ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Tarka
®
180 mg/2 mg καψάκια ελεγχόμενης αποδέσμευσης
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης περιέχει 180 mg verapamil hydrochloride και
2 mg trandolapril.
Έκδοχo με γνωστή δράση:
Κάθε καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης περιέχει 54,50 mg lactose monohydrate.
Κάθε καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης περιέχει 25,73 mg νατρίου.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλέπε παράγραφο 6.1
.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης
Αδιαφανές χρώματος ανοικτού ροζ
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
To Tarka 180 mg/2 mg ενδείκνυται για τη θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης
σε ενήλικες, σε ασθενείς των οποίων η αρτηριακή πίεση έχει εξομαλυνθεί με τη
χρήση των επί μέρους συστατικών του προϊόντος στην ίδια αναλογία δόσεων.
Αναφερθείτε στην παράγραφο 4.4 (ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
κατά τη χρήση).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η συνήθης δόση είναι ένα καψάκιο μία φορά την ημέρα, λαμβανόμενο το πρωί
πριν, με ή μετά το πρόγευμα.
Ηλικιωμένοι: Καθώς η συστηματική διαθεσιμότητα είναι υψηλότερη στους
ηλικιωμένους ασθενείς έναντι των νεότερων υπερτασικών ασθενών, είναι
πιθανό σε μερικούς ηλικιωμένους ασθενείς να εμφανιστεί μία πιο έντονη πτώση
της αρτηριακής πίεσης (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία: Το Τarka αντενδείκνυται σε περιπτώσεις
σοβαρής νεφρικής δυσλειτουργίας (βλέπε παράγραφο 4.3).
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία: Η χρήση του Τarka δε συνιστάται σε
ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Επίσης, το Τarka αντενδείκνυται σε
ασθενείς που πάσχουν από κίρρωση του ήπατος με ασκίτη (βλέπε παραγράφους
4.3 και 4.4).
1
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Tarka αντενδείκνυται σε παιδιά και εφήβους (κάτω των 18 ετών) (βλέπε
επίσης παράγραφο 4.3).
Τρόπος χορήγησης
Τα καψάκια πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα.
4.3 Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες, κάθε άλλο αναστολέα του ΜΕΑ ή
σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1
- Iστορικό αγγειονευρωτικού οιδήματος που σχετίζεται με προηγούμενη
θεραπευτική αγωγή με αναστολέα του ΜΕΑ
- Κληρονομικό/ιδιοπαθές αγγειονευρωτικό οίδημα
- Καρδιογενής καταπληξία
- Επιπλεγμένο πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου
- Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου ή 3ου βαθμού χωρίς λειτουργούντα
βηματοδότη
- Φλεβοκομβοκολπικός αποκλεισμός
- Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου σε ασθενείς χωρίς λειτουργούντα
βηματοδότη
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
- Κολπικός πτερυγισμός/μαρμαρυγή σε συνδυασμό με ύπαρξη
παρακαμπτήριας οδού (π.χ. σύνδρομο-WPW, σύνδρομο Lown-Ganong-Levine)
- Συνδυασμός με ιβαμπραδίνη (βλέπε παράγραφο 4.5)
- Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <30 mL/min)
- Aιμοκάθαρση
- Κίρρωση του ήπατος με ασκίτη
- Στένωση της αορτής ή της μιτροειδούς, υπερτροφική αποφρακτική
μυοκαρδιοπάθεια
- Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός
- Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κύησης (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.6)
- Χρήση σε παιδιά και εφήβους (κάτω των 18 ετών)
- Ασθενείς στους οποίους χορηγούνται ταυτόχρονα ενδοφλέβιοι ανταγωνιστές
των β-αδρενεργικών υποδοχέων (εξαίρεση: μονάδα εντατικής θεραπείας)
- Η ταυτόχρονη χρήση του Tarka με προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία
(GFR < 60 ml/min/1,73 m
2
) (βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Συμπτωματική Υπόταση:
Κάτω από ορισμένες συνθήκες, το Τarka μπορεί, ενίοτε, να προκαλέσει
συμπτωματική υπόταση. Αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν οι ασθενείς των οποίων το
σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) βρίσκεται σε διέγερση
(για παράδειγμα επί υποογκαιμίας ή έλλειψης άλατος λόγω θεραπείας με
διουρητικά, δίαιτας πτωχής σε νάτριο, αιμοκάθαρσης, αφυδάτωσης, διάρροιας ή
εμέτων, επί μειωμένης λειτουργικότητας της αριστεράς κοιλίας και επί
νεφραγγειακής υπέρτασης).
Στις περιπτώσεις αυτές, η υποογκαιμία ή η έλλειψη άλατος πρέπει να
διορθώνονται πριν από την έναρξη της θεραπείας, ενώ είναι προτιμότερο η
έναρξη της θεραπείας να πραγματοποιείται σε νοσοκομειακό περιβάλλον.
Ασθενείς που εμφανίζουν υπόταση κατά τη διάρκεια ρύθμισης της δόσης, πρέπει
να τοποθετούνται σε κατάκλιση, ενώ μπορεί να απαιτηθεί αύξηση του όγκου του
2
αίματός τους με από του στόματος λήψη υγρών ή φυσιολογικού ορού
ενδοφλεβίως. Μετά από επιτυχή αντιμετώπιση της υποογκαιμίας και της
υπότασης, η συνέχιση της θεραπείας με το Τarka είναι συνήθως δυνατή.
Κατά τη διάρκεια της έναρξης της θεραπείας και της ρύθμισης της δόσης
απαιτείται στενή παρακολούθηση σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια ή
αγγειοεγκεφαλική νόσο στους οποίους είναι πιθανό να παρατηρηθεί εκτεταμένη
πτώση της αρτηριακής πίεσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του
μυοκαρδίου ή σε αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο.
Νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε επίσης παράγραφο 4.3):
Σε περιπτώσεις μέτριας νεφρικής δυσλειτουργίας, οι ασθενείς απαιτείται να
παρακολουθούν τη νεφρική τους λειτουργία. Σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία, το Tarka είναι δυνατόν να προκαλέσει υπερκαλιαιμία. Μπορεί να
παρατηρηθεί οξεία επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας (οξεία νεφρική
ανεπάρκεια) ιδιαίτερα σε άτομα με προϋπάρχουσα νεφρική δυσλειτουργία.
Η βεραπαμίλη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με την αιμοκάθαρση.
Νεφραγγειακή υπέρταση
Δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία με το Tarka στη δευτεροπαθή υπέρταση και
ειδικότερα στη νεφραγγειακή υπέρταση. Έτσι, το Tarka δεν πρέπει να χορηγείται
στους ασθενείς αυτούς. Σε ορισμένους ασθενείς με προηγούμενη ετερόπλευρη ή
αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε
θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, έχει
παρατηρηθεί αύξηση στην ουρία αίματος και την κρεατινίνη του ορού, που είναι
συνήθως αναστρέψιμη με τη διακοπή της θεραπείας. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό
σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Εάν υπάρχει και νεφραγγειακή υπέρταση,
υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής ανεπάρκειας.
Πρωτεϊνουρία:
Μπορεί να παρουσιασθεί πρωτεϊνουρία, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
νεφρική δυσλειτουργία ή όταν χορηγούνται σχετικά υψηλές δόσεις αναστολέων
του ΜΕΑ.
Διαβητικοί ασθενείς:
Σε διαβητικούς ασθενείς στους οποίους χορηγούνται από του στόματος
αντιδιαβητικοί παράγοντες ή ινσουλίνη, θα πρέπει να υπάρχει συχνός
γλυκαιμικός έλεγχος κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της θεραπείας με ένα
ΜΕΑ αναστολέα (βλέπε παράγραφο 4.5).
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης – αγγειοτενσίνης – αλδοστερόνης
(RA A S)
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών
των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (περιλαμβανομένης της
οξείας νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης δεν συνιστάται (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό θα
πρέπει να λάβει χώρα μόνο κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής
πίεσης.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
3
Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία:
Λόγω έλλειψης επαρκούς θεραπευτικής εμπειρίας, στους ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία, δε συνιστάται η χορήγηση του Tarka. Το Τarka
αντενδείκνυται σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρή κίρρωση του ήπατος με
ασκίτη (βλέπε επίσης παράγραφο 4.3). Πολύ σπάνια, η θεραπεία με έναν
αναστολέα του ΜΕΑ έχει συνδεθεί με ένα σύνδρομο το οποίο ξεκινά με
χολοστατικό ίκτερο ή ηπατίτιδα και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο νέκρωση και
μερικές φορές σε θάνατο. Ο μηχανισμός αυτού του συνδρόμου δεν είναι πλήρως
κατανοητός. Οι ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν Τarka και αναπτύσσουν ίκτερο ή
σημαντική αύξηση των ηπατικών ενζύμων θα πρέπει να διακόψουν το Τarka και να
τεθούν υπό ιατρική παρακολούθηση.
Αγγειονευρωτικό οίδημα:
Σπάνια, η χορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ (όπως η τραντολαπρίλη) μπορεί να
προκαλέσει την εμφάνιση αγγειονευρωτικού οίδηματος που περιλαμβάνει οίδημα
του προσώπου, των άκρων, της γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα.
Σ’αυτή την περίπτωση, η χορήγηση της τραντολαπρίλης διακόπτεται αμέσως και
ο ασθενής παρακολουθείται μέχρι την αποδρομή του οιδήματος.
