ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 1 of 15
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Xefo 8 mg κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο περιέχει 8 mg λορνοξικάμης. Μετά την ανασύσταση σε 2 ml
διαλύτη, το ανασυσταθέν διάλυμα περιέχει 4 mg/ml λορνοξικάμης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις και διαλύτης για ενέσιμο διάλυμα.
Κόνις: Κίτρινη, στερεά ουσία
Διαλύτης: Διαυγές, άχρωμο υγρό, πρακτικά ελεύθερο σωματιδίων
Η ωσμωτικότητα του ανασυσταθέντος διαλύματος είναι περίπου 328 mosmol/kg
και το pH είναι περίπου 8,7.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Βραχυχρόνια ανακούφιση του οξέος άλγους ήπιας έως μέτριας έντασης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Αυτή η συγκεκριμένη μορφή εφαρμογής πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εάν
απαιτείται γρήγορη έναρξη ανακούφισης από τον πόνο ή εάν από του στόματος
εφαρμογή ή εφαρμογή μέσω υποθέτου δεν είναι δυνατή. Γενικά η θεραπεία
πρέπει να περιλαμβάνει μία εφάπαξ ένεση για την έναρξη της θεραπείας μόνο.
, μ Για όλους τους ασθενείς το κατάλληλο δοσολογικό σχή α πρέπει να βασίζεται
μ .στην ανταπόκριση του κάθε ατό ου στη θεραπεία
Άλγος
μ : 8 Συνιστώ ενη δόση mg μ . μ ενδοφλέβια ή ενδο υϊκά Η η ερήσια δόση δεν πρέπει να
16υπερβαίνει τα mg. μ 8 Μερικοί ασθενείς πορεί να χρειασθούν επιπλέον mg
μ 24 .χορηγού ενα κατά τη διάρκεια των πρώτων ωρών
μΠρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσ ούς
Παιδιά και έφηβοι
μ 18 Η λορνοξικά η δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά και εφήβους κάτω των
μ .ετών λόγω έλλειψης στοιχείων για την ασφάλεια και την αποτελεσ ατικότητα
μΗλικιω ένοι
Δ μ εν απαιτείται ιδιαίτερη τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιω ένους
65 , ασθενείς άνω των ετών αν δεν υπάρχει βλάβη της νεφρικής ή της ηπατικής
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 2 of 15
. μ μ λειτουργίας Η λορνοξικά η πρέπει να χορηγείται ε προσοχή επειδή οι
μ ανεπιθύ ητες ενέργειες από το γαστρεντερικό είναι λιγότερο καλά ανεκτές σε
μ (αυτήν την ο άδα βλ. παράγραφο 4.4).
Νεφρική δυσλειτουργία
μ μ , Για ασθενείς ε ήπια έως έτρια νεφρική δυσλειτουργία πρέπει να εξετάζεται η
μ (είωση της δοσολογίας βλ. παράγραφο 4.4).
Ηπατική δυσλειτουργία
μ μ , μ Για ασθενείς ε έτρια ηπατική δυσλειτουργία πρέπει να εξετάζεται η είωση της
(δοσολογίας βλ. παράγραφο 4.4).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χρησιμοποιώντας τη
μικρότερη αποτελεσματική δόση για το μικρότερο χρονικό διάστημα που
απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλ. παράγραφο 4.4).
Τρόπος χορήγησης
(Η οδός χορήγησης είναι ενδοφλέβια IV) μ (ή ενδο υϊκή IM) . ένεση Όταν δίνεται ως
, 15 ενδοφλέβια ένεση η διάρκεια της ένεσης πρέπει να είναι τουλάχιστον
μ , 5 .δευτερόλεπτα και για την ενδο υϊκή ένεση τουλάχιστον δευτερόλεπτα
μ , . Μετά την παρασκευή του διαλύ ατος η βελόνα πρέπει να αλλάζεται Για
μ , μ μ ενδο υϊκή ένεση πρέπει να χρησι οποιείται βελόνα επαρκώς ακριά για βαθειά
μ .ενδο υϊκή ένεση
μ μ , Για περαιτέρω οδηγίες σχετικά ε το χειρισ ό του προϊόντος πριν τη χορήγηση
. 6.6.βλ παράγραφο
μ μ .Το φαρ ακευτικό προϊόν είναι για εφάπαξ χρήση όνο
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
6.1αναφέρονται στην παράγραφο
- Θρομβοπενία
- Υπερευαισθησία (συμπτώματα όπως άσθμα, ρινίτιδα, αγγειοοίδημα ή
κνίδωση) σε άλλα ΜΣΑΦ, περιλαμβανομένου και του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος
- Σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια
- Αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα, αγγειακή εγκεφαλική
αιμορραγία ή άλλες αιμορραγικές διαταραχές
- Ιστορικό αιμορραγίας ή διάτρησης του γαστρεντερικού σωλήνα,
σχετιζόμενο με προηγούμενη θεραπεία με ΜΣΑΦ
- Ενεργό πεπτικό έλκος ή ιστορικό υποτροπιάζοντος πεπτικού
έλκους/αιμορραγίας (δύο ή περισσότερα διακριτά επεισόδια
αποδεδειγμένης εξέλκωσης ή αιμορραγίας)
- Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
- Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (Κρεατινίνη ορού > 700 μmol/l)
- Τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (βλ. παράγραφο 4.6)
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Στις παρακάτω διαταραχές, η λορνοξικάμη πρέπει να χορηγείται μόνο μετά από
προσεκτική εκτίμηση της σχέσης κίνδυνος/όφελος:
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 3 of 15
- Νεφρική δυσλειτουργία: Η λορνοξικάμη πρέπει να χορηγείται με προσοχή
σε ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία (κρεατινίνη ορού 150-300
μmol/l) έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (κρεατινίνη ορού 300-700
μmol/l), λόγω εξάρτησης της διατήρησης της νεφρικής αιματικής ροής
από τις νεφρικές προσταγλανδίνες. Η θεραπεία με λορνοξικάμη πρέπει
να διακοπεί αν η νεφρική λειτουργία χειροτερεύει κατά τη διάρκεια της
θεραπείας.
