
μετά από λήψη ακετυλοσαλικυλικού οξέως ή άλλου μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους φαρμάκου.
Τοπικά χρησιμοποιούμενο μπορεί να επιβραδύνει την επούλωση του κερατοειδούς, επομένως
χρειάζονται ιδιαίτερες προφυλάξεις σε άτομα με ερπητική κερατίτιδα.
Στις μικροβιακές επιπεφυκίτιδες δίνεται με αντιβιοτικά κολλύρια αφού εκτιμηθεί η κλινική εικόνα.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Το Fluroptic δεν επιδρά, όπως φαίνεται από τις κλινικές και πειραματικές μελέτες, στην δράση της
χλωριούχου ακετυλχολίνης που χρησιμοποιείται στις χειρουργικές επεμβάσεις. Δεν προλαμβάνει την
αύξηση της ΙΟΡ (ενδοφθάλμιας πίεσης) που προκαλούν τα κορτικοστεροειδή. Σε συνδυασμό με
ορισμένα τοπικά αναισθητικά αυξάνει το μυωτικό αποτέλεσμα, όπως έδειξαν μελέτες στα
πειραματόζωα.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Καθυστερεί τον τοκετό, παρατείνει την κύηση, μειώνει το βάρος και ελαφρά επιβραδύνει την ανάπτυξη
σε ποντικούς.
Δεν είναι γνωστό αν εκκρίνεται στο γάλα. Για τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών σε γαλουχούμενα
βρέφη, είναι προτιμότερη η διακοπή του φαρμάκου ή του θηλασμού, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την
ωφέλεια της μητέρας.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Κατά την τοπική χρήση φλουρβιπροφαίνης νατριούχου, στον οφθαλμό, παρατηρείται ήπιο αίσθημα
νυγμών ή καύσου και γενικής ενοχλήσεως, με σύντομη διάρκεια στους περισσότερους ασθενείς.
Χρησιμοποιείται με προσοχή σε άτομα με αύξηση του χρόνου ροής/πήξεως γιατί αναστέλλει τη
συσσώρευση των αιμοπεταλίων και παρατείνει το χρόνο αιμορραγίας μετά από συστηματική τοπική
απορρόφηση. Μπορεί να καθυστερήσει την επούλωση τραύματος του κερατοειδούς.
4.9. Υπερδοσολογία
Αύξηση των ενσταλάξεων στον οφθαλμό δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Αν χρησιμοποιηθεί per os, πρέπει να ληφθούν μέτρα αραιώσεως του φαρμάκου στο στομάχι με την
κατάποση υγρών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η νατριούχος φλουρβιπροφαίνη ανήκει στα παράγωγα του προπιονικού οξέος. Σαν μη στεροειδής
αντιφλεγμονώδης παράγων έχει αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση. Πολλές από τις
δράσεις του φαρμάκου συνδέονται με την παρεμπόδιση της συνθέσεως των προσταγλανδινών στους
ιστούς, δια την αναστολή της κυκλο-οξυγενάσης, ενός ενζύμου που δρα καταλυτικά στο σχηματισμό
των προδρόμων ουσιών των προσταγλανδινών, των ενδοπεροξειδασών, από το αραχιδονικό οξύ. Μετά
από τοπική ενστάλαξη η φλουρβιπροφαίνη αναστέλλει ή περιορίζει τη μύση και πιθανώς μερικές
εκδηλώσεις φλεγμονής κατά το διεγχειρητικό ή άλλο τραυματισμό, όπως αγγειοδιαστολή, αυξημένη
ενδοφθάλμια πίεση, λευκοκυττάρωση, διάσπαση του φραγμού αίματος - υδατοειδούς και αύξηση της
διαπερατότητας των αγγείων.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες