IΙ44
IB45
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ONOMA ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
Ultiva 1 mg κόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή ενέσιμου
διαλύματος/διαλύματος προς έγχυση.
Ultiva 2 mg κόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή ενέσιμου
διαλύματος/διαλύματος προς έγχυση.
Ultiva 5 mg κόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή ενέσιμου
διαλύματος/διαλύματος προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
ULTIVA 1 mg
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 1 mg remifentanil βάση (ως hydrochloride).
ULTIVA 2 mg
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 2 mg remifentanil βάση (ως hydrochloride).
ULTIVA 5 mg
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 5 mg remifentanil βάση (ως hydrochloride).
Μετά την ανασύσταση το διάλυμα περιέχει 1 mg/ml, εάν παρασκευαστεί όπως
προτείνεται (βλέπε παράγραφο 6.6).
Έκδοχο(α) με γνωστές δράσεις:
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή ενέσιμου
διαλύματος/διαλύματος προς έγχυση.
Στείρα, μη πυρετογόνος, χωρίς συντηρητικά, λευκή έως υπόλευκη, λυόφιλη
κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Ultiva ενδείκνυται ως αναλγητικός παράγοντας για χρήση κατά τη διάρκεια
της εισαγωγής και/ή της διατήρησης της γενικής αναισθησίας.
1
To Ultiva ενδείκνυται για την παροχή αναλγησίας σε ασθενείς ηλικίας 18 ετών
και άνω με μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το Ultiva θα πρέπει να χορηγείται μόνο σε χώρο πλήρως εξοπλισμένο για την
παρακολούθηση και την υποστήριξη της αναπνευστικής και καρδιαγγειακής
λειτουργίας και από άτομα εξειδικευμένα και εκπαιδευμένα στη χρήση
αναισθητικών φαρμάκων και την αναγνώριση και αντιμετώπιση των
αναμενόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών των ισχυρών οπιοειδών,
συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής και καρδιαγγειακής αναζωογόνησης.
Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τη διασωλήνωση και τη διατήρηση
της ικανότητας των αεροφόρων οδών και τη μηχανική υποστήριξη της
αναπνοής.
Η συνεχής ενδοφλέβια έγχυση του Ultiva πρέπει να γίνεται με διαβαθμισμένη
συσκευή έγχυσης σε ένα ταχείας ροής ενδοφλέβιο καθετήρα ή με ειδική συσκευή
έγχυσης. O καθετήρας έγχυσης πρέπει να συνδέεται απευθείας ή κοντά στο
φλεβικό καθετήρα για να ελαχιστοποιηθεί ο δυνητικά νεκρός χώρος (βλέπε
παράγραφο 6.6).
Το Ultiva μπορεί επίσης να χορηγηθεί με έγχυση προκαθορισμένου στόχου
[(target - controlled infusion (TCI)] με μία εγκεκριμένη συσκευή έγχυσης που
ενσωματώνει το φαρμακοκινητικό μοντέλο Minto με συμμεταβλητές για την
ηλικία και την καθαρή μάζα σώματος (LBM) (Anesthesiology 1997; 86: 10-23.
Χρειάζεται προσοχή για να αποφευχθεί απόφραξη ή αποσύνδεση των
καθετήρων έγχυσης και να καθαρίζονται καλά οι γραμμές ώστε να
απομακρύνονται τα υπολείμματα του Ultiva μετά τη χρήση (βλέπε παράγραφο
4.4).
Το Ultiva χρησιμοποιείται μόνο ενδοφλέβια και δεν πρέπει να χορηγείται με
επισκληρίδια ή ενδορραχιαία ένεση (βλέπε παράγραφο 4.3).
Αραίωση
Το Ultiva μπορεί να αραιωθεί περαιτέρω μετά την ανασύσταση. Για
πληροφορίες σχετικά με την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος πριν τη
χορήγηση (βλέπε παράγραφο 6.6)
Για συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση το Ultiva μπορεί να αραιωθεί σε
συγκεντρώσεις 20 έως 250 μg/ml (50 μg/ml είναι η συνιστώμενη αραίωση για
ενήλικες και 20 έως 25 μg/ml για παιδιά ηλικίας ενός έτους και άνω).
Για TCI η συνιστώμενη αραίωση του Ultiva είναι 20 έως 50 g/ml.
Γενική αναισθησία
Η δοσολογία του Ultiva πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με την απόκριση του
ασθενούς.
Ενήλικες
Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση
2
Ο πίνακας 1 συνοψίζει την αρχική δόση ένεσης, το ρυθμό έγχυσης και το
δοσολογικό σχήμα.
Πίνακας 1: Δοσολογικές οδηγίες για ενήλικες
ΕΝΔΕΙΞΗ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΑ
ΕΝΕΣΗ (μg/kg)
ΣΥΝΕΧΗΣ ΣΤΑΓΔΗΝ
ΕΓΧΥΣΗ (μg/kg/min)
Αρχική δόση Σχήμα
Εισαγωγή της
αναισθησίας
1
Χορηγείται για
διάστημα όχι
μικρότερο των 30
δευτερολέπτων
0,5-1 -
Διατήρηση της
αναισθησίας σε ασθενείς
των οποίων
υποστηρίζεται η αναπνοή.
Υποξείδιο Αζώτου (66%)
Ισοφλουράνιο (Αρχική
δόση 0,5 MAC)
Προποφόλη (Αρχική δόση
100μg/kg/min)
0,5 - 1
0,5 - 1
0,5 - 1
0,4
0,25
0,25
0,1 - 2
0,05 - 2
0,05 – 2
Όταν το Ultiva χορηγείται με βραδεία ενδοφλέβια ένεση θα πρέπει να
χορηγείται σε χρόνο ίσο ή μεγαλύτερο των 30 δευτερολέπτων.
Με τις παραπάνω συνιστώμενες δόσεις, το remifentanil μειώνει σημαντικά την
ποσότητα του υπνωτικού φαρμάκου που απαιτείται για τη διατήρηση της
αναισθησίας. Επομένως το ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να
χορηγούνται στις παραπάνω συνιστώμενες δόσεις ώστε να αποφεύγεται αύξηση
των αιμοδυναμικών επιδράσεων όπως υπόταση και βραδυκαρδία (βλέπε
παρούσα παράγραφο
Συγχορήγηση άλλων φαρμάκων
).
Δεν υπάρχουν δεδομένα για να στοιχειοθετήσουν δοσολογικές συστάσεις
σχετικά με την ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών εκτός αυτών που
αναφέρονται στον Πίνακα 1 με remifentanil.
Εισαγωγή αναισθησίας: Το Ultiva θα πρέπει να χορηγείται με την συνιστώμενη
δόση ενός υπνωτικού παράγοντα, όπως προποφόλη, θειοπεντάλη, ή
ισοφλουράνιο για την εισαγωγή αναισθησίας. Το Ultiva είναι δυνατόν να
χορηγηθεί με έγχυση σε δόση 0.5-1μg/kg/min με ή χωρίς αρχική βραδεία
ενδοφλέβια ένεση 1 μg/kg χορηγουμένου για διάστημα όχι μικρότερο από 30
δευτερόλεπτα. Αν η ενδοτραχειακή διασωλήνωση γίνει μετά χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο από 8-10 λεπτά μετά την έναρξη της ενδοφλέβιας έγχυσης Ultiva,
τότε η εφ΄άπαξ (bolus) ένεση δεν είναι απαραίτητη.
Διατήρηση της αναισθησίας σε ασθενείς με υποστηριζόμενη αναπνοή: Μετά από
ενδοτραχειακή διασωλήνωση, ο ρυθμός έγχυσης του Ultiva πρέπει να μειώνεται,
σύμφωνα με την τεχνική της αναισθησίας, όπως ενδείκνυται στον Πίνακα 1.
Λόγω της ταχείας έναρξης και μικρής διάρκειας δράσης του Ultiva, το σχήμα
χορήγησης κατά την διάρκεια της αναισθησίας μπορεί να τιτλοποιηθεί προς τα
πάνω με ποσοστά αύξησης 25% - 100% ή προς τα κάτω με ποσοστά μείωσης
3
25% - 50%, κάθε 2-5 λεπτά ώστε να φθάσει την επιθυμητή στάθμη
ανταπόκρισης του μ-οπιοειδούς. Για ανταπόκριση σε ελαφρά αναισθησία, είναι
δυνατόν να χορηγηθούν συμπληρωματικά βραδέως εφ΄άπαξ (bolus) ενέσεις
κάθε 2-5 λεπτά.
Ασθενείς υπό αναισθησία με αυτόματη αναπνοή με διασφαλισμένο αεραγωγό
(π.χ. αναισθησία με λαρυγγική μάσκα): Σε ασθενείς υπό αναισθησία με
αυτόματη αναπνοή με διασφαλισμένο αεραγωγό είναι δυνατό να συμβεί
αναπνευστική καταστολή. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να προσαρμοστεί η
δόση στις ανάγκες του ασθενή και πιθανό να απαιτηθεί μηχανική υποστήριξη
της αναπνοής. Ο συνιστώμενος ρυθμός έναρξης συμπληρωματικής αναλγησίας
σε ασθενείς υπό αναισθησία με αυτόματη αναπνοή είναι 0.04 μg/kg/min με
ρύθμιση για να επιτευχθεί αποτέλεσμα. Έχει μελετηθεί διακύμανση του ρυθμού
έγχυσης από 0.025 έως 0.1 μg/kg/min
Εφ΄ άπαξ ενδοφλέβια ένεση (bolus) δεν συνιστάται σε ασθενείς υπό αναισθησία
με αυτόματη αναπνοή.
Το Ultiva δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως αναλγητικό σε διαδικασίες όπου
οι ασθενείς διατηρούν τις αισθήσεις τους ή δεν λαμβάνουν κάποια υποστήριξη
των αεραγωγών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Συγχορήγηση φαρμάκων: To remifentanil μειώνει την ποσότητα ή τις δόσεις των
εισπνεόμενων αναισθητικών υπνωτικών και βενζοδιαζεπινών που απαιτούνται
για την αναισθησία (βλέπε παράγραφο 4.5).
Οι δόσεις των παρακάτω φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην αναισθησία:
ισοφλουράνιο, θειοπεντόνη, προποφόλη και τεμαζεπάμη έχουν μειωθεί μέχρι και
75% όταν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με το remifentanil.
Οδηγίες για διακοπή/συνέχιση στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο: Λόγω της
πολύ γρήγορης παρέλευσης του Ultiva, 5-10 λεπτά μετά από τη διακοπή
χορήγησης δεν παρατηρείται υπολειπόμενη δράση οπιοειδούς. Σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις και αναμένεται μετεγχειρητικός
πόνος, θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν τη διακοπή του Ultiva.
Πρέπει να αφήνεται επαρκής χρόνος ώστε το μακρύτερης δράσης αναλγητικό να
φθάσει το μέγιστο του αποτελέσματος. Η επιλογή του αναλγητικού θα πρέπει
να είναι κατάλληλη ως προς τo είδος της χειρουργικής επέμβασης του ασθενούς
και το επίπεδο της μετεγχειρητικής φροντίδας.
Στην περίπτωση που πριν το τέλος της επέμβασης δεν έχει εγκατασταθεί
μακρότερης δράσης αναλγησία το Ultiva μπορεί να χρειασθεί να συνεχιστεί
κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο, μέχρις ότου η μακράς διάρκειας
αναλγησία φθάσει στο μέγιστο της δράσης της.
Οδηγίες για την χορήγηση σε ασθενείς υπό μηχανικό αερισμό σε μονάδες
εντατικής θεραπείας δίδονται στην παρούσα παράγραφο Χρήση σε μονάδα
εντατικής θεραπείας.
Σε ασθενείς με αυτόματη αναπνοή, ο ρυθμός έγχυσης του Ultiva πρέπει αρχικά
να μειώνεται στο 0,1 μg/kg/min. Ακολούθως, μπορεί ν’ αυξάνεται ή να
μειώνεται όχι περισσότερο από 0,025 μg/kg/min κάθε πέντε λεπτά, για να
εξισορροπείται το επίπεδο της αναλγησίας και του αναπνευστικού ρυθμού του
ασθενή. Το Ultiva πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν υπάρχει πλήρως
4
εξοπλισμένο χειρουργείο για την παρακολούθηση και υποστήριξη της
αναπνευστικής και της καρδιαγγειακής λειτουργίας, κάτω από την επίβλεψη
ατόμων ειδικά εκπαιδευμένων στη διαπίστωση και αντιμετώπιση των
αναπνευστικών αντιδράσεων των ισχυρών οπιοειδών.
Η χρήση ενδοφλέβιας (bolus) ένεσης Ultiva για θεραπεία του πόνου κατά τη
μετεγχειρητική περίοδο, δεν συνιστάται σε ασθενείς που έχουν αυτόματη
αναπνοή.
Χορήγηση με έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI)
Επαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας σε διασωληνωμένους ασθενείς: Η
χορήγηση Ultiva με TCI θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ένα
ενδοφλέβιο ή εισπνεόμενο υπνωτικό φάρμακο κατά τη διάρκεια της εισαγωγής
και της διατήρησης της αναισθησίας σε διασωληνωμένους ενήλικες ασθενείς
(βλέπε Πίνακα 1 στη παρούσα παράγραφο Γενική αναισθησία). Σε συνδυασμό
με αυτούς τους παράγοντες, επαρκής αναλγησία για την εισαγωγή στην
αναισθησία και χειρουργική επέμβαση είναι δυνατόν γενικά να επιτευχθεί με
συγκεντρώσεις στόχο του remifentanil στο αίμα που κυμαίνονται από 3 έως
8 ng/ml. Η χορήγηση του Ultiva πρέπει να ρυθμισθεί ανάλογα με την απόκριση
κάθε ασθενή. Για ιδιαίτερα απαιτητικές χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να
απαιτούνται συγκεντρώσεις στόχος στο αίμα μέχρι 15 ng/ml.
Στις παραπάνω προτεινόμενες δόσεις το remifentanil μειώνει σημαντικά το
ποσό του υπνωτικού φαρμάκου που απαιτείται για την διατήρηση της
αναισθησίας. Επομένως το ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να
χορηγούνται όπως προτείνεται παραπάνω για να αποφεύγεται αύξηση των
αιμοδυναμικών επιδράσεων όπως υπόταση και βραδυκαρδία (βλέπε Πίνακα και
στη παρούσα παράγραφο
Συγχορήγηση άλλων φαρμάκων
).
Για πληροφορίες ως προς τις συγκεντρώσεις remifentanil στο αίμα που
επιτεύχθηκαν με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση βλέπε παράγραφο 6.6 Πίνακα
11.
Επειδή δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία η χορήγηση του Ultiva με TCI σε
αναισθησία με αυτόματη αναπνοή δεν συνιστάται.
Οδηγίες για τη διακοπή/συνέχιση στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο: Στο
τέλος της χειρουργικής επέμβασης όταν η έγχυση TCI διακόπτεται, ή η
συγκέντρωση στόχος μειώνεται, η αυτόματη αναπνοή είναι πιθανό να
επιστρέφει σε υπολογισμένες συγκεντρώσεις remifentanil στη περιοχή του 1
έως 2 ng/ml. Όπως με τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση, η μετεγχειρητική
αναλγησία θα πρέπει να εγκαθίσταται πριν από το τέλος της επέμβασης, με
μεγαλύτερης διάρκειας αναλγητικά (βλέπε παρούσα παράγραφο Χορήγηση με
συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση – Οδηγίες για τη διακοπή).
Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία η χορήγηση του Ultiva με TCI στην
αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής αναλγησίας δεν συνιστάται.
Παιδιά (ηλικίας 1 έως 12 ετών)
Η συγχορήγηση του Ultiva με έναν ενδοφλέβιο αναισθητικό παράγοντα για
εισαγωγή στην αναισθησία δεν έχει μελετηθεί λεπτομερώς και επομένως δεν
συνιστάται.
5
Η χορήγηση Ultiva με TCI δεν έχει μελετηθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς και
επομένως η χορήγηση του Ultiva με TCI δεν συνιστάται σε αυτούς τους
ασθενείς. Οι ακόλουθες δόσεις Ultiva προτείνονται για την διατήρηση
αναισθησίας.
Πίνακας 2: Δοσολογικές οδηγίες για παιδιά
ΑΛΛΟΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ*
ΕΦ’ ΑΠΑΞ
ΧΟΡΗΓΗΣΗ
(μg/kg)
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
(μg/kg/min)
Αρχικό
ς
ρυθμός
Τυπικός
ρυθμός
συντήρησης
Αλοθάνιο (αρχική δόση 0.3 MAC)
Σεβοφλουράνιο (αρχική δόση 0.3
MAC)
Ισοφλουράνιο (αρχική δόση 0.5
MAC)
1
1
1
0.25
0.25
0.25
0.05 έως 1.3
0.05 έως 0.9
0.06 έως 0.9
*συγχορήγηση με πρωτοξείδιο του αζώτου/oξυγόνου σε αναλογία 2:1
Προκειμένου για εφ’ άπαξ ένεση το Ultiva θα πρέπει να χορηγείται σε διάστημα
όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων. Η χειρουργική επέμβαση δεν θα πρέπει να
αρχίζει πριν από την παρέλευση τουλάχιστον 5 λεπτών από την έναρξη της
έγχυσης εφόσον δεν έχει προηγηθεί δόση εφόδου. Για αποκλειστική χορήγηση
πρωτοξειδίου του αζώτου (70%) με Ultiva ο τυπικός ρυθμός διατήρησης πρέπει
να είναι μεταξύ 0.4-3 μg/kg/min και παρότι δεν έχει μελετηθεί ειδικά, στοιχεία
από ενήλικες υποδεικνύουν ότι η κατάλληλη αρχική δόση είναι 0.4 μg/kg/min.
Τα παιδιά πρέπει να παρακολουθούνται στενά και η δόση οφείλει να
προσαρμόζεται ανάλογα με το βάθος της αναισθησίας που απαιτείται για την
συγκεκριμένη επέμβαση.
Συγχορήγηση άλλων φαρμάκων: Στις συνιστώμενες δόσεις που αναφέρθηκαν
προηγουμένως, το remifentanil μειώνει δραστικά την ποσότητα του υπνωτικού
φαρμάκου που απαιτείται για την διατήρηση της αναισθησίας. Συνεπώς, το
ισοφλουράνιο, το αλοθάνιο και το σεβοφλουράνιο θα πρέπει να χορηγούνται
σύμφωνα με τις οδηγίες του πίνακα, προκειμένου να αποφευχθεί αύξηση των
αιμοδυναμικών επιδράσεων όπως υπόταση και βραδυκαρδία. Δεν υπάρχουν
δεδομένα για να στοιχειοθετήσουν δοσολογικές συστάσεις σχετικά με
ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών εκτός αυτών που αναφέρονται στον
πίνακα με remifentanil (βλέπε παρούσα παράγραφο
Ενήλικες
Συγχορήγηση
άλλων φαρμάκων
).
Οδηγίες για την αντιμετώπιση ασθενών κατά τη διάρκεια της άμεσης
μετεγχειρητικής περιόδου
Εφαρμογή προληπτικής χορήγησης αναλγησίας πριν τη διακοπή του Ultiva:
Λόγω της πολύ γρήγορης αποδρομής του Ultiva δεν παρατηρείται υπολειπόμενη
δράση μέσα σε 5 έως 10 λεπτά μετά τη διακοπή του. Για εκείνους τους ασθενείς
που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση όπου αναμένεται μετεγχειρητικός
πόνος, θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν από τη διακοπή του Ultiva.
Πρέπει να παρέχεται επαρκές χρονικό διάστημα μέχρι να επιτευχθεί η μέγιστη
δράση του μακρύτερης διάρκειας δράσης αναλγητικού. Η επιλογή του(ων)
παράγοντος(ων), της δόσης και του χρόνου της χορήγησης θα πρέπει να γίνει εκ
των προτέρων και ανά ασθενή, ώστε να είναι κατάλληλα για τη χειρουργική
6
επέμβαση που θα υποβληθεί η ασθενής και για το αναμενόμενο επίπεδο της
μετεγχειρητικής φροντίδας (βλέπε παράγραφο 4.4).
Νεογνά / βρέφη (ηλικίας κάτω του 1 έτους)
Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία από κλινικές μελέτες του remifentanil σε νεογνά
και βρέφη (ηλικίας κάτω του 1 έτους, βλέπε παράγραφο 5.1). Τα
φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά του remifentanil σε νεογνά και βρέφη
(ηλικίας κάτω του 1 έτους) είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ενηλίκων μετά τη
διόρθωση ως προς τις διαφορές στο σωματικό βάρος (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά δεδομένα η χορήγηση του Ultiva
δεν συνιστάται σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Χρήση για ολική ενδοφλέβια αναισθησία (TIVA): Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία
από κλινικές μελέτες με remifentanil για TIVA σε βρέφη (βλέπε παράγραφο 5.1).
Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά δεδομένα ώστε να γίνουν συστάσεις
δοσολογίας.
Αναισθησία για καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις
Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση
Πίνακας 3: Δοσολογικές οδηγίες για αναισθησία καρδιοχειρουργικών
επεμβάσεων
ΕΝΔΕΙΞΗ ΕΦ’ ΑΠΑΞ
ΧΟΡΗΓΗΣΗ
(μg/kg)
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
(μg/kg/min)
Αρχικό
ς
ρυθμός
Τυπικός
ρυθμός
συντήρηση
ς
Διασωλήνωση
Διατήρηση αναισθησίας
Ισοφλουράνιο (αρχική δόση 0.4
MAC)
Προποφόλη (αρχική δόση
50 μg/kg/min)
Παράταση μετεγχειρητικής
αναλγησίας
πριν την αποδιασωλήνωση.
Δεν συνιστάται
0.5 έως 1
0.5 έως 1
Δεν συνιστάται
1
1
1
1
-
0.003 έως 4
0.01 έως 4.3
0 έως 1
Φάση εισαγωγής αναισθησίας: Μετά την χορήγηση του υπνωτικού και την
επίτευξη απώλειας συνείδησης, ο αρχικός ρυθμός έγχυσης του Ultiva θα πρέπει
να είναι 1 μg/kg/min. Δεν συνιστάται η εφ’ άπαξ χορήγηση δόσεων Ultiva για
την εισαγωγή στην αναισθησία στις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Η
ενδοτραχειακή διασωλήνωση δεν θα πρέπει να επιχειρείται πριν από την
παρέλευση τουλάχιστον 5 λεπτών από την έναρξη της έγχυσης.