Όταν το αγγειονευρωτικό οίδημα περιορίζεται μόνο στο πρόσωπο, υποχωρεί
συνήθως χωρίς άλλη θεραπεία. Ο συνδυασμός όμως οιδήματος του προσώπου με
οίδημα της γλωττίδας, μπορεί να είναι απειλητικός για τη ζωή, λόγω κινδύνου
απόφραξης των αεροφόρων οδών.
Έχει βρεθεί ότι, η επίπτωση του αγγειονευρωτικού οιδήματος είναι υψηλότερη
στους μαύρους ασθενείς υπό αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ σε σύγκριση με
άλλους ασθενείς.
Επί αγγειονευρωτικού οιδήματος της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα,
πρέπει να χορηγηθεί αμέσως στον άρρωστο 0,3-0,5 mL διαλύματος επινεφρίνης
(1:1000) υποδορίως, μαζί με άλλα κατάλληλα θεραπευτικά μέτρα.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με ιστορικό ιδιοπαθούς
αγγειονευρωτικού οιδήματος. Το Τarka αντενδείκνυται σε άτομα που εμφάνισαν
αγγειονευρωτικό οίδημα ως ανεπιθύμητη ενέργεια, από τη λήψη κάποιου άλλου
αναστολέα του ΜΕΑ (βλέπε επίσης παράγραφο 4.3).
Αγγειοοίδημα του εντέρου:
Αγγειοοίδημα του εντέρου έχει επίσης αναφερθεί σε ασθενείς υπό αγωγή με
αναστολείς του ΜΕΑ. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς υπό αγωγή
με τραντολαπρίλη που παρουσιάζουν κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία ή έμετο).
Ουδετεροπενία/ακοκκιοκυτταραιμία:
Ο κίνδυνος ουδετεροπενίας φαίνεται να σχετίζεται με τη δόση και τον τύπο και
εξαρτάται από την κλινική κατάσταση του ασθενούς. Εμφανίζεται σπάνια σε
ασθενείς χωρίς άλλα συνοδά προβλήματα υγείας, αλλά μπορεί να παρουσιασθεί
σε ασθενείς με κάποιο βαθμό νεφρικής δυσλειτουργίας ιδιαίτερα όταν
συνοδεύεται από νόσο του κολλαγόνου, όπως π.χ. συστηματικό ερυθηματώδη
λύκο, σκληρόδερμα και θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Η κατάσταση
είναι αναστρέψιμη μετά τη διακοπή του αναστολέα του ΜΕΑ.
Βήχας:
Κατά τη διάρκεια της αγωγής με αναστολέα του ΜΕΑ μπορεί να εμφανιστεί ξηρός
και μη παραγωγικός βήχας, ο οποίος εξαφανίζεται μετά τη διακοπή της αγωγής.
Υπερκαλιαιμία:
4
Κατά τη διάρκεια της αγωγής με έναν αναστολέα του ΜΕΑ μπορεί να εμφανιστεί
υπερκαλιαιμία, ειδικά επί παρουσίας νεφρικής και/ή καρδιακής ανεπάρκειας. Τα
συμπληρώματα του καλίου ή τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά γενικά δε
συνιστώνται, επειδή μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επιπέδων
του καλίου στο πλάσμα. Εάν όμως η ταυτόχρονη χορήγηση των προαναφερθέντων
φαρμάκων θεωρείται απαραίτητη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με συχνή
παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου του ορού.
Ηλικιωμένοι:
Το Tarka έχει μελετηθεί μόνο σε περιορισμένο αριθμό ηλικιωμένων υπερτασικών.
Τα φαρμακοκινητικά δεδομένα δείχνουν ότι η συστηματική διαθεσιμότητα του
Tarka είναι υψηλότερη στους ηλικιωμένους συγκριτικά με τους νεώτερους
υπερτασικούς ασθενείς. Ορισμένοι ηλικιωμένοι ασθενείς, μπορεί να
παρουσιάσουν εντονότερη πτώση της αρτηριακής πίεσης σε σχέση με άλλους.
Συνιστάται ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας με την έναρξη της θεραπείας.
Χειρουργικοί ασθενείς:
Επί χορήγησης γενικής αναισθησίας σε σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις, οι
αναστολείς του MEA μπορεί να προκαλέσουν υπόταση, η οποία ελέγχεται με τη
χρήση υποκατάστατων του πλάσματος.
Καρδιακή ανεπάρκεια:
Σε ασθενείς με προηγούμενα επεισόδια καρδιακής ανεπάρκειας, το κλάσμα
εξώθησης πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 35% πριν την έναρξη της θεραπείας με
Tarka και οι ασθενείς πρέπει να εξετάζονται από την αρχή μέχρι το τέλος της
θεραπείας.
Καρδιακός αποκλεισμός/πρώτου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός:
Η βεραπαμίλη επηρεάζει τον κολποκοιλιακό κόμβο και τον φλεβόκομβο και
παρατείνει το χρόνο κολποκοιλιακής αγωγιμότητας. Οι θεραπείες πρέπει να
γίνονται με προσοχή σε ασθενείς με πρώτου βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό.
Παρακαλώ λάβετε υπόψη ότι ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός δεύτερου και τρίτου
βαθμού αποτελεί αντένδειξη για το φάρμακο (βλέπε παράγραφο 4.3).
Βραδυκαρδία:
Το Tarka πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με βραδυκαρδία.
Διαταραχές στη νευρομυϊκή μεταβίβαση:
Το Tarka πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με παθήσεις στις οποίες
είναι επηρεασμένη η νευρομυϊκή μεταβίβαση (μυασθένεια gravis, σύνδρομο Lambert-
Eaton, προχωρημένη μυϊκή δυστροφία Duchenne).
Απευαισθητοποίηση:
Οι ασθενείς υπό απευαισθητοποίηση έναντι δηλητηρίων των υμενοπτέρων που
λαμβάνουν ταυτόχρονα και έναν αναστολέα του ΜΕΑ, μπορεί να παρουσιάσουν
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις (ενίοτε απειλητικές για τη ζωή).
LDL -αφαίρεση:
Σε ασθενείς υπό αγωγή με αναστολέα του ΜΕΑ και σύγχρονη LDL-αφαίρεση
έχουν παρατηρηθεί απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις.
Η εκτίμηση των ασθενών πρέπει να περιλαμβάνει έλεγχο της νεφρικής τους
λειτουργίας, πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
5
Πριν από τη χορήγηση της επόμενης δόσης του φαρμάκου, πρέπει πάντα να
μετράται η αρτηριακή πίεση για την εκτίμηση της θεραπευτικής απόκρισης στο
Tarka.
Λακτόζη:
Τα ελεγχόμενης αποδέσμευσης καψάκια Τarka 180 mg/2 mg περιέχουν λακτόζη.
Κάθε καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης περιέχει 54,50 mg lactose monohydrate. Οι
ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη,
έλλειψης λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης δε θα πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
Νάτριο:
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 1,12 mmol (ή 25,73 mg) νατρίου ανά δόση.
Να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε ελεγχόμενη δίαιτα νατρίου.
Λίθιο:
Ο συνδυασμός λιθίου και Tarka δε συνιστάται (βλέπε παράγραφο 4.5).
Διγοξίνη:
Έχει αναφερθεί ότι η ταυτόχρονη χρήση διγοξίνης και βεραπαμίλης οδηγεί σε
υψηλότερες συγκεντρώσεις διγοξίνης στο πλάσμα (βλέπε παράγραφο 4.5). Εάν
απαιτείται η συγχορήγηση, πρέπει να μειωθεί η δόση της διγοξίνης.
Αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης («στατίνες»):
Έχει αναφερθεί ότι η ταυτόχρονη χορήγηση βεραπαμίλης και υψηλών δόσεων
σιμβαστατίνης αυξάνει τον κίνδυνο μυοπάθειας/ραβδομυόλυσης. Η δόση της
σιμβαστατίνης (και άλλων στατινών που μεταβολίζονται από το CYP3A4, όπως η
ατορβαστατίνη και η λοβαστατίνη) θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα (βλέπε
παράγραφο 4.5).
Κύηση:
Οι αναστολείς ΜΕΑ δε θα πρέπει να δίνονται κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός
από την περίπτωση κατά την οποία οι αναστολείς ΜΕΑ θεωρούνται πολύ
σημαντικοί, οι ασθενείς οι οποίες σκοπεύουν να μείνουν έγκυες θα πρέπει να
λάβουν εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες οι οποίες έχουν ένα
τεκμηριωμένο προφίλ ασφάλειας για χρήση στην κύηση. Όταν η κύηση έχει
διαγνωστεί, η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να διακοπεί άμεσα, και,
εάν απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινήσει εναλλακτική θεραπεία (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.6).
Γαλουχία:
Η χρήση του Tarka δε συνιστάται σε γυναίκες οι οποίες θηλάζουν (βλέπε
παράγραφο 4.6).
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα μπορεί να συμβούν σαν
αποτέλεσμα της φαρμακοδυναμικής ή φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης ή
συνδυασμού και των δύο. Σε περιπτώσεις που τα περιστατικά σχετίζονται και με
τις φαρμακοδυναμικές και με τις φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις,
συμπεριλαμβάνεται μία συνδυασμένη αναφορά στις σχετικές παραγράφους.
