Προσοχή στη χορήγηση
Να αποφεύγεται η ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση (κίνδυνος καρδιακής
ανακοπής) και η εφάπαξ ενδομυϊκή χορήγηση δόσης μεγαλύτερης των 600 mg.
Η ενδομυϊκή ένεση να διενεργείται βαθιά ενδομυϊκά.
Να χορηγείται με προσοχή σε άτομα που εμφανίζουν αλλεργία σε φάρμακα ή
άλλα αλλεργιογόνα.
Ειδικές προειδοποιήσεις
Η θεραπεία με κλινδαμυκίνη έχει συσχετισθεί με σοβαρή κολίτιδα, η οποία
μπορεί να είναι θανατηφόρα.
Το κλινικό εύρος εκδηλώσεων ποικίλλει από ελαφρά, έως σοβαρή, επίμονη
διάρροια, λευκοκυττάρωση, πυρετό, σοβαρές επώδυνες κοιλιακές μυϊκές
συστολές, οι οποίες μπορεί να συσχετίζονται με την παρουσία στο έντερο
αίματος και βλέννας, κατάσταση που αν δεν αντιμετωπισθεί, μπορεί να
καταλήξει σε περιτονίτιδα, καταπληξία και τοξικό μεγάκολο.
H διάγνωση της κολίτιδας από αντιβιοτικά συνήθως γίνεται από την
αναγνώριση των κλινικών συμπτωμάτων. Μπορεί να αποδειχθεί με
ενδοσκοπική ανεύρεση ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας και να επιβεβαιωθεί
περαιτέρω με καλλιέργεια κοπράνων για την ανεύρεση του Clostridium difficile
σε εκλεκτικά υποστρώματα και ανάλυση του δείγματος των κοπράνων για
την (τις) τοξίνη (-ες) του C. difficile.
Έναρξη κολίτιδας από αντιβιοτικά έχει συμβεί κατά τη διάρκεια της
χορήγησης ή ακόμη και δύο ή τρεις εβδομάδες μετά τη χορήγηση του
αντιβιοτικού. Η νόσος είναι πιθανόν να ακολουθήσει πιο σοβαρή πορεία σε
περισσότερο ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς οι οποίοι είναι
εξασθενημένοι. Σε περίπτωση που παρουσιαστεί ήπια κολίτιδα από
αντιβιοτικά, συνιστάται διακοπή χορήγησης της κλινδαμυκίνης. Συνιστάται
θεραπεία με ρητίνες χολεστυραμίνης και κολεστιπόλης, διότι αυτά τα
φαρμακευτικά προϊόντα έχει αποδειχθεί ότι δεσμεύουν την τοξίνη in vitro.
H συνιστώμενη δόση κολεστιπόλης είναι 5 g τρεις φορές την ημέρα και η
συνιστώμενη δόση χολεστυραμίνης είναι 4 g τρεις φορές την ημέρα.
Εάν παρουσιαστεί σοβαρού βαθμού κολίτιδα από αντιβιοτικά, αυτή θα πρέπει
να αντιμετωπίζεται με κατάλληλη αναπλήρωση υγρών, ηλεκτρολυτών και
πρωτεϊνών.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις από μελέτες ότι μια τοξίνη (ή τοξίνες) που
παράγεται (ονται) από τα Κλωστρίδια (ιδιαίτερα το C. difficile) είναι η
κυριότερη άμεση αιτία της κολίτιδας από αντιβιοτικά. Αυτές οι μελέτες
δείχνουν επίσης ότι αυτό το τοξινογόνο Κλωστρίδιο είναι συνήθως ευαίσθητο
στη βανκομυκίνη in vitro. Όταν χορηγηθούν 125-500 mg βανκομυκίνης 4 φορές
την ημέρα, παρατηρείται ταχεία εξαφάνιση της τοξίνης από τα δείγματα
κοπράνων και ταυτόχρονη κλινική ανάταξη της διάρροιας.
Σε σπάνιες περιπτώσεις η κολίτιδα μπορεί να υποτροπιάσει μετά την παύση
της θεραπείας με βανκομυκίνη. Οι ρητίνες χολεστυραμίνης ή κολεστιπόλης
δεσμεύουν τη βανκομυκίνη in vitro. Εάν πρόκειται να χορηγηθούν μια ρητίνη
και βανκομυκίνη ταυτόχρονα, θα ήταν σκόπιμο το κάθε ένα από αυτά να
χορηγείται διαφορετική ώρα.