Φάση διατήρησης αναισθησίας: Μετά την ενδοτραχειακή διασωλήνωση, ο
ρυθμός έγχυσης του Ultiva εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του
συγκεκριμένου ασθενούς. Ενδέχεται να απαιτούνται συμπληρωματικά εφ’ άπαξ
δόσεις (bolus) χορηγούμενες βραδέως. Σε καρδιοπαθείς υψηλού κινδύνου, όπως
7
οι ασθενείς με ελαττωμένη λειτουργικότητα των κοιλιών ή όσοι υπόκεινται σε
εγχείρηση βαλβίδος, η μέγιστη εφ’ άπαξ δόση θα πρέπει να περιορίζεται σε 0.5
μg/kg. Οι ίδιες δοσολογικές συστάσεις ισχύουν και για την υποθερμική
καρδιοπνευμονική παράκαμψη (βλέπε παράγραφο 5.2
Kαρδιοαναισθησιολογία
).
Συγχορήγηση άλλων φαρμάκων: Στις συνιστώμενες δόσεις που αναφέρθηκαν
προηγουμένως, το remifentanil μειώνει δραστικά την ποσότητα του υπνωτικού
φαρμάκου που απαιτείται για την διατήρηση της αναισθησίας. Συνεπώς, το
ισοφλουράνιο και η προποφόλη θα πρέπει να χορηγούνται σύμφωνα με τις
οδηγίες του πίνακα, προκειμένου να αποφευχθεί αύξηση των αιμοδυναμικών
επιδράσεων όπως υπόταση και βραδυκαρδία.
Δεν υπάρχουν δεδομένα για να στοιχειοθετήσουν δοσολογικές συστάσεις
σχετικά με την ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών εκτός αυτών που
αναφέρονται στον πίνακα με remifentanil (βλέπε παρούσα παράγραφο
Ενήλικες
– Συγχορήγηση άλλων φαρμάκων
).
Οδηγίες για την μετεγχειρητική αντιμετώπιση ασθενών
Παράταση της μετεγχειρητικής αναλγησίας πριν την αποδιασωλήνωση: Είναι
σκόπιμο η έγχυση του Ultiva να διατηρείται στον τελικό διεγχειρητικό ρυθμό
κατά την διάρκεια της μεταφοράς των ασθενών στον χώρο μετεγχειρητικής
παρακολούθησης. Με την άφιξη των ασθενών σε αυτό το χώρο, το επίπεδο
αναλγησίας και καταστολής του ασθενή πρέπει να ελέγχεται στενά και ο
ρυθμός έγχυσης του Ultiva να τροποποιηθεί ώστε να ικανοποιεί τις ιδιαίτερες
απαιτήσεις του κάθε ασθενή (βλέπε παρούσα παράγραφο
Χρήση σε μονάδα
εντατικής θεραπείας για περισσότερες πληροφορίες στην αντιμετώπιση
ασθενών σε μονάδες εντατικής θεραπείας
).
Eφαρμογή προληπτικής χορήγησης αναλγησίας πριν τη διακοπή του Ultiva:
Λόγω της πολύ γρήγορης λήξης της δράσης του Ultiva δεν παρατηρείται
υπολειπόμενη δράση οπιοειδούς μέσα σε 5 έως 10 λεπτά μετά τη διακοπή. Πριν
τη διακοπή του Ultiva θα πρέπει να χορηγείται προληπτικά αναλγησία και
καταστολή στους ασθενείς, αρκετό χρόνο πριν, ώστε να επιτευχθούν οι
θεραπευτικές δράσεις αυτών των παραγόντων. Συνιστάται επομένως η επιλογή
του φαρμάκου, η δόση και ο χρόνος χορήγησης να γίνεται πριν από την
αποσύνδεση του ασθενούς από τον αναπνευστήρα.
Οδηγίες για την διακοπή της χορήγησης: Λόγω της πολύ γρήγορης αποδρομής
της δράσης του Ultiva έχουν αναφερθεί υπέρταση, ρίγος και άλγη σε
καρδιοχειρουργικούς ασθενείς αμέσως μετά τη διακοπή του Ultiva (βλέπε
παράγραφο 4.8). Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εμφάνισης αυτών πρέπει να
χορηγηθεί ικανοποιητική εναλλακτική αναλγησία, (όπως περιγράφεται
ανωτέρω), πριν τη διακοπή έγχυσης του Ultiva. Ο ρυθμός έγχυσης πρέπει να
μειώνεται κατά 25% ανά διαστήματα τουλάχιστον 10 λεπτών μέχρι να
διακοπεί.
Κατά την διάρκεια της αποσύνδεσης από τον αναπνευστήρα, ο ρυθμός έγχυσης
του Ultiva δεν πρέπει να αυξάνεται. Αντίθετα, πρέπει να μειώνεται σταδιακά με
συμπληρωματικές δόσεις άλλων αναλγητικών. Αιμοδυναμικές μεταβολές, όπως
υπόταση και ταχυκαρδία, να αντιμετωπίζονται με άλλα φάρμακα, ανάλογα με
τις ενδείξεις.
8
Όταν χορηγούνται άλλα οπιοειδή στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς
άλλη αναλγητική αγωγή, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
Το όφελος από την εξασφάλιση ικανοποιητικής μετεγχειρητικής αναλγησίας
πρέπει πάντοτε να αξιολογείται έναντι του πιθανού κινδύνου αναπνευστικής
καταστολής με αυτούς τους παράγοντες.
Χορήγηση με έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI)
Επαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας: Η χορήγηση Ultiva με TCI θα πρέπει
να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ένα ενδοφλέβιο ή εισπνεόμενο υπνωτικό
φάρμακο κατά τη διάρκεια της εισαγωγής και της διατήρησης της αναισθησίας
σε διασωληνωμένους ενήλικες ασθενείς (βλέπε Πίνακα 3). Σε συνδυασμό με
αυτούς τους παράγοντες, επαρκής αναλγησία για καρδιοχειρουργική επέμβαση
γενικά επιτυγχάνεται στα υψηλότερα όρια των συγκεντρώσεων στόχου του
remifentanil στο αίμα που χρησιμοποιούνται στις γενικές χειρουργικές
επεμβάσεις. Σε κλινικές μελέτες, μετά την ρύθμιση της χορήγησης του
remifentanil ανάλογα με την απόκριση του κάθε ασθενή, έχουν χρησιμοποιηθεί
συγκεντρώσεις στο αίμα υψηλές μέχρι 20 ng/ml. Στις παραπάνω προτεινόμενες
δόσεις το remifentanil μειώνει σημαντικά το ποσό του υπνωτικού φαρμάκου που
απαιτείται για την διατήρηση της αναισθησίας. Επομένως το ισοφλουράνιο και
η προποφόλη θα πρέπει να χορηγούνται όπως προτείνεται παραπάνω για να
αποφεύγεται αύξηση των αιμοδυναμικών επιδράσεων όπως υπόταση και
βραδυκαρδία (βλέπε Πίνακα 3 στη παρούσα παράγραφο
Συγχορήγηση άλλων
φαρμάκων
).
Για πληροφορίες ως προς τις συγκεντρώσεις remifentanil στο αίμα που
επιτεύχθηκαν με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση βλέπε παράγραφο 6.6 Πίνακα
11.
Οδηγίες για τη διακοπή/συνέχιση στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο: Στο
τέλος της χειρουργικής επέμβασης όταν η έγχυση TCI διακόπτεται ή η
συγκέντρωση στόχος μειώνεται, η αυτόματη αναπνοή είναι πιθανό να
επιστρέφει σε υπολογισμένες συγκεντρώσεις remifentanil στη περιοχή του 1
έως 2 ng/ml. Όπως με τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση, η μετεγχειρητική
αναλγησία πρέπει να εγκαθίσταται πριν από το τέλος της επέμβασης, με
μεγαλύτερης διάρκειας αναλγητικά (βλέπε παρούσα παράγραφο
Χορήγηση με
συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση - Οδηγίες για τη διακοπή
).
Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία η χορήγηση του Ultiva με TCI για την
αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής αναλγησίας δεν συνιστάται.
Παιδιατρικοί ασθενείς (ηλικίας 1 έως 12 ετών)
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα ώστε να πραγματοποιηθεί σύσταση δοσολογίας
για χρήση κατά τη διάρκεια καρδιοχειρουργικής επέμβασης.
Χρήση στα πλαίσια εντατικής θεραπείας
Ενήλικες
Το Ultiva μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση αναλγησίας σε
ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής
θεραπείας. Κατασταλτικοί παράγοντες πρέπει να προστίθενται όπου χρειάζεται.
9
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του Ultiva σε ασθενείς οι οποίοι
υποβάλλονται σε μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας, έχει
τεκμηριωθεί από καλά ελεγχόμενες κλινικές μελέτες για διάρκεια έως τρεις
ημέρες. (βλέπε παρούσα παράγραφο
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια σε μονάδα
εντατικής θεραπείας
και παράγραφο 5.2). Επομένως η χρήση του Ultiva δεν
ενδείκνυται για διάρκεια θεραπείας μεγαλύτερης των 3 ημερών.
Η χρήση Ultiva με TCI δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς σε μονάδες εντατικής
θεραπείας και επομένως η χορήγηση του Ultiva με TCI δεν συνιστάται σε
αυτούς τους ασθενείς
Σε ενήλικες συνιστάται το Ultiva να αρχίζει με ρυθμό έγχυσης 0.1 μg/kg/min (6
μg/kg/h) έως 0.15 μg/kg/min (9 μg/kg/h). Στην συνέχεια, ο ρυθμός έγχυσης θα
πρέπει να αυξάνεται σταδιακά, κατά 0.025 μg/kg/min (1.5 μg/kg/h) κάθε φορά,
προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο αναλγησίας. Κάθε αύξηση της
δοσολογίας θα πρέπει να γίνεται μετά παρέλευση τουλάχιστον 5 λεπτών από
την προηγούμενη. Ο ασθενής θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά και ο ρυθμός
έγχυσης του Ultiva να τροποποιείται ανάλογα. Εάν ο ρυθμός έγχυσης φθάσει τα
0.2 μg/kg/min (12 μg/kg/h) και χρειάζεται καταστολή, συνιστάται να αρχίζει η
χορήγηση του κατάλληλου κατασταλτικού (βλέπε παρακάτω). Η δόση του
κατασταλτικού θα πρέπει να προσαρμόζεται με γνώμονα το επιθυμητό επίπεδο
της καταστολής. Εάν είναι επιθυμητή πληρέστερη αναλγησία, η δόση του Ultiva
μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω, με κλιμάκωση του ρυθμού έγχυσης κατά 0.025
μg/kg/min (1.5 μg/kg/h) κάθε φορά.
Ο πίνακας 4 συνοψίζει τον αρχικό ρυθμό έγχυσης και το τυπικό δοσολογικό
εύρος για παροχή αναλγησίας:
Πίνακας 4: Δοσολογικές οδηγίες του Ultiva στα πλαίσια εντατικής θεραπείας
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
μg/kg/min (μg/kg/h)
Αρχικός ρυθμός Εύρος
0.1(6) έως 0.15 (9) 0.006 (0.38) έως 0.74 (44.6)
Η εφάπαξ χορήγηση (bolus) του Ultiva στα πλαίσια της εντατικής θεραπείας δεν
συνιστάται.
Η χρήση του Ultiva περιορίζει τις δοσολογικές απαιτήσεις των άλλων
κατασταλτικών παραγόντων, οι οποίοι χορηγούνται ταυτόχρονα.