Μη συνιστώμενος συνδυασμός
- Καλιοσυντηρητικά διουρητικά ή συμπληρώματα καλίου:
οι αναστολείς του
ΜΕΑ μετριάζουν την προκαλούμενη από τα διουρητικά απώλεια καλίου. Τα
6
καλιοσυντηρητικά διουρητικά (π.χ. σπειρονολακτόνη, τριαμτερένη ή
αμιλορίδη), τα συμπληρώματα καλίου ή τα υποκατάστατα αλάτων που
περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του καλίου του
ορού, ιδιαίτερα επί νεφρικής δυσλειτουργίας. Εάν η ταυτόχρονη χορήγηση
ενδείκνυται λόγω αποδεδειγμένης υποκαλιαιμίας, τα ανωτέρω θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή και με συχνή μέτρηση του καλίου του ορού.
- Αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένη:
Τα δεδομένα από
κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του συστήματος
ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της συνδυασμένης χρήσης
αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή
αλισκιρένης συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα ανεπιθυμήτων συμβάντων
όπως η υπόταση, η υπερκαλιαιμία και η μειωμένη νεφρική λειτουργία
(περιλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) σε σύγκριση με τη χρήση
ενός μόνου παράγοντα που δρα στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-
αλδοστερόνης (RAAS) (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.1).
- Δαντρολένη:
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση βεραπαμίλης με δαντρολένη.
- Ιβαμπραδίνη:
Η ταυτόχρονη χρήση με ιβαμπραδίνη αντενδείκνυται λόγω της
επιπλέον μείωσης της καρδιακής συχνότητας εξαιτίας της επίδρασης της
βεραπαμίλης στη δράση της ιβαμπραδίνης (βλέπε παράγραφο 4.3)
- Λίθιο:
υπάρχουν αναφορές τόσο αύξησης όσο και μείωσης της δράσης του
λιθίου κατά την ταυτόχρονη χορήγησή του με βεραπαμίλη. Η ταυτόχρονη
χορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ με λίθιο μπορεί να ελαττώσει την απέκκριση
του λιθίου. Τα επίπεδα, επομένως, του λιθίου στον ορό θα πρέπει να
παρακολουθούνται συχνά (βλέπε παράγραφο 4.4).
- Ενδοφλέβιοι βήτα-αποκλειστές
δεν θα πρέπει να χορηγούνται κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με Tarka (βλέπε παράγραφο 4.3). Ο συνδυασμός βεραπαμίλης με
βήτα-αποκλειστές μπορεί να προκαλέσει σοβαρή διαταραχή της
κολποκοιλιακής αγωγιμότητας, η οποία σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να
οδηγήσει σε σοβαρή βραδυκαρδία. Είναι πιθανό να προκύψει σοβαρή καρδιακή
καταστολή.
-
Η
κολχικίνη
είναι ένα υπόστρωμα τόσο του CYP3A όσο και του μεταφορέα
εκροής, την Ρ-γλυκοπρωτεΐνη (P-gp). Η βεραπαμίλη είναι γνωστό ότι
αναστέλλει το CYP3A και την P-gp. Όταν η βεραπαμίλη και η κολχικίνη
χορηγούνται μαζί, η αναστολή των P-gp και/ή CYP3A από τη βεραπαμίλη
μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη έκθεση στην κολχικίνη. Η συνδυασμένη χρήση
δε συνιστάται.
-
Χρυσός: Οι νιτριτοειδείς αντιδράσεις (τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έξαψη,
ναυτία, έμετο και υπόταση) έχουν αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς υπό θεραπεία
με ενέσιμο χρυσό (χρυσοθειομηλικό νάτριο) και ταυτόχρονη θεραπεία με
αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του Tarka.
Προσοχή στη χρήση
- Αντιυπερτασικά φαρμακευτικά προϊόντα:
ενίσχυση της υποτασικής δράσης του
Tarka (βλέπε Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη Βεραπαμίλη).
- Διουρητικά:
ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά και ιδιαίτερα όσοι είναι
υποογκαιμικοί και/ή παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα άλατος, μπορεί να
παρουσιάσουν υπερβολική πτώση της αρτηριακής πίεσης μετά την έναρξη της
θεραπείας με ένα αναστολέα του ΜΕΑ. Η πιθανότητα μιας τέτοιας υποτασικής
7
δράσης μπορεί να μειωθεί με τη διακοπή του διουρητικού, με την αύξηση του
όγκου του αίματος ή με την αυξημένη λήψη άλατος πριν από τη χορήγηση του
φαρμάκου, καθώς και με την έναρξη της θεραπείας με χαμηλότερες δόσεις.
Περαιτέρω αυξήσεις στη δοσολογία θα πρέπει να πραγματοποιούνται με
προσοχή.
- Αναισθητικά:
το Tarka μπορεί να ενισχύσει την υποτασική δράση ορισμένων
αναισθητικών φαρμακευτικών προϊόντων.
- Ναρκωτικά/αντιψυχωσικά:
μπορεί να εμφανιστεί ορθοστατική υπόταση.
- Ηρεμιστικά/αντικαταθλιπτικά
: όπως και με όλα τα αντιυπερτασικά, ο
συνδυασμός του Tarka με ένα μείζον ηρεμιστικό ή αντικαταθλιπτικό που
περιέχει
ιμιπραμίνη
, αυξάνει τον κίνδυνο ορθοστατικής υπότασης (βλέπε
Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη Bεραπαμίλη).
- Αλλοπουρινόλη, κυτταροστατικά ή ανοσοκατασταλτικά φαρμακευτικά
προϊόντα, συστηματικά κορτικοστεροειδή ή προκαϊναμίδη:
η ταυτόχρονη
χορήγηση με αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης λευκοπενίας (βλέπε Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη
Bεραπαμίλη).
- Καρδιοκατασταλτικά φαρμακευτικά προϊόντα:
η ταυτόχρονη χορήγηση
βεραπαμίλης με καρδιοκατασταλτικά, δηλ. φαρμακευτικά προϊόντα που
αναστέλλουν την παραγωγή και αγωγή των καρδιακών ώσεων (π.χ. β-
αδρενεργικοί αναστολείς, αντιαρρυθμικοί παράγοντες, εισπνεόμενα
αναισθητικά), μπορεί να προκαλέσει αθροιστικές ανεπιθύμητες ενέργειες
(βλέπε Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη Bεραπαμίλη).
- Κινιδίνη
: σε ασθενείς με υπερτροφική (αποφρακτική) μυοκαρδιοπάθεια, έχει
αναφερθεί μικρός αριθμός περιστατικών υπότασης και πνευμονικού οιδήματος,
μετά από ταυτόχρονη χορήγηση κινιδίνης και βεραπαμίλης από το στόμα
(βλέπε Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη Βεραπαμίλη).
- Διγοξίνη και Διγιτοξίνη
: κατά την ταυτόχρονη χορήγηση βεραπαμίλης με
διγοξίνη έχουν αναφερθεί αυξήσεις των επιπέδων της διγοξίνης στο πλάσμα
κατά 50-75%, οπότε και απαιτείται μείωση της δόσης της διγοξίνης και της
διγιτοξίνης. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι η βεραπαμίλη μειώνει την ολική
κάθαρση από το σώμα και την εξωνεφρική κάθαρση της διγιτοξίνης κατά 27%
και 29% αντίστοιχα (βλέπε Φαρμακοκινητικές Aλληλεπιδράσεις με τη
Βεραπαμίλη).
-
Η ταυτόχρονη χορήγηση βεραπαμίλης με δαβιγατράνη αναμένεται να οδηγήσει
σε αυξημένες συγκεντρώσεις δαβιγατράνης στο πλάσμα. Θα πρέπει να
επιδεικνύεται προσοχή λόγω του κινδύνου αιμορραγίας. Όταν συγχορηγήθηκε
ετεξιλική δαβιγατράνη (150 mg) με από του στόματος βεραπαμίλη, το Cmax και
το AUC της δαβιγατράνης αυξήθηκαν, ωστόσο ο βαθμός αυτής της αύξησης
διαφέρει ανάλογα με τη χρονική στιγμή της χορήγησης και τη σύνθεση της
βεραπαμίλης. Η έκθεση της δαβιγατράνης αυξήθηκε με τη χορήγηση
βεραπαμίλης 240 mg παρατεταμένης απελευθέρωσης (αύξηση του Cmax κατά
περίπου 90% και του AUC κατά περίπου 70%).
Συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση όταν η βεραπαμίλη συνδυάζεται με
ετεξιλική δαβιγατράνη, και ιδίως στην περίπτωση εμφάνισης αιμορραγίας,
κυρίως σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία.
8
- Μυοχαλαρωτικά
: η επίδραση των μυοχαλαρωτικών (όπως νευρομυικοί
αποκλειστές) μπορεί να ενισχυθεί.
Να λαμβάνονται υπόψη
- Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
(ΜΣΑΦ):
Όπως με όλα τα
αντιυπερτασικά, τα ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένου του ακετυλοσαλικυλικού
οξέος που χρησιμοποιείται σε υψηλότερες δόσεις ως αντιφλεγμονώδες
φάρμακο π.χ. για την ανακούφιση από τον πόνο) μπορεί να ελαττώσουν την
αντιυπερτασική δράση της τραντολαπρίλης. Όταν κάποιο μη στεροειδές
αντιφλεγμονώδες φάρμακο προστίθεται ή διακόπτεται σε έναν ασθενή υπό
αγωγή με τραντολαπρίλη, πρέπει να εντατικοποιείται η παρακολούθηση της
αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, έχει αναφερθεί ότι τα μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα και οι αναστολείς του ΜΕΑ ασκούν αθροιστική
δράση στην αύξηση του καλίου του ορού, ενώ μπορεί να μειωθεί η νεφρική
λειτουργία. Τα φαινόμενα αυτά είναι κατ’ αρχάς αναστρέψιμα και
εμφανίζονται ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Τα ΜΣΑΦ συμπεριλαμβανομένου του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, εκτός εάν το
ακετυλοσαλικυλικό οξύ χρησιμοποιείται σε μικρότερες δόσεις ως αναστολέας
της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων, πρέπει να αποφεύγονται με αναστολείς
του ΜΕΑ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Η ταυτόχρονη χρήση του
ακετυλοσαλικυλικού οξέος με βεραπαμίλη μπορεί να αυξήσει το προφίλ
ανεπιθύμητων ενεργειών του ακετυλοσαλικυλικού οξέος (μπορεί να αυξήσει
τον κίνδυνο αιμορραγίας).