- Η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε μείζονα χειρουργική επέμβαση, με καρδιακή
ανεπάρκεια, που λαμβάνουν θεραπεία με διουρητικά, που λαμβάνουν
ταυτόχρονη θεραπεία με φάρμακα για τα οποία υπάρχει υποψία ή είναι
γνωστό ότι μπορούν να προκαλέσουν νεφρική βλάβη.
- Ασθενείς με διαταραχές πηκτικότητας του αίματος: Συνιστάται
προσεκτική κλινική παρακολούθηση και εργαστηριακή αξιολόγηση (π.χ.
APTT).
- Ηπατική δυσλειτουργία (π.χ. κίρρωση του ήπατος): Σε ασθενείς με
ηπατική δυσλειτουργία πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο κλινικής
παρακολούθησης και εργαστηριακής αξιολόγησης σε τακτά χρονικά
διαστήματα, επειδή μπορεί να παρατηρηθεί συσσώρευση λορνοξικάμης
(αύξηση AUC) μετά από θεραπεία με ημερήσιες δόσεις των 12-16 mg.
Πέραν αυτού, η ηπατική δυσλειτουργία δεν φαίνεται να επηρεάζει τις
φαρμακοκινητικές παραμέτρους της λορνοξικάμης, σε σύγκριση με υγιή
άτομα.
- Μακροχρόνια θεραπεία (διάρκειας μεγαλύτερης από 3 μήνες):
Συνιστώνται τακτική εργαστηριακή αιματολογική αξιολόγηση
(αιμοσφαιρίνη), εργαστηριακή αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας
(κρεατινίνη) και των ηπατικών ενζύμων.
- Ηλικιωμένοι ασθενείς άνω των 65 ετών: Συνιστάται παρακολούθηση της
νεφρικής και της ηπατικής λειτουργίας. Συνιστάται προσοχή σε
ηλικιωμένους μετεγχειρητικούς ασθενείς.
Η χρήση της λορνοξικάμης με ταυτοχρόνως χορηγούμενα ΜΣΑΦ
περιλαμβανομένων και των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοξυγενάσης-2
πρέπει να αποφεύγεται.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χρησιμοποιώντας τη
μικρότερη αποτελεσματική δόση για το μικρότερο χρονικό διάστημα που
απαιτείται για να ελεγχθούν τα συμπτώματα (βλ. παράγραφο 4.2 και κινδύνους
από το γαστρεντερικό και το καρδιαγγειακό παρακάτω).
Αιμορραγία, εξέλκωση και διάτρηση του γαστρεντερικού σωλήνα: Με όλα τα
ΜΣΑΦ έχουν αναφερθεί αιμορραγία, εξέλκωση ή διάτρηση του γαστρεντερικού
σωλήνα, που μπορεί να είναι θανατηφόρες, σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη
διάρκεια της θεραπείας, με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή
προηγούμενο ιστορικό σοβαρών εκδηλώσεων από το γαστρεντερικό.
Ο κίνδυνος αιμορραγίας, εξέλκωσης ή διάτρησης του γαστρεντερικού σωλήνα
είναι μεγαλύτερος όσο αυξάνονται οι δόσεις των ΜΣΑΦ, σε ασθενείς με
ιστορικό έλκους, ιδιαίτερα αν αυτό επιπλέκεται με αιμορραγία ή διάτρηση (βλ.
παράγραφο 4.3) και στους ηλικιωμένους. Αυτοί οι ασθενείς πρέπει να αρχίσουν
τη θεραπεία με την ελάχιστη χρησιμοποιούμενη δόση. Πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο συνδυασμένης θεραπείας με προστατευτικούς παράγοντες (π.χ
μισοπροστόλη ή αναστολείς αντλίας πρωτονίων) για αυτούς τους ασθενείς και
επίσης για ασθενείς που απαιτούν ταυτόχρονα χαμηλή δόση
ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή άλλων φαρμάκων που είναι πιθανό να αυξήσουν
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 4 of 15
τον κίνδυνο από το γαστρεντερικό (βλ. παρακάτω και παράγραφο 4.5).
Συνιστάται κλινική παρακολούθηση σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ασθενείς με ιστορικό τοξικότητας στο γαστρεντερικό σωλήνα, ιδιαίτερα όταν
είναι ηλικιωμένοι, πρέπει να αναφέρουν οποιαδήποτε ασυνήθιστα κοιλιακά
συμπτώματα (ειδικά αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα), ιδιαίτερα στα
αρχικά στάδια της θεραπείας.