Εάν κριθεί αναγκαία η ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων, οι τυπικές
αρχικές δόσεις αναφέρονται στον πίνακα 5.
Πίνακας 5: Συνιστώμενη αρχική δόση κατασταλτικών παραγόντων, εάν
απαιτούνται:
Φάρμακο Εφάπαξ (mg/kg) Έγχυση (mg/kg/h)
Προποφόλη Έως 0.5 0.5
10
Μιδαζολάμη Έως 0.03 0.03
Προκειμένου να είναι δυνατή η προσαρμογή της δοσολογίας για κάθε
παράγοντα χωριστά, τα κατασταλτικά φάρμακα δεν θα πρέπει να
παρασκευάζονται ως ένα μίγμα στον ίδιο σάκο έγχυσης.
Πρόσθετη αναλγησία σε διασωληνωμένους ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε
ιατρικές πράξεις που προκαλούν διέγερση: Η αύξηση του ρυθμού έγχυσης του
Ultiva ενδέχεται να είναι αναγκαία, ώστε να εξασφαλισθεί πληρέστερη
αναλγητική κάλυψη των διασωληνωμένων ασθενών, οι οποίοι υποβάλλονται σε
ενοχλητικές και/ή επώδυνες ιατρικές πράξεις, όπως ενδοτραχειακή
αναρρόφηση, επίδεση τραυμάτων ή φυσικοθεραπεία. Είναι σκόπιμο ο ρυθμός
έγχυσης να διατηρείται σε επίπεδο όχι μικρότερο από 0.1 μg/kg/min (6 μg/kg/h),
επί 5 λεπτά τουλάχιστον πριν από την έναρξη της παρέμβασης. Περαιτέρω
προσαρμογή της δοσολογίας θα πρέπει να γίνεται με αύξηση κατά 25% έως 50%
ανά 2 έως 5 λεπτά, με βάση την πρόβλεψη ή την διαπίστωση της ανάγκης για
πληρέστερη αναλγησία. Ο μέσος ρυθμός έγχυσης για την εξασφάλιση
πληρέστερης αναλγησίας κατά την διάρκεια ενοχλητικών παρεμβάσεων
κυμαίνεται από 0.25 μg/kg/min (15 μg/kg/h) έως 0.74 μg/kg/min (45 μg/kg/h).
Εγκατάσταση άλλης αναλγητικής αγωγής πριν από την διακοπή του Ultiva:
Λόγω της ταχύτατης έναρξης δράσης του Ultiva, δεν υπάρχει υπολειμματική
δράση οπιοειδούς 5 έως 10 λεπτά μετά την διακοπή, ανεξάρτητα από την
διάρκεια της έγχυσης που προηγήθηκε. Μετά από χορήγηση του Ultiva η
πιθανότητα ανοχής και υπεραλγησίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Επομένως
πριν από την διακοπή του Ultiva, στους ασθενείς θα πρέπει να χορηγούνται
άλλα αναλγητικά και κατασταλτικά, για την πρόληψη υπεραλγησίας και
συναφών αιμοδυναμικών μεταβολών. Τα φάρμακα αυτά πρέπει να χορηγούνται
επί αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να καταστεί εμφανής η θεραπευτική δράση
των φαρμάκων αυτών. Το εύρος επιλογών για αναλγησία περιλαμβάνει
φάρμακα παρατεταμένης δράσης χορηγούμενα από το στόμα, ενδοφλέβια, ή
τοπικά αναλγητικά ελεγχόμενα από τις νοσοκόμες ή τον ασθενή. Αυτές οι
τεχνικές πρέπει πάντα να προσαρμόζονται στις προσωπικές ανάγκες του
ασθενή καθώς μειώνεται η έγχυση του Ultiva. Συνιστάται ο σχεδιασμός της
επιλογής των φαρμάκων, της δόσης και των χρόνων χορήγησης να έχει
ολοκληρωθεί πριν από την απόφαση διακοπής του Ultiva.
Υπάρχει δυνητικός κίνδυνος ανάπτυξης ανοχής με την πάροδο του χρόνου, κατά
τη διάρκεια παρατεταμένης χορήγησης μ-οπιοειδών διεγερτών.
Οδηγίες για την αποσωλήνωση και την διακοπή του Ultiva: Προκειμένου να
διασφαλισθεί η ομαλή ανάνηψη από την επίδραση του Ultiva, η μείωση του
ρυθμού έγχυσης θα πρέπει αρχίζει σταδιακά, σε βήματα του 0.1 μg/kg/min (6
μg/kg/h), έως και μία ώρα πριν από την αποσωλήνωση.
Μετά την αποσωλήνωση, ο ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να μειώνεται, κατά 25%
ανά 10 λεπτά και όχι ταχύτερα, έως την πλήρη διακοπή της χορήγησης. Στην
φάση απομάκρυνσης από τον αναπνευστήρα, δεν επιτρέπεται αύξηση της
δοσολογίας του Ultiva και η δόση θα πρέπει πάντοτε να προσαρμόζεται σε
χαμηλότερο επίπεδο, με χρήση άλλων αναλγητικών, εάν κρίνεται αναγκαίο.
11
Μετά την διακοπή του Ultiva, η ενδοφλέβια οδός θα πρέπει να αφαιρείται ή να
καθαρίζεται με φυσιολογικό ορό, προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω
χορήγηση του φαρμάκου από λανθασμένο χειρισμό.
Όταν χορηγούνται άλλα οπιοειδή στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς
άλλη αναλγητική αγωγή, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά. Στις περιπτώσεις αυτές, το όφελος από την εξασφάλιση της
αναλγησίας θα πρέπει πάντοτε να αξιολογείται έναντι του πιθανού κινδύνου
αναπνευστικής καταστολής.
Παιδιά υπό εντατική θεραπεία:
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την χρήση σε παιδιά.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία υπό εντατική θεραπεία:
Δεν απαιτείται προσαρμογή της συνιστώμενης δοσολογίας σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία, ακόμη και για όσους υποβάλλονται σε εξωνεφρική
κάθαρση. Παρ' όλα αυτά ο ρυθμός κάθαρσης του καρβοξυλικού μεταβολίτη είναι
ελαττωμένος σε άτομα με νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ειδικές κατηγορίες ασθενών
Ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών)
Γενική Αναισθησία: Η αρχική δόση έναρξης του remifentanil όταν χορηγείται σε
ασθενείς άνω των 65 ετών, θα πρέπει να είναι η μισή της συνιστώμενης δόσης
των ενηλίκων και στη συνέχεια θα πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τις
ανάγκες του κάθε ασθενούς, δεδομένου ότι σε αυτούς τους ασθενείς
παρατηρήθηκε αυξημένη ευαισθησία λόγω των φαρμακολογικών επιδράσεων
του remifentanil. Η ρύθμιση της δοσολογίας πρέπει να γίνεται σε όλες τις
φάσεις της αναισθησίας συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της διατήρησης
και της άμεσης μετεγχειρητικής αναλγησίας.
Λόγω της αυξημένης ευαισθησίας των ηλικιωμένων ασθενών στο Ultiva, όταν
χορηγείται Ultiva με TCI σε αυτούς τους πληθυσμούς, η αρχική συγκέντρωση
πρέπει να είναι 1.5 έως 4 ng/ml με ακόλουθη ρύθμιση ανάλογα με την απόκριση.
Καρδιοαναισθησιολογία: Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δοσολογίας (βλέπε
παρούσα παράγραφο
Καρδιοαναισθησιολογία
)
Μονάδες Εντατικής Θεραπείας: Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δόσης
(βλέπε παρούσα παράγραφο
Μονάδες Εντατικής Θεραπείας
).
Παχύσαρκοι ασθενείς
Για συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση σε παχύσαρκους ασθενείς συνιστάται η
μείωση της δοσολογίας του Ultiva σύμφωνα με το ιδανικό βάρος σώματος
δεδομένου ότι η κάθαρση και ο όγκος κατανομής του remifentanil συσχετίζεται
καλύτερα με το ιδανικό βάρος σώματος παρά με το πραγματικό.
Με τον υπολογισμό του καθαρού βάρους σώματος (LBM) που χρησιμοποιείται
στο μοντέλο Minto, το LBM είναι πιθανό να υπολείπεται σε γυναίκες ασθενείς
με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο από 35 kg/m
2
και σε άρρενες
12
ασθενείς με ΔΜΣ μεγαλύτερο από 40 kg/m
2
. Η χορήγηση του Ultiva με TCI
πρέπει να ρυθμίζεται προσεκτικά σε σχέση με την απόκριση του κάθε ασθενούς
για να αποφεύγεται η υποδοσολογία σε αυτούς τους ασθενείς.
Νεφρική ανεπάρκεια
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν είναι αναγκαία η προσαρμογή της
δοσολογίας σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, συμπεριλαμβανομένων των
ασθενών στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Ηπατική ανεπάρκεια
Από μελέτες που έχουν γίνει σε περιορισμένο αριθμό ασθενών με επηρεασμένη
ηπατική λειτουργία δεν αιτιολογούνται ειδικές οδηγίες δοσολογίας. Εν τούτοις,
ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια είναι δυνατόν να είναι περισσότερο
ευαίσθητοι στις κατασταλτικές επιδράσεις του remifentanil στο αναπνευστικό
σύστημα λέπε παράγραφο 4.4). Οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά και η δόση του remifentanil θα πρέπει να
ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.
Νευροχειρουργική
Η περιορισμένη κλινική εμπειρία σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
νευροχειρουργικές επεμβάσεις έχει δείξει ότι δεν χρειάζονται ειδικές οδηγίες
δοσολογίας.
ΑSA III/IV ασθενείς:
Γενική Αναισθησία: Επειδή αναμένεται οι επιδράσεις των οπιοειδών να είναι
πιο εμφανείς σε ασθενείς ASA III/IV, χρειάζεται προσοχή στη χορήγηση του
Ultiva σε αυτήν την ομάδα. Συνιστάται μείωση της αρχικής δοσολογίας και
ρύθμιση στη συνέχεια ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότητα.
Για TCI, πρέπει να χρησιμοποιείται χαμηλότερος αρχικός στόχος 1.5 έως
4 ng/ml σε ASA III ή IV ασθενείς και ακολούθως να ρυθμίζεται ανάλογα με την
απόκριση.
Καρδιοαναισθησιολογία: Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δοσολογίας (βλέπε
παρούσα παράγραφο
Καρδιοαναισθησιολογία
).
4.3 Αντενδείξεις
Δεδομένου ότι στη σύνθεση του προϊόντος περιέχεται γλυκίνη, το Ultiva
αντενδείκνυται για επισκληρίδια και ενδορραχιαία χρήση (βλέπε
παράγραφο 5.3).
Το Ultiva αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή
σε οποιοδήποτε άλλο ανάλογο της φαιντανύλης, ή σε οποιοδήποτε από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Το Ultiva αντενδείκνυται να χρησιμοποιείται μόνο του για την πρόκληση
αναισθησίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
13
Το Ultiva θα πρέπει να χορηγείται μόνο σε χώρο πλήρως εξοπλισμένο για την
παρακολούθηση και την υποστήριξη της αναπνευστικής και της καρδιαγγειακής
λειτουργίας και από άτομα ειδικά εκπαιδευμένα στη χρήση των αναισθητικών
και στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των αναμενόμενων ανεπιθύμητων
ενεργειών των ισχυρών οπιοειδών, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης
στο φυσιολογικό της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας. Η εκπαίδευση
αυτή πρέπει να περιλαμβάνει την εγκατάσταση και την διατήρηση της
βατότητας των αεροφόρων οδών. Η χορήγηση του Ultiva σε ασθενείς οι οποίοι
υποβάλλονται σε μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας δεν
συνιστάται για διάρκεια θεραπείας μεγαλύτερης από 3 ημέρες.
Ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία σε οπιοειδή διαφορετικής κατηγορίας,
μπορεί να εμφανίσουν αντίδραση υπερευαισθησίας μετά τη χορήγηση Ultiva.
Απαιτείται προσοχή πριν από τη χρήση του Ultiva σε αυτούς τους ασθενείς
(βλέπε παράγραφο 4.3).
Ταχεία λήξη δράσης/μετάβαση σε άλλα αναλγητικά
Λόγω της ταχύτατης αποδρομής της δράσης του Ultiva δεν παρατηρείται
υπολειπόμενη δράση οπιοειδούς μέσα σε 5 έως 10 λεπτά μετά τη διακοπή του
Ultiva. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις όπου
αναμένεται μετεγχειρητικός πόνος θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν
τη διακοπή του Ultiva. Η πιθανότητα ανοχής, υπεραλγησίας και σχετικών
αιμοδυναμικών μεταβολών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν χρησιμοποιείται
σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Πριν από τη διακοπή του Ultiva οι ασθενείς
πρέπει να λαμβάνουν άλλα αναλγητικά και κατασταλτικά φάρμακα. Πρέπει να
αφήνεται επαρκής χρόνος ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο θεραπευτικό
αποτέλεσμα με ένα μακράς δράσης αναλγητικό. Η επιλογή του αναλγητικού,
της δόσης και του χρόνου χορήγησης θα πρέπει να προγραμματίζεται και να
ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή, το είδος της επέμβασης και το
επίπεδο της μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Όταν άλλα οπιοειδή
χορηγούνται στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς άλλη αναλγητική
αγωγή μετεγχειρητικής αναλγησίας, πρέπει πάντα να αξιολογείται το όφελος
από την εξασφάλιση της έναντι του πιθανού κινδύνου αναπνευστικής
καταστολής με αυτούς τους παράγοντες.
Διακοπή της θεραπείας
Σπανίως έχουν αναφερθεί συμπτώματα μετά την απότομη διακοπή του
remifentanil περιλαμβανομένης ταχυκαρδίας, υπέρτασης και διέγερσης,
ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένη χορήγηση για περισσότερο από 3 ημέρες. Στις
περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, η επαναχορήγηση και η σταδιακή μείωση της
έγχυσης είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Η χορήγηση του Ultiva σε ασθενείς με
μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας δεν συνιστάται για
διάστημα μεγαλύτερο των 3 ημερών.
Μυϊκή δυσκαμψία - πρόληψη και αντιμετώπιση
Με τις συνιστώμενες δόσεις μπορεί να εμφανισθεί μυϊκή δυσκαμψία. Όπως και
με άλλα οπιοειδή η συχνότητα της μυϊκής δυσκαμψίας σχετίζεται με τη
δοσολογία και το ρυθμό χορήγησης. Επομένως, θα πρέπει να χορηγείται βραδεία
ενδοφλέβια ένεση σε χρόνο όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων.
14
Μυϊκή δυσκαμψία που προκαλείται από το remifentanil θα πρέπει να
θεραπεύεται στο πλαίσιο της κλινικής κατάστασης του ασθενή με κατάλληλα
υποστηρικτικά μέσα. Αν κατά τη διάρκεια της αναισθησίας προκύψει
υπερβολική μυϊκή δυσκαμψία, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με τη χορήγηση
νευρομυϊκών αποκλειστών και / ή επιπροσθέτων υπνωτικών φαρμάκων. Μυϊκή
δυσκαμψία που διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια χρήσης του remifentanil σαν
αναλγητικό, αντιμετωπίζεται με τη διακοπή ή τη μείωση του ρυθμού της
χορήγησης του remifentanil. Λύση της μυϊκής δυσκαμψίας μετά τη διακοπή
έγχυσης remifentanil επέρχεται σε λίγα λεπτά της ώρας. Εναλλακτικά, μπορεί
να χορηγηθεί ένας ανταγωνιστής των οπιοειδών, αυτό όμως δυνατόν να
αντιστρέψει ή να μειώσει την αναλγητική δράση του remifentanil.
Αναπνευστική καταστολή - πρόληψη και αντιμετώπιση
Όπως με όλα τα ισχυρά οπιοειδή, η έντονη αναλγησία συνοδεύεται από έκδηλη
αναπνευστική καταστολή. Επομένως το remifentanil θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους όπου υπάρχει δυνατότητα για τη διάγνωση και
την αντιμετώπιση της αναπνευστικής καταστολής. Χρειάζεται ειδική φροντίδα
για τους ασθενείς με αναπνευστική δυσλειτουργία. Η εμφάνιση αναπνευστικής
καταστολής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κατάλληλα συμπεριλαμβανομένης
της μείωσης του ρυθμού έγχυσης κατά 50% ή της προσωρινής διακοπής της
έγχυσης. Σε αντίθεση με άλλα ανάλογα της φαιντανύλης, το remifentanil δεν
έχει δείξει να προκαλεί υποτροπιάζοντα επεισόδια αναπνευστικής καταστολής
ακόμη και μετά από παρατεταμένη χορήγηση. Εν τούτοις, δεδομένου ότι πολλοί
παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν τη μετεγχειρητική ανάνηψη, είναι σημαντικό
να επιβεβαιώνεται ότι έχει επιτευχθεί η πλήρης αποκατάσταση και αυτόματη
αναπνοή του ασθενούς πριν αποχωρήσει από το χώρο ανάρρωσης.
Καρδιαγγειακές επιδράσεις
Ο κίνδυνος καρδιαγγειακών επιδράσεων όπως υπόταση και βραδυκαρδία οι
οποίες σπάνια μπορεί να οδηγήσουν σε ασυστολία/καρδιακή ανακοπή (βλέπε
παραγράφους 4.5 και 4.8) είναι δυνατόν να μειωθεί ελαττώνοντας τo ρυθμό
έγχυσης του Ultiva ή τη δόση των αναισθητικών που χορηγούνται ταυτόχρονα ή
χρησιμοποιώντας ενδοφλέβια υγρά, αγγειοσυσπαστικούς ή αντιχολινεργικούς
παράγοντες ανάλογα με τις ανάγκες.
Ασθενείς εξασθενημένοι με ελαττωμένο όγκο αίματος, υποτασικοί και
ηλικιωμένοι μπορεί να είναι περισσότερο ευαίσθητοι στις καρδιαγγειακές
επιδράσεις του remifentanil.
Εξ αμελείας χορήγηση
Η ποσότητα του Ultiva που παραμένει στο νεκρό χώρο του καθετήρα, μπορεί να
είναι αρκετή ώστε να προκαλέσει καταστολή του αναπνευστικού, άπνοια και/ή
μυϊκή ακαμψία όταν μέσω αυτού χορηγηθούν ενδοφλέβια υγρά ή άλλα φάρμακα.
Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με χορήγηση του Ultiva με καθετήρα ταχείας
ενδοφλέβιας ροής ή μέσω ειδικού ενδοφλέβιου καθετήρα ο οποίος
απομακρύνεται όταν διακόπτεται η χορήγηση του Ultiva.
Νεογνά/βρέφη
15
Υπάρχουν διαθέσιμα περιορισμένα δεδομένα για τη χρήση σε νεογνά/βρέφη
ηλικίας κάτω του 1 έτους (βλέπε παραγράφους 4.2
Νεογνά/βρέφη (ηλικίας
μικρότερης του 1 έτους)
και 5.1).
Κατάχρηση Φαρμάκων
Όπως με άλλα οπιοειδή, το remifentanil είναι δυνατόν να προκαλέσει εξάρτηση.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Το remifentanil δεν μεταβολίζεται από το ένζυμο χολινεστεράση πλάσματος,
επομένως δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με φάρμακα τα οποία
μεταβολίζονται από αυτό το ένζυμο.
Όπως με άλλα οπιοειδή, το remifentanil είτε χορηγείται με συμβατικώς
ελεγχόμενη έγχυση είτε με TCI
μειώνει τις δόσεις των εισπνεόμενων και των
ενδοφλέβιων αναισθητικών και των βενζοδιαζεπινών που χρησιμοποιούνται
στην αναισθησία (βλέπε παράγραφο 4.2). Αν οι δόσεις των συγχορηγούμενων
κατασταλτικών φαρμάκων του ΚΝΣ δεν μειωθούν οι ασθενείς μπορεί να
παρουσιάσουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται
με αυτά τα φάρμακα.
Οι καρδιαγγειακές δράσεις του Ultiva (υπόταση και βραδυκαρδία βλέπε
παραγράφους 4.4 και 4.8) μπορεί να επιταθούν σε ασθενείς που λαμβάνουν
συγχρόνως φάρμακα που καταστέλλουν τη συσπαστικότητα του μυοκαρδίου,
όπως β -αποκλειστές και αποκλειστές διαύλων ασβεστίου.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Δεν υπάρχουν αρκετές και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους γυναίκες. Το
Ultiva θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης μόνο αν το
αναμενόμενο όφελος δικαιολογεί τον ενδεχόμενο κίνδυνο για το έμβρυο.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό αν το remifentanil απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Εν
τούτοις, δεδομένου ότι τα ανάλογα της φαιντανύλης απεκκρίνονται στο
ανθρώπινο γάλα και ουσίες σχετιζόμενες με το remifentanil βρέθηκαν στο γάλα
ποντικών μετά από τη χορήγησή του, οι θηλάζουσες μητέρες θα πρέπει να
ειδοποιούνται να διακόψουν τον θηλασμό για 24 ώρες μετά τη χορήγηση του
remifentanil.
Τοκετός
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να συνιστούν τη χρήση του remifentanil
κατά τη διάρκεια του τοκετού και της καισαρικής τομής. Είναι γνωστό ότι το
remifentanil διαπερνά το φραγμό του πλακούντα και τα ανάλογα φαιντανύλης
μπορεί να προκαλέσουν αναπνευστική καταστολή στο νεογνό.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Μετά από αναισθησία με remifentanil ο ασθενής δεν πρέπει να οδηγεί ή να
χειρίζεται μηχανές. Ο γιατρός θα αποφασίσει πότε θα πρέπει να επαναληφθούν
16
αυτές οι δραστηριότητες. Συνιστάται όταν ο ασθενής επιστρέφει σπίτι του να
συνοδεύεται και να αποφεύγει τα αλκοολούχα ποτά.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πλέον συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες που συνδέονται με το remifentanil
είναι άμεσες προεκτάσεις των φαρμακολογικών δράσεων των μ-οπιοειδών
διεγερτών. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες υποχωρούν μέσα σε λίγα λεπτά από
τη διακοπή ή τη μείωση του ρυθμού χορήγησης του remifentanil. παρακάτω
συχνότητες ορίζονται ως πολύ συχνές (1/10), συχνές (1/100 έως <1/10), όχι
συχνές (1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες
(<1/10.000) και μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αλλεργικές αντιδράσεις
περιλαμβανομένης της αναφυλαξίας
έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που
λαμβάνουν remifentanil σε συνδυασμό
με ένα ή περισσότερους παράγοντες
αναισθησίας.
