H διάγνωση της κολίτιδος εξ αντιβιοτικών συνήθως γίνεται από την αναγνώριση των
κλινικών συμπτωμάτων. Μπορεί να αποδειχθεί με ενδοσκοπική ανεύρεση
ψευδομεμβρανώδους κολίτιδος και να επιβεβαιωθεί περαιτέρω με καλλιέργεια
κοπράνων για την ανεύρεση του Clostridium difficile σε εκλεκτικά υποστρώματα και
ανάλυση του δείγματος των κοπράνων για την (τις) τοξίνη (-ες) του C. difficile.
Έναρξη κολίτιδος εξ αντιβιοτικών έχει συμβεί κατά τη διάρκεια της χορήγησης ή
ακόμη και δύο ή τρεις εβδομάδες μετά τη χορήγηση του αντιβιοτικού. Η νόσος είναι
πιθανόν να ακολουθήσει πιο σοβαρή πορεία σε περισσότερο ηλικιωμένους ασθενείς ή
σε ασθενείς οι οποίοι είναι εξασθενημένοι. Σε περίπτωση που παρουσιαστεί ήπια
κολίτις εξ αντιβιοτικών, συνιστάται διακοπή χορήγησης της κλινδαμυκίνης.
Συνιστάται θεραπεία με ρητίνες χολεστυραμίνης και κολεστιπόλης, διότι αυτά τα
φαρμακευτικά προϊόντα έχει αποδειχθεί ότι δεσμεύουν την τοξίνη in vitro.
H συνιστώμενη δόση κολεστιπόλης είναι 5 g τρεις φορές την ημέρα και η
συνιστώμενη δόση χολεστυραμίνης είναι 4 g τρεις φορές την ημέρα.
Εάν παρουσιαστεί σοβαρού βαθμού κολίτις εξ αντιβιοτικών, αυτή θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται με κατάλληλη αναπλήρωση υγρών, ηλεκτρολυτών και πρωτεϊνών.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις από μελέτες ότι μια τοξίνη (ή τοξίνες) που παράγεται
(ονται) από τα Κλωστρίδια (ιδιαίτερα το C. difficile) είναι η κυριότερη άμεση αιτία
της κολίτιδος εξ αντιβιοτικών. Αυτές οι μελέτες δείχνουν επίσης ότι αυτό το
τοξινογόνο Κλωστρίδιο είναι συνήθως ευαίσθητο στη βανκομυκίνη in vitro. Όταν
χορηγηθούν 125-500 mg βανκομυκίνη 4 φορές την ημέρα, παρατηρείται ταχεία
εξαφάνιση της τοξίνης από τα δείγματα κοπράνων και ταυτόχρονη κλινική ανάταξη
της διάρροιας.
Σε σπάνιες περιπτώσεις η κολίτις μπορεί να υποτροπιάσει μετά την παύση της
θεραπείας με βανκομυκίνη. Οι ρητίνες χολεστυραμίνης ή κολεστιπόλης δεσμεύουν τη
βανκομυκίνη in vitro. Εάν πρόκειται να χορηγηθούν μια ρητίνη και βανκομυκίνη
ταυτόχρονα, θα ήταν σκόπιμο το κάθε ένα από αυτά να χορηγείται διαφορετική ώρα.
Σαν εναλλακτική θεραπεία θα μπορούσε να δοθεί από του στόματος βακιτρακίνη,
25.000 μονάδες κάθε ημέρα επί 7 έως 10 ημέρες.
Θα πρέπει να αποφεύγονται τα φάρμακα τα οποία προκαλούν εντερική στάση.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά τη συνταγογράφηση των δόσεων
κλινδαμυκίνης σε ασθενείς με ιστορικό νόσου του γαστρεντερικού συστήματος,
ιδιαίτερα κολίτιδος.
Η κλινδαμυκίνη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της μηνιγγίτιδος,
διότι το φάρμακο δεν διαχέεται ικανοποιητικά στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Η χρήση της φωσφορικής κλινδαμυκίνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα
υπερανάπτυξη μικροοργανισμών, ιδίως μυκήτων.
Έχει αναφερθεί διάρροια που σχετίζεται με το παθογόνο Clostridium difficile
(CDAD), η οποία ενδέχεται να ποικίλει σε βαρύτητα, από ελαφρά διάρροια ως
θανατηφόρος κολίτιδα, κατά τη χρήση σχεδόν όλων των αντιβακτηριακών
παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της κλινδαμυκίνης.
Η θεραπεία με αντιβακτηριακά φάρμακα προκαλεί αλλαγές στη φυσιολογική
εντερική χλωρίδα, γεγονός που οδηγεί σε υπερανάπτυξη του C. Difficile.
Το C. Difficile παράγει τοξίνες Α και Β που συμβάλλουν στην εμφάνιση CDAD.
Στελέχη C. Difficile που παράγουν υπερτοξίνες αυξάνουν τη νοσηρότητα και τη
θνητότητα, καθώς αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να είναι ανθεκτικές στην
3