πιθανότητα ανοχής, υπεραλγησίας και σχετικών αιμοδυναμικών
μεταβολών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν χρησιμοποιείται σε
μονάδα εντατικής θεραπείας. Πριν από τη διακοπή του Ultiva οι
ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν άλλα αναλγητικά και κατασταλτικά
φάρμακα. Πρέπει να αφήνεται επαρκής χρόνος ώστε να επιτευχθεί το
καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα με ένα μακράς δράσης
αναλγητικό. Η επιλογή του αναλγητικού, της δόσης και του χρόνου
χορήγησης θα πρέπει να προγραμματίζεται και να ρυθμίζεται
ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενή, το είδος της επέμβασης και το
επίπεδο της μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Όταν άλλα οπιοειδή
χορηγούνται στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς άλλη
αναλγητική αγωγή μετεγχειρητικής αναλγησίας, πρέπει πάντα να
αξιολογείται το όφελος από την εξασφάλιση της έναντι του πιθανού
κινδύνου αναπνευστικής καταστολής με αυτούς τους παράγοντες.
Διακοπή της θεραπείας
Σπανίως έχουν αναφερθεί συμπτώματα μετά την απότομη διακοπή του
remifentanil περιλαμβανομένης ταχυκαρδίας, υπέρτασης και διέγερσης,
ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένη χορήγηση για περισσότερο από 3 ημέρες. Στις
περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, η επαναχορήγηση και η σταδιακή μείωση της
έγχυσης είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Η χορήγηση του Ultiva σε ασθενείς με
μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας δεν συνιστάται για
διάστημα μεγαλύτερο των 3 ημερών.
Μυϊκή δυσκαμψία - πρόληψη και αντιμετώπιση
Με τις συνιστώμενες δόσεις μπορεί να εμφανισθεί μυϊκή δυσκαμψία. Όπως και
με άλλα οπιοειδή η συχνότητα της μυϊκής δυσκαμψίας σχετίζεται με τη
δοσολογία και το ρυθμό χορήγησης. Επομένως, θα πρέπει να χορηγείται βραδεία
ενδοφλέβια ένεση σε χρόνο όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων.
Μυϊκή δυσκαμψία που προκαλείται από το remifentanil θα πρέπει να
θεραπεύεται στο πλαίσιο της κλινικής κατάστασης του ασθενή με κατάλληλα
υποστηρικτικά μέσα. Αν κατά τη διάρκεια της αναισθησίας προκύψει
υπερβολική μυϊκή δυσκαμψία, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με τη χορήγηση
νευρομυϊκών αποκλειστών και / ή επιπροσθέτων υπνωτικών φαρμάκων. Μυϊκή
δυσκαμψία που διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια χρήσης του remifentanil σαν
αναλγητικό, αντιμετωπίζεται με τη διακοπή ή τη μείωση του ρυθμού της
χορήγησης του remifentanil. Λύση της μυϊκής δυσκαμψίας μετά τη διακοπή
έγχυσης remifentanil επέρχεται σε λίγα λεπτά της ώρας. Εναλλακτικά, μπορεί
να χορηγηθεί ένας ανταγωνιστής των οπιοειδών, αυτό όμως δυνατόν να
αντιστρέψει ή να μειώσει την αναλγητική δράση του remifentanil.
Αναπνευστική καταστολή - πρόληψη και αντιμετώπιση
Όπως με όλα τα ισχυρά οπιοειδή, η έντονη αναλγησία συνοδεύεται από έκδηλη
αναπνευστική καταστολή. Επομένως το remifentanil θα πρέπει να
χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους όπου υπάρχει δυνατότητα για τη διάγνωση και
την αντιμετώπιση της αναπνευστικής καταστολής. Χρειάζεται ειδική φροντίδα
για τους ασθενείς με αναπνευστική δυσλειτουργία. Η εμφάνιση αναπνευστικής
καταστολής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κατάλληλα συμπεριλαμβανομένης
της μείωσης του ρυθμού έγχυσης κατά 50% ή της προσωρινής διακοπής της
έγχυσης. Σε αντίθεση με άλλα ανάλογα της φαιντανύλης, το remifentanil δεν
έχει δείξει να προκαλεί υποτροπιάζοντα επεισόδια αναπνευστικής καταστολής
ακόμη και μετά από παρατεταμένη χορήγηση. Εν τούτοις, δεδομένου ότι πολλοί
παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν τη μετεγχειρητική ανάνηψη, είναι σημαντικό