Πρέπει να συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα
φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εξέλκωσης
ή αιμορραγίας, όπως από του στόματος κορτικοστεροειδή, αντιπηκτικά όπως
βαρφαρίνη, εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης ή
αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες όπως το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (βλ.
παράγραφο 4.5).
Όταν εμφανισθεί αιμορραγία ή εξέλκωση του γαστρεντερικού σωλήνα σε
ασθενείς που λαμβάνουν λορνοξικάμη, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Τα ΜΣΑΦ πρέπει να δίνονται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό νόσου του
γαστρεντερικού συστήματος (ελκώδους κολίτιδας, νόσου του Crohn), επειδή η
κατάστασή τους μπορεί να επιδεινωθείλ. παράγραφο 4.8).
Οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών από
ΜΣΑΦ, ειδικά αιμορραγία και διάτρηση του γαστρεντερικού σωλήνα που
μπορεί να είναι θανατηφόρες (βλ. παράγραφο 4.3).
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό υπέρτασης και/ή καρδιακής
ανεπάρκειας, επειδή έχουν αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε σχέση
με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Απαιτείται κατάλληλη παρακολούθηση και παροχή συμβουλής σε ασθενείς με
ιστορικό υπέρτασης και/ή ήπιας έως μέτριας συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας, επειδή έχουν αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε σχέση
με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Στοιχεία από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικά στοιχεία αναφέρουν ότι η
χρήση μερικών ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνια
θεραπεία) μπορεί να σχετίζεται με λίγο αυξημένο κίνδυνο αρτηριακών
θρομβωτικών συμβάντων (για παράδειγμα εμφράγματος του μυοκαρδίου ή
εγκεφαλικού επεισοδίου). Υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία για να αποκλειστεί
τέτοιος κίνδυνος για τη λορνοξικάμη.
Ασθενείς με μη ρυθμισμένη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,
εγκατεστημένη ισχαιμική καρδιοπάθεια, περιφερική αρτηριοπάθεια και/ή
αγγειακή εγκεφαλική νόσο πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία με
λορνοξικάμη μετά από προσεκτική εξέταση. Παρόμοια εξέταση πρέπει να
γίνεται πριν την έναρξη μακροχρόνιας θεραπείας ασθενών με παράγοντες
κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (π.χ. υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδη
διαβήτη, κάπνισμα).
Ταυτόχρονη θεραπεία με ΜΣΑΦ και ηπαρίνη στα πλαίσια ενδορραχιαίας ή
επισκληρίδιας αναισθησίας, αυξάνει τον κίνδυνο νωτιαίου/επισκληρίδιου
αιματώματος (βλ. παράγραφο 4.5).
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, εκ των οποίων μερικές θανατηφόρες,
περιλαμβανομένων της αποφολιδωτικής δερματίτιδας, του συνδρόμου Stevens-
Johnson και της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 5 of 15
σε σχέση με τη χρήση ΜΣΑΦ (βλ. παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς φαίνεται να
εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών νωρίς
κατά τη διάρκεια της θεραπείας και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η
εκδήλωση της αντίδρασης συμβαίνει μέσα στον πρώτο μήνα της θεραπείας. Η
λορνοξικάμη πρέπει να διακοπεί με την πρώτη εμφάνιση δερματικού
εξανθήματος, βλαβών του βλεννογόνου ή οποιουδήποτε άλλου σημείου
υπερευαισθησίας.
Απαιτείται προσοχή εάν χορηγηθεί σε ασθενείς που πάσχουν από βρογχικό
άσθμα ή με προηγούμενο ιστορικό βρογχικού άσθματος, επειδή έχει αναφερθεί
ότι τα ΜΣΑΦ επιταχύνουν το βρογχόσπασμο σε αυτούς τους ασθενείς.
Σε ασθενείς με συστηματικό ερηθυματώδη λύκο (ΣΕΛ) και μικτές διαταραχές
του συνδετικού ιστού μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος άσηπτης
μηνιγγίτιδας.
Η λορνοξικάμη μειώνει τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων και παρατείνει το
χρόνο ροής και συνεπώς πρέπει να δίνεται προσοχή όταν χορηγείται σε
ασθενείς με αυξημένη αιμορραγική διάθεση.
Ταυτόχρονη θεραπεία με ΜΣΑΦ και τακρόλιμους μπορεί να αυξήσει τον
κίνδυνο νεφροτοξικότητας λόγω μειωμένης σύνθεσης προστακυκλίνης στους
νεφρούς. Επομένως η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά σε
ασθενείς που λαμβάνουν συνδυασμένη θεραπεία.
Όπως με τα περισσότερα ΜΣΑΦ, έχουν αναφερθεί περιστασιακή αύξηση των
επιπέδων των τρανσαμινασών στον ορό, αύξηση της χολερυθρίνης στον ορό ή
άλλων παραμέτρων ηπατικής λειτουργίας, καθώς και αυξήσεις της κρεατινίνης
στον ορό και του αζώτου ουρίας του αίματος καθώς και άλλες μη φυσιολογικές
εργαστηριακές τιμές. Σε περίπτωση που μια τέτοια μη φυσιολογική τιμή
αποδειχθεί σημαντική ή επιμένει, πρέπει να διακοπεί η χορήγηση της
λορνοξικάμης και να γίνουν οι κατάλληλες εξετάσεις.