- Αντιόξινα:
προκαλούν τη μείωση της βιοδιαθεσιμότητας των αναστολέων του
ΜΕΑ.
- Συμπαθομιμητικά:
μπορεί να μειώσουν την αντιυπερτασική δράση των
αναστολέων του ΜΕΑ. Κατά συνέπεια, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται
προσεκτικά έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται ότι επιτυγχάνεται το επιθυμητό
αποτέλεσμα.
- Αλκοόλη:
ενισχύει την υποτασική δράση του Τarka.
- Αντιδιαβητικά:
μία ρύθμιση της δόσης των αντιδιαβητικών ή του Τarka είναι
πιθανό να απαιτείται σε μεμονωμένες περιπτώσεις ειδικά στην αρχή της
θεραπείας εξαιτίας της αύξησης της πτώσης της γλυκόζης του αίματος (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Φαρμακοκινητικές
A
λληλεπιδράσεις με τη Βεραπαμίλη:
Ι
n
vitro
μελέτες μεταβολισμού αποδεικνύουν ότι η βεραπαμίλη μεταβολίζεται από
το κυτόχρωμα P450 CYP3A4, CYP1A2, CYP2C8, CYP2C9 και CYP2C18. Η
βεραπαμίλη είναι γνωστός αναστολέας των ενζύμων CYP3A4 και της P-gp.
Κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις έχουν αναφερθεί με αναστολείς του
CYP3A4 οι οποίες προκαλούν αύξηση των επιπέδων βεραπαμίλης στο πλάσμα, ενώ
επαγωγείς του CYP3A4 έχουν προκαλέσει μείωση των επιπέδων βεραπαμίλης στο
πλάσμα. Κατά συνέπεια, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για
φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις. Παραδείγματα τέτοιων αλληλεπιδράσεων είναι:
(α) Η Βεραπαμίλη είναι πιθανό να αυξήσει τις συγκεντώσεις στο πλάσμα των:
-
αλμοτριπτάνη, μπουσπιρόνη, καρβαμαζεπίνη, κυκλοσπορίνη, διγοξίνη,
διγιτοξίνη, δοξορουβικίνη, εβερόλιμους, γλυμπουρίδη (γλιμπενκλαμίδη),
ιμιπραμίνη, μετοπρολόλη, μιδαζολάμη, πραζοσίνη, προπανολόλη, κυνιδίνη,
σιρόλιμους, τακρόλιμους, τεραζοσίνη
και
θεοφυλλίνη
και κατά συνέπεια
9
υπάρχουν αυξημένοι κίνδυνοι τοξικότητας από αυτές τις ενώσεις. Όπου
ενδείκνυται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ρύθμιση της δόσης ή
επιπρόσθετη παρακολούθηση των συγκεντρώσεων του πλάσματος.
-
ΗΜ
G
-
CoA
a
ναστολείς αναγωγάσης
: Έχει αναφερθεί μία αύξηση σε έκθεση
του πλάσματος για τη σιμβαστατίνη (μεταβολίζεται από το CYP3A4) όταν
χορηγείται ταυτόχρονα με τη βεραπαμίλη. Η ταυτόχρονη χορήγηση της
βεραπαμίλης με υψηλές δόσεις της σιμβαστατίνης έχει παρατηρηθεί ότι
αυξάνει τον κίνδυνο της μυοπάθειας/ραβδομυόλυσης. Η δόση της
σιμβαστατίνης (και άλλων στατινών οι οποίες μεταβολίζονται από το
CYP3A4, όπως η ατορβαστατίνη και η λοβαστατίνη) θα πρέπει να
προσαρμόζεται ανάλογα.
(β) Οι συγκεντρώσεις της Βεραπαμίλης είναι πιθανόν να αυξηθούν από:
-
ατορβαστατίνη, σιμετιδίνη, κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη
και
τελιθρομυκίνη.
- Έχει αποδειχθεί πως ο
χυμός γκρέιπφρουτ
αυξάνει τα επίπεδα της
βεραπαμίλης, συστατικού του Tarka. Για αυτό το λόγο, ο χυμός γκρέιπφρουτ
δεν θα πρέπει να λαμβάνεται μαζί με το Tarka.
(γ) Οι συγκεντρώσεις της Βεραπαμίλης είναι πιθανόν να μειωθούν από:
-
φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη, ρυφαμπικίνη,
sulfinpyrazone και St
.
John
s
wort
(
Hypericum
perforatum
).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Η χρήση των αναστολέων του ΜΕΑ δε συνιστάται κατά την διάρκεια
του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλέπε παράγραφο 4.4). Η χρήση των
αναστολέων του ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δεύτερου
και τρίτου τριμήνου της κύησης (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Επιδημιολογικά στοιχεία για τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά την έκθεση σε
αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης δεν
έχουν ολοκληρωθεί. Παρόλα αυτά μπορεί να υπάρξει μία μικρή αύξηση του
κινδύνου τερατογένεσης. Εκτός από την περίπτωση που οι αναστολείς του ΜΕΑ
θεωρούνται πολύ σημαντικοί, οι ασθενείς που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες θα
πρέπει να λάβουν εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες, οι οποίες έχουν ένα
τεκμηριωμένο προφίλ ασφάλειας για χρήση στην κύηση. Όταν η κύηση έχει
διαγνωστεί, η θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ θα πρέπει να διακοπεί αυτόματα
και, εάν απαιτείται, θα πρέπει να ξεκινήσει εναλλακτική θεραπεία.
Εκτεταμένη έκθεση σε αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του δεύτερου και
τρίτου τριμήνου είναι γνωστό ότι αυξάνει την ανθρώπινη εμβρυοτοξικότητα
(μειωμένη νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση οστεοποίησης
αυχενικής μοίρας) και νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση,
υπερκαλιαιμία) (βλέπε παράγραφο 5.3). Στην περίπτωση που υπάρχει έκθεση σε
αναστολείς του ΜΕΑ κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, συνιστάται ένας
υπερηχογραφικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και της αυχενικής μοίρας. Τα
βρέφη των οποίων οι μητέρες τους έλαβαν αναστολείς του ΜΕΑ θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Η βεραπαμίλη είναι πιθανό να αυξήσει τις συσπάσεις εάν χρησιμοποιηθεί κατά το
τέλος της εγκυμοσύνης. Επίσης, δε θα πρέπει να αποκλειστούν η εμβρυική
βραδυκαρδία και η υπόταση, που βασίζονται σε φαρμακολογικές ιδιότητες.
10
Θηλασμός
Η βεραπαμίλη εκκρίνεται σε μικρές ποσότητες στο μητρικό γάλα. Δεν υπάρχουν
διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της τραντολαπρίλης κατά το
θηλασμό.
Η χρήση του Tarka δε συνιστάται και είναι προτιμητέες εναλλακτικές θεραπείες
με καλύτερα καθιερωμένη εικόνα ασφάλειας κατά το θηλασμό, ιδιαίτερα κατά το
θηλασμό ενός νεογέννητου ή πρόωρου βρέφους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν υπάρχουν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, αλλά μία επίδραση δεν μπορεί να αποκλειστεί,
αφού μπορεί να προκύψουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως ζάλη και κόπωση.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του Τarka είναι ανάλογες με εκείνες που είναι γνωστές
για τα συστατικά του ή τη σχετική κατηγορία φαρμακευτικών προϊόντων. Οι πιο
συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου είναι βήχας,
κεφαλαλγία, δυσκοιλιότητα, ίλιγγος, ζάλη και εξάψεις (βλέπε τον παρακάτω
πίνακα).