Ψυχιατρικές Διαταραχές
Μη γνωστές: Φαρμακευτική εξάρτηση
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές: Μυϊκή δυσκαμψία
Σπάνιες: Καταστολή (κατά την διάρκεια
ανάνηψης από γενική αναισθησία).
Μη γνωστές: Σπασμοί
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές: Βραδυκαρδία
Σπάνιες: Ασυστολία/καρδιακή ανακοπή, των
οποίων συνήθως προηγείται
βραδυκαρδία έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς που λαμβάνουν remifentanil
σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες
αναισθησίας.
Μη γνωστές: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ συχνές: Υπόταση
Συχνές: Μετεγχειρητική υπέρταση
17
Αναπνευστικές διαταραχές, διαταραχές του θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Συχνές: Οξεία αναπνευστική καταστολή,
άπνοια
Όχι συχνές: Υποξία
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Πολύ συχνές: Ναυτία, έμετος
Όχι συχνές: Δυσκοιλιότητα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: Κνησμός
Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης
Συχνές: Μετεγχειρητικά ρίγη
Όχι συχνές: Μετεγχειρητικά άλγη
Μη γνωστές: Φαρμακευτική ανοχή
Διακοπή της θεραπείας
Όχι συχνά έχουν αναφερθεί συμπτώματα μετά την απότομη διακοπή του
remifentanil, περιλαμβανομένης ταχυκαρδίας, υπέρτασης και διέγερσης,
ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένη χορήγηση για περισσότερο από 3 ημέρες
(βλέπε παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον μ μ ( 284, GR-15562 ,Εθνικό Οργανισ ό Φαρ άκων Μεσογείων Χολαργός
, : + 30 Αθήνα Τηλ 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος:
http://www.eof.gr).
4.9 Υπερδοσολογία
Όπως με όλα τα ισχυρά οπιοειδή αναλγητικά, η υπερδοσολογία μπορεί να
εκδηλωθεί με επέκταση των αναμενόμενων φαρμακολογικών επιδράσεων του
remifentanil. Δεδομένου ότι το Ultiva έχει πολύ μικρή διάρκεια δράσης, το
ενδεχόμενο βλαβερών επιδράσεων λόγω υπερδοσολογίας περιορίζεται στο
σύντομο χρονικό διάστημα αμέσως μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Η
18
ανταπόκριση στη διακοπή του φαρμάκου είναι ταχεία με επαναφορά στη
φυσιολογική κατάσταση εντός δέκα λεπτών.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή υποψίας υπερδοσολογίας, κάνετε τις
ακόλουθες ενέργειες : διακοπή χορήγησης του Ultiva, διατήρηση ανοικτών των
αεραγωγών οδών, εφαρμογή υποστηρικτικής ή ελεγχόμενης αναπνοής με
οξυγόνο και ικανοποιητική συντήρηση της καρδιαγγειακής λειτουργίας. Αν η
μείωση της αναπνευστικής λειτουργίας συνδυάζεται με μυϊκή δυσκαμψία
μπορεί να χρειασθεί χορήγηση νευρομυϊκού αποκλειστού για να διευκολύνει την
υποστηρικτική ή ελεγχόμενη αναπνευστική λειτουργία. Ενδοφλέβια διαλύματα
και αγγειοσυσπαστικά για τη θεραπεία υπότασης και άλλα υποστηρικτικά μέσα
είναι δυνατόν να χορηγηθούν.
Ενδοφλέβια χορήγηση ενός ανταγωνιστή των οπιοειδών όπως η ναλοξόνη είναι
δυνατόν να χορηγηθεί σαν ειδικό αντίδοτο για να ρυθμίσει σοβαρή
αναπνευστική καταστολή και μυϊκή δυσκαμψία. Η διάρκεια της αναπνευστικής
καταστολής μετά την υπερδοσολογία με Ultiva είναι απίθανο να υπερβεί τη
διάρκεια δράσης του ανταγωνιστή των οπιοειδών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Οπιοειδή αναισθητικά, Κωδικός ATC:
N01A H06
Μηχανισμός δράσης
Το remifentanil είναι ένας εκλεκτικός μ-οπιοειδής διεγέρτης με ταχεία έναρξη
και πολύ βραχεία διάρκεια δράσης. Η μ-οπιοειδής δράση του remifentanil
ανταγωνίζεται από τους ανταγωνιστές ναρκωτικών, όπως η ναλοξόνη.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Προσδιορισμοί ισταμίνης σε ασθενείς και υγιείς εθελοντές δεν έχουν δείξει
άνοδο στις στάθμες της ισταμίνης μετά από ενδοφλέβια χορήγηση remifentanil
σε δόσεις έως 30μg/kg.
Νεογνά/βρέφη (ηλικίας κάτω του 1 έτους):
Σε μία τυχαιοποιημένη (αναλογία 2:1, remifentanil:αλοθάνιο), ανοιχτή,
παραλλήλων ομάδων, πολυκεντρική μελέτη σε 60 μικρά βρέφη και νεογνά
ηλικίας ≤8 εβδομάδων (μέση ηλικία 5,5 εβδομάδες) με φυσική κατάσταση ASA
I-II, τα οποία υποβλήθηκαν σε πυλωρομυοτομή, η αποτελεσματικότητα και η
ασφάλεια του remifentanil (χορηγούμενης ως αρχική συνεχής έγχυση 0,4
μg/kg/min με συμπληρωματικές δόσεις ή μεταβολές στο ρυθμό έγχυσης ανάλογα
με τις ανάγκες) συγκρίθηκε με του αλοθανίου (χορηγούμενου σε 0,4% με
συμπληρωματικές αυξήσεις ανάλογα με τις ανάγκες). Η συντήρηση της
αναισθησίας επιτεύχθηκε με επιπρόσθετη χορήγηση 70% νιτρικού οξειδίου (N
2
0)
συν 30% οξυγόνου. Οι χρόνοι ανάνηψης υπερείχαν στην ομάδα του remifentanil
συγκριτικά με την ομάδα του αλοθανίου (μη στατιστικά σημαντική διαφορά).
19
Χρήση σε ολική ενδοφλέβια αναισθησία (TIVA) παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 16
ετών
Η TIVA με remifentanil στην παιδιατρική χειρουργική συγκρίθηκε με την
εισπνεόμενη αναισθησία σε τρεις τυχαιοποιημένες ανοιχτές μελέτες. Τα
αποτελέσματα συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Χειρουργική
επέμβαση
Ηλικί
α (y),
(N)
Συνθήκη μελέτης (συντήρηση) Αποσωλήν
ωση (min)
(μέση (SD))
Επεμβάσεις κάτω
κοιλίας/ουρολογι
κές
0,5-16
(120)
TIVA: προποφόλη (5 - 10 mg/kg/h) +
remifentanil (0,125 – 1,0 μg/kg/min)
11,8 (4,2)
Εισπνεόμενη αναισθησία:
σεβοφλουράνιο (1,0 – 1,5 MAC) και
remifentanil (0,125 – 1,0 μg/kg/min)
15,0 (5,6)
(p<0,05)
ΩΡΛ επεμβάσεις 4-11
(50)
TIVA: προποφόλη (3 mg/kg/h) +
remifentanil (0,5 μg/kg/min)
11 (3,7)
Εισπνεόμενη αναισθησία: μίγμα
des}urane (1,3 MAC) και N
2
O
9,4 (2,9)
Μη
στατιστικά
σημαντική
διαφορά
Γενική
χειρουργική ή
ΩΡΛ επεμβάσεις
2-12
(153)
TIVA: remifentanil (0,2 – 0,5 μg/kg/min) +
προποφόλη (100 - 200 μg/kg/min)
Συγκρίσιμοι
χρόνοι
αποσωλήνωσ
ης (βάσει
περιορισμέν
ων
δεδομένων)
Εισπνεόμενη αναισθησία: μίγμα
σεβοφλoυρανίου (1 – 1,5 MAC) +
N
2
O
Σε μία μελέτη χειρουργικών επεμβάσεων κάτω κοιλίας/ουρολογικών
επεμβάσεων που συνέκρινε remifentanil/προποφόλη με
remifentanil/σεβοφλουράνιο, υπόταση εμφανίσθηκε με σημαντικά μεγαλύτερη
συχνότητα με remifentanil/σεβοφλουράνιο, ενώ βραδυκαρδία εμφανίσθηκε με
σημαντικά μεγαλύτερη συχνότητα με remifentanil/προποφόλη. Σε μία μελέτη
ΩΡΛ επεμβάσεων που συνέκρινε remifentanil/προποφόλη με des}urane/νιτρικό
οξείδιο, παρατηρήθηκε σημαντικά υψηλότερη καρδιακή συχνότητα στα άτομα
που έλαβαν des}urane/νιτρικό οξείδιο συγκριτικά με remifentanil/προποφόλη,
καθώς και με τις αρχικές τιμές.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Αποβολή
Μετά από χορήγηση των συνιστώμενων δόσεων remifentanil, ο πραγματικός
χρόνος υποδιπλασιασμού κυμαίνεται από 3 έως 10 λεπτά. Η μέση κάθαρση του
remifentanil σε νέους υγιείς ενήλικες είναι 40 ml/min/kg, ο κύριος όγκος
κατανομής είναι 100 ml/Kg και ο όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη
κατάσταση είναι 350 ml/Kg.
Απορρόφηση
Οι συγκεντρώσεις αίματος σε remifentanil είναι ανάλογες με τη χορηγούμενη
δόση για όλο το δοσολογικό εύρος. Σε κάθε 0.1μg/kg/min αύξηση του ρυθμού
20
έγχυσης, η συγκέντρωση στο αίμα του remifentanil αυξάνεται κατά 2.5ng/ml. To
remifentanil δεσμεύεται περίπου 70% με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
ΒιομετασχηματισμόςΤο remifentanil είναι οπιοειδές που μεταβολίζεται από την
εστεράση, δηλαδή είναι ευαίσθητο στο μεταβολισμό από μη εξειδικευμένες
εστεράσες του αίματος και των ιστών. Ο μεταβολισμός του remifentanil έχει
σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός μεταβολίτη του καρβοξυλικού οξέος που
έχει σε σκύλους το 1/4600 της δράσης του remifentanil. Μελέτες στον άνθρωπο
απέδειξαν ότι όλες οι φαρμακολογικές ενέργειες σχετίζονται με την μητρική
ουσία. Επομένως, η δραστικότητα αυτού του μεταβολίτη δεν έχει κανένα
κλινικό αποτέλεσμα. Η ημιπερίοδος ζωής του μεταβολίτη σε υγιείς ενήλικες
είναι 2 ώρες. Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία ο χρόνος
αποβολής του 95% του βασικού μεταβολίτη του remifentanil από τους νεφρούς,
είναι περίπου 7 έως 10 ώρες. Το remifentanil δεν είναι υπόστρωμα της
χολινεστεράσης πλάσματος.
Μεταφορά στον πλακούντα και στο μητρικό γάλα
Μελέτες διαβάσεως του πλακούντα σε αρουραίους και κουνέλια έδειξαν ότι τα
έμβρυα εκτίθενται στο remifentanil και / ή στους μεταβολίτες κατά τη διάρκεια
της αύξησης και της ανάπτυξης. Σχετικές ουσίες με το remifentanil
μεταφέρονται στο γάλα των αρουραίων που θηλάζουν. Σε μία κλινική μελέτη με
ανθρώπους, η συγκέντρωση του remifentanil στο εμβρυϊκό αίμα ήταν περίπου το
50% σε σύγκριση με το μητρικό αίμα. Η αρτηριοφλεβική αναλογία της
συγκέντρωσης του remifentanil στο έμβρυο ήταν περίπου 30% πράγμα που
υποδηλώνει μεταβολισμό του remifentanil στο νεογνό.
