4.6 μ ,Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η λορνοξικάμη αντενδείκνυται στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και δεν
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στο πρώτο και
στο δεύτερο τρίμηνο και στον τοκετό, επειδή δεν διατίθενται κλινικά δεδομένα
σχετικά με έκθεση κατά την εγκυμοσύνη.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της λορνοξικάμης σε έγκυες
γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική
ικανότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Η αναστολή της σύνθεσης προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς
την εγκυμοσύνη και/ή την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Στοιχεία από επιδημιολογικές
μελέτες δείχνουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής και καρδιακής δυσπλασίας μετά
από χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης προσταγλανδινών στην αρχή της
εγκυμοσύνης. Ο κίνδυνος πιστεύεται ότι αυξάνεται με τη δόση και τη διάρκεια
της θεραπείας. Σε ζώα, η χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης
προσταγλανδινών έχει δειχθεί ότι έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη απώλεια πριν
και μετά την εμφύτευση και εμβρυϊκή θνησιμότητα. Κατά τη διάρκεια του
πρώτου και του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, δεν πρέπει να
χορηγούνται αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών εκτός εάν είναι
σαφώς απαραίτητο.
Οι αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών, όταν χορηγούνται κατά τη
διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, μπορεί να εκθέσουν το έμβρυο
σε καρδιοπνευμονική τοξικότητα (πρόωρη σύγκλειση του αρτηριακού πόρου και
πνευμονική υπέρταση) και σε νεφρική δυσλειτουργία που μπορεί να οδηγήσει
σε νεφρική ανεπάρκεια και για αυτό το λόγο σε μειωμένη ποσότητα αμνιακού
υγρού. Στο τέλος της εγκυμοσύνης, οι αναστολείς της σύνθεσης
προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν τη μητέρα και το έμβρυο σε αυξημένο
χρόνο ροής και αναστολή των συσπάσεων της μήτρας, που μπορεί να
καθυστερήσει ή να παρατείνει τον τοκετό. Για αυτό το λόγο, η χρήση της
λορνοξικάμης αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της
εγκυμοσύνης (βλ. παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την απέκκριση της λορνοξικάμης στο
ανθρώπινο μητρικό γάλα. Η λορνοξικάμη απεκκρίνεται στο γάλα αρουραίων
που θηλάζουν σε σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις. Για αυτό το λόγο η
λορνοξικάμη δεν πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες που θηλάζουν.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Ασθενείς που εμφανίζουν ζάλη και/ή υπνηλία υπό θεραπεία με λορνοξικάμη,
πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση και το χειρισμό μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες των ΜΣΑΦ είναι
γαστρεντερικής φύσης. Μπορεί να εμφανιστούν πεπτικά έλκη, διάτρηση ή
αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα, μερικές φορές θανατηφόρες, ιδιαίτερα
στους ηλικιωμένους (βλ. παράγραφο 4.4). Ναυτία, έμετος, διάρροια,
μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος, μέλαινα, αιματέμεση,
ελκώδης στοματίτιδα, έξαρση κολίτιδας και νόσου του Crohn (βλ. παράγραφο
4.4) έχουν αναφερθεί μετά τη χορήγηση ΜΣΑΦ. Λιγότερο συχνά, έχει
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 8 of 15