Συνοπτική παρουσίαση των ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί αυθόρμητα ή έχουν παρατηρηθεί
σε κλινικές δοκιμές, καθώς και οι ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν έχουν ακόμα
αναφερθεί ότι σχετίζονται με το Tarka, αλλά κατά γενική αποδοχή οφείλονται
στους αναστολείς του ΜΕΑ ή στους ανταγωνιστές ασβεστίου που είναι
παράγωγα φαινυλαλκυλαμίνης, αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα. Για κάθε
κατηγορία οργανικού συστήματος, οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται
ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισής τους, χρησιμοποιώντας την ακόλουθη
συνθήκη: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000
έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) και
μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
K
ατηγορία/ο
ργανικό
σύστημα
σύμφωνα με
τη βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
μ Λοι ώξεις και
παρασιτώσεις
Απλός
έρπης
Βρογχίτιδα
Λοίμωξη του
ανώτερου
αναπνευστικού
συστήματος
Φαρυγγίτιδα
Ιγμορίτιδα*
Ρινίτιδα*
Γλωσσίτιδα*
11
K
ατηγορία/ο
ργανικό
σύστημα
σύμφωνα με
τη βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Ουρολοίμωξη
Διαταραχές
του
αιμοποιητικού
και του
λεμφικού
συστήματος
Πανκυτταροπε
νία
Λευκοπενία
μΘρο βοπενία
Ακοκκιοκυτταραιμ
ία
Αιμοσφαιρίνη
μειωμένη*
Αιματοκρίτης
μειωμένος*
μ Αι ολυτική
μ *αναι ία
1
Δ ιαταραχές
του
ανοσοποιητικ
μού συστή ατος
Υπερευαισθησ
ία
Διαταραχές
του
μεταβολισμού
και της
θρέψης
μΥπερλιπιδαι ί
α
Ανορεξία Όρεξη αυξημένη
Υπερκαλιαιμία
Υπερχοληστερολαι
μία
Υπεργλυκαιμία
Υπονατριαιμία
Υπερουριχαιμία
Ουρική αρθρίτιδα
Διαταραχή
ενζύμου
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Κατάθλιψη
Νευρικότητα
Άγχος
Επιθετικότητα
Αϋπνία
Διαταραχή ύπνου*
Ψευδαισθήσεις
Γενετήσια ορμή
μειωμένη
Συγχυτική
*κατάσταση
Δ ιαταραχές
του νευρικού
μσυστή ατος
Κεφαλαλγ
ία
Ζάλη
Τρόμος
Υπνηλία
Συγκοπή Εγκεφαλική
αιμορραγία
Απώλεια
συνείδησης
Διαταραχή
ισορροπίας
Υπεραισθησία
Παραισθησία
Δυσγευσία
Παροδικό
ισχαιμικό
επεισόδιο*
Αγγειακό
εγκεφαλικό
επεισόδιο
Μυόκλωνος
μΗ ικρανία
μ Εξωπυρα ιδική
**διαταραχή
8
Παράλυση
(τετραπάρεση)**
6
μ Οφθαλ ικές
διαταραχές
Επηρεασμένη
όραση
μΌραση θα πή
Βλεφαρίτιδα
Οίδημα του
επιπεφυκότα
Διαταραχή του
12
K
ατηγορία/ο
ργανικό
σύστημα
σύμφωνα με
τη βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
οφθαλμού
Διαταραχές
του ωτός και
του
λαβυρίνθου
Ίλιγγος μ *Ε βοές
Καρδιακές
διαταραχές
Κολποκοιλ
ιακός
μαποκλεισ
(1ός °)
μ Αίσθη α
μπαλ ών
Στηθάγχη
Βραδυκαρδία
Ταχυκαρδία
Κολπική
μαρμαρυγή
Καρδιακή
ανεπάρκεια
Καρδιακή
ανακοπή
Έμφραγμα του
μυοκαρδίου*
2
Κολποκοιλιακός
αποκλεισμός (2°,
3°)
Φλεβοκομβική
βραδυκαρδία
Φλεβοκομβική
ανακοπή
Ασυστολία
Αρρυθμία*
2
Κοιλιακή
ταχυκαρδία
Ισχαιμία του
μυοκαρδίου
Ηλεκτροκαρδιογρά
φημα μη
φυσιολογικό
Αγγειακές
διαταραχές
Υπόταση
7
Ορθοστατι
κή
υπόταση
Καταπληξί
α
Ερυθρίαση
(flushing)
Έξαψη
(hot flush)
Δ μ ιακύ ανση
αρτηριακής
πίεσης
Υπέρταση
Αγγειοπάθεια
Περιφερική
αγγειοπάθεια
Κιρσός
Διαταραχές
του
αναπνευστικο
ύ συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιου
Βήχας Βρογχικό
άσθμα
Δύσπνοια
Συμφόρηση
κόλπων του
προσώπου
Βρογχόσπασμος*
Φλεγμονή
ανώτερων
αναπνευστικών
οδών
Συμφόρηση
ανώτερης
αναπνευστικής
οδού
Παραγωγικός
βήχας
Φαρυγγική
φλεγμονή
13
K
ατηγορία/ο
ργανικό
σύστημα
σύμφωνα με
τη βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Πόνος στο
στοματοφάρυγγα
Επίσταξη
Δ ιαταραχή
αναπνευστικού
μσυστή ατος
Δ ιαταραχές
του
γαστρεντερικο
ύ
Δυσκοιλιό
τητα
Ναυτία
Διάρροια
Κοιλιακό
άλγος
Γαστρεντερικ
ή διαταραχή
Έμετος
Ξηρότητα του
φάρυγγα
Ξηροστομία
Παγκρεατίτιδα
Κοιλιακή
δυσφορία
Δυσπεψία*
Γαστρίτιδα
Μετεωρισμός
Υπερπλασία των
ούλων**
5
Αιματέμεση
Ειλεός*
Εντερικό
αγγειοοίδημα*
Γλωσσίτιδα*
Διαταραχές
του ήπατος
και των
χοληφόρων
Δοκιμασίες
ηπατικής
λειτουργίας
μη
φυσιολογικές
Υπερχολερ
μυθριναι ία
Ηπατίτιδα
Ίκτερος
Χολόσταση
Ίκτερος
*χολοστατικός
Διαταραχές
του δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
μΕξάνθη α
μΚνησ ός
μ Οίδη α
προσώπου
Υπεριδρωσία
Αλωπεκία
Δ ιαταραχή
μδέρ ατος
Α μγγειοοίδη α
μ Πολύ ορφο
μερύθη α
Ψωρίαση
Δερματίτιδα
Κνίδωση
μ StevensΣύνδρο ο -
Johnson
μ Τοξική επιδερ ική
νεκρόλυση*
3
μ **Ερυθρο ελαλγία
Πορφύρα
Έκζεμα
Ακμή
Ξηροδερμία
Διαταραχές
του
μυοσκελετικο
ύ συστήματος
και του
συνδετικού
ιστού
Αρθραλγία
Μυαλγία
Μυϊκή
μαδυνα ία
Οσφυαλγία
Πόνος στα άκρα
Οστικός πόνος
Οστεοαρθρίτιδα
Μυϊκός σπασμός
Μυασθένεια
gravis**
8
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Πολυουρία Αζωθαιμία Νεφρική
ανεπάρκεια
*οξεία
Συχνουρία
Διαταραχές
Στυτική **Γαλακτόρροια
14
K
ατηγορία/ο
ργανικό
σύστημα
σύμφωνα με
τη βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
του
αναπαραγωγι
κού
συστήματος
και του
μαστού
δυσλειτουργία
μΓυναικο αστία
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Θωρακικό
άλγος
μΟίδη α
Περιφερικό
μοίδη α
Εξασθένιση
Κόπωση
Πυρεξία
Αίσθηση μη
φυσιολογική
Αίσθημα
κακουχίας
Παρακλινικές
εξετάσεις
Τρανσαμινάσε
ς αυξημένες
Αλκαλική
φωσφατάση
αίματος
αυξημένη
Γαλακτική
αφυδρογονάση
αίματος
αυξημένη
Λιπάση
αυξημένη
Κάλιο αίματος
αυξημένο
Ανοσοσφαιρίνη
αυξημένη
Γ-
γλουταμυλτρα
νσφεράση
αυξημένη
Κρεατινίνη
αίματος
αυξημένη
*4
Ουρία αίματος
αυξημένη*
4
Προλακτίνη
μ αί ατος
μ **αυξη ένη
*ανεπιθύμητες ενέργειες της τάξης των αναστολέων του ΜΕΑ
**ανεπιθύμητες ενέργειες που δεν έχουν ακόμα αναφερθεί ότι σχετίζονται με το
Tarka, αλλά κατά γενική αποδοχή οφείλονται στους ανταγωνιστές ασβεστίου που
είναι παράγωγα φαινυλαλκυλαμίνης
1
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
αιμολυτικής αναιμίας
σε ασθενείς με ανεπάρκεια
αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης.
2
Μεμονωμένες περιπτώσεις
αρρυθμίας
και
εμφράγματος του μυοκαρδίου
έχουν
αναφερθεί για αναστολείς του ΜΕΑ, τα οποία συνδέονται με υπόταση.
3
Υπερευαισθησία
, όπως
τοξική επιδερμική νεκρόλυση
, μπορεί να συνοδεύεται με
πυρεξία, μυαλγία, αρθραλγία, ηωσινοφιλία και/ή αύξηση των τίτλων των
αντιπυρηνικών αντισωμάτων.
4
Ιδιαίτερα επί νεφρικής ανεπάρκειας, καρδιακής ανεπάρκειας και
νεφροαγγειακής υπέρτασης. Οι αυξήσεις αυτές, ωστόσο, είναι αναστρέψιμες με
τη διακοπή του φαρμάκου.
15
5
Μετά από μακρόχρονη αγωγή, σπανιότατη και αναστρέψιμη με τη διακοπή της
θεραπείας.
6
Έχει υπάρξει μια μεμονωμένη αναφορά
παράλυσης (τετραπάρεση)
μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος που σχετίζεται με τη συνδυασμένη χρήση βεραπαμίλης
και κολχικίνης. Η συνδυασμένη χρήση βεραπαμίλης και κολχικίνης δε συνιστάται
(βλέπε επίσης παράγραφο 4.5).
7
Συμπτωματική
ή
σοβαρή υπόταση
έχει περιστασιακά εμφανιστεί μετά την έναρξη
της θεραπείας με αναστολείς του ΜΕΑ. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε ορισμένες
ομάδες κινδύνου, όπως ασθενείς με διέγερση του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης. Σε ασθενείς με στηθάγχη ή αγγειοεγκεφαλική
νόσο υπό θεραπεία με βεραπαμίλη, η
υπόταση
μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα
μυοκαρδίου ή αγγειοεγκεφαλικό επεισόδιο.
