
Προβενεσίδη ή σουλφινοπυραζόνη συνεπάγεται μείωση της ουρικοαπεκκριτικής
δράσης των τελευταίων.
Απορροφήσιμα αντιόξινα, σε θεραπευτικές δόσεις, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα
αύξηση του βαθμού κάθαρσης των σαλικυλικών και μείωση της αποτελεσματικότητάς
τους.
Μη απορροφήσιμα αντιόξινα μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα την αναστολή
απορρόφησης του ΑΣΟ και μείωση της σχέσης του προς το σαλικυλικό οξύ στο
πλάσμα.
Οξινοποιητικά των ούρων (π.χ βιταμίνη C), συνεπάγεται μείωση της αποβολής των
σαλικυλικών από τους νεφρούς.
Φουροσεμίδη μπορεί να προκαλεί δηλητηρίαση από σαλικυλικά (ακόμα και με
μικρότερες αναλογικά δόσεις των τελευταίων) ενώ παράλληλα μπορεί να μειωθεί η
νατριοδιουρητική δράση της φουροσεμίδης.
Σπειρονολακτόνη μπορεί να συνεπάγεται μείωση της διουρητικής δράσης της
τελευταίας
Μετοκλοπραμίδη συνεπάγεται αύξηση της απορρόφησης τους.
Αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένους
κινδύνους τοξικής επίδρασης από τα σαλικυλικά εξαιτίας των διαταραχών της
οξεοβασικής ισορροπίας που προκαλούν οι πρώτοι.
Ταυτόχρονη χρήση του φαρμάκου με κινιδίνες μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα κινιδίνης
στον ορό και να οδηγήσει σε υπερδοσολογία κινιδίνης.
Σε σύγχρονη χορήγηση του φαρμάκου με τετρακυκλίνες αναστέλλεται η απορρόφησή
τους (πλην της δοξοκυκλίνης και πιθανώς της μινοκυκλίνης). Επίσης μπορεί να
καθυστερήσει ή και να μειωθεί η απορρόφηση και άλλων φαρμάκων (αντιχολινεργικών,
σιμετιδίνης, ισονιαζίδης, αλάτων σιδήρου, καρβενοξολόνης, διγιτοξίνης,
φαινοβαρβιτάλης) ή να διαταραχθεί η απορρόφηση της βαρφαρίνης και φαινινδιόνης.
Αντιόξινα που περιέχουν αργίλιο μπορεί να παρεμποδίζουν την κανονική απορρόφηση
των Η
2
-ανταγωνιστών, της ατενολόλης, της χλωροκίνης, των κυκλινών, της
διφλουνιζάλης, της διγοξίνης, των διφωσφωνικών, της εθαμβουτόλης, των
φθοριοκινολονών, του φθοριούχου νατρίου, των γλυκοκορτικοειδών, της ινδομεθακίνης,
της ισονιαζίδης, του kayexalate (νατριούχο πολυστυρένιο), της κετοκοναζόλης, των
λινκοζαμιδών, της μετοπρολόλης, της φαινοθειαζίνης, των νευροληπτικών, της
πενικιλαμίνης, της προπρανολόνης, των αλάτων σιδήρου.
Η σύγχρονη χορήγηση του φαρμάκου με τα επόμενα φάρμακα μειώνει τη δραστικότητά
τους:
Βενζοδιαζεπίνες, καπτοπρίλη, κορτικοστεροειδή, φθοριοκινολόνες, ανταγωνιστές Η
2
υποδοχέων ισταμίνης, υδαντοΐνες, κετοκοναζόλη, πενικιλλαμίνη, φαινοθειαζίνες,
σαλικυλικά και τικλοπιδίνη.
Αντίθετα, η σύγχρονη χορήγηση του φαρμάκου με τα επόμενα φάρμακα αυξάνει τη
δράση τους:
Levodopa, σουλφονυλουρίες και βαλπροϊκό νάτριο. Τα οξεικά άλατα αυξάνουν την
απορρόφηση και ως εκ τούτου την τοξικότητα των ιόντων του αργιλίου. Με τις
ιονανταλλακτικές ρητίνες, sodium polystyrene sulfonate, μπορεί να προκαλέσει
μεταβολική αλκάλωση σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Όταν το Ponotex χορηγείται με φάρμακο με το οποίο έχει αλληλεπίδραση (βλ.
ανωτέρω φάρμακα), πρέπει να μεσολαβεί χρονικό διάστημα τουλάχιστον 2 ωρών (4
ωρών για τις φθοριοκινολόνες) ώστε να βοηθήσει στην αποφυγή ανεπιθύμητων
φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων.
Το υδροξείδιο του αργιλίου και τα κιτρικά μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα
αργιλίου, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να έχει ανεπιθύμητη
επίδραση στην κύηση και/ή στην ανάπτυξη του εμβρύου. Δεδομένα επιδημιολογικών