Η χρήση της λορνοξικάμης, όπως και κάθε φαρμάκου που είναι γνωστό ότι
αναστέλλει τη σύνθεση κυκλοξυγενάσης/προσταγλανδίνης, μπορεί να βλάψει
τη γονιμότητα και δεν συνιστάται σε γυναίκες που προσπαθούν να συλλάβουν.
Σε γυναίκες που δυσκολεύονται να συλλάβουν ή που υποβάλλονται σε έλεγχο
στειρότητας, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διακοπής της λορνοξικάμης.
Κατ’ εξαίρεση, η ανεμοβλογιά μπορεί να είναι η αρχή σοβαρών λοιμωδών
επιπλοκών του δέρματος και των μαλακών μορίων.
Μέχρι σήμερα, η συμβολή των ΜΣΑΦ στην επιδείνωση αυτών των λοιμώξεων
δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Επιπλέον, συνιστάται να αποφεύγεται η χρήση της
λορνοξικάμης σε περίπτωση ανεμοβλογιάς.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
μ Ταυτόχρονη χορήγηση λορνοξικά ης και
- μ : μ μ μ . (Δ Σι ετιδίνης Αυξη ένες συγκεντρώσεις της λορνοξικά ης στο πλάσ α εν
μ μ έχουν αποδειχθεί αλληλεπιδράσεις εταξύ λορνοξικά ης και ρανιτιδίνης ή
μ μ ).εταξύ λορνοξικά ης και αντιόξινων
- : μ , Αντιπηκτικών Τα ΜΣΑΦ πορεί να αυξήσουν τη δράση των αντιπηκτικών
( . 4.4). όπως της βαρφαρίνης βλ παράγραφο Πρέπει να γίνεται προσεκτική
παρακολούθηση του INR.
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 6 of 15
- Φαινπροκουμόνης: Μειωμένο αποτέλεσμα της θεραπείας με
φαινπροκουμόνη.
- Ηπαρίνης: Τα ΜΣΑΦ αυξάνουν τον κίνδυνο νωτιαίου ή επισκληρίδιου
αιματώματος όταν χορηγούνται ταυτόχρονα με ηπαρίνη στα πλαίσια
νωτιαίας ή επισκληρίδιας αναισθησίας (βλ. παράγραφο 4.4).
- Αναστολέων ΜΕΑ: Η αντιυπερτασική δράση του αναστολέα ΜΕΑ μπορεί
να μειωθεί.
- Διουρητικών: Μειωμένη διουρητική και αντιυπερτασική δράση των
διουρητικών της αγκύλης, των θειαζιδικών διουρητικών και των
καλιοσυντηρητικών διουρητικών.
- β-αδρενεργικών αναστολέων: Μειωμένη αντιυπερτασική
αποτελεσματικότητα.
- Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ: Μειωμένη
αντιϋπερτασική αποτελεσματικότητα.
- Διγοξίνης: Μειωμένη νεφρική κάθαρση της διγοξίνης.
- Κορτικοστεροειδών: Αυξημένος κίνδυνος εξέλκωσης ή αιμορραγίας του
γαστρεντερικού σωλήνα (βλ. παράγραφο 4.4).
- Αντιβιοτικών της κατηγορίας των κινολονών: Αυξημένος κίνδυνος
επιληπτικών κρίσεων.
- Αντιαιμοπεταλιακών παραγόντων: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας του
γαστρεντερικού σωλήνα (βλ. παράγραφο 4.4).
- Άλλων ΜΣΑΦ: Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας του γαστρεντερικού
σωλήνα.
- Μεθοτρεξάτης: Αυξημένη συγκέντρωση της μεθοτρεξάτης στον ορό.
Μπορεί να προκύψει αυξημένη τοξικότητα. Όταν πρέπει να
χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονη θεραπεία, πρέπει να γίνεται προσεκτική
παρακολούθηση.
- Εκλεκτικών αναστολέων της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs):
Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας του γαστρεντερικού σωλήνα (βλ.
παράγραφο 4.4).
- Λιθίου: Τα ΜΣΑΦ αναστέλλουν τη νεφρική κάθαρση του λιθίου και έτσι η
συγκέντρωση του λιθίου στον ορό μπορεί να αυξηθεί πάνω από τα τοξικά
όρια. Επομένως απαιτείται παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου
στον ορό, ιδιαίτερα κατά την έναρξη, προσαρμογή και διακοπή της
θεραπείας.
- Κυκλοσπορίνης: Αυξημένη συγκέντρωση κυκλοσπορίνης στον ορό. Η
νεφροτοξικότητα της κυκλοσπορίνης μπορεί να αυξηθεί μέσω των
επιδράσεών της στη νεφρική προσταγλανδίνη. Κατά τη διάρκεια
συνδυασμένης θεραπείας, η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται.
- Σουλφονυλουριών (π.χ. γλιβενκλαμίδης): Αυξημένος κίνδυνος
υπογλυκαιμίας.
- Γνωστών επαγωγέων και αναστολέων των ισοενζύμων CYP2C9: Η
λορνοξικάμη (όπως και άλλα ΜΣΑΦ που εξαρτώνται από το κυτόχρωμα
P450 2C9 (ισοένζυμο CYP2C9)) έχει αλληλεπιδράσεις με γνωστούς
επαγωγείς και αναστολείς των ισοενζύμων CYP2C9 (βλ. παράγραφο 5.2
Βιομετατροπή).