8
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει εξωπυραμιδική διαταραχή (όπως
ασθένεια Parkinson, χορειοαθέτωση, δυστονία). Η πείρα μέχρι τώρα έχει δείξει
ότι αυτά τα συμπτώματα υποχωρούν μόλις το φάρμακο διακοπεί. Έχουν υπάρξει
μεμονωμένες αναφορές μυασθένειας gravis, συνδρόμου μυασθένειας (όπως το
σύνδρομο Lambert-Eaton) και προχωρημένες περιπτώσεις μυϊκής δυστροφίας
Duchenne.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562
Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 210 6549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Η μέγιστη δόση που χρησιμοποιήθηκε κατά τις κλινικές δοκιμές ήταν 16 mg
τραντολαπρίλης. Η δόση αυτή δεν προκάλεσε σημεία ή συμπτώματα
δυσανεξίας.
Στην περίπτωση της υπερδοσολογίας με Tarka, είναι πιθανό να προκύψουν τα
ακόλουθα σημεία και συμπτώματα εξαιτίας του συστατικού της βεραπαμίλης:
υπόταση, βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ασυστολία και αρνητικός
ινοτροπισμός. Έχουν παρατηρηθεί θάνατοι από υπερδοσολογία.
Στην περίπτωση της υπερδοσολογίας με Tarka, είναι πιθανό να προκύψουν τα
ακόλουθα σημεία και συμπτώματα εξαιτίας του συστατικού του αναστολέα του
ΜΕΑ: σοβαρή υπόταση, καταπληξία, λήθαργος, βραδυκαρδία, διαταραχή
ηλεκτρολυτών, νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμός, ταχυκαρδία, αίσθημα
παλμών, ζάλη, άγχος και βήχας.
Θεραπεία:
Στην περίπτωση της υπερδοσολογίας με καψάκια Tarka, συνιστάται εντερική
πλύση. Η περαιτέρω απορρόφηση της βεραπαμίλης από τον γαστρεντερικό
σωλήνα θα πρέπει να αποφευχθεί με πλύση στομάχου, χορήγηση απορροφητικού
(ενεργό ξυλάνθρακα) και ενός καθαρτικού.
Εκτός των γενικών μέτρων (διατήρηση του κυκλοφορούντος όγκου για την
κανονική κυκλοφορία με πλάσμα ή υποκατάστατα πλάσματος) κατά της
16
σοβαρής υπότασης (π.χ. καταπληξία), είναι δυνατό να χορηγηθεί ινοτροπική
υποστήριξη με ντοπαμίνη, δοβουταμίνη ή ισοπρεναλίνη.
Η θεραπεία της υπερδοσολογίας με Τarka θα πρέπει να είναι υποστηρικτική. Η
θεραπεία της υπερδοσολογίας της υδροχλωρικής βεραπαμίλης περιλαμβάνει τη
χορήγηση ασβεστίου παρεντερικά, διέγερση από β-αδρενεργικό παράγοντα και
γαστρεντερική έκπλυση. Εξαιτίας της πιθανά καθυστερημένης απορρόφησης της
βεραπαμίλης, συστατικό του Τarka, το οποίο βρίσκεται σε μορφή ελεγχόμενης
αποδέσμευσης, οι ασθενείς είναι πιθανό να χρειαστούν παρακολούθηση και
εισαγωγή σε νοσοκομείο για διάστημα μέχρι 48 ώρες. Η υδροχλωρική
βεραπαμίλη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση.
Η ενδεδειγμένη θεραπεία της υπερδοσολογίας της τραντολαπρίλης είναι η
ενδοφλέβια έγχυση φυσιολογικού ορού. Εάν προκύψει υπόταση, ο ασθενής θα
πρέπει να τοποθετείται σε ύπτια θέση. Εάν είναι διαθέσιμο, θα πρέπει να
χορηγείται θεραπεία με έγχυση αγγειοτενσίνης ΙΙ και/ή ενδοφλέβια χρήση
κατεχολαμίνης. Εάν η λήψη φαρμάκου είναι πρόσφατη, θα πρέπει να ληφθούν
μέτρα για τη μείωση της απορρόφησης της τραντολαπρίλης (π.χ. έμεση, πλύση
στομάχου, χορήγηση απορροφητικών και θειϊκού νατρίου). Δεν είναι γνωστό
εάν η τραντολαπρίλη (ή ο ενεργός μεταβολίτης τραντολαπριλάτη) είναι δυνατό
να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση. Η χρήση βηματοδότη ενδείκνυται για την
αντιμετώπιση της βραδυκαρδίας η οποία δεν είναι ελεγχόμενη με καμία
θεραπεία. Ζωτικά σημεία, ηλεκτρολύτες ορού και συγκεντρώσεις κρεατινίνης
θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Βεραπαμίλη, συνδυασμοί
Κωδικός ATC: C09BB10.
Το Τarka είναι ένας σταθερός συνδυασμός βεραπαμίλης, ενός ανταγωνιστή του
ασβεστίου που ελαττώνει τον καρδιακό ρυθμό, και τραντολαπρίλης, ενός
αναστολέα του ΜΕΑ.
Μηχανισμός δράσης και φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
B εραπαμίλη
Η φαρμακολογική δράση της βεραπαμίλης οφείλεται στην αναστολή της εισροής
ιόντων ασβεστίου μέσω των βραδέων διαύλων της κυτταρικής μεμβράνης των
λείων μυϊκών ινών των αγγείων και των συσταλτικών και αγώγιμων κυττάρων
της καρδιάς.
Ο μηχανισμός δράσης της βεραπαμίλης επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:
1. Αρτηριακή αγγειοδιαστολή.
Γενικά, η βεραπαμίλη μειώνει την αρτηριακή πίεση, τόσο σε ηρεμία όσο και σε
μη έντονη άσκηση, μέσω διαστολής των περιφερικών αρτηριολίων.
Η μείωση αυτή της ολικής περιφερικής αντίστασης (μεταφορτίο) ελαττώνει τις
απαιτήσεις του μυοκαρδίου σε οξυγόνο και την κατανάλωση ενέργειας από
αυτό.
17
2. Μείωση της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου.
Η αρνητική ινότροπος δράση της βεραπαμίλης μπορεί να αντιρροπηθεί από τη
μείωση της ολικής περιφερικής αντίστασης.
Ο καρδιακός δείκτης δε μειώνεται παρά μόνο σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας.
Η βεραπαμίλη δεν παρεμβάλλεται στη ρύθμιση της καρδιάς από το
συμπαθητικό, λόγω μη αποκλεισμού των β-αδρενεργικών υποδοχέων.
Ως εκ τούτου, η σπαστική βρογχίτιδα και παρόμοιες καταστάσεις, δεν
αποτελούν αντένδειξη στη χορήγηση βεραπαμίλης.
Τραντολαπρίλη
Η τραντολαπρίλη καταστέλλει το σύστημα ρενίνης–αγγειοτενσίνης–
αλδοστερόνης στο πλάσμα (RAAS). Η ρενίνη είναι ένα ενδογενές ένζυμο που
συντίθεται στους νεφρούς και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία όπου
μετατρέπει το αγγειοτενσινογόνο σε αγγειοτενσίνη Ι, ένα σχετικά αδρανές
δεκαπεπτίδιο. Η αγγειοτενσίνη Ι μετατρέπεται στη συνέχεια από το
μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης, μια πεπτιδυλοδιπεπτιδάση, σε
αγγειοτενσίνη ΙΙ. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι ένα ισχυρό αγγειοσυσταλτικό,
υπεύθυνο για την αρτηριακή αγγειοσύσπαση και την αύξηση της αρτηριακής
πίεσης, όπως επίσης και για τη διέγερση των επινεφριδίων για έκκριση
αλδοστερόνης. Η αναστολή του ΜΕΑ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των
επιπέδων της αγγειοτενσίνης ΙΙ στο πλάσμα, που οδηγεί σε μείωση της
αγγειοσυσπαστικής δραστικότητας και ελάττωση της έκκρισης αλδοστερόνης.
Αν και η τελευταία μείωση είναι μικρή, μπορεί να παρατηρηθούν μικρές
αυξήσεις της συγκέντρωσης του καλίου στον ορό, ταυτόχρονα με απώλεια
νατρίου και υγρών. Η διακοπή του φαινομένου της αρνητικής παλίνδρομης
τροφοδότησης της αγγειοτενσίνης ΙΙ πάνω στην έκκριση της ρενίνης έχει ως
αποτέλεσμα την αύξηση της δράσης της ρενίνης στο πλάσμα.
Μια άλλη λειτουργία του μετατρεπτικού ενζύμου είναι να διασπά το ισχυρό
αγγειοδιασταλτικό πεπτίδιο της κινίνης, τη βραδυκινίνη, σε αδρανείς
μεταβολίτες. Ως εκ τούτου, η αναστολή του ΜΕΑ έχει ως αποτέλεσμα την
αύξηση της δραστικότητας του κυκλοφορούντος και του τοπικού συστήματος
καλλικρεΐνης-κινίνης, το οποίο συμβάλλει σε περιφερική αγγειοδιαστολή
ενεργοποιώντας το σύστημα των προσταγλανδινών. Είναι δυνατόν ο
μηχανισμός αυτός να εμπλέκεται στην υποτασική δράση των αναστολέων του
ΜΕΑ και να είναι υπεύθυνος για ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες του
προϊόντος. Σε ασθενείς με υπέρταση η χορήγηση των αναστολέων του ΜΕΑ έχει
ως αποτέλεσμα μείωση της αρτηριακής πίεσης σε ύπτια και όρθια θέση, στον
ίδιο περίπου βαθμό, χωρίς αντισταθμιστική αύξηση του καρδιακού ρυθμού. Οι
περιφερικές αρτηριακές αντιστάσεις μειώνονται χωρίς καμία μεταβολή ή
αύξηση της καρδιακής παροχής.