Kαρδιοαναισθησιολογία
Η κάθαρση του remifentanil μειώνεται κατά περίπου 20% κατά τη διάρκεια
υποθερμικής (28 C) καρδιοπνευμονικής παράκαμψης. Η πτώση της
θερμοκρασίας του σώματος μειώνει την κάθαρση κατά 3% ανά βαθμό Κελσίου.
Νεφρική ανεπάρκεια
H ταχεία ανάνηψη από την καταστολή και αναλγησία με remifentanil δεν
επηρεάζεται από την νεφρική λειτουργία.
Η φαρμακοκινητική του remifentanil δεν μεταβάλλεται σημαντικά σε ασθενείς
με διαφόρους βαθμούς νεφρικής ανεπάρκειας, ακόμη και μετά από χορήγηση
έως και 3 ημέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας.
Ο ρυθμός κάθαρσης του καρβοξυλικού μεταβολίτη είναι ελαττωμένος σε άτομα
με νεφρική δυσλειτουργία. Σε ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια οι οποίοι υποβάλλονται σε εντατική θεραπεία, η συγκέντρωση του
καρβοξυλικού μεταβολίτη μπορεί να υπερβεί 250 φορές τα επίπεδα του
remifentanil σε κατάσταση φαρμακοκινητικής ισορροπίας σε ορισμένους
ασθενείς. Τα διαθέσιμα κλινικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι στους ασθενείς
αυτούς η άθροιση του μεταβολίτη δεν συνεπάγεται κλινικώς ουσιώδη δράση μ-
οπιοειδών. Αυτό ισχύει ακόμη και με έγχυση remifentanil για διάστημα έως και
3 ημερών. Υπάρχουν ανεπαρκή διαθέσιμα δεδομένα για την ασφάλεια και το
φαρμακοκινητικό προφίλ των μεταβολιτών μετά από εγχύσεις Ultiva διάρκειας
μεγαλύτερης των 3 ημερών.
21
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για απομάκρυνση του remifentanil στην μονάδα
τεχνητού νεφρού.
Κατά την διάρκεια της αιμοδιάλυσης, ο καρβοξυλικός μεταβολίτης
απομακρύνεται τουλάχιστον κατά 30%.
Ηπατική ανεπάρκεια
Η φαρμακοκινητική του remifentanil δεν μεταβάλλεται σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική ανεπάρκεια, οι οποίοι αναμένουν μεταμόσχευση ήπατος ή κατά τη
διάρκεια μεταμόσχευσης του ήπατος. Ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
μπορεί να είναι ελαφρά περισσότερο ευαίσθητοι στις κατασταλτικές επιδράσεις
του remifentanil στο αναπνευστικό σύστημα. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να
ελέγχονται προσεκτικά και η δοσολογία του remifentanil πρέπει να ρυθμίζεται
ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες.
Παιδιά
Η μέση κάθαρση και ο σταθερός όγκος κατανομής του remifentanil είναι
αυξημένος στις μικρές ηλικίες και μειώνεται στους νεαρούς ενήλικες από την
ηλικία των 17 ετών. Η ημιπερίοδος ζωής του remifentanil στα νεογνά δεν είναι
σημαντικά διαφορετική από αυτή των νεαρών ενηλίκων. Μεταβολές στην
αναλγητική δράση μετά τις μεταβολές στον ρυθμό έγχυσης του remifentanil
είναι άμεσες και παρόμοιες με αυτές των ενηλίκων. Η φαρμακοκινητική του
μεταβολίτη του καρβοξυλικού οξέος σε παιδιά 2-17 ετών είναι παρόμοια με
αυτή των ενηλίκων μετά τη διόρθωση της διαφοράς του σωματικού βάρους.
Ηλικιωμένοι
Η κάθαρση του remifentanil είναι ελαφρά μειωμένη σε ηλικιωμένους ασθενείς
(άνω των 65 ετών) σε σύγκριση με νέους στην ηλικία ασθενείς. Η
φαρμακοδυναμική δράση του remifentanil αυξάνεται με την αύξηση της ηλικίας.
Ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν remifentanil EC50 για σχηματισμό δέλτα κυμάτων
στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα που είναι κατά 50% χαμηλότερος σε σχέση με
νεαρούς ασθενείς. Επομένως η αρχική δόση του remifentanil πρέπει να μειωθεί
κατά 50% στους ηλικιωμένους ασθενείς και στη συνέχεια να ρυθμισθεί
προσεκτικά σύμφωνα με τις ανάγκες του ασθενούς.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Το remifentanil, όπως μερικά άλλα ανάλογα της φεντανύλης προκάλεσε
αυξήσεις στη διάρκεια του δυναμικού δράσης (APD) σε μεμονωμένες ίνες
Purkinje σκύλου. Δεν υπήρχαν επιδράσεις στη συγκέντρωση του 0.1 micromolar
(38ng/ml). Επιδράσεις παρατηρήθηκαν σε συγκέντρωση 1 micromolar
(377ng/ml) και ήταν στατιστικά σημαντικές σε συγκέντρωση 10 micromolar
(3770ng/mL). Οι συγκεντρώσεις αυτές είναι 12 φορές και 119 φορές αντίστοιχα
μεγαλύτερες από τις πιθανές ελεύθερες συγκεντρώσεις 3 φορές και 36 φορές
αντίστοιχα, μεγαλύτερες από τις πιθανές συγκεντρώσεις πλήρους αίματος)
μετά από τη μέγιστη συνιστώμενη θεραπευτική δόση.
Οξεία τοξικότητα
Τα αναμενόμενα σημεία τοξικότητας των μ-οπιοειδών παρατηρήθηκαν σε
ποντίκια, αρουραίους και σκυλιά χωρίς αναπνευστική υποστήριξη, μετά από
22
μεγάλη ενδοφλέβια (bolus) δόση remifentanil. Στις μελέτες αυτές τα
περισσότερο ευαίσθητα είδη πειραματόζωων, οι αρσενικοί αρουραίοι, επέζησαν
μετά από χορήγηση 5mg/kg. Εγκεφαλικές μικροαιμορραγίες που παρατηρήθηκαν
λόγω της υποξίας σε σκυλιά, αναστράφηκαν μέσα σε 14 ημέρες από τη
συμπλήρωση της χορήγησης.
Τοξικότητα Επαναλαμβανόμενων Δόσεων
Ενδοφλέβιες δόσεις remifentanil που χορηγήθηκαν, σε επίμυες και σκυλιά χωρίς
αναπνευστική υποστήριξη, κατέληξαν σε αναπνευστική καταστολή σε όλες τις
ομάδες δόσεων και σε αναστρέψιμες εγκεφαλικές μικροαιμορραγίες στα
σκυλιά.
Μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι οι μικροαιμορραγίες προέρχονταν από
υποξία και δεν ήταν ειδικές για το remifentanil. Δεν παρατηρήθηκαν
εγκεφαλικές μικροαιμορραγίες στις μελέτες έγχυσης σε αρουραίους και σκυλιά
στα οποία δεν υποστηριζόταν η αναπνοή, επειδή αυτές οι μελέτες έγιναν με
δόσεις οι οποίες δεν προκαλούσαν σοβαρή αναπνευστική καταστολή.
Από τις προκλινικές μελέτες συμπεραίνεται ότι η αναπνευστική καταστολή και
οι σχετικές συνέπειες είναι η περισσότερο πιθανή αιτία των δυνητικά σοβαρών
ανεπιθύμητων ενεργειών στους ανθρώπους.
Ενδορραχιαία χορήγηση γλυκίνης σε σκυλιά (χωρίς remifentanil) προκάλεσε
ανησυχία, πόνο, δυσλειτουργία και έλλειψη συντονισμού των οπίσθιων άκρων.
Πιστεύεται ότι οι επιδράσεις αυτές οφείλονται στο έκδοχο γλυκίνη. Επειδή το
αίμα έχει καλύτερες ιδιότητες ρυθμιστικού διαλύματος, η αραίωση είναι
ταχύτερη και η συγκέντρωση της γλυκίνης στο Ultiva χαμηλή, το εύρημα αυτό
δεν έχει κλινική σχέση με την ενδοφλέβια χορήγηση του Ultiva.
Μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή
Το remifentanil μείωσε τη γονιμότητα σε αρσενικούς αρουραίους μετά από
καθημερινή ένεση τουλάχιστον επί 70 ημέρες. Δεν υπήρξε δόση που να μην
ήταν δραστική. Η γονιμότητα των θηλυκών αρουραίων δεν επηρεάστηκε. Δεν
παρατηρήθηκαν τερατογενετικές επιδράσεις στους αρουραίους και στους
κονίκλους. Χορήγηση remifentanil σε αρουραίους καθ΄όλη τη διάρκεια της
προχωρημένης κύησης και καθ΄όλη τη διάρκεια του θηλασμού δεν επηρέασε
σημαντικά την επιβίωση, την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγική λειτουργία της
πρώτης γενεάς.
Γονοτοξικότητα
Το remifentanil δεν έδειξε θετικά ευρήματα σε μία σειρά in vitro και in vivo
μελετών γονοτοξικότητας, με εξαίρεση την
in vitro
δοκιμασία λεμφώματος tk
ποντικού, το οποίο έδωσε θετικό αποτέλεσμα με μεταβολική ενεργοποίηση.
Αφού τα αποτελέσματα για το λέμφωμα του ποντικού δεν μπόρεσαν να
επιβεβαιωθούν με περαιτέρω in vivo και in vitro δοκιμασίες, η θεραπεία με το
remifentanil δεν θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο γονοτοξικότητας στους
ασθενείς.
Καρκινογένεση
Δεν έχουν γίνει μακροχρόνιες μελέτες καρκινογένεσης.
23
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Γλυκίνη
Υδροχλωρικό οξύ (για τη ρύθμιση του pH)
(μ μ μ pH Υδροξείδιο του νατρίου πορεί να χρησι οποιηθεί για ρύθ ιση του εάν
).χρειάζεται
6.2 Ασυμβατότητες
Το Ultiva θα πρέπει να ανασυστάται και να αραιώνεται μόνο με τα
συνιστώμενα διαλύματα έγχυσης (βλέπε παράγραφο 6.6).
Δεν θα πρέπει να ανασυστάται, αραιώνεται ή να αναμειγνύεται με Lactated
Ringer's ενέσιμο διάλυμα ή Lactated Ringer's και 5% ενέσιμο διάλυμα
γλυκόζης.
Το Ultiva δεν πρέπει να αναμειγνύεται με προποφόλη στον ίδιο σάκο έγχυσης
πριν από τη χορήγηση.
Δεν συνιστάται η χορήγηση Ultiva στην ίδια ενδοφλέβια παροχή
αίματος/ορού/πλάσματος, καθώς μη εξειδικευμένη εστεράση των προϊόντων
αίματος μπορεί να οδηγήσει στην υδρόλυση του remifentanil στον ανενεργό του
μεταβολίτη.
Το Ultiva δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλους θεραπευτικούς παράγοντες
πριν την χορήγηση.