- Τακρόλιμους: Αυξάνει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας λόγω μειωμένης
σύνθεσης προστακυκλίνης στους νεφρούς. Κατά τη διάρκεια
συνδυασμένης θεραπείας, η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται (βλ. παράγραφο 4.4).
- Πεμετρεξέδης: Τα ΜΣΑΦ μπορούν να μειώσουν τη νεφρική κάθαρση της
πεμετρεξέδης με αποτέλεσμα αυξημένη τοξικότητα στους νεφρούς και
στο γαστρεντερικό και μυελοκαταστολή.
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 7 of 15
4.6 μ ,Γονι ότητα κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η λορνοξικάμη αντενδείκνυται στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και δεν
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στο πρώτο και
στο δεύτερο τρίμηνο και στον τοκετό, επειδή δεν διατίθενται κλινικά δεδομένα
σχετικά με έκθεση κατά την εγκυμοσύνη.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της λορνοξικάμης σε έγκυες
γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα στην αναπαραγωγική
ικανότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Η αναστολή της σύνθεσης προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς
την εγκυμοσύνη και/ή την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Στοιχεία από επιδημιολογικές
μελέτες δείχνουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής και καρδιακής δυσπλασίας μετά
από χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης προσταγλανδινών στην αρχή της
εγκυμοσύνης. Ο κίνδυνος πιστεύεται ότι αυξάνεται με τη δόση και τη διάρκεια
της θεραπείας. Σε ζώα, η χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης
προσταγλανδινών έχει δειχθεί ότι έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη απώλεια πριν
και μετά την εμφύτευση και εμβρυϊκή θνησιμότητα. Κατά τη διάρκεια του
πρώτου και του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης, δεν πρέπει να
χορηγούνται αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών εκτός εάν είναι
σαφώς απαραίτητο.
Οι αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών, όταν χορηγούνται κατά τη
διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης, μπορεί να εκθέσουν το έμβρυο
σε καρδιοπνευμονική τοξικότητα (πρόωρη σύγκλειση του αρτηριακού πόρου και
πνευμονική υπέρταση) και σε νεφρική δυσλειτουργία που μπορεί να οδηγήσει
σε νεφρική ανεπάρκεια και για αυτό το λόγο σε μειωμένη ποσότητα αμνιακού
υγρού. Στο τέλος της εγκυμοσύνης, οι αναστολείς της σύνθεσης
προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν τη μητέρα και το έμβρυο σε αυξημένο
χρόνο ροής και αναστολή των συσπάσεων της μήτρας, που μπορεί να
καθυστερήσει ή να παρατείνει τον τοκετό. Για αυτό το λόγο, η χρήση της
λορνοξικάμης αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της
εγκυμοσύνης (βλ. παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την απέκκριση της λορνοξικάμης στο
ανθρώπινο μητρικό γάλα. Η λορνοξικάμη απεκκρίνεται στο γάλα αρουραίων
που θηλάζουν σε σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις. Για αυτό το λόγο η
λορνοξικάμη δεν πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες που θηλάζουν.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Ασθενείς που εμφανίζουν ζάλη και/ή υπνηλία υπό θεραπεία με λορνοξικάμη,
πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση και το χειρισμό μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες των ΜΣΑΦ είναι
γαστρεντερικής φύσης. Μπορεί να εμφανιστούν πεπτικά έλκη, διάτρηση ή
αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα, μερικές φορές θανατηφόρες, ιδιαίτερα
στους ηλικιωμένους (βλ. παράγραφο 4.4). Ναυτία, έμετος, διάρροια,
μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος, μέλαινα, αιματέμεση,
ελκώδης στοματίτιδα, έξαρση κολίτιδας και νόσου του Crohn (βλ. παράγραφο
4.4) έχουν αναφερθεί μετά τη χορήγηση ΜΣΑΦ. Λιγότερο συχνά, έχει
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 8 of 15
παρατηρηθεί γαστρίτιδα.
Περίπου 20% των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία με λορνοξικάμη
μπορεί να αναμένεται να παρουσιάσουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι πιο συχνές
ανεπιθύμητες ενέργειες της λορνοξικάμης περιλαμβάνουν ναυτία, δυσπεψία,
κοιλιακό άλγος, έμετο και διάρροια. Αυτά τα συμπτώματα έχουν γενικά
παρουσιαστεί σε λιγότερο από 10% των ασθενών σε διαθέσιμες μελέτες.
Οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί σε σχέση με τη
θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Στοιχεία από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικά στοιχεία αναφέρουν ότι η
χρήση μερικών ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνια
θεραπεία) μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αρτηριακών θρομβωτικών
συμβάντων (για παράδειγμα εμφράγματος του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικού
επεισοδίου) (βλ. παράγραφο 4.4).
Κατ’ εξαίρεση, εμφάνιση σοβαρών λοιμωδών επιπλοκών του δέρματος και των
μαλακών μορίων κατά τη διάρκεια ανεμοβλογιάς.
Παρακάτω υπάρχει κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών που γενικά
παρουσιάστηκαν σε περισσότερο από 0,05% των 6.417 ασθενών που
υποβλήθηκαν σε θεραπεία σε κλινικές δοκιμές φάσεων II, III και IV.