Υπάρχει αύξηση στη νεφρική ροή αίματος και ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης
παραμένει συνήθως αμετάβλητος. Σε ορισμένους ασθενείς, η επίτευξη της
μείωσης της αρτηριακής πίεσης στα ιδανικά επίπεδα μπορεί να απαιτήσει
μερικές εβδομάδες θεραπείας. Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα διατηρείται κατά
τη μακροχρόνια θεραπεία. Η απότομη διακοπή της θεραπείας δεν έχει
συσχετισθεί με ταχεία αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της τραντολαπρίλης εμφανίζεται μια ώρα μετά
από τη χορήγησή της και διαρκεί τουλάχιστον για 24 ώρες, ενώ η
18
τραντολαπρίλη δεν παρεμβάλλεται στην κιρκάδια διακύμανση της αρτηριακής
πίεσης.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Tarka
Τόσο μελέτες σε πειραματόζωα όσο και σε υγιείς εθελοντές δεν κατέδειξαν
μεταξύ βεραπαμίλης και τραντολαπρίλης φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις ή
αλληλεπιδράσεις επί του συστήματος ρενίνης–αγγειοτενσίνης–αλδοστερόνης.
Ως εκ τούτου, η παρατηρούμενη συνεργική δράση των δύο δραστικών ουσιών,
πρέπει να οφείλεται στις αλληλοσυμπληρούμενες φαρμακοδυναμικές τους
δράσεις.
Σε κλινικές δοκιμές όσον αφορά τη μείωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης, το
Τarka υπήρξε αποτελεσματικότερο συγκριτικά με το κάθε δραστικό συστατικό
του προϊόντος χωριστά.
Συμπληρωματικές Μελέτες σε Υπερτασικούς Ασθενείς:
Επιδράσεις που παρατηρήθηκαν σε υπερτασικούς ασθενείς με στεφανιαία νόσο:
Στη διεθνή μελέτη βεραπαμίλης SR/τραντολαπρίλης (INternational VErapamil
SR/trandolapril Study - INVEST), μία τυχαιοποιημένη, ανοικτής επισήμανσης, τυφλού
καταληκτικού σημείου μελέτη αξιολόγησε τη θνησιμότητα και τη νοσηρότητα
μιας θεραπείας βασισμένης σε βεραπαμίλη SR, σε σύγκριση με θεραπεία
βασισμένη σε ατενολόλη, σε 22.576 ασθενείς ηλικίας ≥ 50 ετών με γνωστή
υπέρταση και στεφανιαία νόσο (CAD). Τα άτομα αμφότερων των ομάδων
μπορούσαν να λάβουν τη μέγιστη ανεκτή δόση και/ή να προστεθούν
αντιυπερτασικά φάρμακα επιπλέον αυτών που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη. Η
τραντολαπρίλη συστήθηκε για όλους τους ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία,
διαβήτη ή καρδιακή ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από την ομάδα θεραπείας. Η μέση
παρακολούθηση ήταν 2,7 χρόνια. Η στρατηγική που βασίστηκε στη βεραπαμίλη
ήταν ισοδύναμη με τη στρατηγική που βασίστηκε στην ατενολόλη αναφορικά με
την πρόληψη θνησιμότητας από κάθε αίτιο, εμφράγματος του μυοκαρδίου ή
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς με υπέρταση και στεφανιαία
νόσο. Η διετής παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης ήταν παρόμοια μεταξύ
των ομάδων. Περισσότερο από το 80% των ασθενών χρειάστηκαν 2 ή
περισσότερα φάρμακα προκειμένου να επιτευχθούν τα επιθυμητά επίπεδα
αρτηριακής πίεσης. Η τραντολαπρίλη χρησιμοποιήθηκε στη στρατηγική που
βασίστηκε στη βεραπαμίλη στο 63% των ασθενών και στο 52% στη στρατηγική
που βασίστηκε στην ατενολόλη. Σε περισσότερο από το 70% του συνολικού
πληθυσμού της μελέτης INVEST, επιτεύχθηκαν τα επιθυμητά επίπεδα
αρτηριακής πίεσης της τάξης των <140/90 mm Hg. Στους ασθενείς υψηλού
κινδύνου όπως αυτοί με διαβήτη ή νεφροπάθεια, έπρεπε να επιτευχθούν
χαμηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης ώστε να θεωρείται ότι ελέγχονται.
Συνολικά, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν ήταν ελάχιστες και
παρόμοιας συχνότητας μεταξύ των στρατηγικών θεραπείας.
Άλλες Μελέτες
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες (η ONTARGET (ONgoing
Telmisartan Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η
VA NEPHRON-D (The Veterans A…airs Nephropathy in Diabetes)) έχουν
εξετάσει τη χρήση του συνδυασμού ενός αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή
των υποδοχέων αγγειοτενσίνης II.
19
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
συνοδευόμενο από ένδειξη βλάβης τελικού οργάνου. Η VA NEPHRON-D ήταν
μία μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική
νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντικά ωφέλιμη επίδραση στις νεφρικές
και/ή στις καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ παρατηρήθηκε
ένας αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής βλάβης και/ή
υπότασης σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία.
Δεδομένων των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, αυτά τα
αποτελέσματα είναι επίσης σχετικά για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και
αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς
με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal
Disease Endpoints) ήταν μία μελέτη σχεδιασμένη να ελέγξει το όφελος της
προσθήκης αλισκιρένης σε μία πρότυπη θεραπεία με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή
έναν αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο ή και τα δύο. Η
μελέτη διεκόπη πρόωρα λόγω ενός αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων
εκβάσεων. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν και τα
δύο αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα συμβάντα και τα σοβαρά ανεπιθύμητα
συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και νεφρική δυσλειτουργία)
αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Οι κάψουλες Tarka περιέχουν υδροχλωρική βεραπαμίλη σε μορφή ελεγχόμενης
αποδέσμευσης και τραντολαπρίλη σε μορφή άμεσης αποδέσμευσης.
Βεραπαμίλη
Η υδροχλωρική βεραπαμίλη είναι ένα ρακεμικό μείγμα ίσων κλασμάτων R και S
εναντιομερών. Η βεραπαμίλη μεταβολίζεται σε μεγάλο βαθμό.
A
πορρόφηση:
Όταν χορηγείται από το στόμα, η βεραπαμίλη απορροφάται σε ποσοστό περίπου
90%. Λόγω εκτεταμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου στο ήπαρ, η μέση
βιοδιαθεσιμότητα της βεραπαμίλης φθάνει στο όριο του 22% και παρουσιάζει
μεγάλες διακυμάνσεις (10-35%). Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά από
επανειλημμένη χορήγηση μπορεί να αυξηθεί στο 30%.
Η παρουσία τροφής δεν έχει σημαντική επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα της
βεραπαμίλης και της νορβεραπαμίλης.
Κατανομή:
Η βεραπαμίλη κατανέμεται ευρέως σε όλους τους ιστούς του σώματος, με τον
όγκο κατανομής να κυμαίνεται από 1,8 έως 6,8 L/kg σε υγιή άτομα. Η μέγιστη
συγκέντρωση βεραπαμίλης στο πλάσμα επιτυγχάνεται κατά μέσο όρο σε 4 ώρες.
Η μέγιστη συγκέντρωση της νορβεραπαμίλης στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 6
περίπου ώρες μετά τη χορήγηση. Σταθεροποιημένη κατάσταση μετά από
20
πολλαπλή άπαξ ημερησίως χορήγηση, επιτυγχάνεται μετά από 3-4 ημέρες. Η
βεραπαμίλη συνδέεται με πρωτεΐνες του πλάσματος σε ποσοστό 90% περίπου.
Μεταβολισμός:
Σε υγιείς άνδρες, από του στόματος χορηγούμενη υδροχλωρική βεραπαμίλη
υφίσταται εκτεταμένο μεταβολισμό στο ήπαρ, με 12 μεταβολίτες να έχουν
ταυτοποιηθεί, οι περισσότεροι σε ίχνη. Οι κύριοι μεταβολίτες έχουν
προσδιοριστεί ως διάφορα Ν και Ο-αποαλκυλιωμένα προϊόντα βεραπαμίλης.
Από αυτούς τους μεταβολίτες, η νορβεραπαμίλη μόνο έχει κάποια αξιόλογη
φαρμακολογική δράση (περίπου 20% της μητρικής ένωσης), η οποία
παρατηρήθηκε σε μία μελέτη με σκύλους.
Απομάκρυνση:
Μετά από επανειλημμένη χορήγηση, η μέση ημιπερίοδος απομάκρυνσης
ανέρχεται σε 8 ώρες. Το 3-4% του φαρμάκου που απεκκρίνεται από το νεφρό
αποβάλλεται ως αναλλοίωτο φάρμακο. Η αποβολή των μεταβολιτών γίνεται με
τα ούρα (70%) και τα κόπρανα (16%). Η συνολική κάθαρση της βεραπαμίλης
είναι σχεδόν τόσο υψηλή όσο η ηπατική ροή του αίματος, περίπου 1 L/h/kg
(εύρος: 0,7-1,3 L/h/kg). Η νορβεραπαμίλη είναι ένας από τους 12 μεταβολίτες
που ταυτοποιούνται στα ούρα, διαθέτει 10-20% της φαρμακολογικής
δραστικότητας της βεραπαμίλης και αντιστοιχεί στο 6% του αποβαλλόμενου
φαρμάκου. Στη σταθεροποιημένη κατάσταση, οι συγκεντρώσεις της
βεραπαμίλης και της νορβεραπαμίλης στο πλάσμα είναι παρόμοιες.
