
Η από του στόματος χορήγηση συνίσταται όταν έχετε ανεπάρκεια L- καρνιτίνης
(πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή)
Σε χρόνιες καταστάσεις συνιστώνται 100-200mg/kg βάρους σώματος ημερησίως ,
χορηγούμενα σε 2-4 διηρεμένες δόσεις, ενώ μπορεί να υπάρχουν και μικρότερες
δόσεις.
Μέχρι και 400 mg/kg ημερησίως μπορεί να χρειαστούν σε οξείες καταστάσεις. Το
πόσιμο διάλυμα πριν τη λήψη του να αραιώνεται με νερό ή χυμό φρούτων.
Αιμοκάθαρση-δόση συντήρησης
Σε περιπτώσεις που έχει επιτευχθεί ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα με την
ενδοφλέβια χορήγηση, αυτό μπορεί να διατηρηθεί με την καθημερινή χορήγηση 1g
διαλύματος L-καρνιτίνης από του στόματος. Την ημέρα της αιμοκάθαρσης η L-καρνιτίνη
πρέπει να χορηγείται στο τέλος της διαδικασίας.
Για τον καθορισμό της βέλτιστης δοσολογίας στις παραπάνω καταστάσεις συνιστάται να
παρακολουθείται το αποτέλεσμα της θεραπεία με μέτρηση των επιπέδων της ελεύθερης
και της ακυλικής L-καρνιτίνης στο πλάσμα και τα ούρα.
2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση :
Δεν παρουσιάστηκαν τοξικές επιδράσεις από υπερδοσολογία με L-καρνιτίνη. Μεγάλες
δόσεις L-carnitine μπορεί να προκαλέσουν διάρροια. Διακόψτε το φάρμακο και
πηγαίνετε στο γιατρό σας.
Τηλ. Κέντρου Δηλητηριάσεων : 210 7793777
2.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες :
Μετά από τη λήψη από το στόμα αναφέρονται ελαφρές ενοχλήσεις από το
γαστρεντερικό, όπως ναυτία, έμετος, κοιλιακοί πόνοι και διάρροια.
Με μεγάλες δόσεις παρουσιάζεται μια έντονη σωματική οσμή. Με τη μείωση της δόσης
μειώνεται ή εξαλείφεται η σωματική οσμή που συσχετίζεται με το φάρμακο ή
υποχωρούν τα γαστρεντερικά ενοχλήματα.
Ελαφρές διαταραχές τύπου μυασθένειας έχουν αναφερθεί σε ουραιμικούς ασθενείς. Η
ανοχή στο φάρμακο πρέπει να ελέγχεται κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας
χορήγησης του και μετά από κάθε αύξηση της δόσης.
Έχουν περιγραφεί περιστατικά σπασμών σε ασθενείς με ή χωρίς ιστορικό επεισοδίων
σπασμών που ελάμβαναν L-καρνιτίνη από το στόμα ή ενδοφλεβίως.
Πείτε στο γιατρό σας για οποιαδήποτε ενόχληση από τις παραπάνω παρατηρήσετε ή άλλη
που δεν αναφέρεται.