Πολύ συχνές (≥1/10). Συχνές (≥1/100 έως <1/10). Όχι συχνές (≥1/1000 έως
<1/100). Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000). Πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη
γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
: .Σπάνιες Φαρυγγίτιδα
Δ μ μ μιαταραχές του αι οποιητικού και του λε φικού συστή ατος
: μ , μ , , μ .Σπάνιες Αναι ία θρο βοπενία λευκοπενία παρατετα ένος χρόνος ροής
: μ . Πολύ σπάνιες Εκχύ ωση Τα ΜΣΑΦ έχει αναφερθεί ότι προκαλούν δυνητικά
μ , μ , σοβαρές αι ατολογικές διαταραχές όπως ουδετεροπενία ακοκκιοκυτταραι ία
μ μ μ μ απλαστική αναι ία και αι ολυτική αναι ία ως ανεπιθύ ητες ενέργειες αυτής της
μ .κατηγορίας φαρ άκων
Δ μιαταραχές του ανοσοποιητικού συστή ατος
: , .Σπάνιες Υπερευαισθησία αναφυλακτοειδής αντίδραση και αναφυλαξία
Δ μ μ ιαταραχές του εταβολισ ού και της θρέψης
: , μ .Όχι συχνές Ανορεξία εταβολές βάρους
Ψυχιατρικές διαταραχές
: , .Όχι συχνές Αϋπνία κατάθλιψη
: , , .Σπάνιες Σύγχυση νευρικότητα διέγερση
Δ μιαταραχές του νευρικού συστή ατος
Συχνές: Ήπια και παροδική κεφαλαλγία, ζάλη.
Σπάνιες: Υπνηλία, παραισθησία, δυσγευσία, τρόμος, ημικρανία.
Πολύ σπάνιες: Άσηπτη μηνιγγίτιδα σε ασθενείς με ΣΕΛ και μικτή διαταραχή
του συνδετικού ιστού (βλ. 4.4).
Οφθαλμικές διαταραχές
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 9 of 15
Όχι συχνές: Επιπεφυκίτιδα.
Σπάνιες: Οπτικές διαταραχές.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Ίλιγγος, εμβοές.
Καρδιακές διαταραχές
Όχι συχνές: Αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, οίδημα, καρδιακή ανεπάρκεια.
Αγγειακές διαταραχές
Όχι συχνές: Έξαψη, οίδημα.
Σπάνιες: Υπέρταση, έξαψη, αιμορραγία, αιμάτωμα.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Όχι συχνές: Ρινίτιδα.
Σπάνιες: Δύσπνοια, βήχας, βρογχόσπασμος.
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: Ναυτία, κοιλιακό άλγος, δυσπεψία, διάρροια, έμετος.
Όχι συχνές: Δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός, ερυγή, ξηροστομία, γαστρίτιδα,
γαστρικό έλκος, άλγος άνω κοιλιακής χώρας, δωδεκαδακτυλικό έλκος,
εξέλκωση του στόματος.
Σπάνιες: Μέλαινα, αιματέμεση, στοματίτιδα, οισοφαγίτιδα, γαστροοισοφαγική
παλινδρόμηση, δυσφαγία, αφθώδης στοματίτιδα, γλωσσίτιδα, διατρηθέν
πεπτικό έλκος, αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Αύξηση των τιμών στις δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας, SGPT
(ALT) ή SGOT (AST).
Πολύ σπάνιες: Ηπατοτοξικότητα που οδηγεί σε π.χ. ηπατική ανεπάρκεια,
ηπατίτιδα, ίκτερο και χολόσταση.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Εξάνθημα, κνησμός, υπεριδρωσία, εξάνθημα ερυθηματώδες,
κνίδωση και αγγειοοίδημα, αλωπεκία.
Σπάνιες: Δερματίτιδα και έκζεμα, πορφύρα.
Πολύ σπάνιες: Οιδηματώδεις και πομφολυγώδεις αντιδράσεις, σύνδομο Stevens-
Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Όχι συχνές: Αρθραλγία.
Σπάνιες: Οστικός πόνος, μυϊκοί σπασμοί, μυαλγία.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Σπάνιες: Νυκτουρία, διαταραχές ούρησης, αύξηση επιπέδων αζώτου ουρίας
αίματος και κρεατινίνης.
Πολύ σπάνιες: Η λορνοξικάμη μπορεί να επιταχύνει την οξεία νεφρική
ανεπάρκεια σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία που
εξαρτώνται από τις νεφρικές προσταγλανδίνες για τη διατήρηση της νεφρικής
αιματικής ροής (βλ. 4.4). Η νεφροτοξικότητα σε διάφορες μορφές
περιλαμβανομένης της νεφρίτιδας και του νεφρωσικού συνδρόμου έχει
συσχετισθεί με τα ΜΣΑΦ ως ανεπιθύμητη ενέργεια αυτής της κατηγορίας
φαρμάκων.
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 10 of 15
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: Αίσθημα κακουχίας, οίδημα προσώπου.
Σπάνιες: Εξασθένιση.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του μ μ , 284, GR-15562 Εθνικού Οργανισ ού Φαρ άκων Μεσογείων
, , : + 30 Χολαργός Αθήνα τηλ 213 2040380/337, φαξ: + 30 210 6549585, ιστότοπος:
http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Προς το παρόν, δεν υπάρχει εμπειρία υπερδοσολογίας για να επιτρέπει τον
προσδιορισμό των συνεπειών μιας υπερδοσολογίας ή να προτείνει ειδικά μέτρα
αντιμετώπισής της. Όμως, μπορεί να αναμένεται ότι μετά από υπερδοσολογία
με λορνοξικάμη, μπορούν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα συμπτώματα: Ναυτία,
έμετος, εγκεφαλικά συμπτώματα (ζάλη, διαταραχές στην όραση). Σοβαρά
συμπτώματα είναι η αταξία εξελισσόμενη σε κώμα και κράμπες, ηπατικές και
νεφρικές βλάβες και ενδεχομένως διαταραχές πηκτικότητας.