6.3 Διάρκεια ζωής
Φιαλίδια:
Ultiva 1 mg 18 μήνες
Ultiva 2 mg 2 χρόνια
Ultiva 5 mg 3 χρόνια
Ανασυσταθέν διάλυμα:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση του ανασυσταθέντος
διαλύματος, έχει αποδειχθεί για 24 ώρες σε 25
ο
C. Από μικροβιολογική άποψη,
το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι
χρόνοι φύλαξης και οι συνθήκες πριν τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και
κανονικά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες σε 2 έως 8
ο
C, εκτός εάν η
ανασύσταση έλαβε χώρα σε ελεγχόμενες και τεκμηριωμένα άσηπτες συνθήκες.
Αραιωμένο διάλυμα:
Όλα τα αραιωμένα διαλύματα του Ultiva injection/infusion πρέπει να
χρησιμοποιούνται αμέσως. Κάθε μη χρησιμοποιηθέν αραιωμένο διάλυμα πρέπει
να απορρίπτεται,
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 25°C.
24
Για τις συνθήκες φύλαξης μετά την ανασύσταση και την αραίωση βλέπε
παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το Ultiva Injection για ενδοφλέβια χρήση φέρεται σε γυάλινο φιαλίδιο από
καθαρό γυαλί Τύπου Ι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία με ελαστικό
πώμα από βρωμοβουτύλιο και κάλυμμα αλουμινίου :
1 mg λυόφιλη σκόνη σε φιαλίδια των 3 ml σε συσκευασία των 5 φιαλιδίων.
2 mg λυόφιλη σκόνη σε φιαλίδια των 5 ml σε συσκευασία των 5 φιαλιδίων.
5 mg λυόφιλη σκόνη σε φιαλίδια των 10 ml σε συσκευασία των 5 φιαλιδίων.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Το Ultiva πρέπει να ετοιμάζεται για ενδοφλέβια χρήση προσθέτοντας, όπως
πρέπει, 1, 2 ή 5 ml διαλύτη ώστε να παραχθεί ανασυσταθέν ένα διάλυμα, με
συγκέντρωση 1mg/ml remifentanil. Το ανασυσταθέν διάλυμα είναι διαυγές,
άχρωμο και πρακτικά ελεύθερο άλλων υλικών. Μετά την ανασύσταση, ελέγξτε
οπτικά το προϊόν (όπου η συσκευασία το επιτρέπει) για προσμίξεις,
αποχρωματισμό ή φθορά του περιέκτη Το ανασυσταθέν προϊόν προορίζεται για
μία μόνο χρήση. Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει
να απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
Το Ultiva δεν πρέπει να χορηγείται με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση χωρίς
περαιτέρω διάλυση σε συγκεντρώσεις 20-250μg/ml (50μg/ml είναι η
συνιστώμενη αραίωση για ενήλικες και 20-25μg/ml για παιδιά ηλικίας ενός
έτους και άνω).
Το Ultiva δεν πρέπει να χορηγείται με TCI χωρίς περαιτέρω αραίωση (20 έως
50 g/ml είναι η συνιστώμενη αραίωση για το TCI).
Η αραίωση εξαρτάται από τις τεχνικές δυνατότητες του συστήματος έγχυσης
και της αναμενόμενες απαιτήσεις του ασθενούς.
Ένα από τα παρακάτω αναφερόμενα ενδοφλέβια υγρά θα πρέπει να
χρησιμοποιείται για αραίωση:
- Ενέσιμο ύδωρ.
- Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 5%
- Γλυκόζη 5% και ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0.9%
- Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0.9%
- Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0.45%
Μετά την αραίωση, ελέγξτε οπτικά το προϊόν ώστε να σιγουρευτείτε ότι είναι
διαυγές, άχρωμο, πρακτικά χωρίς προσμίξεις και ότι η συσκευασία δεν έχει
φθορές. Κάθε διάλυμα όπου παρατηρηθούν τέτοια ελαττώματα πρέπει να
απορρίπτεται.
Το Ultiva είναι συμβατό με τα παρακάτω αναφερόμενα ενδοφλέβια διαλύματα
όταν χορηγείται με ρέοντα ενδοφλέβιο καθετήρα.
25
- Lactated Ringer's ενέσιμο διάλυμα
- Lactated Ringer's και ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 5%.
Το Ultiva είναι συμβατό με προποφόλη όταν χορηγείται με ρέοντα ενδοφλέβιο
καθετήρα.
Οι Πίνακες 6-11 δίνουν οδηγίες για τους ρυθμούς έγχυσης του Ultiva για
συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση
Πίνακας 6. Ρυθμοί έγχυσης (ml/kg/ώρα) του Ενέσιμου Ultiva
Ρυθμός
Χορήγησης του
Φαρμάκου
Ρυθμός Χορήγησης της Έγχυσης (ml/kg/ώρα)
Για Συγκεντρώσεις Διαλύματος
(μg/kg/min) 20μg/ml
1mg/50ml
25 μg/ml
1mg/40ml
50 μg/ml
1mg/20ml
250μg/ml
10mg/40ml
0,0125 0,038 0,03 0,015 δεν συνιστάται
0,025 0,075 0,06 0,03 δεν συνιστάται
0,05 0,15 0,12 0,06 0,012
0,075 0,23 0,18 0,09 0,018
0,1 0,3 0,24 0,12 0,024
0,15 0,45 0,36 0,18 0,036
0,2 0,6 0,48 0,24 0,048
0,25 0,75 0,6 0,3 0,06
0,5 1,5 1,2 0,6 0,12
0,75 2,25 1,8 0,9 0,18
1,0 3,0 2,4 1,2 0,24
1,25 3,75 3,0 1,5 0,3
1,5 4,5 3,6 1,8 0,36
1,75 5,25 4,2 2,1 0,42
2,0 6,0 4,8 2,4 0,48
26
Πίνακας 7. Ρυθμοί έγχυσης (ml/ώρα) σε Διάλυμα 20μg/ml του Ενέσιμου Ultiva
Ρυθμός Έγχυσης Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min)
5 10 20 30 40 50 60
0,0125 0,188 0,375 0,75 1,125 1,5 1,875 2,25
0,025 0,375 0,75 1,5 2,25 3,0 3,75 4,5
0,05 0,75 1,5 3,0 4,5 6,0 7,5 9,0
0,075 1,125 2,25 4,5 6,75 9,0 11,25 13,5
0,1 1,5 3,0 6,0 9,0 12,0 15,0 18,0
0,15 2,25 4,5 9,0 13,5 18,0 22,5 27,0
0,2 3,0 6,0 12,0 18,0 24,0 30,0 36,0
0,25 3,75 7,5 15,0 22,5 30,0 37,5 45,0
0,3 4,5 9,0 18,0 27,0 36,0 45,0 54,0
0,35 5,25 10,5 21,0 31,5 42,0 52,5 63,0
0,4 6,0 12,0 24,0 36,0 48,0 60,0 72,0
Πίνακας 8. Ρυθμοί έγχυσης (ml/ώρα) σε Διάλυμα 25μg/ml του Ενέσιμου Ultiva
Ρυθμός Έγχυσης Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min) 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100
0,0125 0,3 0,6 0,9 1,2 1,5 1,8 2,1 2,4 2,7 3,0
0,025 0,6 1,2 1,8 2,4 3,0 3,6 4,2 4,8 5,4 6,0
0,05 1,2 2,4 3,6 4,8 6,0 7,2 8,4 9,6 10,8 12,0
0,075 1,8 3,6 5,4 7,2 9,0 10,8 12,6 14,4 16,2 18,0
0,1 2,4 4,8 7,2 9,6 12,0 14,4 16,8 19,2 21,6 24,0
0,15 3,6 7,2 10,8 14,4 18,0 21,6 25,2 28,8 32,4 36,0
0,2 4,8 9,6 14,4 19,2 24,0 28,8 33,6 38,4 43,2 48,0
27
Πίνακας 9. Ρυθμοί έγχυσης (ml/ώρα) σε Διάλυμα 50μg/ml του Ενέσιμου Ultiva
Ρυθμός Έγχυσης Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min) 30 40 50 60 70 80 90 100
0,025 0,9 1,2 1,5 1,8 2,1 2,4 2,7 3,0
0,05 1,8 2,4 3,0 3,6 4,2 4,8 5,4 6,0
0,075 2,7 3,6 4,5 5,4 6,3 7,2 8,1 9,0
0,1 3,6 4,8 6,0 7,2 8,4 9,6 10,8 12,0
0,15 5,4 7,2 9,0 10,8 12,6 14,4 16,2 18,0
0,2 7,2 9,6 12,0 14,4 16,8 19,2 21,6 24,0
0,25 9,0 12,0 15,0 18,0 21,0 24,0 27,0 30,0
0,5 18,0 24,0 30,0 36,0 42,0 48,0 54,0 60,0
0,75 27,0 36,0 45,0 54,0 63,0 72,0 81,0 90,0
1,0 36,0 48,0 60,0 72,0 84,0 96,0 108,0 120,0
1,25 45,0 60,0 75,0 90,0 105,0 120,0 135,0 150,0
1,5 54,0 72,0 90,0 108,0 126,0 144,0 162,0 180,0
1,75 63,0 84,0 105,0 126,0 147,0 168,0 189,0 210,0
2,0 72,0 96,0 120,0 144,0 168,0 192,0 216,0 240,0
Πίνακας 10. Ρυθμοί έγχυσης (ml/ώρα) σε Διάλυμα 250μg/ml του Ενέσιμου
Ultiva
Ρυθμός Έγχυσης Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min)
30 40 50 60 70 80 90 100
0,1 0,72 0,96 1,20 1,44 1,68 1,92 2,16 2,40
0,15 1,08 1,44 1,80 2,16 2,52 2,88 3,24 3,60
0,2 1,44 1,92 2,40 2,88 3,36 3,84 4,32 4,80
0,25 1,80 2,40 3,00 3,60 4,20 4,80 5,40 6,00
0,5 3,60 4,80 6,00 7,20 8,40 9,60 10,80 12,00
0,75 5,40 7,20 9,00 10,80 12,60 14,40 16,20 18,00
1,0 7,20 9,60 12,00 14,40 16,80 19,20 21,60 24,00
1,25 9,00 12,00 15,00 18,00 21,00 24,00 27,00 30,00
1,5 10,80 14,40 18,00 21,60 25,20 28,80 32,40 36,00
1,75 12,60 16,80 21,00 25,20 29,40 33,60 37,80 42,00
2,0 14,40 19,20 24,00 28,80 33,60 38,40 43,20 48,00
28
Ο Πίνακας 11 παρέχει την ισοδύναμη συγκέντρωση remifentanil στο αίμα
χρησιμοποιώντας την μέθοδο TCI για διάφορους ρυθμούς συμβατικώς
ελεγχόμενης έγχυσης σε σταθεροποιημένη κατάσταση
Πίνακας 11. Συγκεντρώσεις remifentanil στο αίμα (ng/ml) που υπολογίζονται
χρησιμοποιώντας το φαρμακοκινητικό μοντέλο Μinto (1997) σε
ένα άνδρα ασθενή 70 kg, 170 cm, 40 ετών για διάφορους ρυθμούς
συμβατικώς ελεγχόμενης έγχυσης (μg/kg/min) σε σταθεροποιημένη
κατάσταση
Ρυθμός έγχυσης Ultiva
(g/kg/min)
Συγκέντρωση Remifentanil στο
αίμα
(ng/ml)*
0.05 1.3
0.10 2.6
0.25 6.3
0.40 10.4
0.50 12.6
1.0 25.2
2.0 50.5
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
GlaxoSmithKline α.ε.β.ε.
Λ. Κηφισίας 266
152 32 Χαλάνδρι
Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
11-6-1996
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
29