Στην συνιστώμενη χρήση το σκεύασμα OCTENIDERM
®
είναι βακτηριοκτόνο
(συμπεριλαμβανομένου και του μυκοβακτηρίου της φυματίωσης - TbB) και μυκητοκτόνο. (Η
ΠΟΥ δεν συνιστά την χρήση των αλκοολών ως απολυμαντικών έναντι των ιών). Η
αντιμικροβιακή δραστικότητα του OCTENIDERM
®
επιτυγχάνεται με δύο συμπλέγματα
δραστικών ουσιών: Το μίγμα ισοπροπανόλης και n-προπανόλης, το οποίο περιέχεται σε
συνολική ποσότητα 64%, παρουσιάζει ταχεία και ευρεία αντιμικροβιακή δράση. Υψηλή δράση
υπάρχει επίσης κατά λιπόφιλων ιών (π.χ. των ιών του έρπητα). Δεν δρουν κατά των σπόρων. Ο
μηχανισμός δράσης βασίζεται στην ικανότητα πήξης των πρωτεϊνών και διάλυσης των
λιποειδών. Προϋπόθεση αποτελεί η άριστη συγκέντρωση των αλκοολών, που ευρίσκεται στην
περιοχή 60 έως 80%. Η δραστική ουσία οκτενιδίνη έχει καλή βακτηριοστατική δράση ιδίως
κατά Gram-θετικών βακτηριδίων, καθώς και καλή δράση κατά δερματοφύτων και
ζυμομυκήτων. Η οκτενιδίνη έχει επίσης βακτηριοκτόνο και μυκητοκτόνο δράση. Ο μηχανισμός
δράσης της είναι ότι αντιδρά με τους πολυσακχαρίτες των κυτταρικών τοιχωμάτων των
μικροοργανισμών, προσβάλλει το ενζυμικό σύστημα και τελικά οδηγεί στη καταστροφή της
κυτταρικής λειτουργίας. Επειδή, η οκτενιδίνη προσκολλάται σε επιφάνειες όπως το δέρμα (και
οι βλεννογόνοι), το προϊόν OCTENIDERM
®
χαρακτηρίζεται, μετά την εξάτμιση των αλκοολών,
από ιδιαιτέρως παρατεταμένη υπολειμματική δράση.
51 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Στον ποντικό διαπιστώθηκε ότι ολόκληρες οι ποσότητες οκτενιδίνης, που εφαρμόστηκαν κάτω
από στεγανό επίδεσμο, ξαναβρέθηκαν επάνω στο δέρμα, ύστερα από χρόνο επίδρασης 24 ωρών.
Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι η επιφανειοδραστική ουσία οκτενιδίνη, που περιέχεται στο
OCTENIDERM
®
, δεν διεισδύει στο δέρμα, ούτε απορροφάται από αυτό σχεδόν καθόλου. Η
προπυλική και η ισοπροπυλική αλκοόλη απορροφώνται από το έντερο, από τον πνεύμονα και
τους βλεννογόνους και σε μικρότερο ποσοστό από το δέρμα.
52 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Οι γνωστές τοξικολογικές ιδιότητες του μείγματος των αλκοολών N-Propyl alcohol/Isopropyl
alcohol πρέπει να θεωρούνται ως γενικώς ισχύουσες και για την παρασκευή του σκευάσματος
OCTENIDERM
®
.
- Πειράματα σε επίμυες και κουνέλια σε κατάσταση εγκυμοσύνης δεν έδωσαν ενδείξεις ότι η
δραστική ουσία οκτενιδίνη έχει εμβρυοτοξική ή τερατογόνο δράση. Σε πειράματα
αναπαραγωγής σε επίμυες δεν διαπιστώθηκαν αρνητικές επιδράσεις στην αναπαραγωγική
ικανότητα των ζώων.
- Στον έλεγχο της μεταλλαξιογένεσης η δραστική ουσία οκτενιδίνη αποδείχθηκε μη
μεταλλαξιογόνος.
- Η LD50 από το στόμα στους επίμυες είναι 800 mg/kg βάρους σώματος. Αντίθετα η LD50
ύστερα από ενδοφλέβιο εφαρμογή είναι 10 mg/kg βάρους σώματος.
- Χρόνια πειράματα από το στόμα σε επίμυες και σκύλους έδειξαν ότι τα ζώα ανέχονταν δόση
οκτενιδίνης 2 mg/kg βάρους σώματος επί 12 μήνες χωρίς, πρακτικώς, συμπτώματα.
- Κουνέλια στα οποία εφαρμόστηκε χρονίως υπερβολική δόση οκτενιδίνης επάνω σε ξυρισμένο
δέρμα, με επιπρόσθετη μηχανική επιβάρυνση, δεν παρουσίασαν σημεία συστηματικής
δηλητηριάσεως.
- Η οξεία τοξικότητα του OCTENIDERM
®
από το στόμα είναι 12,9 ml/kg βάρους σώματος κατά
επίμυ και προκαλείται σχεδόν πλήρως από το μείγμα των αλκοολών.
- Τοξικές αντιδράσεις του δέρματος και επηρεασμός της επούλωσης των τραυμάτων δεν
μπόρεσαν να διαπιστωθούν στο δέρμα επίμυων που θανατώθηκαν μετά την εφαρμογή του
OCTENIDERM
®
.
- Στη δοκιμασία Magnusson/Kligman το OCTENIDERM
®
δεν εμφανίζει ευαισθητοποιητικές
ιδιότητες.