Στην περίπτωση που έχει συμβεί υπερδοσολογία ή που υπάρχει υποψία
υπερδοσολογίας, η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να διακοπεί. Λόγω του
μικρού χρόνου ημιζωής της, η λορνοξικάμη απεκκρίνεται γρήγορα. Η
λορνοξικάμη δεν μπορεί να αιμοδιυλισθεί. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει γνωστό
ειδικό αντίδοτο. Οι διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος μπορούν για
παράδειγμα να αντιμετωπισθούν με ένα προσταγλανδινικό ανάλογο ή
ρανιτιδίνη.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιφλεγμονώδη και αντιρευματικά
προϊόντα, μη στεροειδή, οξικάμες
Κωδικός ATC: M01 AC05
Μηχανισμός δράσης
μ μ μ μ μ Η λορνοξικά η είναι η στεροειδές αντιφλεγ ονώδες φάρ ακο ε αναλγητικές
μ .ιδιότητες και ανήκει στην κατηγορία των οξικα ών Ο τρόπος δράσης της
μ μ λορνοξικά ης σχετίζεται κυρίως ε την αναστολή της σύνθεσης των
( μ ) προσταγλανδινών αναστολή του ενζύ ου κυκλοοξυγενάση που οδηγεί σε
απευαισθητοποίηση των περιφερικών υποδοχέων του πόνου και συνεπώς σε
μ . αναστολή της φλεγ ονής Έχει επίσης αναφερθεί κεντρική δράση στην υποδοχή
μ .του πόνου που φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από τις αντιφλεγ ονώδεις δράσεις
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
μ μ ( . . μ μ , Η λορνοξικά η δεν επηρεάζει τα ζωτικά ση εία π χ θερ οκρασία σώ ατος
αναπνευστικό μ , μ , , , μ ). ρυθ ό καρδιακό ρυθ ό αρτηριακή πίεση ΗΚΓ σπιρο ετρία
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 11 of 15
μ Οι αναλγητικές ιδιότητες της λορνοξικά ης έχουν επιτυχώς αποδειχθεί σε
μ μ .αρκετές κλινικές δοκι ές κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του φαρ άκου
μ μ Λόγω τοπικού ερεθισ ού του γαστρεντερικού σωλήνα και συστη ατικής
μ μ εξελκωτικής δράσης σχετιζό ενης ε την αναστολή της σύνθεσης των
, μ προσταγλανδινών οι επιπτώσεις στο γαστρεντερικό είναι συχνές ανεπιθύ ητες
μ μ μ . ενέργειες ετά από θεραπεία ε λορνοξικά η όπως φαίνεται από άλλα ΜΣΑΦ
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η λορνοξικάμη 8 mg κόνις για ενέσιμο προορίζεται για ενδοφλέβια (IV) καθώς
και για ενδομυϊκή (IM) χορήγηση. Μετά από ενδομυϊκή ένεση, οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται μετά από 0,4 ώρες περίπου. Η
απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα (υπολογιζόμενη ως AUC) μετά από ενδομυϊκή
χορήγηση είναι 97%.
Κατανομή
Η λορνοξικάμη βρίσκεται στο πλάσμα σε αναλλοίωτη μορφή και στη μορφή του
υδροξυλιωμένου μεταβολίτη της. Το ποσοστό σύνδεσης της λορνοξικάμης με
τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 99% και δεν εξαρτάται από τη
συγκέντρωση.
μ μ μΒιο ετασχη ατισ ός
Η λορνοξικάμη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ, κυρίως στην ανενεργή 5-
υδροξυλορνοξικάμη με υδροξυλίωση. Το CYP2C9 εμπλέκεται σε αυτή τη
βιομετατροπή της λορνοξικάμης. Λόγω γενετικού πολυμορφισμού, υπάρχουν
άτομα με βραδύ και άτομα με εκτεταμένο μεταβολισμό από αυτό το ένζυμο,
γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά αυξημένα επίπεδα λορνοξικάμης
στο πλάσμα στα άτομα που ο μεταβολισμός είναι βραδύς. Ο υδροξυλιωμένος
μεταβολίτης δεν έχει φαρμακολογική δραστικότητα. Η λορνοξικάμη
μεταβολίζεται πλήρως και περίπου τα 2/3 απομακρύνονται μέσω του ήπατος
και το 1/3 μέσω των νεφρών ως αδρανής ουσία.
Όταν δοκιμάστηκε σε μοντέλα πειραματόζωων, η λορνοξικάμη δεν προκάλεσε
επαγωγή ηπατικών ενζύμων. Από στοιχεία κλινικών μελετών δεν
αποδεικνύεται συσσώρευση της λορνοξικάμης μετά από επαναλαμβανόμενη
χορήγηση, όταν χορηγείται σύμφωνα με τη συνιστώμενη δοσολογία. Αυτή η
διαπίστωση υποστηρίχθηκε από δεδομένα παρακολούθησης του φαρμάκου από
μελέτες διάρκειας ενός έτους.
