αντιβιοτικό που παράγεται από τη μητρική ένωση λινκομυκίνη.
Η κλινδαμυκίνη μπορεί να είναι είτε βακτηριοκτόνος είτε βακτηριοστατική ανάλογα με την
ευαισθησία του μικροοργανισμού και τη συγκέντρωση του αντιβιοτικού.
2.2 Ενδείξεις
Σοβαρές λοιμώξεις από gram θετικούς κόκκους (συμπεριλαμβανομένων και
σταφυλοκόκκων), διάφορα αναερόβια και ιδίως Bacteroides fragilis (λοιμώξεις
ενδοπεριτοναϊκές, γυναικολογικές κ.λ.π.), οστεομυελίτιδα.
Τοξοπλασμική εγκεφαλίτις σε ασθενείς με AIDS. Σε ασθενείς στους οποίους η συμβατική
θεραπεία δεν είναι καλά ανεκτή, η κλινδαμυκίνη σε συνδυασμό με πυριμεθαμίνη έχει
αποδειχθεί αποτελεσματική.
Πνευμονία από Pneumocystis carinii σε ασθενείς με AIDS. Σε ασθενείς οι οποίοι δεν
ανέχονται ικανοποιητικά ή δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη συμβατική θεραπεία, η
κλινδαμυκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με πριμακίνη.
Η χρήση της κλινδαμυκίνης πρέπει να περιορίζεται σε απόλυτες ενδείξεις ή όταν δεν
μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα ασφαλέστερα αντιβιοτικά, εξαιτίας σοβαρών
ανεπιθύμητων ενεργειών και κυρίως της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας.
2.3 Αντενδείξεις
Αλλεργία στην κλινδαμυκίνη ή στη λινκομυκίνη, διαρροϊκά σύνδρομα, ιστορικό
κολίτιδας ή εντερίτιδας ή κολίτιδας από αντιβιοτικά.
2.4 Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση
2.4.1 Ενημερώστε το γιατρό σας αν είστε αλλεργικός, αν πάσχετε από νεφρική ή
ηπατική ανεπάρκεια, από κολίτιδα ή έχετε ιστορικό κολίτιδας.
Επίσης ενημερώστε τον αμέσως αν προκληθεί διάρροια κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με κλινδαμυκίνη. Όπως και με άλλα αντιμικροβιακά φάρμακα μπορεί να
παρουσιαστεί διάρροια σε ασθενείς, μετά από χορήγηση κλινδαμυκίνης. Στην περίπτωση
αυτή πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός.
Η θεραπεία με κλινδαμυκίνη έχει συσχετισθεί με σοβαρή κολίτιδα, η οποία μπορεί να είναι
θανατηφόρος. Τα συμπτώματα ποικίλλουν από ελαφρά, έως σοβαρή, επίμονη διάρροια,
λευκοκυττάρωση, πυρετό, σοβαρές επώδυνες κοιλιακές μυϊκές συστολές, παρουσία στο
έντερο αίματος και βλέννης, κατάσταση που αν δεν αντιμετωπισθεί, μπορεί να καταλήξει σε
περιτονίτιδα, καταπληξία και τοξικό μεγάκολο.
Έναρξη κολίτιδας από αντιβιοτικά έχει συμβεί κατά τη διάρκεια της χορήγησης ή ακόμη και
δύο ή τρεις εβδομάδες μετά τη χορήγηση του αντιβιοτικού. Η νόσος είναι πιθανόν να
ακολουθήσει πιο σοβαρή πορεία σε περισσότερο ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς οι
οποίοι είναι εξασθενημένοι. Σε περίπτωση που παρουσιασθεί ήπια κολίτιδα από
αντιβιοτικά, συνιστάται διακοπή χορήγησης της κλινδαμυκίνης.
2