Ηλικιωμένοι:
Η ηλικία μπορεί να επηρεάσει τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες της
βεραπαμίλης όταν δίνεται σε υπερτασικούς ασθενείς. Ο χρόνος ημίσειας ζωής
μπορεί να παραταθεί στους ηλικιωμένους ασθενείς. Η αντιυπερτασική δράση
της βεραπαμίλης διαπιστώθηκε ότι δεν σχετίζεται με την ηλικία.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της βεραπαμίλης δε
μεταβάλλονται επί διαταραχών της νεφρικής λειτουργίας.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Η βιοδιαθεσιμότητα και η ημιπερίοδος απομάκρυνσης
της βεραπαμίλης αυξάνεται σε κιρρωτικούς ασθενείς. Ωστόσο, η
φαρμακοκινητική της βεραπαμίλης παραμένει αμετάβλητη στους ασθενείς με
αντιρροπούμενη ηπατική δυσλειτουργία. Η νεφρική λειτουργία δεν επηρεάζει
την απομάκρυνση της βεραπαμίλης.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Περιορισμένες πληροφορίες για τη φαρμακοκινητική
στον παιδιατρικό πληθυσμό είναι διαθέσιμες. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση,
ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής της βεραπαμίλης ήταν 9,17 ώρες και η μέση
κάθαρση ήταν 30 L/h, ενώ είναι περίπου 70 L/h για ενήλικο άτομο 70 κιλών. Οι
συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο πλάσμα φαίνεται να είναι κατά
κάποιο τρόπο χαμηλότερες σε παιδιατρικό πληθυσμό μετά την από του
στόματος χορήγηση σε σύγκριση με εκείνες που παρατηρήθηκαν σε ενήλικες.
Τραντολαπρίλη
Απορρόφηση:
Η τραντολαπρίλη απορροφάται ταχέως μετά από χορήγηση από το στόμα. Η
απορροφούμενη ποσότητα είναι ίση με το 40-60% της χορηγηθείσας δόσης και
δεν επηρεάζεται από την παρουσία τροφής.
Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επιτυγχάνεται μετά από 30 περίπου λεπτά.
21
Κατανομή και βιομετατροπή:
Η τραντολαπρίλη απομακρύνεται πολύ γρήγορα από το πλάσμα, με χρόνο
ημίσειας ζωής μικρότερο της μιας ώρας.
Η μέγιστη συγκέντρωση της τραντολαπριλάτης στο πλάσμα επιτυγχάνεται μετά
από 4-6 ώρες.
Στο πλάσμα, η τραντολαπριλάτη συνδέεται με πρωτεΐνες, σε ποσοστό
μεγαλύτερο του 80%. Η τραντολαπριλάτη συνδέεται με μεγάλη συνάφεια προς
το ΜΕΑ, διαδικασία που οδηγεί σε πλήρη κορεσμό. Το μεγαλύτερο μέρος της
κυκλοφορούσης τραντολαπριλάτης συνδέεται με λευκωματίνη, χωρίς να οδηγεί
σε πλήρη κορεσμό. Μετά από επανειλημμένη χορήγηση τραντολαπρίλης εφάπαξ
ημερησίως, επιτυγχάνεται σταθεροποιημένη κατάσταση σε 4 κατά μέσον όρο
ημέρες, τόσο σε υγιείς εθελοντές όσο και σε νεώτερους και ηλικιωμένους
υπερτασικούς ασθενείς.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής υπολογισμένος βάσει συσσώρευσης είναι 16-24 ώρες.
Μεταβολισμός:
Η τραντολαπρίλη υδρολύεται στο πλάσμα σε τραντολαπριλάτη, έναν ειδικό
αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ). Η ποσότητα
της σχηματιζόμενης τραντολαπριλάτης είναι ανεξάρτητη από τη λήψη τροφής.
Απομάκρυνση:
Το 10-15% μιας χορηγηθείσης δόσης αποβάλλεται ως αναλλοίωτη
τραντολαπριλάτη στα ούρα. Μετά τη χορήγηση από το στόμα ραδιοσημασμένης
τραντολαπρίλης στον άνθρωπο, το 1/3 της ραδιενέργειας ανιχνεύεται στα ούρα
και τα 2/3 στα κόπρανα.
Η νεφρική κάθαρση της τραντολαπριλάτης εμφανίζει γραμμική συσχέτιση προς
την κάθαρση της κρεατινίνης.
Νεφρική δυσλειτουργία:
Οι συγκεντρώσεις της τραντολαπριλάτης στο πλάσμα,
είναι σημαντικά υψηλότερες σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης <30 mL/min.
Εν τούτοις, μετά από επανειλημμένη χορήγηση σε ασθενείς με χρόνια νεφρική
δυσλειτουργία, σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται επίσης μετά από 4
ημέρες, ανεξάρτητα από το βαθμό της νεφρικής ανεπάρκειας.
Ηπατική δυσλειτουργία:
Οι συγκεντρώσεις της τραντολαπρίλης στο πλάσμα
μπορεί να είναι 10 φορές υψηλότερες στους ασθενείς με ηπατική κίρρωση
συγκριτικά με τους υγιείς εθελοντές. Τα επίπεδα στο πλάσμα και η αποβολή της
τραντολαπριλάτης από τους νεφρούς αυξάνονται επίσης στους κιρρωτικούς
ασθενείς σε μικρότερο, όμως, βαθμό.
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της τραντολαπρίλης και της τραντολαπριλάτης
παραμένουν αμετάβλητες σε ασθενείς με αντιρροπούμενη ηπατική
δυσλειτουργία.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Η φαρμακοκινητική της τραντολαπρίλης δεν έχει
αξιολογηθεί σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Tarka
Λόγω έλλειψης γνωστών φαρμακοκινητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ
βεραπαμίλης και τραντολαπρίλης ή τραντολαπριλάτης, οι κινητικές παράμετροι
του κάθε φαρμάκου ξεχωριστά ισχύουν επίσης και για το συνδυασμό των δύο
δραστικών ουσιών.
22
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Γενικές τοξικές επιδράσεις παρατηρήθηκαν στα πειραματόζωα, μόνο μετά από
έκθεσή τους στο φάρμακο, επαρκώς υψηλότερη συγκριτικά με τη μέγιστη
έκθεση στον άνθρωπο, καθιστώντας έτσι αμελητέα την όποια ανησυχία για
αυτόν. Οι δοκιμασίες γενοτοξικότητας δεν έδειξαν ειδικό κίνδυνο για τον
άνθρωπο.
Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι οι αναστολείς του ΜΕΑ τείνουν να έχουν
μια ανεπιθύμητη ενέργεια στην όψιμη φάση της εμβρυϊκής ανάπτυξης, με
αποτέλεσμα το θάνατο του εμβρύου και ειδικότερα συγγενείς ανωμαλίες του
κρανίου. Έχουν αναφερθεί εμβρυοτοξικότητα, καθυστέρηση ενδομητρικής
ανάπτυξης και παραμονή ανοιχτού αρτηριακού πόρου. Αυτές οι ανωμαλίες
θεωρείται ότι οφείλονται μερικώς στη φαρμακολογική δράση των δραστικών
αυτών ουσιών και σχετίζονται με ολιγοϋδράμνιο λόγω αναστολής του ΜΕΑ. Οι
ανωμαλίες είναι επίσης πιθανό να οφείλονται μερικώς σε ισχαιμία η οποία
προκύπτει από υπόταση της μητέρας και μειώνει τη ροή του αίματος στον
εμβρυικό πλακούντα και την παροχή οξυγόνου προς το έμβρυο.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για πιθανότητα ογκογένεσης τόσο με την
τραντολαπρίλη όσο και με τη βεραπαμίλη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚEΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Έκδοχα των επικαλυμμένων δισκίων βεραπαμίλης:
-Microcrystalline cellulose
-Povidone
-Sodium alginate
-Μagnesium stearate
-Hypromellose
-Hyprolose
-Macrogol 400
-Macrogol 6000
-Talc
-Silica, colloidal anhydrous
-Docusate sodium
-Titanium dioxide, E171
Έκδοχα των κοκκίων τραντολαπρίλης:
-Maize starch
-Lactose monohydrate
-Povidone
-Sodium stearyl fumarate
Έκδοχα του σκληρού καψακίου ζελατίνης:
-Titanium dioxide, E171
-Iron oxide red, E172
-Gelatine
-Sodium lauryl sulphate
6.2 Aσυμβατότητες
23
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25ºC.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασία από διαφανές άχρωμο PVC/PVDCaluminium blister.
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία διαδικασία:
Ημερολογιακή συσκευασία των 14, 28, 56, 98, 280 καψακίων ελεγχόμενης
αποδέσμευσης.
Συσκευασία των 20, 30, 50, 100, 300 καψακίων ελεγχόμενης αποδέσμευσης.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
Συσκευασίες που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά:
Συσκευασία των 30 καψακίων ελεγχόμενης αποδέσμευσης.
6.6 Οδηγίες χρήσης και χειρισμού
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
BGP ΠΡΟΪΟΝΤΑ Μ.Ε.Π.Ε.
Αγ. Δημητρίου 63,
174 56 Άλιμος
Τηλ.: 210 9891 777
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
45011/02-07-2007
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
16-02-2004/02-07-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
24