Αποβολή
Ο μέσος χρόνος ημιζωής της αποβολής της μητρικής ουσίας είναι 3 έως 4 ώρες.
Μετά από χορήγηση από του στόματος περίπου το 50% αποβάλλεται με τα
κόπρανα και το 42% μέσω των νεφρών, κυρίως ως 5-υδροξυλορνοξικάμη. Ο
χρόνος ημιζωής της αποβολής της 5-υδροξυλορνοξικάμης είναι περίπου 9 ώρες
μετά από μια παρεντερική εφάπαξ ή δις ημερησίως χορήγηση.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς άνω των 65 ετών, η κάθαρση μειώνεται κατά 30-
40%. Εκτός από μειωμένη κάθαρση, δεν υπάρχει σημαντική μεταβολή στη
φαρμακοκινητική της λορνοξικάμης σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Δεν υπάρχει σημαντική μεταβολή στη φαρμακοκινητική της λορνοξικάμης σε
ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, εκτός από συσσώρευση σε ασθενείς
με χρόνια ηπατοπάθεια μετά από 7 ημέρες θεραπείας με ημερήσιες δόσεις των
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 12 of 15
12 και 16 mg.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης.
Η λορνοξικάμη προκάλεσε νεφροτοξικότητα και εξέλκωση του γαστρεντερικού
σωλήνα σε μελέτες τοξικότητας εφάπαξ και επαναλαμβανόμενης δόσης σε
αρκετά είδη.
Σε ζώα, η χορήγηση αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών έχει
δειχθεί ότι οδηγεί σε αυξημένη απώλεια πριν και μετά την εμφύτευση και σε
εμβρυϊκή θνησιμότητα. Επιπλέον, αυξημένες επιπτώσεις διαφόρων
δυσπλασιών, περιλαμβανομένων και των καρδιαγγειακών, έχουν αναφερθεί σε
ζώα στα οποία χορηγήθηκε αναστολέας της σύνθεσης των προσταγλανδινών
κατά την περίοδο της οργανογένεσης.
Στον αρουραίο, η λορνοξικάμη έβλαψε τη γονιμότητα (επιδράσεις στην
ωορρηξία και την εμφύτευση του ωαρίου) και επηρέασε την εγκυμοσύνη και τον
τοκετό. Στο κουνέλι και στον αρουραίο, η λορνοξικάμη προκάλεσε πρόωρη
σύγκλιση του αρτηριακού πόρου λόγω αναστολής της κυκλοξυγενάσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κόνις:
Μαννιτόλη
Τρομεταμόλη
Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό δινάτριο άλας
Διαλύτης:
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
Ανασυσταθέν διάλυμα: Χημική και φυσική σταθερότητα έχει αποδειχθεί για 24
ώρες στους 21
ο
C ( 2
o
C).
Από μικροβιολογικής απόψεως, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως.
Αν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι και οι συνθήκες αποθήκευσης πριν τη
χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν θα ήταν περισσότερο από 24
ώρες στους 2 έως 8
ο
C, εκτός αν η ανασύσταση/διάλυση έχει λάβει χώρα σε
ελεγμένες και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 13 of 15
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25
ο
C. Φυλάσσετε το φιαλίδιο
στο εξωτερικό κουτί.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταθέντος φαρμακευτικού προϊόντος, βλ.
παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
1 σετ περιέχει:
Κόνι για ενέσιμο, 8 mg: Ύαλος Amber (τύπου I) φιαλίδιο (4R/8R) με ελαστικό
πώμα, σφραγισμένο με κλείσιμο snap-off από αλουμίνιο.
Ύδωρ για ενέσιμα, 2 ml: Φύσιγγα από διαυγή ύαλο.
Συσκευασίες: 1, 5, 6, 10 σετ.
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
Συσκευασία που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά:
Συσκευασία του 1 σετ 1 μ μ 1 που περιέχει φιαλίδιο κόνεως για ενέσι ο διάλυ α και
μ μ .φύσιγγα διαλύτη για ενέσι ο διάλυ α
6.6 μΙδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισ ός
Το ενέσιμο διάλυμα παρασκευάζεται διαλύοντας το περιεχόμενο ενός
φιαλιδίου σε ύδωρ για ενέσιμα από τη συνοδό φύσιγγα, αμέσως πριν τη χρήση.
Η εμφάνιση του προϊόντος μετά την ανασύσταση είναι ένα κίτρινο, διαυγές
υγρό.
Εάν εμφανιστούν ορατά σημάδια αλλοίωσης στο φαρμακευτικό προϊόν, το
προϊόν πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
Η λορνοξικάμη έχει δείξει συμβατότητα με 0,9% NaCl, 5% δεξτρόζη (γλυκόζη)
και διάλυμα Ringer.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TAKEDA ΕΛΛΑΣ Α.Ε.
Λεωφ. Κηφισίας 44
151 25 Μαρούσι, Αθήνα
Τηλ.: 210 6387800
Fax: 210 6387801
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
20497/20-3-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
μ μ : Η ερο ηνία πρώτης έγκρισης 14.9.1998
μ μ : Η ερο ηνία τελευταίας ανανέωσης 20-3-2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 14 of 15
/home/kk/WWW/erx.data/EOF_Scrap_raw_data/origEOF_May2018/SPC_2352703_8.doc Page 15 of 15